Άρνηση των αρχών να ικανοποιήσουν αιτήματα για επαναπατρισμό παιδιών από Συρία! Καταδίκη από Στρασβούργο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ

H.F. κ.α. κατά Γαλλίας της 14.09.2022 (αρ. προσφ. 24384/19 και 44234/02)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Οι αρμόδιες αρχές αρνήθηκαν να ικανοποιήσουν αιτήματα των προσφευγόντων για επαναπατρισμό από τις Γαλλικές αρχές των θυγατέρων και των εγγονών τους, που κρατούνται σε στρατόπεδα στη ΒΑ Συρία, τα οποία διοικούνται από τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (SDF). Ενώπιον του Δικαστηρίου κατήγγειλαν ότι η άρνηση αυτή εξέθετε τα μέλη των οικογενειών τους σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και συνεπαγόταν παραβίαση του δικαιώματός τους να εισέλθουν στο εθνικό έδαφος σύμφωνα με το άρθρο 3 § 2 του 4ου Πρωτοκόλλου.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα εν λόγω μέλη της οικογένειας δεν υπάγονται στη Γαλλική δικαιοδοσία για τους σκοπούς της καταγγελίας του άρθρου 3, αλλά ότι υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις υπήρχε δικαστικός δεσμός με τη Γαλλία, κατά την έννοια του άρθρου 1 της Σύμβασης, όσον αφορά την καταγγελία βάσει του άρθρου 3 § 2 του 4ου Πρωτοκόλλου.

Επί της ουσίας, το Δικαστήριο διαπίστωσε αρχικά ότι οι Γαλλίδες και τα παιδιά τους δεν απολάμβαναν του γενικού δικαιώματος επαναπατρισμού βάσει του δικαιώματος εισόδου στην επικράτεια δυνάμει του άρθρου 3 § 2 του 4ου Πρωτοκόλλου.

Εξήγησε στη συνέχεια ότι η προστασία που παρέχει η διάταξη αυτή θα μπορούσε να δημιουργήσει θετικές υποχρεώσεις του κράτους σε εξαιρετικές περιστάσεις που σχετίζονται με εξωεδαφικούς παράγοντες, όπως εκείνα που έθεσαν σε κίνδυνο την υγεία και τη ζωή των ημεδαπών στους καταυλισμούς, ιδίως των παιδιών. Σε μια τέτοια κατάσταση, εκπληρώνοντας τη θετική του υποχρέωση να επιτρέψει την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος εισόδου στην επικράτειά του, το κράτος έπρεπε να παράσχει κατάλληλες εγγυήσεις έναντι των κινδύνων αυθαιρεσίας στη σχετική διαδικασία. Έπρεπε να γίνει αναθεώρηση από ανεξάρτητο όργανο σχετικά με την νομιμότητα της απόφασης που απορρίπτει το αίτημα επαναπατρισμού, είτε είναι επιτακτικοί λόγοι δημοσίου συμφέροντος είτε οποιεσδήποτε νομικές, διπλωματικές ή υλικές δυσκολίες. Όταν υποβλήθηκε αίτημα επαναπατρισμού για λογαριασμό ανηλίκων, η επανεξέταση έπρεπε να διασφαλίσει ιδίως ότι οι αρμόδιες αρχές είχαν λάβει δεόντως υπόψη τους τα ύψιστα συμφέροντα των παιδιών, μαζί με την ιδιαίτερη ευαλωτότητα και τις ιδιαίτερες ανάγκες τους. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις, όσον αφορά την κατάσταση των παιδιών και των εγγονών, γεγονός που οδήγησε στην υποχρέωση παροχής εγγυήσεων απέναντι σε αυθαιρεσίες στη διαδικασία λήψης αποφάσεων. Ωστόσο, η απουσία οποιασδήποτε επίσημης απόφασης εκ μέρους των αρμόδιων αρχών κατά την άρνηση να ικανοποιήσουν τα αιτήματα των προσφευγόντων, και τη δικαιοδοτική ασυλία που επικαλέστηκαν τα εθνικά δικαστήρια σχετικά με το θέμα, τους είχε στερήσει οποιασδήποτε δυνατότητας ουσιαστικής αμφισβήτησης των λόγων που επικαλούνται οι εν λόγω αρχές και επαλήθευσης ότι οι λόγοι αυτοί δεν ήταν αυθαίρετοι.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εξέταση των αιτημάτων επαναπατρισμού που υποβλήθηκαν από τους προσφεύγοντες για τα μέλη της οικογένειάς τους δεν περιβαλλόταν από τις κατάλληλες δικλείδες ασφαλείας αναφορικά με πράξεις αυθαιρεσίας και ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 § 2 του 4ου Πρωτοκόλλου.

Ωστόσο, έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης αποτελούσε επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για κάθε ηθική βλάβη. Παράλληλα κάλεσε την Κυβέρνηση να επανεξετάσει τα αιτήματα επαναπατρισμού, με άμεσο τρόπο, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι παρέχονται κατάλληλες διασφαλίσεις έναντι οποιασδήποτε αυθαιρεσίας.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 1

Άρθρο 3 παρ. 2 του 4ου Πρωτοκόλλου

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες, H.F. και M.F., γεννημένοι το 1958 και 1954 αντίστοιχα, και J.D. και A.D., γεννημένοι και οι δύο το 1955, είναι Γάλλοι υπήκοοι. Οι κόρες των προσφευγόντων, έφυγαν μαζί από τη Γαλλία για τη Συρία με τους συντρόφους τους, για την περιοχή που ελέγχεται από το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος (γνωστό και ως Daesh), και στη συνέχεια γέννησαν τα παιδιά τους εκεί.

Το 2017 το Daesh έχασε τον έλεγχο της πόλης Ράκα, της πρωτεύουσάς του, από τους SDF, την τοπική δύναμη που εμπλέκεται στον αγώνα ενάντια στο Daesh που κυριαρχείται από την κουρδική πολιτοφυλακή των Μονάδων Προστασίας του Λαού (YPG). Από τον Μάρτιο του 2019 και μετά, οι SDF έλεγχαν όλο το συριακό έδαφος ανατολικά του ποταμού Ευφράτη. Η επίθεση του SDF προκάλεσε τη φυγή δεκάδων χιλιάδων ανδρών, γυναικών και παιδιών, στην πλειονότητά τους οικογένειες μαχητών του Daesh. Οι περισσότεροι από αυτούς, συμπεριλαμβανομένων των θυγατέρων των προσφευγόντων, φέρεται να συνελήφθησαν από τις δυνάμεις SDF κατά τη διάρκεια της επίθεσης και μετά την τελική μάχη μεταφέρθηκαν στο στρατόπεδο al-Hol μεταξύ Δεκεμβρίου 2018 και Μαρτίου 2019. Τα στρατόπεδα al-Hol και Roj τέθηκαν υπό την στρατηγική εποπτεία των SDF και διοικούνται από την «Αυτόνομη Διοίκηση της Βόρειας και Ανατολικής Συρίας» (η «ΑΑΝΕS»).

Σύμφωνα με τη Διεθνή Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού (ICRC), 70.000 άνθρωποι ζούσαν στο στρατόπεδο Hol από τον Ιούλιο του 2019. Εκείνη την εποχή, ο περιφερειακός διευθυντής του ICRC περιέγραψε την κατάσταση στους καταυλισμούς ως «αποκαλυπτική». Σύμφωνα με δελτίο τύπου που εκδόθηκε στις 29 Μαρτίου 2021, μετά από επίσκεψη του Προέδρου, ο αριθμός αυτός μειώθηκε σε 62.000, «εκ των οποίων τα δύο τρίτα ήταν παιδιά, πολλά από αυτά ορφανά ή χωρισμένα από την οικογένεια». Το δελτίο τύπου ανέφερε περαιτέρω ότι αυτά τα παιδιά μεγάλωναν σε σκληρές και συχνά πολύ επικίνδυνες συνθήκες.

Σύμφωνα με εκθέσεις της ΜΚΟ Διεθνούς Ασφαλείας και Δικαιωμάτων (RSI), που δημοσιεύθηκαν στις 25 Νοεμβρίου 2020 και 13 Οκτωβρίου 2021, τα παιδιά που κρατούνταν στους καταυλισμούς του al-Hol και του Roj υπέφεραν από υποσιτισμό, αφυδάτωση, μερικές φορές τραυματισμούς πολέμου και μετατραυματικό στρες και φέρεται να κινδύνευαν από βίαιη μεταχείριση και σεξουαλική εκμετάλλευση. Οι καιρικές συνθήκες ήταν ακραίες. Οι συνθήκες κράτησης ήταν απάνθρωπες και εξευτελιστικές. Υπήρχε μια ατμόσφαιρα βίας, που προκλήθηκε από εντάσεις μεταξύ γυναικών που εξακολουθούν να υποστηρίζουν τους Daesh, καθώς και από τη βίαιη συμπεριφορά των φρουρών του στρατοπέδου.

Μεταξύ Μαρτίου 2019 και Ιανουαρίου 2021 η Γαλλία διοργάνωσε τον επαναπατρισμό παιδιών από καταυλισμούς στην βορειοανατολική Συρία «κατά περίπτωση». Έστειλε πέντε αποστολές στη Συρία και επαναπάτρισε τριάντα πέντε ανήλικους Γάλλους.

Σε δελτίο τύπου της 5ης Ιουλίου 2022, το γαλλικό υπουργείο Εξωτερικών ανακοίνωσε ότι η Γαλλία είχε οργανώσει την επιστροφή στην εθνική επικράτεια άλλων τριάντα πέντε ανηλίκων γαλλικής υπηκοότητας και δεκαέξι μητέρων. Με επιστολή της 13ης Ιουλίου 2022, ο δικηγόρος των προσφευγόντων ενημέρωσε το Δικαστήριο ότι οι κόρες και τα εγγόνια των προσφευγόντων δεν ήταν μεταξύ των Γάλλων υπηκόων που επαναπατρίστηκαν, όπως επιβεβαιώθηκε από την Κυβέρνηση σε επιστολή της 28ης Ιουλίου 2022.

Η κατάσταση των μελών της οικογένειας των προσφευγόντων από την αναχώρησή τους για τη Συρία:

Προσφυγή αρ. 24384/19

Η κόρη των προσφευγόντων, L., η οποία γεννήθηκε το 1991 στο Παρίσι, εγκατέλειψε τη Γαλλία την 1 Ιουλίου 2014 μαζί με τον σύντροφό της με σκοπό να ταξιδέψει στη Συρία, σε περιοχή που τότε ελεγχόταν από το λεγόμενο Ισλαμικό Κράτος. Στις 16 Δεκεμβρίου 2016 ξεκίνησε δικαστική έρευνα εναντίον της με την κατηγορία της εγκληματικής οργάνωσης και συμμετοχής σε τρομοκρατικές ενέργειες και εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης. Η L. και ο σύντροφός της, ο οποίος πέθανε τον Φεβρουάριο του 2018, απέκτησαν δύο παιδιά στη Συρία, που γεννήθηκαν στις 14 Δεκεμβρίου 2014 και στις 24 Φεβρουαρίου 2016.

Σύμφωνα με τους προσφεύγοντες, η L. και τα δύο παιδιά της συνελήφθησαν στις 4 Φεβρουαρίου 2019 και αρχικά κρατήθηκαν στο στρατόπεδο al-Hol. Οι προσφεύγοντες δήλωσαν ότι δεν είχαν λάβει νέα της L. από τον Ιούνιο 2020. Θεωρήθηκε ότι κρατούνταν σε ένα από τα δύο στρατόπεδα ή με τα δύο παιδιά της σε μια «υπόγεια φυλακή».

Προσφυγή αρ. 44234/20

Η κόρη των προσφευγόντων Μ., η οποία γεννήθηκε το 1989 στο Angers, έφυγε από τη Γαλλία στις αρχές Ιουλίου 2015 μαζί τον σύντροφό της με σκοπό να ταξιδέψει στη Μοσούλη του Ιράκ και στη συνέχεια, ένα χρόνο αργότερα, στη Συρία. Η Μ. έφερε στον κόσμο ένα παιδί στις 28 Ιανουαρίου 2019. Η μητέρα και το παιδί πιστεύεται ότι κρατούνταν στον καταυλισμό al-Hol από τον Μάρτιο του 2019 και μετά μεταφέρθηκαν το 2020 στο στρατόπεδο Roj.

Στις 26 Ιουνίου 2020, ο δικηγόρος των προσφευγόντων έστειλε επείγον e-mail στον σύμβουλο του Γάλλου Προέδρου και στο Υπουργείο Εξωτερικών, χωρίς να λάβει καμία απάντηση, στο οποίο εξέφρασε την ανησυχία των οικογενειών μετά τη μεταφορά πολλών Γάλλων υπηκόων και των παιδιών τους από τους φρουρούς του στρατοπέδου al-Hol σε άγνωστη τοποθεσία.

Διαδικασίες επαναπατρισμού:

Προσφυγή αρ. 24384/19

Σε e-mail που στάλθηκε στις 31 Οκτωβρίου 2018 στο Υπουργείο Εξωτερικών, το οποίο παρέμεινε αναπάντητο, οι προσφεύγοντες ζητούσαν τον επαναπατρισμό της κόρης τους, η οποία ήταν «πολύ αδύναμη», μαζί με τα εγγόνια τους.

Σε αίτηση που καταχωρήθηκε στις 5 Απριλίου 2019 κάλεσαν τον δικαστή επειγόντων αιτήσεων του Διοικητικού Δικαστηρίου του Παρισιού να ζητήσει από το Υπουργείο Εξωτερικών να οργανώσει τον επαναπατρισμό της κόρης και των εγγονών τους στη Γαλλία. Προς στήριξη της αίτησής τους υπέβαλαν το αίτημά τους για επαναπατρισμό της 31 Οκτωβρίου 2018 και τα αιτήματα που υποβλήθηκαν στο Γάλλο Πρόεδρο λίγους μήνες νωρίτερα από το δικηγόρο τους, για λογαριασμό πολλών γυναικών και παιδιών που κρατούνταν σε στρατόπεδα στη ΒΑ Συρία, μαζί με την απάντηση του αρχηγού του προσωπικού του Προέδρου. Η απάντηση ανέφερε ότι τα ενδιαφερόμενα άτομα είχαν σκοπίμως φύγει για να ενταχθούν σε τρομοκρατική οργάνωση εν καιρό πολέμου με τον συνασπισμό στον οποίο συμμετείχε η Γαλλία και ότι εναπόκειτο στις τοπικές αρχές να αποφασίσουν εάν ευθύνονται για τυχόν αδικήματα.

Με απόφαση της 10 Απριλίου 2019, ο δικαστής επειγόντων προσφυγών απέρριψε την υπόθεση των προσφευγόντων. Σε δύο επιστολές με ημερομηνία 11 Απριλίου 2019, ο δικηγόρος των προσφευγόντων απέστειλε εκ νέου επιστολή στο Γάλλο Πρόεδρο και στο Υπουργείο Εξωτερικών ζητώντας τον επαναπατρισμό της L. και των παιδιών της.

Οι προσφεύγοντες άσκησαν έφεση κατά της απόφασης της 10 Απριλίου 2019 ενώπιον του Συμβουλίου του Κράτους, το οποίο σε απόφασή του 23 Απριλίου 2019, απέρριψε την υπόθεσή τους.

Προσφυγή αρ. 44234/20

Με δύο επιστολές της 29 Απριλίου 2019, οι οποίες έμειναν αναπάντητες, προς το Υπουργείο Εξωτερικών και τον Γάλλο Πρόεδρο, ο δικηγόρος των προσφευγόντων ζήτησε τον επείγοντα επαναπατρισμό της Μ. και του παιδιού της στη Γαλλία. Υπέβαλε σχετική αίτηση στον δικαστή επειγόντων αιτήσεων του Διοικητικού Συμβουλίου του Παρισίου.

Με απόφαση της 7 Μαΐου 2020, ο δικαστής απέρριψε το αίτημά τους με το αιτιολογικό ότι το δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να το εξετάσει, καθώς το ζητούμενο μέτρο ήταν αδιάσπαστο από το μέτρο των γαλλικών διεθνών σχέσεων. Σε μια απόφαση της 25 Μαΐου 2020, ο δικαστής εξέδωσε παρόμοια απόφαση που αφορούσε αίτημα να τεθεί στην άκρη η σιωπηρή άρνηση του Υπουργείου να οργανώσει τον επαναπατρισμό.

Στις 15 Σεπτεμβρίου 2020 το Συμβούλιο του Κράτους κήρυξε απαράδεκτη την προσφυγή που υπέβαλαν οι προσφεύγοντες κατά της απόφασης της 7 Μαΐου 2020.

Παράλληλα, οι προσφεύγοντες άσκησαν προσφυγή ενώπιον του γενικού πρωτοβάθμιου δικαστηρίου του Παρισίου με σκοπό να διαπιστωθεί η ύπαρξη παράνομης διοικητικής πράξης, με την αιτιολογία ότι οι Γαλλικές αρχές είχαν εσκεμμένα παραλείψει να βάλουν τέλος στην αυθαίρετη κράτηση της κόρης τους και των εγγονών τους και είχαν αρνηθεί να οργανώσουν τον επαναπατρισμό τους. Σε απόφαση της 18 Μαΐου 2020 το δικαστήριο απέρριψε λόγω αναρμοδιότητας με την αιτιολογία ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει το θέμα.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

(α) Locus Standi – Υπήρχαν εξαιρετικές περιστάσεις που επέτρεψαν στο Δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι προσφεύγοντες είχαν νομική δυνατότητα να υποβάλουν τις καταγγελίες ως εκπρόσωποι των θυγατέρων και των εγγονών τους, των άμεσων θυμάτων που παρεμποδίστηκαν να προσφύγουν στο Δικαστήριο.

(β) Δικαιοδοσία – Το Δικαστήριο έπρεπε να εξακριβώσει εάν μπορούσε να θεωρηθεί ότι, αφενός, λόγω του δεσμού ιθαγένειας μεταξύ των ενδιαφερομένων μελών της οικογένειας και του εναγόμενου κράτους και, αφετέρου, της απόφασης του τελευταίου να μην τα επαναπατρίσει, και συνεπώς, να μην ασκήσει τη διπλωματική ή προξενική δικαιοδοσία του ως προς αυτά, μπορούσαν να εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του για τους σκοπούς του άρθρου 3 και του άρθρου 3 § 2 του 4ου Πρωτοκόλλου.

Η νομολογία του Δικαστηρίου είχε αναγνωρίσει ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που μπορούν να οδηγήσουν στην άσκηση δικαιοδοσίας από ένα συμβαλλόμενο κράτος εκτός των εδαφικών του συνόρων. Η ύπαρξη τέτοιων χαρακτηριστικών έπρεπε να προσδιοριστεί με αναφορά στα συγκεκριμένα γεγονότα μιας υπόθεσης. Στην προκειμένη περίπτωση, για να προσδιορίσει εάν η Σύμβαση και τα Πρωτόκολλά της ήταν εφαρμοστέα, το Δικαστήριο εξέτασε συγκεκριμένες πτυχές καταλήγοντας ως εξής:

(i) Εάν η Γαλλία ασκούσε έλεγχο στη σχετική περιοχή – η Γαλλία δεν ασκούσε «αποτελεσματικό έλεγχο» στο έδαφος της ΒΑ Συρίας ούτε είχε «εξουσία» ή «έλεγχο» στα μέλη της οικογένειας των προσφευγόντων που κρατούνταν στα στρατόπεδα στην περιοχή αυτή.

(ii) Εάν υφίστατο δικαιοδοτικός σύνδεσμος με την έναρξη της εσωτερικής διαδικασίας – Η ποινική δίωξη που άσκησαν οι γαλλικές αρχές κατά των L. και M. για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση δεν αφορούσε τις εικαζόμενες παραβιάσεις και επομένως δεν είχε καμία σχέση με το εάν τα περιστατικά για τα οποία καταγγέλλονταν εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της Γαλλίας. Μια αντίθετη ερμηνεία θα αποθάρρυνε τα κράτη από το να ξεκινήσουν έρευνες σε αυτό το πλαίσιο. Περαιτέρω, ενόψει της ουσίας των καταγγελιών που υποβλήθηκαν, η διαδικασία επαναπατρισμού δεν είχε άμεσο αντίκτυπο στο ερώτημα εάν αυτές εμπίπτουν στη δικαιοδοσία της Γαλλίας και, επομένως, δεν επαρκούσαν για την ενεργοποίηση μιας εξωεδαφικής δικαιοδοσίας.

Άρθρο 3

Ούτε η γαλλική ιθαγένεια των μελών της οικογένειας των προσφευγόντων, ούτε η απλή απόφαση των γαλλικών αρχών να μην τους επαναπατρίσουν είχαν ως αποτέλεσμα να υπαχθούν στο πεδίο της γαλλικής δικαιοδοσίας όσον αφορά την κακομεταχείριση στην οποία υποβλήθηκε σε στρατόπεδα της Συρίας Κουρδικός έλεγχος. Μια τέτοια επέκταση του πεδίου εφαρμογής της Σύμβασης δεν βρήκε υποστήριξη στη νομολογία. Πρώτον, το γεγονός και μόνο ότι οι αποφάσεις που λαμβάνονται σε εθνικό επίπεδο είχαν αντίκτυπο στην κατάσταση των προσώπων που κατοικούν στο εξωτερικό δεν μπορεί να θεμελιώσει τη δικαιοδοσία του οικείου κράτους επί αυτών εκτός της επικράτειάς του. Δεύτερον, ούτε το εσωτερικό ούτε το διεθνές δίκαιο απαιτούσε από το κράτος να ενεργεί για λογαριασμό των υπηκόων του και να τους επαναπατρίσει. Επιπλέον, η Σύμβαση δεν εγγυάται το δικαίωμα διπλωματικής ή προξενικής προστασίας. Τρίτον, και παρά τη δεδηλωμένη επιθυμία των τοπικών μη κρατικών αρχών να επαναπατρίσουν τους υπηκόους τους τα ενδιαφερόμενα κράτη, η Γαλλία θα έπρεπε να διαπραγματευτεί μαζί τους ως προς την αρχή και τους όρους οποιασδήποτε τέτοιας επιχείρησης και να οργανώσει την εφαρμογή της, η οποία αναπόφευκτα θα πραγματοποιούνταν στη Συρία.

Έτσι, το Δικαστήριο έκρινε την προσφυγή απαράδεκτη ως προς αυτό το άρθρο (η Γαλλία ήταν εκτός δικαιοδοσίας).

Άρθρο 3 του 4ου Πρωτοκόλλου

Αυτή ήταν η πρώτη φορά που το Δικαστήριο κλήθηκε να αποφασίσει σχετικά με την ύπαρξη δεσμού δικαιοδοσίας μεταξύ ενός κράτους και των «υπηκόων» του σε σχέση με καταγγελία βάσει αυτής της διάταξης. Το γεγονός ότι το τελευταίο ισχύει μόνο για τους υπηκόους δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως επαρκής περίσταση για τον καθορισμό της δικαιοδοσίας της Γαλλίας κατά την έννοια του άρθρου 1. Η ιθαγένεια, αν και ένας παράγοντας που συνήθως λαμβάνεται υπόψη ως βάση για την εξωεδαφική άσκηση της δικαιοδοσίας από ένα κράτος, δεν θα μπορούσε να αποτελεί αυτόνομη βάση δικαιοδοσίας. Στην προκειμένη περίπτωση, η προστασία από τη Γαλλία των μελών της οικογένειας των προσφευγόντων θα απαιτούσε διαπραγματεύσεις με τις κουρδικές αρχές που τους κρατούσαν, ή ακόμη και παρέμβαση σε εδάφη που διοικούνταν από τους Κούρδους.

Η άρνηση να ικανοποιηθεί το αίτημα των προσφευγόντων δεν είχε επισήμως στερήσει από τα μέλη της οικογένειάς τους το δικαίωμα να εισέλθουν στη Γαλλία, ούτε τους εμπόδισε να το πράξουν. Εντούτοις, προέκυψε το ερώτημα εάν η διασυνοριακή τους κατάσταση θα μπορούσε να έχει συνέπειες για τη δικαιοδοσία της Γαλλίας ratione loci και ratione personae. Σε αυτό το πλαίσιο, τόσο το αντικείμενο όσο και το εύρος του δικαιώματος που εγγυάται το άρθρο 3 § 2 του 4ου Πρωτοκόλλου. Το Δικαστήριο τόνισε επίσης ότι το δικαίωμα εισόδου σε ένα κράτος βρισκόταν στο επίκεντρο των τρεχόντων ζητημάτων που σχετίζονται με την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και την εθνική ασφάλεια. Εάν το άρθρο 3 § 2 του 4ου Πρωτοκόλλου εφαρμοζόταν μόνο σε υπηκόους που έφθασαν στα εθνικά σύνορα ή που δεν είχαν ταξιδιωτικά έγγραφα, θα στερούνταν αποτελεσματικότητας στο σύγχρονο πλαίσιο.

Επομένως, δεν θα μπορούσε να αποκλειστεί ότι ορισμένες περιστάσεις που σχετίζονται με την κατάσταση ατόμων που επιθυμούσαν να εισέλθουν στο κράτος του οποίου ήταν υπήκοοι, επικαλούμενοι τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 3 § 2 του 4ου Πρωτοκόλλου, ότι θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε δεσμό με το κράτος αυτό για τους σκοπούς του άρθρου 1. Ωστόσο, δεν ήταν απαραίτητο να οριστούν αφηρημένα οι περιστάσεις αυτές, δεδομένου ότι θα εξαρτώνται αναγκαστικά από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε περίπτωσης και ενδέχεται να διαφέρουν σημαντικά από περίπτωση σε περίπτωση.

Στην παρούσα υπόθεση, εκτός από τον νομικό δεσμό μεταξύ του κράτους και των υπηκόων του, υπήρχαν ορισμένα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που σχετίζονταν με την κατάσταση των στρατοπέδων στη ΒΑ Συρία και επέτρεπαν τη δικαιοδοσία της Γαλλίας, κατά την έννοια του άρθρου 1 που θα διαπιστωθεί σχετικά με την καταγγελία που υποβλήθηκε βάσει του άρθρου 3 § 2 του 4ου Πρωτοκόλλου: οι προσφεύγοντες είχαν υποβάλει επίσημα αιτήματα επαναπατρισμού και βοήθειας, τα αιτήματα αυτά είχαν υποβληθεί με βάση τις θεμελιώδεις αξίες των δημοκρατικών κοινωνιών, ενώ τα μέλη των οικογενειών τους αντιμετώπιζαν πραγματική και άμεση απειλή για τη ζωή και τη σωματική τους ευεξία, λόγω τόσο των συνθηκών διαβίωσης όσο και των ανησυχιών για την ασφάλεια στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι οποίες ήταν ασυμβίβαστες με τον σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της υγείας αυτών των μελών της οικογένειας και της ακραίας ευπάθειας των παιδιών, ιδίως λόγω της νεαρής ηλικίας τους· Ήταν ουσιαστικά αδύνατο για αυτούς να εγκαταλείψουν τα στρατόπεδα, ή οποιοδήποτε άλλο μέρος όπου θα μπορούσαν να κρατηθούν ανεπιφύλακτα, προκειμένου να φτάσουν στα γαλλικά ή σε οποιοδήποτε άλλο κρατικό σύνορο χωρίς τη βοήθεια των γαλλικών αρχών· και οι κουρδικές αρχές είχαν δηλώσει την προθυμία τους να παραδώσουν τις Γαλλίδες κρατούμενες και τα παιδιά τους στις εθνικές αρχές.

Συνεπώς, ως προς αυτό η προσφυγή κρίθηκε παραδεκτή (εντός δικαιοδοσίας).

Επί της ουσίας

(α) Ερμηνεία του άρθρου 3 § 2 του 4ου Πρωτοκόλλου.

Το Δικαστήριο άδραξε την ευκαιρία για να διευκρινίσει το νόημα και να εξετάσει το πεδίο εφαρμογής αυτής της διάταξης, συμπεριλαμβανομένων των διαδικαστικών δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων ή/και τυχόν αντίστοιχων διαδικαστικών υποχρεώσεων του κράτους στο πλαίσιο άρνησης επαναπατρισμού.

Η εφαρμογή του άρθρου 3 § 2 του 4ου Πρωτοκόλλου δεν απέκλεισε περιπτώσεις όπου ο υπήκοος είτε είχε εγκαταλείψει οικειοθελώς την εθνική επικράτεια και στη συνέχεια δεν του επετράπη ο επαναπατρισμός ή όταν το άτομο δεν είχε καν πατήσει ποτέ το πόδι του στην εν λόγω χώρα, όπως στην περίπτωση των παιδιών που γεννήθηκαν στο εξωτερικό και επιθυμούσαν να εισέλθουν για πρώτη φορά. Πράγματι, δεν υποστηρίχθηκε ένας τέτοιος περιορισμός στη διατύπωσή του ή στις προπαρασκευαστικές εργασίες.

Το άρθρο 3 § 1 του 4ου Πρωτοκόλλου απαγόρευε μόνο την απέλαση υπηκόων και όχι την έκδοσή τους. Επομένως, το δικαίωμα εισόδου σε ένα κράτος του οποίου ήταν υπήκοος δεν πρέπει να συγχέεται με το δικαίωμα παραμονής στο έδαφός του και δεν παρείχε απόλυτο δικαίωμα παραμονής εκεί. Το δικαίωμα εισόδου στο έδαφος του οποίου κάποιος ήταν υπήκοος σύμφωνα με το άρθρο 3 § 2 του 4ου Πρωτοκόλλου ήταν απόλυτο όπως και η ελευθερία από την απέλαση υπηκόου σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο του. Ωστόσο, το δικαίωμα εισόδου στην εθνική επικράτεια δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την άρση των αποτελεσμάτων μιας διαταγής έκδοσης. Επιπλέον, καθώς το άρθρο 3 § 2 αναγνώριζε αυτό το δικαίωμα χωρίς να το ορίζει, ομολογουμένως μπορεί να υπάρχει περιθώριο για σιωπηρούς περιορισμούς, όπου ενδείκνυται, με τη μορφή έκτακτων μέτρων που ήταν απλώς προσωρινά (για παράδειγμα, η κατάσταση που εξετάζεται στο πλαίσιο της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης που προκλήθηκε από την πανδημία Covid-19).

Αν ληφθεί κυριολεκτικά, το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 § 2 του 4ου Πρωτοκόλλου αντιστοιχούσε σε αρνητική υποχρέωση του κράτους και περιοριζόταν σε καθαρά τυπικά μέτρα που απαγόρευαν στους πολίτες να επιστρέψουν στην εθνική επικράτεια. Ωστόσο, δεν μπορούσε να αποκλειστεί ότι άτυπα ή έμμεσα μέτρα που στερούσαν εκ των πραγμάτων τον υπήκοο την πραγματική απόλαυση του δικαιώματός του επιστροφής ενδέχεται, ανάλογα με τις περιστάσεις, να είναι ασυμβίβαστα με τη διάταξη αυτή.

Ορισμένες θετικές υποχρεώσεις που είναι εγγενείς στο Άρθρο 3 § 2 του Πρωτοκόλλου αριθ. 4 είχαν από καιρό επιβληθεί στα κράτη με σκοπό την αποτελεσματική εγγύηση της εισόδου στην εθνική επικράτεια. Αυτά αντιστοιχούσαν σε μέτρα που απορρέουν παραδοσιακά από την υποχρέωση του κράτους να εκδίδει ταξιδιωτικά έγγραφα σε υπηκόους, προκειμένου να διασφαλίσει ότι θα μπορούσαν να περάσουν τα σύνορα. Όσον αφορά την εφαρμογή του δικαιώματος εισόδου, όπως και σε άλλα πλαίσια, το εύρος τυχόν θετικών υποχρεώσεων θα ποικίλλει αναπόφευκτα, ανάλογα με τις διαφορετικές καταστάσεις στα Συμβαλλόμενα Κράτη και τις επιλογές που πρέπει να γίνουν όσον αφορά τις προτεραιότητες και τους πόρους. Οι υποχρεώσεις αυτές δεν πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο που να επιβάλλει αδύνατο ή δυσανάλογο βάρος στις αρχές. Όπου το κράτος όφειλε να λάβει θετικά μέτρα, η επιλογή των μέσων ήταν καταρχήν θέμα που εμπίπτει στο περιθώριο εκτίμησής του.

(β) Εάν υπήρχε δικαίωμα επαναπατρισμού (ιδίως για όσους δεν μπορούσαν να φτάσουν στα κρατικά σύνορα).

Η Σύμβαση δεν εγγυάται το δικαίωμα διπλωματικής προστασίας από ένα Συμβαλλόμενο Κράτος προς όφελος οποιουδήποτε προσώπου στη δικαιοδοσία του. Τα ίδια τα κράτη παρέμειναν πρωταγωνιστές της προξενικής προστασίας όπως διέπεται από τη σχετική Σύμβαση της Βιέννης. Σύμφωνα με αυτό, άτομα όπως τα μέλη της οικογένειας των προσφευγόντων, που κρατούνταν σε στρατόπεδα υπό τον έλεγχο μη κρατικής ένοπλης ομάδας και των οποίων το κράτος ιθαγένειας δεν είχε προξενική παρουσία στη Συρία, δεν είχαν καταρχήν δικαίωμα να διεκδικήσουν δικαίωμα στην προξενική προστασία. Το γεγονός ότι οι SDF είχαν καλέσει τα ενδιαφερόμενα κράτη να επαναπατρίσουν τους υπηκόους τους και είχαν δείξει συνεργασία σε σχέση με ορισμένους επαναπατρισμούς, που πραγματοποιήθηκαν ιδίως από τη Γαλλία, αν και σχετικές, δεν παρείχε το δικαίωμα επαναπατρισμού στα μέλη της οικογένειας των προσφευγόντων. Τέλος, δεν υπήρξε συναίνεση σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την υποστήριξη ενός γενικού δικαιώματος επαναπατρισμού για σκοπούς εισόδου στην εθνική επικράτεια κατά την έννοια του άρθρου 3 § 2 του 4ου Πρωτοκόλλου. Εν ολίγοις, δεν υπήρχε καμία υποχρέωση βάσει του διεθνούς δικαίου για τα κράτη να επαναπατρίσουν τους υπηκόους τους. Κατά συνέπεια, οι Γάλλοι πολίτες που κρατούνται στους καταυλισμούς στη βορειοανατολική Συρία δεν μπορούσαν να διεκδικήσουν γενικό δικαίωμα επαναπατρισμού βάσει του δικαιώματος εισόδου στο εθνικό έδαφος.

(i) Εξαιρετικές περιστάσεις

Το Δικαστήριο απάντησε καταφατικά ότι υπήρχαν τέτοιες περιστάσεις, λαμβάνοντας υπόψη τους εξωεδαφικούς παράγοντες που είχαν συμβάλει στην ύπαρξη κινδύνου για τη ζωή και τη σωματική ευημερία των μελών της οικογένειας των προσφευγόντων, ιδίως των εγγονών τους, καθώς και τα ακόλουθα σημεία:

Η κατάσταση στα επίμαχα στρατόπεδα υπό τον έλεγχο μιας μη κρατικής ένοπλης ομάδας ήταν διακριτή από τις κλασικές περιπτώσεις διπλωματικής ή προξενικής προστασίας και μηχανισμών ποινικής συνεργασίας. Η μόνη προστασία που παρασχέθηκε στα μέλη της οικογένειας των προσφευγόντων ήταν βάσει του κοινού άρθρου 3 των τεσσάρων Συμβάσεων της Γενεύης και βάσει του εθιμικού διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου.

Οι γενικές συνθήκες στους καταυλισμούς ήταν ασυμβίβαστες με τα ισχύοντα πρότυπα του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου. Σύμφωνα με το κοινό άρθρο 1 των τεσσάρων Συμβάσεων της Γενεύης, όλα τα κράτη που συμμετείχαν στις εν λόγω πράξεις – συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας – ήταν υποχρεωμένα να διασφαλίσουν ότι οι κουρδικές τοπικές αρχές που ήταν άμεσα υπεύθυνες για τις συνθήκες διαβίωσης στα στρατόπεδα, συμμορφώνονταν με τις υποχρεώσεις τους που πήγαζαν από το άρθρο 3, κάνοντας ό,τι «εύλογα μπορεί» για να τερματίσουν οι παραβιάσεις του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου.

– Μέχρι σήμερα δεν είχε συσταθεί κανένα δικαστήριο ή άλλο διεθνές ερευνητικό όργανο για να εξετάσει τις συνθήκες διαβίωσης των γυναικών στα στρατόπεδα και η δημιουργία ενός ad hoc διεθνούς ποινικού δικαστηρίου είχε μείνει σε εκκρεμότητα. Δεν υπήρχε επίσης καμία προοπτική να δικαστούν αυτές οι γυναίκες στη ΒΑ Συρία. Από την άλλη πλευρά, η ποινική διαδικασία που κινήθηκε κατά των L. και M. στη Γαλλία σχετιζόταν εν μέρει με τις διεθνείς υποχρεώσεις και το καθήκον αυτού του κράτους να ερευνά και, όπου κρίνεται σκόπιμο, να διώκει άτομα που εμπλέκονται σε τρομοκρατία στο εξωτερικό.

– Οι κουρδικές αρχές είχαν επανειλημμένα καλέσει τα κράτη να επαναπατρίσουν τους υπηκόους τους, επικαλούμενες την αδυναμία τους να εξασφαλίσουν τις κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης, την οργάνωση της κράτησης και της δίκης και τους κινδύνους για την ασφάλεια. Είχαν επίσης αποδείξει, στην πράξη, τη συνεργασία τους στο θέμα αυτό, μεταξύ άλλων με τη Γαλλία.

– Ορισμένοι διεθνείς και περιφερειακοί οργανισμοί είχαν καλέσει τα ευρωπαϊκά κράτη να επαναπατρίσουν τους υπηκόους τους που κρατούνται στους καταυλισμούς και η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού είχε, από την πλευρά της, δηλώσει ότι η Γαλλία πρέπει να αναλάβει την ευθύνη για την προστασία των παιδιών γαλλικής υπηκοότητας και ότι η άρνησή της να τους επαναπατρίσει συνεπαγόταν παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή και της απαγόρευσης απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης. Τέλος, η Γαλλία είχε επισήμως δηλώσει ότι οι ανήλικοι Γάλλοι στο Ιράκ ή τη Συρία δικαιούνται την προστασία της και μπορούσαν να επαναπατριστούν.

(ii) Διασφαλίσεις κατά της αυθαιρεσίας

Το Δικαστήριο είχε πλήρη επίγνωση των πολύ πραγματικών δυσκολιών που αντιμετωπίζουν τα κράτη όσον αφορά την προστασία των πληθυσμών τους από την τρομοκρατική βία και τις σοβαρές ανησυχίες που προκαλούνται από επιθέσεις τα τελευταία χρόνια. Παρά ταύτα, η εξέταση ενός μεμονωμένου αιτήματος επαναπατρισμού, σε εξαιρετικές περιστάσεις όπως αυτές που αναφέρονται παραπάνω, ενέπιπτε καταρχήν στην κατηγορία των επιχειρησιακών πτυχών των ενεργειών των αρχών που είχαν άμεση σχέση με τον σεβασμό των προστατευόμενων δικαιωμάτων σε αντίθεση με τις πολιτικές επιλογές που έγιναν στο πλαίσιο της καταπολέμησης της τρομοκρατίας που παρέμειναν εκτός της εποπτείας του Δικαστηρίου.

Τα μέλη της οικογένειας των προσφευγόντων βρίσκονταν σε κατάσταση ανθρωπιστικής έκτακτης ανάγκης, η οποία απαιτούσε ατομική εξέταση των αιτημάτων τους. Εναπόκειται στις γαλλικές αρχές να περιβάλλουν τη διαδικασία λήψης αποφάσεων σχετικά με αυτά τα αιτήματα με κατάλληλες διασφαλίσεις κατά της αυθαιρεσίας. Οι έννοιες της νομιμότητας και του κράτους δικαίου απαιτούσαν τα μέτρα που θίγουν τα θεμελιώδη δικαιώματα να υπόκεινται σε κάποιας μορφής κατ’ αντιμωλία διαδικασία ενώπιον ανεξάρτητου οργάνου αρμόδιου να εξετάσει τους λόγους της απόφασης και τα σχετικά αποδεικτικά στοιχεία, εάν χρειάζεται με κατάλληλους διαδικαστικούς περιορισμούς χρήση διαβαθμισμένων πληροφοριών όπου διακυβευόταν η εθνική ασφάλεια.

Στην προκειμένη περίπτωση, η απόρριψη αιτήματος επαναπατρισμού, στο επίμαχο πλαίσιο, έπρεπε να οδηγήσει σε κατάλληλη ατομική εξέταση, από ανεξάρτητο όργανο, χωριστό από τις εκτελεστικές αρχές του κράτους, αλλά όχι αναγκαστικά από δικαστική αρχή. Αυτή η εξέταση έπρεπε να διασφαλίσει την αξιολόγηση των πραγματικών και άλλων αποδεικτικών στοιχείων που οδήγησαν τις αρχές αυτές να αποφασίσουν ότι δεν ήταν σκόπιμο να γίνει δεκτό το αίτημα. Επομένως, το εν λόγω ανεξάρτητο όργανο πρέπει να είναι σε θέση να ελέγχει τη νομιμότητα της απόφασης που απορρίπτει το αίτημα, είτε η αρμόδια αρχή αρνήθηκε να το δεχτεί είτε δεν είχε επιτύχει τα μέτρα που είχε λάβει για να το αντιμετωπίσει.

Αυτή η επανεξέταση θα πρέπει επίσης να επιτρέπει στον προσφεύγοντα να ενημερωθεί, έστω και συνοπτικά, για τους λόγους της απόφασης και, συνεπώς, να επαληθεύσει ότι οι λόγοι αυτοί αποτελούσαν επαρκή και εύλογη πραγματική βάση. Όταν, όπως στην παρούσα περίπτωση, το αίτημα επαναπατρισμού υποβλήθηκε για λογαριασμό ανηλίκων, η επανεξέταση θα πρέπει να διασφαλίζει ιδίως ότι οι αρμόδιες αρχές είχαν λάβει δεόντως υπόψη την αρχή της ισότητας που ισχύει για την άσκηση του δικαιώματος να εισέρχονται στην εθνική επικράτεια, με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών, μαζί με την ιδιαίτερη ευαλωτότητα και τις ιδιαίτερες ανάγκες τους. Εν ολίγοις, πρέπει να υπάρχει ένας μηχανισμός επανεξέτασης μέσω του οποίου θα μπορούσε να διαπιστωθεί ότι δεν υπήρχε αυθαιρεσία σε κανέναν από τους λόγους που θα μπορούσαν νόμιμα να επικαλεστούν οι εκτελεστικές αρχές, είτε προέρχονται από επιτακτικούς λόγους δημόσιου συμφέροντος είτε από νομικούς, διπλωματικούς ή από υλικές δυσκολίες.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, οι εγγυήσεις που παρασχέθηκαν στους προσφεύγοντες δεν ήταν κατάλληλες.

Οι προσφεύγοντες δεν είχαν λάβει καμία εξήγηση για την επιλογή στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση που έλαβε η εκτελεστική εξουσία σε σχέση με τα αιτήματά τους, εκτός από τη σιωπηρή υπόδειξη ότι προήλθε από την εφαρμογή της πολιτικής που ακολουθούσε η Γαλλία, αν και ορισμένοι ανήλικοι είχαν προηγουμένως επαναπατριστεί. Δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι αρνήσεις δεν μπορούσαν να αντιμετωπιστούν σε συγκεκριμένες ατομικές αποφάσεις ή να είχαν αιτιολογηθεί σύμφωνα με εκτιμήσεις προσαρμοσμένες στα γεγονότα της υπόθεσης, εάν χρειαζόταν συμμόρφωση με την απαίτηση εχεμύθειας σε θέματα άμυνας. Ούτε οι αιτούντες είχαν λάβει πληροφορίες που θα μπορούσαν να συμβάλουν στη διαφάνεια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων. Ενόψει των αποφάσεων των εθνικών δικαστηρίων που αναφέρονται στην έλλειψη δικαιοδοσίας, οι προσφεύγοντες δεν είχαν πρόσβαση σε μια μορφή ανεξάρτητου ελέγχου των σιωπηρών αποφάσεων για την απόρριψη των αιτημάτων επαναπατρισμού τους.

Ελλείψει επίσημης απόφασης από την πλευρά των αρμόδιων αρχών να αρνηθούν να ικανοποιήσουν τα αιτήματα των προσφευγόντων, η δικαιοδοτική ασυλία που τους επιβλήθηκε από τα εθνικά δικαστήρια σε σχέση με τις αξιώσεις τους που στηρίζονται στον σεβασμό του δικαιώματος που εγγυάται το άρθρο 3 § 2 του 4ου Πρωτοκόλλου και οι θετικές υποχρεώσεις που επιβάλλονται στο κράτος από τη διάταξη αυτή, τους είχαν στερήσει από κάθε δυνατότητα να αμφισβητήσουν ουσιωδώς τους λόγους που επικαλούνταν οι αρχές αυτές και να επαληθεύσουν ότι οι λόγοι αυτοί ήταν νόμιμοι, εύλογοι και όχι αυθαίρετοι. Η δυνατότητα μιας τέτοιας επανεξέτασης δεν θα σήμαινε απαραίτητα ότι το εν λόγω δικαστήριο θα έχει τότε δικαιοδοσία να διατάξει, εάν κριθεί σκόπιμο, τον αιτούμενο επαναπατρισμό.

Επομένως, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 § 2 του 4ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης αποτελούσε επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για κάθε ηθική βλάβη.

Δεσμευτική ισχύς (άρθρο 46)

Η Κυβέρνηση έπρεπε να επανεξετάσει τα αιτήματα επαναπατρισμού, με άμεσο τρόπο, διασφαλίζοντας παράλληλα ότι παρέχονται κατάλληλες διασφαλίσεις έναντι οποιασδήποτε αυθαιρεσίας (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες