Διορισμός δικαστών ανωτάτου δικαστηρίου από όργανο επιλεγμένο από τη Βουλή. Μη νόμιμη λειτουργία του δικαστηρίου και έλλειψη αμεροληψίας και ανεξαρτησίας

ΑΠΟΦΑΣΗ

Advance Pharma SP. Z O.O κατά Πολωνίας της 03.02.2022 (αρ. προσφ. 1469/20)

Βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Διορισμός δικαστών. Έλλειψη αμεροληψίας και ανεξαρτησίας δικαστηρίου. Δίκαιη δίκη.

Η προσφεύγουσα εταιρεία Advance Pharma Sp. Z O.O, είναι μια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης εγγεγραμμένη στη Βαρσοβία που διένειμε ένα συμπλήρωμα διατροφής που προορίζεται για άνδρες που επιθυμούν να βελτιώσουν την σεξουαλική τους απόδοση. Το 2010 το προϊόν αποσύρθηκε από την αγορά μετά από ελέγχους του Εθνικού Φαρμακευτικού Ινστιτούτου, το οποίο εντόπισε σε ορισμένα δείγματα του προϊόντος δραστική ουσία η οποία δεν θα έπρεπε να υπάρχει σε συμπληρώματα διατροφής και δεν αναγράφεται στην ετικέτα του προϊόντος.

Επικαλούμενη το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ, η προσφεύγουσα εταιρεία στην προσφυγή της, που είναι μία από τις 94 που έχουν κατατεθεί κατά της Πολωνίας σχετικά με διάφορες πτυχές της αναδιοργάνωσης του πολωνικού δικαστικού συστήματος που δημιουργήθηκε το 2017, κατήγγειλε ότι το Πολιτικό Τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου, το οποίο είχε αποφασίσει για την απόσυρση του προϊόντος της δεν ήταν δικαστήριο που λειτουργούσε νομίμως και υπήρχε, ως εκ τούτου, έλλειψη αμεροληψίας και ανεξαρτησίας.

Κατήγγειλε ότι το Πολιτικό Τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε συγκροτηθεί από δικαστές που διορίστηκαν από τον Πρόεδρο της Πολωνίας μετά από σύσταση του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου («NCJ»), οργάνου που έχει αποτελέσει αντικείμενο διαμάχης από την έναρξη ισχύος της νέας νομοθεσίας που προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι τα δικαστικά μέλη του δεν εκλέγονται πλέον από δικαστές αλλά από την Sejm (Κάτω Βουλή του Κοινοβουλίου).

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η παραβίαση των δικαιωμάτων της προσφεύγουσας εταιρείας προήλθε από τις τροποποιήσεις της πολωνικής νομοθεσίας που επέτρεψαν στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία να παρέμβουν άμεσα ή έμμεσα στη διαδικασία διορισμού των δικαστών, θέτοντας έτσι συστηματικά σε κίνδυνο τη νομιμότητα ενός δικαστηρίου που αποτελείται από δικαστές που διορίστηκαν με τον τρόπο αυτό. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η συνεχιζόμενη λειτουργία του Εθνικού Δικαστικού Συμβουλίου όπως συγκροτήθηκε από τον Τροποποιητικό Νόμο του 2017 και η εμπλοκή του στη διαδικασία διορισμών δικαστών διαιώνισε τη συστημική δυσλειτουργία που καθιέρωσε το Δικαστήριο. 

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαδικασία διορισμού δικαστών στο Πολιτικό Τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχε επηρεαστεί αδικαιολόγητα από τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία. Αυτό ανερχόταν σε θεμελιώδη παρατυπία που επηρέασε αρνητικά την όλη διαδικασία και έθετε σε κίνδυνο τη νομιμότητα του δικάσαντος Τμήματος, το οποίο είχε εξετάσει την υπόθεση της προσφεύγουσας εταιρείας. Συνεπώς, το Πολιτικό Τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν ήταν ένα «ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο το οποίο συστάθηκε νομίμως» σύμφωνα με την έννοια της ΕΣΔΑ.

Το Στρασβούργο επιδίκασε ποσό 15.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6 παρ. 1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα, Advance Pharma Sp. Z O.O, είναι μια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης εγγεγραμμένη στη Βαρσοβία που διένειμε ένα συμπλήρωμα διατροφής που προορίζεται για άνδρες που επιθυμούν να βελτιώσουν τη σεξουαλική τους απόδοση.

Η πώληση αυτού του συμπληρώματος ήταν η μοναδική πηγή εσόδων για την εταιρεία, η οποία το 2010 ανήλθε σε 20 εκατομμύρια πολωνικά ζλότι (περίπου 4,8 εκατομμύρια ευρώ). Το 2010 το προϊόν αποσύρθηκε από την αγορά μετά από ελέγχους του Εθνικού Φαρμακευτικού Ινστιτούτου, το οποίο εντόπισε σε ορισμένα δείγματα του προϊόντος δραστική ουσία η οποία δε θα έπρεπε να υπάρχει σε συμπληρώματα διατροφής και δεν αναγράφεται στην ετικέτα του προϊόντος. Η προσφεύγουσα εταιρεία ανέστειλε τις δραστηριότητές της και προσέφυγε κατά της απόφασης του Κύριου Φαρμακευτικού Επιθεωρητή περί απόσυρσης του προϊόντος από την αγορά. Κατά τη διάρκεια της αναιρετικής διαδικασίας, τα διοικητικά δικαστήρια ακύρωσαν την απόφαση αυτή διαπιστώνοντας ότι ο Επιθεωρητής δεν είχε αποδείξει εάν επρόκειτο για συμπλήρωμα διατροφής ή φαρμακευτικό προϊόν και ότι η απόφαση είχε εκδοθεί κατά παράβαση του εσωτερικού δικαίου.

Η προσφεύγουσα εταιρεία, η οποία στο μεταξύ είχε καταστρέψει τα αποθέματά της, άσκησε αγωγή αποζημίωσης για αδικοπραξία κατά του Δημοσίου το 2014. Τα δικαστήρια διαπίστωσαν ιδίως ότι η προσφεύγουσα εταιρεία είχε καταστρέψει το εμπόρευμά της με δική της πρωτοβουλία. ο Επιθεωρητής είχε απλώς διατάξει την απόσυρσή του από την αγορά. Επιπλέον, η εταιρεία δεν είχε αποδείξει ότι αποτράπηκε από την επανεισαγωγή του συμπληρώματος στην αγορά αφού προηγουμένως είχε καταστεί συμβατό με τους σχετικούς μηχανισμούς. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα εταιρεία δεν είχε αποδείξει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της ζητηθείσας αποζημίωσης και της ενέργειας του Επιθεωρητή.

Αφού απέτυχε σε δύο δικαιοδοτικά επίπεδα, η προσφεύγουσα εταιρεία άσκησε έφεση ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου. Η τριμελής σύνθεση του Πολιτικού Τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο εξέτασε – και απέρριψε – την έφεση, απαρτιζόταν εξ ολοκλήρου από δικαστές που διορίστηκαν πρόσφατα μέσω της διαδικασίας που περιλαμβάνει το νέο Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο (NCJ) που ιδρύθηκε το 2018.

Επικαλούμενη το Άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση), η προσφεύγουσα εταιρεία κατήγγειλε ότι ο σχηματισμός του Πολιτικού Τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το οποίο είχε εξετάσει την έφεσή της, δεν είχε συσταθεί βάσει νόμου επειδή απαρτιζόταν από δικαστές που προτάθηκαν από το NCJ, ένα όργανο το οποίο δεν προσέφερε καμία εγγύηση ανεξαρτησίας ή αμεροληψίας. Ισχυρίστηκε ότι η συνολική διαδικασία διορισμού των τριών δικαστών που είχαν εξετάσει την υπόθεσή του δεν ήταν ούτε διαφανής ούτε ανεξάρτητη και δεν είχε υποβληθεί σε δικαστικό έλεγχο. Αναφέρθηκε ιδίως στη διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης η οποία κατέληξε στην απόφαση της 19 Νοεμβρίου 2019 και στις αποφάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου της Πολωνίας και του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου που διαπίστωσαν ότι οι δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου που διορίστηκαν στη διαδικασία που αφορά το NCJ δεν απάρτιζαν δικαστήριο που συστάθηκε σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο.

Κατήγγειλε επίσης ότι ο Πρόεδρος της Πολωνίας είχε κινήσει τον διορισμό των δικαστών που προτάθηκαν από το NCJ χωρίς την απαιτούμενη προσυπογραφή του Πρωθυπουργού.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 § 1

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου εξέτασε την υπόθεση υπό το φως των κριτηρίων που όρισε το Τμήμα Μείζονος Σύνθεσης του Δικαστηρίου στην υπόθεση Guðmundur Andri Ástráðsson κατά Ισλανδίας (αρ. προσφ. 26374/18) του Δεκεμβρίου 2020 και επίσης εφαρμόστηκε στην υπόθεση Reczkowicz κατά Πολωνίας (αρ. προσφ. 43447/19) του Ιουλίου 2021 και στην υπόθεση Dolińska-Ficek και Ozimek κατά Πολωνίας (αρ. προσφ. 49868/19 και 57511/19) του Νοεμβρίου 2021.

Πρώτον, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε κατάφωρη παραβίαση του εθνικού δικαίου, το οποίο δυσμενώς επηρέασε τους θεμελιώδεις κανόνες διαδικασίας για τον διορισμό των δικαστών στο Πολιτικό Τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου. Αυτό συνέβη επειδή το NCJ, όπως ιδρύθηκε βάσει του Τροποποιητικού Νόμου για το NCJ στις 8 Δεκεμβρίου 2017, δεν παρείχε επαρκείς εγγυήσεις ανεξαρτησίας από τη νομοθετική ή εκτελεστική εξουσία.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο διορισμός των δικαστών από τον Πρόεδρο της Πολωνίας έγινε κατόπιν εισήγησης του NCJ (απόφαση αρ. 330/2018) στο Πολιτικό Τμήμα, παρά την απόφαση του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της 27ης Σεπτεμβρίου 2018 που ανέστειλε την απόφαση του NCJ και ισοδυναμούσε με άλλη μια πρόδηλη παραβίαση του εσωτερικού δικαίου. Όπως στις Dolińska-Ficek και Ozimek, η σκόπιμη παράβλεψη δεσμευτικής δικαστικής απόφασης και παρέμβαση στην πορεία της δικαιοσύνης προκειμένου να ελαχιστοποιηθεί η εγκυρότητα μιας εκκρεμούς δικαστικής επανεξέτασης του διορισμού των δικαστών θα μπορούσε μόνο να χαρακτηρίζεται ως κατάφωρη παραβίαση του κράτους δικαίου. Υπό το φως των ανωτέρω, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν είναι απαραίτητο να καθοριστεί εάν υπήρξε επίσης χωριστή παραβίαση του εσωτερικού δικαίου που προέκυψε από το γεγονός ότι η προκήρυξη κενών θέσεων στο Ανώτατο Δικαστήριο από τον Πρόεδρο έγινε χωρίς την προσυπογραφή του Πρωθυπουργού.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι μια διαδικασία για το διορισμό δικαστών που επηρεάστηκε αδικαιολόγητα από την νομοθετική και εκτελεστική εξουσία ήταν από μόνη της ασυμβίβαστη με το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ και ως εκ τούτου, έθεσε σε κίνδυνο τη νομιμότητα του Πολιτικού Τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το δικαίωμα της προσφεύγουσας σε «δικαστήριο που έχει συσταθεί από το νόμο» είχε προσβληθεί.

Καταλήγοντας σε αυτό το συμπέρασμα, το Δικαστήριο αναφέρθηκε ιδίως σε αποφάσεις του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της Πολωνίας και σε αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και πολλαπλές εκθέσεις και αξιολογήσεις από ευρωπαϊκούς και διεθνείς φορείς.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συγκρότηση του Πολιτικού Τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που είχε εξετάσει την υπόθεση της προσφεύγουσας εταιρείας, δεν μπορούσε να χαρακτηριστεί «δικαστήριο που ιδρύθηκε σύμφωνα με το νόμο».

Επομένως υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της ΕΣΔΑ.

Όσον αφορά το ερώτημα εάν οι ίδιες παρατυπίες έθεσαν σε κίνδυνο την ανεξαρτησία και αμεροληψία του Πολιτικού Τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου, το Δικαστήριο έκρινε ότι συσχετίζονταν με το ίδιο υποκείμενο πρόβλημα της εγγενώς ελλιπούς διαδικασίας διορισμών δικαστών και ότι αυτό είχε ήδη απαντηθεί κατά την εξέταση της καταγγελίας που ισχυριζόταν ότι το τμήμα αυτό στερούνταν χαρακτηριστικά ενός «δικαστηρίου που έχει συσταθεί με νόμο». Επομένως, δεν χρειάστηκε περαιτέρω εξέταση.

Άρθρο 46 (δεσμευτική ισχύς και εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων)

Όταν το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπιστώνει παραβίαση της ΕΣΔΑ, το κράτος έχει νομική υποχρέωση να επιλέξει, υπό την εποπτεία της Επιτροπής Υπουργών, τα γενικά ή και, κατά περίπτωση, τα μεμονωμένα μέτρα που πρέπει να λάβει στην εσωτερική έννομη τάξη του για άρει την παραβίαση που διαπίστωσε το Δικαστήριο και να διορθώσει την κατάσταση.

Η παραβίαση των δικαιωμάτων της προσφεύγουσας εταιρείας προήλθε από τις τροποποιήσεις της πολωνικής νομοθεσίας που στερούσε από την πολωνική δικαιοσύνη το δικαίωμα να εκλέγει δικαστικά μέλη του NCJ και επέτρεψε στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία να παρέμβουν άμεσα ή έμμεσα στη διαδικασία διορισμού των δικαστών, θέτοντας έτσι συστηματικά σε κίνδυνο τη νομιμότητα ενός δικαστηρίου που αποτελείται από διορισμένους δικαστές. Σε αυτήν την κατάσταση και προς το συμφέρον του κράτους δικαίου και της αρχής διαχωρισμού των εξουσιών και της ανεξαρτησίας του δικαστικού σώματος, απαιτείται ταχεία δράση από την πλευρά του πολωνικού κράτους για την επανόρθωση του συστημικού προβλήματος.

Το ΕΔΔΑ απέφυγε να δώσει οποιεσδήποτε συγκεκριμένες κατευθυντήριες ως προς το είδος των γενικών ή και μεμονωμένων μέτρων που θα μπορούσαν να ληφθούν για να διορθωθεί η κατάσταση και περιόρισε τις εκτιμήσεις του σε μια γενική καθοδήγηση. Ήταν, ωστόσο, αναπόφευκτο συμπέρασμα ότι η συνέχιση της λειτουργίας του NCJ όπως συγκροτήθηκε από τον τροποποιητικό Νόμο του 2017 και η εμπλοκή του στους δικαστικούς διορισμούς διαιώνιζε τη συστημική δυσλειτουργία που υπογράμμισε το Δικαστήριο και ενδεχομένως στο μέλλον να οδηγήσει σε δυνητικά πολλαπλές παραβιάσεις του δικαιώματος σε ένα «ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που συστάθηκε με νόμο», οδηγώντας έτσι σε περαιτέρω επιδείνωση της κρίσης του κράτους δικαίου στην Πολωνία. Ένα από τα μέτρα που πρέπει να εξετάσει το πολωνικό κράτος είναι να ενσωματωθούν στα αναγκαία γενικά μέτρα τα συμπεράσματα του ερμηνευτικού ψηφίσματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 23 Ιανουαρίου 2020 σχετικά με την εφαρμογή του στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και των τακτικών δικαστηρίων.

Συνεπώς, εναπόκειται στο κράτος της Πολωνίας να συναγάγει τα απαραίτητα συμπεράσματα από την παρούσα απόφαση και να λάβει κάθε μεμονωμένο ή γενικό μέτρο κατά περίπτωση προκειμένου να επιλυθούν τα προβλήματα της παραβίασης που διαπιστώθηκε από το Δικαστήριο και για να αποτραπεί η πραγματοποίηση παρόμοιων παραβιάσεων στο μέλλον.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το ΕΔΔΑ δεν διέκρινε αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της διαπιστωθείσας παράβασης και της αιτηθείσας αποζημίωσης και απέρριψε αυτόν τον ισχυρισμό. Ωστόσο, επιδίκασε στην προσφεύγουσα εταιρεία 15.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 3.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες