Απουσία κρατικής εξήγησης ότι η σοβαρή ψυχική βλάβη του προσφεύγοντος δεν οφειλόταν σε εξευτελιστικές συνθήκες κράτησής του στα σύνορα για 22 μήνες! Παραβιάσεις της ΕΣΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ

Badalyan εναντίον Αζερμπαϊτζάν της 22.07.2021 (αρ. προσφ. 51295/11)

Βλ. εδώ

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 3

Άρθρο 5

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Εξευτελιστική μεταχείριση του προσφεύγοντος από τις δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν που τον συνέλαβαν κοντά στα σύνορα μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν και τον κράτησαν αιχμάλωτο για 22 μήνες. Ο προσφεύγων επικαλέστηκε ότι το γεγονός αυτό του άφησε σοβαρά προβλήματα  ψυχικής υγείας.

Λαμβάνοντας υπόψιν τα στοιχεία, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η Κυβέρνηση παρέλειψε να παράσχει ικανοποιητική και πειστική εξήγηση για να αποδείξει ότι οι σοβαροί ψυχικοί τραυματισμοί του προσφεύγοντος που εντοπίστηκαν αμέσως μετά την απελευθέρωσή του και διαγνώστηκαν αργότερα δεν προκλήθηκαν εξ ολοκλήρου, κυρίως ή εν μέρει, από τις συνθήκες κράτησης και την μεταχείριση που υπέστη ενώ ήταν υπό αιχμαλωσία του εναγόμενου κράτους. Συνεπώς, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση της απαγόρευσης απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης (άρθρο 3 της ΕΣΔΑ).

Παράνομη κράτηση. Ο ίδιος υποστήριξε ότι δεν ήταν αιχμάλωτος πολέμου και επομένως θα έπρεπε να είχε αμέσως απελευθερωθεί ή ενημερωθεί  για τους λόγους κράτησης του σε γλώσσα που καταλάβαινε, να παρουσιάζονταν ενώπιον δικαστή και να του είχε δοθεί η δυνατότητα να αμφισβητήσει την νομιμότητα της κράτησής του.

Σύμφωνα με το ΕΔΔΑ, η εναγόμενη κυβέρνηση δεν υπέβαλε κανένα υλικό ή συγκεκριμένη πληροφορία για να δείξει ότι ο προσφεύγων έπρεπε να θεωρηθεί αιχμάλωτος πολέμου. Παραβίαση του δικαιώματος προσωπικής ελευθερίας και ασφάλειας (άρθρο 5 της ΕΣΔΑ).

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα 30.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Artur Badalyan είναι Αρμένιος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1978 και ζει στο Haghartsin στην περιοχή Tavush της Αρμενίας.

Η υπόθεση αφορούσε την προσφυγή του προσφεύγοντος ότι οι δυνάμεις του Αζερμπαϊτζάν τον συνέλαβαν κοντά στα σύνορα μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν και τον κράτησαν αιχμάλωτο για 22 μήνες.

Βασιζόμενος στο άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης), ο προσφεύγων ισχυρίσθηκε ότι κακομεταχειρίστηκε κατά τη διάρκεια της κράτησής του, γεγονός που του άφησε σοβαρά προβλήματα  ψυχικής υγείας κατά την αποφυλάκισή του.

Στηριζόμενος επίσης στο άρθρο 5 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια), ισχυρίσθηκε ότι η κράτησή του ήταν παράνομη. Ο ίδιος υποστήριξε ότι ως πολίτης και όχι ως αιχμάλωτος πολέμου θα έπρεπε να είχε αμέσως απελευθερωθεί ή ενημερωθεί  για τους λόγους κράτησης του σε γλώσσα που καταλάβαινε, να παρουσιάζονταν ενώπιον δικαστή και να του είχε δοθεί η δυνατότητα να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της κράτησής του.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 3

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο προσφεύγων κρατούνταν αιχμάλωτος του εναγομένου κράτους επί 22 μήνες, από τις 9 Μαΐου 2009 έως τις 17 Μαρτίου 2011. Παρατήρησε επίσης ότι αυτά που παρουσιάστηκαν στο δικαστήριο ως αποδεικτικά στοιχεία ήταν κυρίως ιατρικές πληροφορίες.

Όσον αφορά την κατάσταση της υγείας του προσφεύγοντος πριν από την κράτησή του, η εναγόμενη κυβέρνηση δεν αμφισβήτησε ότι κηρύχθηκε κατάλληλη για στρατιωτική θητεία το 1997 και ότι υπηρετούσε μέχρι το 1999. Ωστόσο, αυτό ήταν ακόμη δέκα χρόνια πριν από τα γεγονότα και ο προσφεύγων δεν υπέβαλε ιατρικά έγγραφα σχετικά με την κατάσταση της υγείας του μεταξύ του 1999 και της κράτησής του από τις αρχές του Αζερμπαϊτζάν.

Όσον αφορά την κατάσταση κατά τη διάρκεια της κράτησης του προσφεύγοντος η εναγόμενη Κυβέρνηση επισήμανε ότι έχουν πραγματοποιηθεί ιατρικές εξετάσεις. Όσον αφορά την ψυχική υγεία του, η εναγόμενη κυβέρνηση, για πρώτη φορά στα συμπληρωματικά σχόλιά της σχετικά με την απάντηση του προσφεύγοντος στις παρατηρήσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου, προσκόμισε αντίγραφο από ιατρικό φάκελο της 7 Μαρτίου 2011, λίγο περισσότερο από μια εβδομάδα πριν την απελευθέρωση του προσφεύγοντος, δηλώνοντας ότι δεν είχαν εντοπιστεί ψυχοπαθολογικά συμπτώματα ή σημάδια ψυχικής ασθένειας.

Όσον αφορά την κατάσταση της υγείας του προσφεύγοντος κατά την αποφυλάκισή του, οι παρεχόμενες ιατρικές εκθέσεις έδειχναν ότι έπασχε από χρόνια παραληρηματική διαταραχή και καθυστερημένη αντιδραστική παράνοια/ψύχωση και ότι έλαβε θεραπεία για 29 ημέρες το 2011. Η κατάσταση της ψυχικής του υγείας επιδεινώθηκε περαιτέρω και το 2015 διαγνώστηκε με παρανοϊκή σχιζοφρένεια. Ο προσφεύγων βρέθηκε να πληροί τις προϋποθέσεις για παροχές αναπηρίας.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η ψυχική του κατάσταση κατά τη στιγμή της απελευθέρωσής του ήταν σημάδι κακομεταχείρισης τόσο σωματικής όσο και ψυχολογικής φύσης και ότι δεν έχει αποδείξει σωματικούς τραυματισμούς. Ωστόσο, ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν αμφισβητήθηκε ότι τα ζητήματα ψυχικής υγείας που έχουν περιγραφεί παραπάνω, εάν ήταν το αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο αντιμετωπίστηκε το άτομο που διαγνώστηκε με αυτά κατά τη διάρκεια της κράτησης, είναι ενδεικτικά κακής μεταχείρισης που αντιβαίνει στο άρθρο 3 της Σύμβασης.

Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων  που τέθηκαν ενώπιον του, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων καθιέρωσε μια εκ πρώτης όψεως υπόθεση ότι τα συμπτώματά του από σημαντικούς τραυματισμούς ψυχικής υγείας, που εντοπίστηκαν αμέσως μετά την αποφυλάκισή του, σχετίζονταν με την αιχμαλωσία του στο εναγόμενο κράτος, είτε η μεταγενέστερη επιδείνωση ήταν άμεση συνέπεια αυτού είτε όχι. Επιπλέον, σημείωσε ότι ο προσφεύγων παρουσίασε λεπτομερώς και με συνέπεια τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία καταγγέλλει και παρέσχε τα μόνα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή του, ιδίως ιατρικά αρχεία από εξετάσεις κατά την αποφυλάκισή του. Επομένως, η εναγομένη Κυβέρνηση όφειλε, σύμφωνα με τις γενικές αρχές που αναφέρονται παραπάνω να δώσει μια ικανοποιητική και πειστική εξήγηση προσκομίζοντας αποδεικτικά στοιχεία που αποδεικνύουν γεγονότα που θέτουν αμφιβολίες αναφορικά με τα γεγονότα που περιέγραψε το θύμα.

Η εναγόμενη Κυβέρνηση, η οποία είχε μόνη της πρόσβαση σε οποιαδήποτε άλλη πληροφορία ικανή να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει τους ισχυρισμούς, απάντησε στους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος ότι: (i) ο προσφεύγων συνελήφθη και κρατήθηκε ζωντανός και ασφαλής και απελευθερώθηκε με ασφάλεια μέσω διαπραγματεύσεων σε συνεργασία με τον Ερυθρό Σταυρό, (ii) οι ισχυρισμοί του για κακομεταχείριση υποστηρίχθηκαν μόνο από ιατρικά έγγραφα που παρείχαν οι αρμενικές υπηρεσίες,  (iii) δεν υπήρχε αιτιώδης σύνδεσμος που να υποδηλώνει ότι ο προσφεύγων είχε βασανιστεί, (iv) αν είχε τεθεί σε αιχμαλωσία για διάστημα 22 μηνών υπό συνεχή βασανιστήρια, κακή σίτιση και στέρηση ύπνου, όπως ισχυρίσθηκε ο προσφεύγων θα είχε ως αποτέλεσμα πολύ πιο σοβαρές συνέπειες για την υγεία από αυτές που παρουσίασε  και (v) ο ICRC/Ερυθρός Σταυρός πραγματοποιούσε τακτικές επισκέψεις για την επίβλεψη των συνθηκών κράτησης του προσφεύγοντος χωρίς να έχουν υποβληθεί αναφορές για κακομεταχείριση σε αυτόν ή από αυτούς.

​​Όσον αφορά το τελευταίο επιχείρημα, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ο ICRC (Ερυθρός Σταυρός) για λόγους εμπιστευτικότητας δεν έδωσε πληροφορίες σχετικά με τις συνθήκες κράτησης του προσφεύγοντος κατόπιν αιτήματος του δικηγόρου του.  Όσον αφορά τα άλλα επιχειρήματα, το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι αυτά αποτελούσαν ούτε μια ικανοποιητική και πειστική εξήγηση που υποστηρίζεται από αποδεικτικά στοιχεία, όπως απαιτείται από τη Σύμβαση.

Το Δικαστήριο επισήμανε περαιτέρω ότι η Κυβέρνηση δεν παρείχε, συμπεριλαμβανομένης της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου, πληροφορίες σχετικά με τους τόπους κράτησης του προσφεύγοντος, τους όρους κράτησης και το καθημερινό καθεστώς στο οποίο είχε υποβληθεί κατά τη διάρκεια της κράτησης. Το γεγονός ότι καμία πληροφορία σχετικά με το πού βρισκόταν ο προσφεύγων δεν έφτασε ποτέ στην οικογένειά του πριν από την εγγραφή του ως αιχμάλωτος στον ICRC, σχεδόν ένα χρόνο και έξι μήνες μετά την αρχική του κράτηση, είναι επίσης γεγονός από το οποίο μπορούν να συναχθούν συμπεράσματα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε και τις συνέπειές του στην ψυχική του υγεία.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εναγόμενη Κυβέρνηση παρέλειψε να παράσχει ικανοποιητική και πειστική εξήγηση για να αποδείξει ότι οι σοβαροί ψυχικοί τραυματισμοί του προσφεύγοντος που εντοπίστηκαν αμέσως μετά την απελευθέρωσή του και διαγνώστηκαν αργότερα δεν προκλήθηκαν εξ ολοκλήρου, κυρίως ή εν μέρει, από τις συνθήκες κράτησης και την μεταχείριση που υπέστη ενώ ήταν υπό αιχμαλωσία του εναγόμενου κράτους. Συνεπώς, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

Άρθρο 5

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η εναγόμενη κυβέρνηση δεν υπέβαλε κανένα υλικό ή συγκεκριμένη πληροφορία για να αποδείξει ότι ο προσφεύγων έπρεπε να θεωρηθεί αιχμάλωτος πολέμου. Για το λόγο αυτό, το Δικαστήριο απέρριψε το επιχείρημα της εναγόμενης Κυβέρνησης ότι η Σύμβαση στο σύνολό της δεν είχε εφαρμογή. Δεν προβλήθηκαν άλλα επιχειρήματα, σύμφωνα με τα οποία το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ δεν ίσχυε για την υπόθεση του προσφεύγοντος, και η εναγόμενη κυβέρνηση δεν ισχυρίστηκε ότι η κράτησή του ήταν σύμφωνη με οποιαδήποτε από τις υποπαραγράφους του άρθρου 5 § 1 ή ότι δόθηκε στον προσφεύγοντα οποιαδήποτε από τις διαδικαστικές εγγυήσεις. Υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, οι προηγούμενες παρατηρήσεις αρκούσαν για να καταλήξει στο Δικαστήριο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση και αυτής της διάταξης.

Δίκαιη Ικανοποίηση

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 30.000 ευρώ  για ηθική βλάβη.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες