Απόρριψη ενδίκου μέσου λόγω ασάφειας του νόμου σχετικά με εφαρμογή νέας προθεσμίας. Παραβίαση της δίκαιης δίκης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Çela κατά Αλβανίας της 29.11.2022 (αρ. προσφ. 73274/17)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ασάφεια ως προς την έναρξη ισχύος νέας διαδικαστικής προθεσμίας, ασφάλεια δικαίου και δυσανάλογη επιβάρυνση για τους διαδίκους.

Ο προσφεύγων, άσκησε συνταγματική καταγγελία σε αμετάκλητη απόφαση που είχε εκδοθεί μετά την άσκηση αγωγής αποζημίωσης εναντίον του. Ο νόμος για την προθεσμία άσκησης συνταγματικής καταγγελίας είχε προσφάτως τροποποιηθεί με σύντμηση της προθεσμίας από δύο χρόνια σε μόλις τέσσερις μήνες. Το Ανώτατο δικαστήριο απέρριψε την καταγγελία ως εκπρόθεσμη γιατί δεν ασκήθηκε εντός της τετράμηνης προθεσμίας. Ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ για παραβίαση της δίκαιης δίκης.

Το Στρασβούργο διερεύνησε, εάν η εν λόγω προθεσμία ήταν προβλέψιμη για τον προσφεύγοντα και κατά πόσον, ως εκ τούτου, η κύρωση για τη μη τήρησή της είχε παραβιάσει την αρχή της αναλογικότητας. Τόνισε ότι η σύντμηση της προθεσμίας από 2 χρόνια σε 4 μήνες εξυπηρετούσε την ασφάλεια δικαίου και διασφάλισε ότι δεν χρειαζόταν υπερβολικά μακρά περίοδος για την οριστική επίλυση οποιασδήποτε υπόθεσης.

Επίσης το ΕΔΔΑ τόνισε ότι οι νομοθετικές τροποποιήσεις τίθενται σε ισχύ μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα, με τον τρόπο vacatio legis, που επιτρέπει σε όλους τους ενδιαφερόμενους να εξοικειωθούν με τους νέους κανόνες.

Εν προκειμένω όμως διαπίστωσε ότι ο νέος νόμος είχε ασάφεια ως προς την χρονική περίοδος της έναρξης της προθεσμίας και η πρακτική του Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν είχε διαμορφωθεί ομοιόμορφα.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα ότι η απόρριψη της συνταγματικής καταγγελίας του προσφεύγοντος ως εκπρόθεσμη, ελλείψει σαφούς νομοθεσίας και ανεπτυγμένης πρακτικής, του είχε στερήσει το δικαίωμα πρόσβασης στο Συνταγματικό Δικαστήριο.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6 παρ. 1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Σε απροσδιόριστη ημερομηνία, ο Α.Α. άσκησε αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Τιράνων κατά του προσφεύγοντος και της εταιρείας Çela-X Ltd., της οποίας ο προσφεύγων ήταν ο μοναδικός εταίρος, ζητώντας από τον προσφεύγοντα να εκκενώσει ορισμένες εγκαταστάσεις και ζητώντας αντίστοιχη αποζημίωση. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου υποβλήθηκαν περαιτέρω αξιώσεις κατά των εναγομένων από δύο εταιρείες. Στις 6 Οκτωβρίου 2014 το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτές τις προαναφερθείσες αξιώσεις. Ο προσφεύγων και ο άλλος εναγόμενος – ομόδικος άσκησαν έφεση κατά της εν λόγω απόφασης. Στις 16 Οκτωβρίου 2015 το Εφετείο Τιράνων επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση. Στη συνέχεια, ο προσφεύγων και ο ομόδικός του άσκησαν αναίρεση στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο την απέρριψε στις 11 Νοεμβρίου 2016.

Στις 2 Ιουνίου 2017 ο προσφεύγων και ο άλλος ομόδικος υπέβαλαν συνταγματική καταγγελία, η οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη από το Συνταγματικό Δικαστήριο στις 29 Ιουνίου 2017 ως έχουσα κατατεθεί εκπρόθεσμα, μετά την προθεσμία των τεσσάρων μηνών, από τις 11 Νοεμβρίου 2016, όταν το Ανώτατο Δικαστήριο είχε εκδώσει την απόφαση.

Στηριζόμενος στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο) ο προσφεύγων υποστήριξε ότι δεν υπήρχαν σαφείς κανόνες σχετικά με τον υπολογισμό της προθεσμίας κατάθεσης της συνταγματικής καταγγελίας και ισχυρίστηκε ότι η νέα προθεσμία εφαρμόστηκε εσφαλμένα στη δική του υπόθεση.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Η πρόσβαση στο Συνταγματικό Δικαστήριο μέσω της κατάθεσης συνταγματικής καταγγελίας περιορίστηκε, μεταξύ άλλων, από προθεσμία για την υποβολή τέτοιας καταγγελίας, η οποία είχε συντμηθεί με τον Ν. 99/2016 από δύο (2) έτη σε τέσσερις (4) μήνες. Καταρχήν κατατέθηκε συνταγματική καταγγελία κατά τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων και άλλων πράξεων. Ωστόσο, μια απόφαση που εκδίδεται από το Συνταγματικό Δικαστήριο κατά το διατακτικό ήταν προβλεπόμενο να ακυρώσει τέτοιες αποφάσεις ή πράξεις και να παραπέμψει τη διαδικασία για νέα εκδίκαση σε δικαστήριο κατώτερου βαθμού ή να διορθώσει την κατάσταση για την οποία καταγγέλλονταν με άλλα μέσα. Συνεπώς, η σύντμηση της εν λόγω προθεσμίας αποσκοπούσε στην ενίσχυση της ασφάλειας δικαίου και διασφάλιζε ότι δεν χρειαζόταν υπερβολικά μακρά περίοδος για την οριστική επίλυση οποιασδήποτε υπόθεσης. Ως εκ τούτου, επιδίωκε έναν θεμιτό στόχο.
Όσον αφορά την αναλογικότητα του μέτρου, το γεγονός ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο εφάρμοσε τη νέα προθεσμία σε εκκρεμείς υποθέσεις δεν ήταν από μόνο του αντίθετο προς τις εγγυήσεις που παρέχονται βάσει του άρθρου 6 § 1
. Αντίθετα, το ερώτημα που τέθηκε σχετικά ήταν εάν η εν λόγω προθεσμία ήταν προβλέψιμη για τον προσφεύγοντα και κατά πόσον, ως εκ τούτου, η κύρωση για τη μη τήρησή της είχε παραβιάσει την αρχή της αναλογικότητας.
Οι τροποποιήσεις του νόμου περί Συνταγματικού Δικαστηρίου με τον Ν. 99/2016 είχαν δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης με αρ. 210 στις 8 Νοεμβρίου 2016. Το άρθρο 71(α) του εν λόγω νόμου προέβλεπε ότι η προθεσμία για την υποβολή συνταγματικής καταγγελίας ήταν τέσσερις μήνες. Το άρθρο 86 παρ. 3 του Ν. 99/2016 προέβλεπε ότι η νέα προθεσμία θα ίσχυε από την 1η Μαρτίου 2017. Ο προσφεύγων αντιλαμβανόταν από αυτές τις διατάξεις ότι η νέα προθεσμία θα ίσχυε για τις τελικές αποφάσεις που εκδόθηκαν από την 1η Μαρτίου 2017 και μετά. Ωστόσο, το Συνταγματικό Δικαστήριο την εφάρμοσε σε όλες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες είχε εκδοθεί απόφαση κατά της οποίας είχε υποβληθεί συνταγματική καταγγελία εντός τεσσάρων μηνών πριν από την 1η Μαρτίου 2017. Συνήθως κατατίθετο συνταγματική καταγγελία κατά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου που είχαν εκδοθεί σε ποινικές, αστικές ή διοικητικές διαδικασίες. Ο Ν. 99/2016 δεν είχε διευκρινίσει εάν η νέα τετράμηνη προθεσμία για την υποβολή συνταγματικής καταγγελίας θα εφαρμόζονταν για τελεσίδικες αποφάσεις που εκδόθηκαν από την 1η Μαρτίου 2017 και μετά, δημιουργώντας έτσι αβεβαιότητα ως προς αυτό.

Το Δικαστήριο δέχτηκε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης του προσφεύγοντος σε δικαστήριο όπου οι νομικές διατάξεις που ενδέχεται να μην είχαν σαφήνεια είχαν συμπληρωθεί από πάγια νομολογία που είχε δημοσιευθεί και ήταν προσβάσιμη και επαρκώς ακριβής ώστε να είναι δυνατόν για τον προσφεύγοντα (εάν ήταν απαραίτητο με την νομική συμβουλή εξειδικευμένων συμβουλών) να καθορίσει ποια μέτρα έπρεπε να λάβει. Μια συνεκτική εγχώρια δικαστική πρακτική και μια συνεπής εφαρμογή αυτής της πρακτικής θα πληρούσαν κανονικά το κριτήριο της προβλεψιμότητας όσον αφορά τον περιορισμό της πρόσβασης στα ανώτερα δικαστήρια. Οι νομοθετικές τροποποιήσεις τίθενται σε ισχύ μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα, με τον τρόπο vacatio legis, που επιτρέπει σε όλους τους ενδιαφερόμενους να εξοικειωθούν με τους νέους κανόνες. Ωστόσο, όπως και στην προκειμένη περίπτωση, ο Ν. 99/2016 είχε δημιουργήσει αβεβαιότητα ως προς τον τρόπο υπολογισμού της νέας προθεσμίας για την κατάθεση συνταγματικής καταγγελίας, το Συνταγματικό Δικαστήριο έπρεπε να διευκρινίσει την ακριβή μέθοδο που έπρεπε να ακολουθήσει για τον υπολογισμό της.

Δεδομένου ότι το μέτρο αφορούσε μια νέα προθεσμία, η πρακτική του Συνταγματικού Δικαστηρίου δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι αναπτύχθηκε. Δεδομένου του χρονικού πλαισίου μεταξύ 23 Νοεμβρίου 2016, ημερομηνία που τέθηκαν σε ισχύ οι τροποποιήσεις του νόμου για το Συνταγματικό Δικαστήριο (15 ημέρες μετά τη δημοσίευση του Ν. 99/ 2016) και 29 Ιουνίου 2017, ημερομηνία στην οποία η συνταγματική καταγγελία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου, η εφαρμογή του άρθρου 86 παρ. 3 δεν είχε διευκρινιστεί από το Συνταγματικό Δικαστήριο τη στιγμή που είχε κατατεθεί η καταγγελία του. Επομένως, η άποψη του εν λόγω δικαστηρίου ότι η νέα προθεσμία ισχύει για συνταγματικές καταγγελίες που κατατέθηκαν κατά όλων των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου που εκδόθηκαν μεταξύ 1ης Νοεμβρίου 2016 και 1ης Μαρτίου 2017 δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως καθιερωμένη πρακτική την οποία ο προσφεύγων έπρεπε να γνωρίζει. .

Συνεπώς, δεν ήταν παράλογο για τον προσφεύγοντα να θεωρήσει ότι η πρόσφατα θεσπισθείσα προθεσμία είχε εφαρμογή μόνο για καταγγελίες κατά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου που είχαν εκδοθεί μετά την 1η Μαρτίου 2017. Επιπλέον, η ερμηνεία των εν λόγω διαδικαστικών κανόνων δεν φαίνεται να ήταν ασυνεπής με τη διατύπωση του άρθρου 86 παρ. 3. Ως εκ τούτου, η εφαρμογή των διαδικαστικών περιορισμών από το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν ήταν επαρκώς σαφής και προβλέψιμη από τη σκοπιά του προσφεύγοντος και, ως εκ τούτου, δεν ήταν σύμφωνη με την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Δεν υπήρχε τίποτα στη συμπεριφορά του προσφεύγοντος που να δικαιολογούσε ότι το βάρος των συνεπειών αυτής της αβεβαιότητας έπρεπε να βαρύνει αυτόν. Του είχε επιβληθεί δυσανάλογη επιβάρυνση, διαταράσσοντας την απαιτούμενη δίκαιη ισορροπία μεταξύ, αφενός, του θεμιτού σκοπού της διασφάλισης της τήρησης των τυπικών προϋποθέσεων προσφυγής στο Συνταγματικό Δικαστήριο και, αφετέρου, του δικαιώματος πρόσβασης στο εν λόγω δικαστήριο . Η απόρριψη της συνταγματικής καταγγελίας του προσφεύγοντος ως εκπρόθεσμη, πέραν των τεσσάρων μηνών, ελλείψει σαφούς νομοθεσίας και ανεπτυγμένης πρακτικής, του είχε στερήσει το δικαίωμα πρόσβασης στο Συνταγματικό Δικαστήριο.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6 παρ. 1).

Δίκαιη ικανοποίηση: Ο προσφεύγων δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες