Covid-19 και συνθήκες κράτησης. Λήψη υγειονομικών πρωτοκόλλων για αποφυγή εξάπλωσης της νόσου. Δεν διαπιστώθηκαν παραβιάσεις της ΕΣΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ

Fenech κατά Μάλτας της 01.03.2022 (αρ. προσφ. 19090/20)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Λήψη ιδιαίτερων μέτρων για την προστασία των κρατουμένων από την νόσο Covid-19. Δικαιολογημένη επιβολή τύπου lockdown με απαγόρευση επισκέψεων συγγενών και έκθεσης στον έξω κόσμο και στα καταστήματα κράτησης. Δικαίωμα στη ζωή. Απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση.

Ο προσφεύγων συνελήφθη τον Νοέμβριο του έτους 2019 ως ύποπτος για σοβαρά αδικήματα και κρατήθηκε προσωρινά. Ανιχνεύθηκαν στο αίμα του ψυχότροπες ουσίες και τέθηκε για την ασφάλεια όλων σε απομόνωση. Σε αυτό το διάστημα εμφανίστηκε η πανδημία του Covid-19 και αυστηρά μέτρα υγειονομικής προφύλαξης ελήφθησαν στα καταστήματα κράτησης όπως και σε όλη την κοινωνία. Άσκησε προσφυγή για τις συνθήκες κράτησής του και ότι το κράτος απέτυχε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να τον προστατεύσει από τη μόλυνση με Covid-19 ενώ βρίσκονταν στη φυλακή, παρόλο που ανήκε στις ευπαθείς ομάδες λόγω της απώλειας ενός νεφρού.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το μέτρο απομόνωσης είχε ληφθεί για ιατρικούς και προληπτικούς λόγους λόγω της εξάρτησης του από ουσίες, ήταν διάρκειας μόνον 35 ημερών και δεν επέφερε σε αυτόν καμία ψυχολογική βλάβη. Επίσης μελέτησε τις συνθήκες κράτησης και διαπίστωσε ότι είχε στο κελί του προσωπικό χώρο 4,5 τ.μ. που είναι αποδεκτός στην ΕΣΔΑ. Όσον αφορά τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν λόγω Covid-19, το ΕΔΔΑ ανέφερε ότι δικαιολογούνταν λόγω της πανδημίας και ήταν ενιαίοι σε όλη την κοινωνία. Κατά συνέπεια έκρινε ότι η κράτηση του δεν συνιστούσε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση.

Περαιτέρω το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι ανήκε στις ευπαθείς ομάδες και έπρεπε να έχει διαφορετική μεταχείριση προκειμένου να μην προσβληθεί από τον ιό. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι αρχές είχαν λάβει επαρκή και αναλογικά μέτρα για την πρόληψη και τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού και είχαν την δυνατότητα σε περίπτωση μόλυνσης να παράσχουν ειδική βοήθεια.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε επίσης παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή όπως προβλέπεται από το άρθρο 2 σε συνδυασμό με το άρθρο 3.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 2,

Άρθρο 3

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Yorgen Fenech, είναι υπήκοος της Μάλτας ο οποίος γεννήθηκε το 1981. Αυτή τη στιγμή κρατείται στο σωφρονιστικό ίδρυμα Corradino στην Πάολα (Μάλτα).

Ο προσφεύγων ήταν επιχειρηματίας και πρώην επικεφαλής του Ομίλου Tumas. Συνελήφθη στο γιοτ του στις 20 Νοεμβρίου 2019 ως ύποπτος για συνέργεια στην ανθρωποκτονία από πρόθεση της Μαλτέζας δημοσιογράφου, Daphne Caruana Galizia τον Οκτώβριο του 2017.

Στις 30 Νοεμβρίου 2019 παραπέμφθηκε και κατηγορήθηκε για προώθηση, οργάνωση ή χρηματοδότηση οργάνωσης με σκοπό τη διάπραξη ποινικού αδικήματος και συνέργεια σε ανθρωποκτονία εκ προθέσεως. Ο ίδιος δήλωσε αθώος για τις κατηγορίες και τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση από εκείνη την ημερομηνία. Έχοντας βρεθεί θετικός σε ψυχοτρόπες ουσίες κατά την άφιξή του στη φυλακή, τοποθετήθηκε σε ένα κελί, έχοντας περιορισμένη επαφή με τους άλλους κρατούμενους, πριν μεταφερθεί σε κελί στις 4 Ιανουαρίου 2020.

Ο προσφεύγων θεώρησε ότι οι συνθήκες κράτησής του ήταν ανθυγιεινές. Συγκεκριμένα παραπονέθηκε για συνωστισμό, κακές συνθήκες, έλλειψη καθαρών και ζεστών ρούχων και πολύ περιορισμένη σωματική άσκηση. Ως αποτέλεσμα της υγειονομικής κρίσης λόγω Covid-19, ένιωσε ότι το κράτος απέτυχε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να τον προστατεύσει από τη μόλυνση Covid-19 όσο βρίσκονταν στη φυλακή. Καθώς η προσωπική κατάσταση της υγείας του –η προηγούμενη απώλεια νεφρού – τον ​​έθετε σε αυξημένο κίνδυνο και ότι οι πιθανότητες που είχε να αναρρώσει από τον Covid-19, εάν προσβάλλονταν ήταν ελάχιστες.

Επικαλούμενος τα άρθρα 2 (δικαίωμα στη ζωή) και 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ο προσφεύγων παραπονέθηκε για τις συνθήκες κράτησής του και ότι το κράτος απέτυχε να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για να τον προστατεύσει από τη μόλυνση με Covid-19 ενώ βρίσκονταν στη φυλακή, ιδίως όσον αφορά την ευάλωτη κατάσταση της υγείας του.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης)

Σε σχέση με την περίοδο απομόνωσης του προσφεύγοντος, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η επιβολή απομόνωσης σε κρατούμενους για λόγους ασφαλείας, πειθαρχικούς ή προστατευτικούς λόγους δεν αποτελούσε από μόνη της απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία. Ο λόγος, οι προϋποθέσεις, η διάρκεια και η αυστηρότητα του μέτρου και οι επιπτώσεις στον κρατούμενο έπρεπε να ληφθούν υπόψη.

Στην περίπτωση αυτή, το Δικαστήριο έκρινε ότι το μέτρο απομόνωσης είχε ληφθεί για ιατρικούς και προληπτικούς λόγους σύμφωνα με τους κανόνες του σωφρονιστικού καταστήματος ότι όποιος βρεθεί θετικός σε ψυχότροπες ουσίες δεν επιτρεπόταν να αναμειχθεί με άλλους κρατούμενους έως ότου το τεστ βγει αρνητικό, σε συνδυασμό με την ανάγκη διασφάλισης της ασφάλειας του κ. Fenech.

Η κυβέρνηση δεν είχε υποδείξει νομική βάση για το μέτρο και το Δικαστήριο έκρινε ότι ο προσφεύγων θα έπρεπε να είχε ενημερωθεί εγγράφως για την απόφαση και τις σχετικές λεπτομέρειες την εν λόγω περίοδο. Ωστόσο, η απόφαση βασίστηκε σε ενδελεχή σωματική και ψυχολογική ιατρική αξιολόγηση και στις ιατρικές συστάσεις που προέκυψαν. Επιπλέον, ο προσφεύγων ενημερώθηκε προφορικά και δεν είχε ισχυριστεί ότι δεν γνώριζε την πολιτική, ούτε αμφισβήτησε την αναγκαιότητα ή το γεγονός ότι είχε βγει θετικός σε κοκαΐνη.

Το Δικαστήριο υπογράμμισε, ωστόσο, ότι εάν οποιοιδήποτε παράγοντες κινδύνου (αυτοτραυματισμός/αυτοκτονία/βλάβη τρίτων) είχαν προσδιοριστεί μετά από ατομική αξιολόγηση (σε αντίθεση με ένα αυθαίρετο συμπέρασμα στη χρήση ναρκωτικών ουσιών) θα ήταν απαραίτητη η ιατρική παρακολούθηση για την αποτροπή αυτού του κινδύνου. Ανησυχούσε ότι οι ιδιαίτερα ευάλωτοι κρατούμενοι θα μπορούσαν να διατρέχουν κίνδυνο σε μια τέτοια κατάσταση, και τόνισε ότι τα μέτρα απομόνωσης απαιτούσαν ρύθμιση, παρακολούθηση και αυστηρή τήρηση των ιατρικών πρωτοκόλλων για τη διασφάλιση έναντι τέτοιων κινδύνων.

Σημαντικό ήταν το γεγονός ότι η απομόνωση του προσφεύγοντος δεν διήρκεσε περισσότερο από 35 ημέρες, δεν υπέστη καμία επιβλαβή ψυχολογική ή σωματική επίδραση ως αποτέλεσμα και οι ισχύοντες περιορισμοί δεν ισοδυναμούσαν με πλήρη απομόνωση. Έχοντας εξετάσει τις πραγματικές συνθήκες στο κελί χωρητικότητας ενός ατόμου, το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε ότι κρατήθηκε υπό συνθήκες κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 σε σχέση με την περίοδο απομόνωσης.

Σε σχέση με την περίοδο κράτησης στο κελί, καθώς ο προσφεύγων είχε ατομικό χώρο για ύπνο και 4,5 τ.μ. προσωπικού χώρου και θα μπορούσε έτσι να κυκλοφορεί κανονικά, και καθώς οι καταγγελίες του θεωρήθηκαν αβάσιμες, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι συνθήκες διαβίωσής του δεν αποτελούσαν απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση.

Όσον αφορά τους περιορισμούς για τους οποίους παραπονέθηκε ο προσφεύγων, συμπεριλαμβανομένης της απουσίας πρόσβασης στο γυμναστήριο, στην οικογένειά του, την εκκλησία ή άλλες δραστηριότητες, το Δικαστήριο έκρινε ότι είχαν λάβει χώρα σε ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο, συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια έκτακτης ανάγκης για τη δημόσια υγεία, και τα μέτρα αυτά είχαν υιοθετηθεί για σημαντικούς λόγους υγείας.

Επιπλέον, είχαν επιβληθεί όχι μόνο στον προσφεύγοντα αλλά και στην κοινωνία γενικότερα. Δεδομένου του εξαιρετικού και απρόβλεπτου πλαισίου που σχετίζεται με την πανδημία Covid-19, τα μέτρα εκείνα ήταν ανάλογα και χρονικά περιορισμένα, και δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι του προκάλεσαν μεγαλύτερη αγωνία ή κακουχία από ό,τι ήταν αναπόφευκτο κατά τη διάρκεια της κράτησης σε μια πανδημία. Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης ως προς αυτό.

Άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή) που λαμβάνεται με το άρθρο 3

Το Δικαστήριο δεν απέκλεισε την εφαρμογή του άρθρου 2 σε ορισμένες περιπτώσεις που σχετίζονται με τον Covid-19. Ωστόσο, για τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, έκρινε ότι η διάταξη δεν ήταν εφαρμόσιμη. Πράγματι, περισσότερο από ενάμιση χρόνο μετά την έναρξη της πανδημίας, ο προσφεύγων δεν είχε μολυνθεί και είχε τη δυνατότητα να προβεί σε εμβολιασμό ήδη από τον Απρίλιο του 2021. Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν επρόκειτο να νοσήσει από Covid-19, δεν είχε παράσχει μελέτες ή σχετικό υλικό που να έδινε σαφή εικόνα των πιθανοτήτων ενός άνδρα της ηλικίας του (αρχές 40), που δεν έχει νεφρό, να νοσήσει και πολύ πιθανό να αποβιώσει λόγω της νόσου, εάν μολύνονταν (προ ή μετά τον εμβολιασμό).

Όσον αφορά την υποχρέωση των κρατών να διασφαλίζουν επαρκώς την υγεία και την ευημερία των κρατουμένων σύμφωνα με το άρθρο 3, το Δικαστήριο έκρινε ότι, δεδομένης της φύσης του Covid-19, οι αρχές έπρεπε να βάλουν ορισμένα μέτρα που να στοχεύουν στην αποφυγή μόλυνσης, στον περιορισμό της εξάπλωσης του Covid-19 εντός της φυλακής και την παροχή επαρκούς ιατρικής περίθαλψης σε περίπτωση μόλυνσης. Έπρεπε να υπάρξουν προληπτικά μέτρα ανάλογα με τον κίνδυνο, αλλά δεν θα μπορούσαν να είναι πολύ προβλέψιμα για τις αρχές που αντιμετώπισαν μια νέα κατάσταση όπως μια παγκόσμια πανδημία.

Μετά το ξέσπασμα του Covid-19, η φυλακή είχε ουσιαστικά τεθεί σε lockdown, οπότε οι επισκέπτες δεν επιτρεπόταν και το προσωπικό δούλευε εβδομαδιαίες βάρδιες για να αποφύγει την υπερβολική έκθεση σε εξωτερικούς παράγοντες. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα μέτρα αυτά είχαν σίγουρα μειώσει τον κίνδυνο ευρείας διάδοσης μόλυνσης εντός της φυλακής, διατηρώντας έτσι την υγεία και την ασφάλεια των κρατουμένων και του προσωπικού.

Είχαν επίσης ληφθεί γενικά μέτρα όπως τακτική απολύμανση, καθαρισμός, χρήση μάσκας, παροχή απολυμαντικού χεριών και έλεγχος θερμοκρασίας τόσο για κρατούμενους όσο και για σωφρονιστικούς υπαλλήλους. Πραγματοποιούνταν rapid test, με άμεσα αποτελέσματα, σε όλους τους νέους κρατούμενους του και είχαν επίσης τεθεί σε εφαρμογή δοκιμές PCR και καραντίνα, με τη διάρκεια της τελευταίας να μειώνεται με την πάροδο του χρόνου. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτό αποδείκνυε ότι οι αρχές ήταν σε επαγρύπνηση , προσαρμόζοντας τα πρωτόκολλά τους στην εξελισσόμενη κατάσταση. Σημαντικό ήταν ο έγκαιρος εμβολιασμός κατά του Covid-19 εντός της φυλακής.

Στο μέτρο που ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι, λόγω της ιατρικής του κατάστασης, έπρεπε να προστατευτεί από την έκθεση περισσότερο από άλλους κρατούμενους, το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν ήταν ο μόνος κρατούμενος που χαρακτηρίζονταν ως ευπαθής. Δεδομένων των πρακτικών απαιτήσεων της φυλάκισης και της πρωτοφανούς κατάστασης, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ενδέχεται να μην ήταν δυνατό να γίνουν διευθετήσεις για τον καθένα από αυτούς, ώστε να μεταφερθεί σε ασφαλέστερους χώρους πριν από κάθε εξάπλωση της μόλυνσης στη φυλακή.

Ενώ θα έπρεπε να προβλεφθεί η δυνατότητα διαχωρισμού των κρατουμένων που διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο από τους άλλους, ο προσφεύγων δεν είχε αποδείξει ότι ανήκε στην κατηγορία των πιο ευάλωτων. Το γεγονός ότι μοιραζόταν ένα κελί και χρησιμοποιούσε τις ίδιες ιατρικές, υγειονομικές, εγκαταστάσεις εστίασης και άλλες εγκαταστάσεις με άλλους μη μολυσμένους κρατούμενους από τον Covid-19 δεν δημιουργούσε από μόνο του θέμα βάσει του άρθρου 3.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρχές είχαν λάβει επαρκή και αναλογικά μέτρα για την πρόληψη και τον περιορισμό της εξάπλωσης του ιού. Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο κ. Fenech νοσούσε από Covid-19 στη φυλακή, δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι δεν θα υπήρχε ειδική βοήθεια.

To ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβιάσεις ούτε του άρθρου 2 ούτε του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες