Αποκλεισμός ομόφυλων ζευγαριών από το πεδίο εφαρμογής προγενέστερου νόμου για το σύμφωνο συμβίωσης. Παραβίαση ιδιωτικής ζωής και αδικαιολόγητη διάκριση

ΑΠΟΦΑΣΗ

Μπαρμαξίζογλου κ.α. κατά Ελλάδας της 01.12.2022 (αρ. προσφ. 53326/14)

βλ. Εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η προσφυγή αφορά τον Ν. 3719/2008 και το γεγονός ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν αναγνώριζε τη δυνατότητα σύναψης «συμφώνου συμβίωσης» φυσικών προσώπων του ιδίου φύλου. Οι 324 προσφεύγοντες, 162 ομόφυλα ζευγάρια, υπέβαλαν την προσφυγή τους στις 21 Ιουλίου 2014, δηλαδή πριν από την έναρξη ισχύος του νεότερου νόμου που τροποποιούσε τον προηγούμενο και όριζε πλέον ότι το σύμφωνο συμβίωσης μπορεί να συναφθεί χωρίς διάκριση φύλου, μετά την απόφαση Βαλλιανάτος κ.α. κατά Ελλάδας.

Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ότι το «σύμφωνο συμβίωσης» που εισήχθη με τον Ν. 3719/2008 προοριζόταν μόνο για ζευγάρια που αποτελούνταν από ενήλικες του αντίθετου φύλου. Επικαλούμενοι το άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ, ισχυρίστηκαν ότι υπέστησαν παραβίαση του δικαιώματός τους στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή και αδικαιολόγητες διακρίσεις.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι πριν από τις 24 Δεκεμβρίου 2015, οι προσφεύγοντες δεν μπορούσαν να συνάψουν «σύμφωνο συμβίωσης». Ως εκ τούτου, θεώρησε ότι οποιαδήποτε ζημία υποστούν μπορεί να θεωρηθεί επαρκώς «σημαντική» κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 (β) της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο Ν. 4356/2015, ο οποίος τροποποίησε τον Ν. 3719/2008 και όριζε ότι τα ομόφυλα ζευγάρια, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3719/2008 και όριζε διαφορετικά το «σύμφωνο συμβίωσης», δημοσιεύτηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2015. Ως εκ τούτου, πριν από την ημερομηνία αυτή οι προσφεύγοντες είχαν αποκλειστεί, ως ομόφυλα ζευγάρια, από το πεδίο εφαρμογής του Ν. 3719/2008 και ότι στην προκειμένη περίπτωση ήταν μια παρέμβαση στην ιδιωτική και οικογενειακή τους ζωή.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 14 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το άρθρο 8 όσον αφορά τους προσφεύγοντες που αναφέρονται στους αριθμούς 1 έως 148, 150 έως 226 και 228 έως 324 του παραρτήματος. Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 50 ευρώ σε καθέναν από τους προσφεύγοντες για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 14

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφυγή αφορά τον Ν.3719/2008 και το γεγονός ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν αναγνώριζε τη δυνατότητα σύναψης «συμφώνου συμβίωσης» φυσικών προσώπων του ιδίου φύλου.

Στις 24 Δεκεμβρίου 2015 δημοσιεύτηκε ο Ν. 4356/2015 με τον οποίο τροποποιήθηκε ο Νόμος υπ’ αριθμ. 3719/2008 και εφεξής όρισε το «σύμφωνο συμβίωσης» ως «σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ δύο ενηλίκων, χωρίς διάκριση φύλου, με σκοπό τη διαχείριση της ζωής τους ως ζευγάρι (…)».

Οι 324 προσφεύγοντες, 162 ομόφυλα ζευγάρια, υπέβαλαν την προσφυγή τους στις 21 Ιουλίου 2014, δηλαδή πριν από την έναρξη ισχύος του εν λόγω νόμου, αλλά μετά την απόφαση Βαλλιανάτος κ.α. κατά Ελλάδας (αρ. προσφ. 29381/09 και 32684/09).

Με επιστολή της 29ης Νοεμβρίου 2020, ορισμένοι από τους προσφεύγοντες ενημέρωσαν το Δικαστήριο ότι δεν βρίσκονταν πλέον σε σχέση. Πρόσθεσαν ότι οι προσφεύγοντες που αναφέρονται στους αριθμούς 149 και 227 στο παράρτημα είχαν αποβιώσει και ότι οι κληρονόμοι τους επιθυμούσαν να συνεχίσουν τη διαδικασία.

Οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ότι το «σύμφωνο συμβίωσης» που εισήχθη με τον Ν. 3719/2008 προοριζόταν μόνο για ζευγάρια που αποτελούνταν από ενήλικες του αντίθετου φύλου. Επικαλούμενοι το άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 8, ισχυρίστηκαν ότι υπέστησαν παραβίαση του δικαιώματός τους στην ιδιωτική και οικογενειακή τους ζωή και αδικαιολόγητες διακρίσεις, σε βάρος των ομόφυλων ζευγαριών σε σχέση με τα ετερόφυλα ζευγάρια.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

ΑΡΘΡΟ 14 ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΑΡΘΡΟ 8

ΕΠΙ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ

Η Κυβέρνηση δήλωσε ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν αποδείξει ούτε πότε είχαν δημιουργήσει σχέση ούτε πότε η σχέση τους είχε αποκτήσει σταθερότητα που απαιτούσε επίσημη αναγνώριση και ως εκ τούτου δεν διέθεταν την ιδιότητα του θύματος. Πρόσθεσε ακόμη ότι οι προσφεύγοντες δεν διευκρίνισαν εάν συνήψαν «σύμφωνο συμβίωσης» μετά τη νομοθετική τροποποίηση η οποία έδινε την δυνατότητα αυτή. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με την Κυβέρνηση, οι προσφεύγοντες δεν είχαν πλέον την ιδιότητα του θύματος μετά την ψήφιση του Ν. 4356/2015.

Θεωρώντας ότι η υπόθεση είχε διευθετηθεί και ότι η εξέταση της προσφυγής δεν δικαιολογείται πλέον, η Κυβέρνηση ζήτησε τη διαγραφή της προσφυγής. Εξήγησε ότι τα εν λόγω δικαιώματα έχουν προσωπικό χαρακτήρα. Επί πλέον παρατήρησε ότι οι προσφεύγοντες που απαριθμούνται στους αριθμούς 149 και 227 του παραρτήματος δεν ήταν πλέον εν ζωή και έτσι οι φερόμενοι κληρονόμοι τους δεν μπορούσαν να συνεχίσουν τη διαδικασία.

Η Κυβέρνηση υποστήριξε περαιτέρω ότι τα εσωτερικά ένδικα μέσα δεν είχαν εξαντληθεί, εξηγώντας ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν ασκήσει αγωγή αποζημίωσης που προβλέπεται από το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ).

Τέλος, πρόσθεσε ότι οι προσφεύγοντες δεν έλαβαν κανένα μέτρο μεταξύ της δημοσίευσης του Ν.3719/2008 και της ημερομηνίας κατάθεσης της προσφυγής τους και ότι επομένως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπέστησαν σημαντική ζημία, ιδίως λόγω του ότι ο Ν. 4356/2015, ο οποίος τους προσέφερε τη δυνατότητα σύναψης «συμφώνου συμβίωσης» δημοσιεύτηκε λίγους μήνες μετά την κατάθεση της προσφυγής.

Οι προσφεύγοντες απάντησαν ότι δεν ήταν υποχρεωμένοι να αποδείξουν τον ακριβή χρόνο που συνήψαν σχέση, ότι μια τέτοια απαίτηση θα ήταν αντίθετη στον σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής και ότι τα στοιχεία που αναφέρει η κυβέρνηση δεν ήταν απαραίτητα για τη διαπίστωση της κατάστασης του θύματος. Ακόμη, σε κάθε περίπτωση υπέβαλαν την προσφυγή τους πριν από την ψήφιση του Ν. 4356/2015.

Αμφισβήτησαν το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι η προσφυγή πρέπει να διαγραφεί, εξηγώντας ότι αφορούσε την περίοδο πριν από την ψήφιση του Ν. 4356/2015. Υποστήριξαν επίσης ότι το ένδικο μέσο που προβλέπεται από το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ δεν πληρούσε την προϋπόθεση της αποτελεσματικότητας χωρίς την οποία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πρέπει να ασκηθεί ένδικο μέσο για τους σκοπούς του άρθρου 35 § 1 της ΕΣΔΑ.

Όσον αφορά την ιδιότητα του θύματος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι εφόσον οι προσφεύγοντες αποκλείστηκαν από το πεδίο εφαρμογής του Ν. 3719/2008 δυνάμει του άρθρου 1 αυτού, δεν μπορούσαν να συνάψουν «σύμφωνο συμβίωσης» και να οργανώσουν τη σχέση τους ως ζευγάρι σύμφωνα με το νομικό καθεστώς που όριζε ο νόμος αυτός.

Παρατήρησε επίσης ότι οι προσφεύγοντες που απαριθμούνται με τους αριθμούς 149 και 227 στο παράρτημα απεβίωσαν. Οι φερόμενοι κληρονόμοι τους δεν προσκόμισαν έγγραφα που να αποδεικνύουν τη σχέση τους μαζί τους και ως εκ τούτου δεν εξέφρασαν εγκύρως την πρόθεσή τους να συνεχίσουν τη διαδικασία για λογαριασμό τους.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω και ελλείψει ιδιαίτερων περιστάσεων που επηρεάζουν το σεβασμό των δικαιωμάτων που εγγυώνται η Σύμβαση ή τα Πρωτόκολλά της, το Δικαστήριο θεωρεί, βάσει του άρθρου 37 § 1 (α) της ΕΣΔΑ, ότι δεν δικαιολογείται πλέον η συνέχιση της εξέτασης της προσφυγής όσον αφορά τους προσφεύγοντες που αναφέρονται στους αριθμούς 149 και 227 του παραρτήματος. Συμπερασματικά, αποφάσισε να διαγράψει την προσφυγή από τη λίστα στο βαθμό που τους αφορά.

Όσον αφορά την ένσταση σχετικά με την εξάντληση των εσωτερικών ένδικων μέσων, το Δικαστήριο είχε ήδη την ευκαιρία να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού στην υπόθεση Βαλλιανάτος κ.α. κατά Ελλάδας. Ως εκ τούτου, απέρριψε το επιχείρημα της Κυβέρνησης επί του σημείου αυτού, καθώς και το αίτημά της να διαγραφεί η προσφυγή.

Τέλος, το Δικαστήριο επεσήμανε ότι πριν από τις 24 Δεκεμβρίου 2015, οι προσφεύγοντες δεν μπορούσαν να συνάψουν «σύμφωνο συμβίωσης». Ως εκ τούτου, θεώρησε ότι οποιαδήποτε ζημία έχουν υποστεί μπορεί να θεωρηθεί επαρκώς ως «σημαντική» κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 (β) της ΕΣΔΑ.

Σημειώνοντας ότι αυτή η καταγγελία δεν ήταν προδήλως αβάσιμη ή απαράδεκτη για άλλο λόγο που αναφέρεται στο άρθρο 35 της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο την κήρυξε παραδεκτή όσον αφορά τους προσφεύγοντες που εμφανίζονται με τους αριθμούς 1 έως 148, 150 έως 226 και 228 έως 324 του παραρτήματος.

ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ

Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι η σχέση τους εμπίπτει στην έννοια της ιδιωτικής ή οικογενειακής ζωής. Προσθέτει ότι δεν υπέβαλαν την προσφυγή τους ταυτόχρονα με τους προσφεύγοντες στην υπόθεση Βαλλιανάτος κ.α. Τέλος, η Κυβέρνηση θεώρησε ότι η παρούσα υπόθεση αφορούσε πράγματι την εκτέλεση της απόφασης Βαλλιανάτος κ.α. κατά Ελλάδος. Σύμφωνα με την ίδια, η εσωτερική νομοθεσία τροποποιήθηκε στο πλαίσιο του περιθωρίου εκτίμησης που παρέχεται στα κράτη ως προς το χρόνο ψήφισης του νόμου, το πεδίο εφαρμογής και το περιεχόμενό του.

Οι προσφεύγοντες εξήγησαν ότι πριν από τον Ιούλιο του 2014 περίμεναν από το κράτος να συμμορφωθεί με την απόφαση που εξέδωσε το Δικαστήριο στις 7 Νοεμβρίου 2013 στην υπόθεση Βαλλιανάτος κ.α. και ότι υπέβαλαν προσφυγή μόνο όταν πείστηκαν ότι το κράτος δεν είχε καμία πρόθεση να συμμορφωθεί το εσωτερικό δίκαιο με την ΕΣΔΑ. Πρόσθεσαν ότι καθυστερημένα το Ελληνικό Δημόσιο συμμορφώθηκε τελικά με την απόφαση Βαλλιανάτος κ.α. με την έκδοση του Ν. 4356/2015.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η προσφυγή αφορά μόνο τη ζημία που οι προσφεύγοντες ισχυρίζονται ότι υπέστησαν πριν από την έκδοση του Ν. 4356/2015.

Οι γενικές αρχές που προσδιορίστηκαν σε σχέση με τη θέσπιση του «συμφώνου συμβίωσης» μόνο για ζευγάρια αντίθετου φύλου συνοψίστηκαν στην προαναφερθείσα απόφαση Βαλλιανάτος κ.α κατά Ελλάδος.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο Ν. 4356/2015, που τροποποίησε τον Ν. 3719/2008 και όριζε ότι τα ομόφυλα ζευγάρια, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3719/2008 και όριζε διαφορετικά το «σύμφωνο συμβίωσης», δημοσιεύτηκε στις 24 Δεκεμβρίου 2015. Ως εκ τούτου, πριν από την ημερομηνία αυτή οι προσφεύγοντες είχαν αποκλειστεί, ως ομόφυλα ζευγάρια, από το πεδίο εφαρμογής του Ν. 3719/2008 και ότι στην προκειμένη περίπτωση ήταν μια παρέμβαση στην ιδιωτική και οικογενειακή τους ζωή.

Αφού εξέτασε όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν, το Δικαστήριο δεν βρήκε κανένα γεγονός ή επιχείρημα ικανό να το πείσει να καταλήξει σε διαφορετικό συμπέρασμα από εκείνο της προαναφερθείσας απόφασης Βαλλιανάτος κ.α. ως προς την ουσία του εν λόγω αιτήματος. Ειδικότερα, θεώρησε ότι στην προκειμένη περίπτωση η Κυβέρνηση δεν προέβαλε ισχυρούς και πειστικούς λόγους που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την εξαίρεση των ομόφυλων ζευγαριών από το πεδίο εφαρμογής του Ν. 3719/2008.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 8 όσον αφορά τους προσφεύγοντες που αναφέρονται στους αριθμούς 1 έως 148, 150 έως 226 και 228 έως 324 του παραρτήματος.

Δίκαιη Ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε 50 ευρώ σε καθέναν από τους προσφεύγοντες για ηθική βλάβη (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες