Απόφαση πάσχουσας από κατάθλιψη να υποβληθεί σε ευθανασία. Η εθνική νομοθεσία για την ευθανασία συμβατή με την ΕΣΔΑ. Παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ λόγω ελλαττωματικών διαδικασιών

ΑΠΟΦΑΣΗ

Mortier κατά Βελγίου της 04.10.2022 (αρ. προσφ. 78017/17)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η μητέρα του προσφεύγοντος εξέφρασε την επιθυμία να υποβληθεί σε ευθανασία λόγω μακροχρόνιας κατάθλιψης από την οποία έπασχε. Μετά από συζητήσεις με γιατρούς αποφάσισε να προβεί σε ευθανασία, χωρίς να έχουν πρωτίστως ενημερωθεί ο προσφεύγων ή η αδελφή του. Παρά τις συμβουλές των γιατρών, η μητέρα δεν ήθελε να έρθει σε επαφή με τα παιδιά της πριν πεθάνει. Ωστόσο, δέχτηκε να τους στείλει ένα email με το οποίο τους ενημέρωσε τελικά για την απόφασή της και στο οποίο απάντησε μόνο η κόρη της ότι συμφωνεί με την απόφασή της.

Επικαλούμενος το άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή) της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι το κράτος δεν είχε εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του για την προστασία της ζωής της μητέρας του, καθώς δεν ακολουθήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες για την ευθανασία στην περίπτωσή της. Επικαλούμενος ακόμη, το άρθρο 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο) της Σύμβασης, παραπονέθηκε για την έλλειψη σε βάθος και αποτελεσματικής έρευνας για τα θέματα που έθιξε. Ο προσφεύγων παραπονέθηκε επίσης για παραβίαση και του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής), γιατί το κράτος απέτυχε να προστατεύσει αποτελεσματικά το δικαίωμα της μητέρας του στη ζωή.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου εξήγησε ότι η υπόθεση δεν αφορούσε το αν υπήρχε δικαίωμα στην ευθανασία, αλλά τη συμβατότητα με την ΕΣΔΑ της πράξης ευθανασίας που πραγματοποιήθηκε στην περίπτωση της μητέρας του προσφεύγοντος.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 (δικαίωμα στη ζωή) λόγω του νομοθετικού πλαισίου που διέπει τις πράξεις προ της ευθανασίας και την εν λόγω διαδικασία. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι διατάξεις για την ευθανασία αποτελούν κατ’ αρχήν νομοθετικό πλαίσιο που εξασφάλιζε ειδικά την προστασία του δικαιώματος στη ζωή των ασθενών όπως απαιτείται από το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ. Επιπλέον δεν διαπίστωσε παραβίαση του ίδιου άρθρου 2, λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες υπό τις οποίες είχε πραγματοποιηθεί η πράξη. Το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν μπορούσε να ειπωθεί από τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του αναφορικά με την επίμαχη πράξη, που τελέστηκε σύμφωνα με το θεσπισμένο νομοθετικό πλαίσιο, ότι υπήρξε παραβίαση.

Το Στρασβούργο διαπίστωσε όμως παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2) λόγω της διαδικασίας επανεξέτασης μετά την ευθανασία στην παρούσα υπόθεση. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το κράτος δεν είχε εκπληρώσει τη διαδικαστική θετική του υποχρέωση, λόγω της έλλειψης ανεξαρτησίας του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου για την Επανεξέταση και Αξιολόγηση της Ευθανασίας και τη διάρκεια της ποινικής έρευνας στην υπόθεση.

Τέλος έκρινε ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 (δικαίωμα σεβασμού ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής). Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι γιατροί που βοήθησαν τη μητέρα του προσφεύγοντος, είχαν κάνει ό,τι μπορούσαν, σύμφωνα με το νόμο, το καθήκον εμπιστευτικότητας και το ιατρικό απόρρητο, μαζί με τις ηθικές κατευθυντήριες γραμμές, για να διασφαλίσουν ότι η μητέρα θα επικοινωνούσε με τα παιδιά της σχετικά με την επιθυμία ευθανασίας της.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 2

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Tom Mortier, είναι Βέλγος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1976 και ζει στο Rotselaar (Βέλγιο).

Η μητέρα του προσφεύγοντος έπασχε από χρόνια κατάθλιψη για περίπου 40 έτη. Τον Σεπτέμβριο του 2011 συμβουλεύτηκε τον καθηγητή D. και τον ενημέρωσε για την πρόθεσή της να προσφύγει στην ευθανασία.

Στο τέλος της συνάντησης, ο γιατρός κατέληξε στο συμπέρασμα ότι είχε σοβαρά ψυχικά τραύματα, ότι έπασχε από σοβαρή διαταραχή της προσωπικότητας και της διάθεσης και ότι δεν πίστευε πλέον στην ανάρρωση ή τη θεραπεία της. Ο ίδιος συμφώνησε να γίνει ο γιατρός της βάσει του νόμου περί Ευθανασίας. Μεταξύ 2011 και 2012, η μητέρα του προσφεύγοντος συνέχισε να συμβουλεύεται τον καθηγητή D. και άλλους γιατρούς αναφορικά με την ευθανασία. Οι γιατροί που συμμετείχαν στη διαδικασία πρότειναν πολλές φορές να έρθει σε επαφή με τα παιδιά της για να τα ενημερώσει για την απόφασή της, αλλά εκείνη αρνήθηκε.

Ωστόσο, τον Ιανουάριο του 2012 τους έστειλε ένα email που τους ενημέρωνε για την επιθυμία της να προβεί σε ευθανασία. Η κόρη της απάντησε ότι σεβόταν τις επιθυμίες της μητέρας της. Σύμφωνα με τη δικογραφία, ο γιος της δεν απάντησε. Στη συνέχεια, συνέχισε να συναντά τους γιατρούς και να επαναλαμβάνει την επιθυμία της να μην καλέσει τα παιδιά της, εξηγώντας ότι ήθελε να αποφύγει περαιτέρω δυσκολίες στη ζωή της και φοβόταν ότι η ευθανασία της θα καθυστερούσε. Ωστόσο, έγραψε μια αποχαιρετιστήρια επιστολή στα παιδιά της στις 3 Απριλίου 2012 με την παρουσία ενός ατόμου εμπιστοσύνης.

Τελικά, η πράξη της ευθανασίας πραγματοποιήθηκε σε δημόσιο νοσοκομείο από τον καθηγητή D. στις 19 Απριλίου 2012 και η μητέρα του προσφεύγοντος πέθανε παρουσία λίγων φίλων. Την επόμενη μέρα, ο προσφεύγων ενημερώθηκε από το νοσοκομείο ότι η μητέρα του πέθανε με ευθανασία. Έστειλε επιστολή στον καθηγητή D. δηλώνοντας ότι δεν είχε την ευκαιρία να την αποχαιρετήσει και ότι βρισκόταν σε παθολογικό πένθος. Είπε ότι είχε ορίσει γιατρό για να εξετάσει τα ιατρικά αρχεία της μητέρας, ο οποίος γιατρός σημείωσε αργότερα, μεταξύ άλλων, ότι η δήλωση της ευθανασίας δεν υπήρχε στον φάκελο.

Τον Ιούνιο του 2013, στο πλαίσιο της αυτόματης αναθεώρησής του, το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο για την επανεξέταση και την αξιολόγηση της Ευθανασίας – στο οποίο ο Καθηγητής D. ήταν συμπροεδρεύων – κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παραπάνω ευθανασία είχε διεξαχθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία για την Ευθανασία.

Τον Οκτώβριο του 2013 ο προσφεύγων ζήτησε αντίγραφο του εγγράφου που αναφερόταν στην ευθανασία από το Διοικητικό Συμβούλιο, το οποίο, τον Μάρτιο του 2014, αρνήθηκε να το παράσχει με την αιτιολογία ότι απαγορευόταν εκ του νόμου η χορήγησή του.

Τον Φεβρουάριο του 2014 ο προσφεύγων υπέβαλε καταγγελία κατά του καθηγητή D. στον Ιατρικό Σύλλογο. Λόγω του απορρήτου της διαδικασίας, δεν ενημερώθηκε για την πορεία της.

Τον Απρίλιο του 2014 ο προσφεύγων υπέβαλε μήνυση κατά αγνώστων σχετικά με την ευθανασία της μητέρας του. Διεκόπη για πρώτη φορά το 2017 για ανεπαρκή στοιχεία. Μετά, τον Μάιο του 2019, οι δικαστικές αρχές άνοιξαν εκ νέου ποινική έρευνα για την υπόθεση και τις περιστάσεις της. Ο διορισμένος πραγματογνώμονας σημείωσε, ειδικότερα, ότι ούτε η δήλωση ευθανασίας ούτε η αξιολόγησή της μπορούν να εντοπιστούν στο φάκελο. Η έρευνα τελικά έκλεισε τον Δεκέμβριο του 2020, καθώς η εισαγγελία είχε διαπιστώσει ότι η ευθανασία της μητέρας του προσφεύγοντος είχε συμμορφωθεί με τις ουσιαστικές προϋποθέσεις που όριζε ο νόμος και είχε διενεργηθεί σύμφωνα με τις νομοθετικές απαιτήσεις.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 2

Το Δικαστήριο εξήγησε ότι η παρούσα υπόθεση δεν αφορούσε το ερώτημα εάν υπήρχε δικαίωμα στην ευθανασία, αλλά μάλλον τη συμβατότητα με τη Σύμβαση της πράξης ευθανασίας που εκτελέστηκε στην περίπτωση της μητέρας του προσφεύγοντος. Ανέφερε επίσης ότι οι καταγγελίες του προσφεύγοντος εξετάζονται από τη σκοπιά των θετικών υποχρεώσεων της Πολιτείας αναφορικά με την προστασία του δικαιώματος στη ζωή, λαμβάνοντας υπόψη τα ακόλουθα σημεία.

(1) Νομοθετικό πλαίσιο σχετικά με πράξεις πριν από την ευθανασία

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η αποποινικοποίηση της ευθανασίας στο Βέλγιο υπόκειται σε προϋποθέσεις που ρυθμίζονται αυστηρά από τον νόμο περί ευθανασίας, ο οποίος προέβλεπε μια σειρά από ουσιαστικές και διαδικαστικές εγγυήσεις. Το νομοθετικό πλαίσιο που θέσπισε ο βελγικός νομοθέτης σχετικά με τα μέτρα προ-ευθανασίας εξασφάλιζαν ότι είχε ληφθεί η απόφαση ενός ατόμου να τερματίσει τη ζωή του ελεύθερα και με πλήρη γνώση των γεγονότων. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έδωσε μεγάλη σημασία στην ύπαρξη πρόσθετων διασφαλίσεων σε περιπτώσεις, όπως αυτή της μητέρας του προσφεύγοντος, που αφορούσε ψυχική δυσφορία και στην οποία ο θάνατος δεν θα λάμβανε χώρα βραχυπρόθεσμα, και σύμφωνα με την απαίτηση της ανεξαρτησίας των διάφορων γιατρών, όσον αφορά τόσο τον ασθενή όσο και τον θεράποντα ιατρό. Τέλος, ο νόμος για την ευθανασία είχε αποτελέσει αντικείμενο πολλών αναθεωρήσεων από τις εγχώριες αρχές, τόσο πριν από τη θέσπιση (από το Conseil d’État) όσο και στη συνέχεια (από το Συνταγματικό Δικαστήριο), και οι φορείς αυτοί διαπίστωσαν, μετά από εις βάθος ανάλυση, ότι παρέμενε εντός των ορίων που επιβάλλεται από το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ. Κατά συνέπεια, όσον αφορά τις πράξεις και τη διαδικασία πριν από την ευθανασία, οι διατάξεις του νόμου περί ευθανασίας αποτελούσαν κατ’ αρχήν νομοθετικό πλαίσιο ικανό να διασφαλίσει την προστασία του δικαιώματος στη ζωή, όπως απαιτείται από το άρθρο 2 της εσδα. Ως εκ τούτου, δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 υπό αυτό το κεφάλαιο.

(2) Συμμόρφωση με το νομικό πλαίσιο στην παρούσα υπόθεση

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι η μητέρα του προσφεύγοντος είχε υποβληθεί σε ευθανασία περίπου δύο μήνες μετά το επίσημο αίτημά της για ευθανασία και αφού ο καθηγητής D. είχε εξακριβώσει ότι το αίτημά της είχε διατυπωθεί μετά από δική της ελεύθερη βούληση, με επαναλαμβανόμενο και μελετημένο τρόπο, και χωρίς εξωτερική πίεση, και ότι βρισκόταν σε τελική μη αναστρέψιμη ιατρική κατάσταση, εκφράζοντας τη συνεχή και αφόρητη ψυχική της δυσφορία από την οποία δεν μπορούσε πλέον να ανακουφιστεί και που προέκυψε από μια σοβαρή και ανίατη ασθένεια. Το συμπέρασμα είχε στη συνέχεια επιβεβαιωθεί από την ποινική έρευνα που διεξήχθη από τις ποινικές αρχές, οι οποίες είχαν αποφασίσει ότι η ευθανασία είχε όντως συμμορφωθεί με τις ουσιαστικές και διαδικαστικές προϋποθέσεις που προβλέπονται από τον νόμο. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν προέκυψε από το υλικό που είχε μπροστά του ότι η πράξη ευθανασίας που πραγματοποιήθηκε σε βάρος της μητέρας του προσφεύγοντος, σύμφωνα με το θεσπισμένο νομικό πλαίσιο, είχε παραβιάσει τις απαιτήσεις του άρθρου 2. Ως εκ τούτου, δεν διαπίστωσε παραβίαση.

(3) Επανεξέταση μετά την ευθανασία

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι διενεργήθηκαν δύο επανεξετάσεις για να επαληθευτεί εάν η εν λόγω ευθανασία ήταν σύμφωνη με το νόμο.

Όσον αφορά την αυτόματη επανεξέταση που διενήργησε το ομοσπονδιακό Συμβούλιο, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο δεν μπορούσε να δώσει ανεξάρτητη γνώμη για τη νομιμότητα της ευθανασίας καθώς η υπόθεση αφορούσε τον συμπρόεδρό της, καθηγητή D., ο οποίος δεν είχε αποσυρθεί από την εξέταση της υπόθεσης. Η κυβέρνηση υποστήριξε ότι η εξέταση είχε διεξαχθεί αμερόληπτα με βάση το δεύτερο μέρος του εγγράφου καταχώρησης της ευθανασίας, το οποίο δεν μπορούσε να περιέχει κανένα όνομα. Αν το έγγραφο καταχώρησης της ευθανασίας είχε συμπληρωθεί από γιατρό ο οποίος ήταν παρών κατά την ευθανασία, αυτός δε θα συμμετείχε ποτέ στη συζήτηση και δεν θα την επηρέαζε με κανέναν τρόπο. Με τον δέοντα σεβασμό στους ηθικούς κανόνες και στις αρχές, ο γιατρός θα παρέμενε σιωπηλός όταν το Συμβούλιο εξέταζε μια υπόθεση που τον αφορούσε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου σημείωσε ότι στην παρούσα υπόθεση το Συμβούλιο είχε επαληθεύσει, αποκλειστικά βάσει του δεύτερου μέρους του εγγράφου αν η ευθανασία που πραγματοποιήθηκε στην μητέρα του προσφεύγοντος ήταν σύμφωνη με το νόμο. Το Συμβούλιο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ευθανασία είχε πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες προϋποθέσεις και διαδικασία. Ως εκ τούτου αποδείχτηκε ότι ο καθηγητής D. δεν είχε αποσυρθεί και δεν υπήρχαν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι η πρακτική που περιγράφεται από την κυβέρνηση, το γεγονός ενός γιατρού που εμπλέκεται στην επίμαχη ευθανασία να παραμείνει σιωπηλός, είχε ακολουθηθεί στην παρούσα υπόθεση. Επανέλαβε ότι έχει τεθεί σε λειτουργία ο μηχανισμός επανεξέτασης σε εθνικό επίπεδο αναφορικά με τον ανεξάρτητο χαρακτήρα των συνθηκών του θανάτου των ατόμων που βρίσκονται υπό ιατρική φροντίδα.

Ενώ το Δικαστήριο κατάλαβε ότι η εκ του νόμου διαδικασία αποχώρησης του εμπλεκόμενου ιατρού επιδίωκε να διατηρήσει την εμπιστευτικότητα των προσωπικών δεδομένων που περιέχονται στο έγγραφο καταχώρησης και την ανωνυμία όσων εμπλέκονται, θεώρησε ωστόσο ότι το σύστημα που έθεσε σε εφαρμογή ο εθνικός νομοθέτης για την επανεξέταση της ευθανασίας, αποκλειστικά με βάση το ανώνυμο μέρος του εγγράφου καταχώρησης, δεν πληρούσε τις απαιτήσεις του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ. Η διαδικασία σύμφωνα με την ενότητα 8 του Νόμου για την Ευθανασία δεν εμπόδισε τον γιατρό που έκανε την ευθανασία να προεδρεύσει στο συμβούλιο και να συμμετέχει στην ψηφοφορία για το εάν οι δικές του πράξεις ήταν συμβατές με την εθνική νομοθεσία. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι εξαρτιόταν μόνο από τη διακριτική ευχέρεια του ενδιαφερόμενου μέλους να παραμείνει σιωπηλός κατά την εξέταση της ευθανασίας δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί επαρκές για τη διασφάλιση της ανεξαρτησίας του Συμβουλίου. Ενώ γνώριζε την αυτονομία που απολαμβάνουν τα κράτη σε αυτόν τον τομέα, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι αυτό το ελάττωμα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί και, ωστόσο, να διαφυλαχθεί η εμπιστευτικότητα, για παράδειγμα εάν το Διοικητικό Συμβούλιο είχε μεγαλύτερο αριθμό μελών από τον αριθμό των συνεδριάσεων σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση. Αυτό θα διασφάλιζε ότι ένα μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου που είχε πραγματοποιήσει την εν λόγω ευθανασία δεν θα μπορούσε να συμμετέχει στην αξιολόγηση της διαδικασίας.

Κατά συνέπεια, και έχοντας υπόψη τον κρίσιμο ρόλο που διαδραμάτισε το Διοικητικό Συμβούλιο στην επακόλουθη επανεξέταση της ευθανασίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι ο μηχανισμός ελέγχου που εφαρμόστηκε στην παρούσα υπόθεση δεν είχε εγγυηθεί την ανεξαρτησία του, άσχετα με οποιαδήποτε πραγματική επιρροή θα μπορούσε να είχε ο καθηγητής D. στην απόφαση του Συμβουλίου σχετικά με την εν λόγω ευθανασία.

Όσον αφορά την έρευνα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η πρώτη ποινική έρευνα, που διεξήχθη από την εισαγγελία μετά την καταγγελία του προσφεύγοντος, είχε διαρκέσει περίπου τρία χρόνια και ένα μήνα, ενώ δεν προέκυψε καμία ανακριτική πράξη από το εν λόγω γραφείο. Η δεύτερη ποινική έρευνα, που διεξάγεται υπό τη διεύθυνση ανακριτή μετά από ενημέρωση κατάθεσης της παρούσης προσφυγής στην Κυβέρνηση, είχε διαρκέσει περίπου ένα χρόνο και επτά μήνες. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, συνολικά, και λαμβάνοντας υπόψη την έλλειψη επιμέλειας κατά την πρώτη έρευνα, η ποινική έρευνα δεν είχε ανταποκριθεί στην απαίτηση της αμεσότητας που προβλέπεται από το άρθρο 2.

Ωστόσο, όσον αφορά την πληρότητα της έρευνας, το Δικαστήριο έκρινε ότι κατά τη διάρκεια της δεύτερης ποινικής έρευνας, οι αρχές είχαν λάβει όλα τα εύλογα μέτρα που είχαν στη διάθεσή τους ώστε να συλλέξουν τις απαραίτητες πληροφορίες για τη διαπίστωση των γεγονότων της υπόθεσης. Ο ανακριτής είχε ως εκ τούτου διορίσει έναν ιατρό πραγματογνώμονα, ο οποίος είχε εξετάσει τον ιατρικό φάκελο της μητέρας του προσφεύγοντος και παρουσίασε τα ευρήματά του σε αναλυτική ιατροδικαστική έκθεση. Η αστυνομία είχε επίσης πάρει κατάθεση από τον καθηγητή D. Με βάση αυτά τα στοιχεία το δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν υπήρχε υπόθεση να εκδικάσει. Αυτά τα ευρήματα ήταν επαρκή για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η δεύτερη έρευνα ήταν επαρκώς εμπεριστατωμένη. Το γεγονός ότι η ποινική έρευνα είχε τελικά διακοπεί, χωρίς να παραπεμφθεί κάποιος σε δίκη, δεν δικαιολογούσε από μόνη της το συμπέρασμα ότι η ποινική διαδικασία σχετικά με την ευθανασία της μητέρας του προσφεύγοντος δεν είχε ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της αποτελεσματικότητας του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.

Επομένως, το Δικαστήριο έκρινε ότι το κράτος δεν είχε συμμορφωθεί με τη διαδικαστική θετική του υποχρέωση λόγω της έλλειψης ανεξαρτησίας του Ομοσπονδιακού Συμβουλίου και της διάρκειας της ποινικής έρευνα. Ως εκ τούτου, υπήρξε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.

Άρθρο 8

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο νόμος περί Ευθανασίας υποχρέωνε τους γιατρούς να συζητήσουν το αίτημα ενός ασθενούς σε ευθανασία με τους συγγενείς του μόνο όταν αυτό ήταν επιθυμία του ασθενή. Αν ο ασθενής δεν επιθυμούσε να ενημερώσει τους συγγενείς του, οι γιατροί δεν μπορούσαν να επικοινωνήσουν αυτοβούλως με αυτούς, σύμφωνα με το καθήκον της εμπιστευτικότητας και το ιατρικό απόρρητο.

Στην προκειμένη περίπτωση, σύμφωνα με το νόμο, οι γιατροί που εμπλέκονταν στη διαδικασία της ευθανασίας την είχαν συμβουλεύσει πολλές φορές να επικοινωνήσει με τα παιδιά της. Ωστόσο, η μητέρα του προσφεύγοντος αρνιόταν συνεχώς, δηλώνοντας ότι δεν ήθελε πια να έχει επαφή με τα παιδιά της. Ωστόσο, μετά από αίτημα των γιατρών της, είχε στείλει κάποια στιγμή ένα e-mail στα παιδιά της, τον προσφεύγοντα και την αδερφή του, ενημερώνοντάς τους για την επιθυμία της να υποβληθεί σε ευθανασία. Ενώ η αδερφή του προσφεύγοντος είχε απαντήσει σε αυτό το e-mail δηλώνοντας ότι σεβόταν τις επιθυμίες της μητέρας της, ο προσφεύγων δεν απάντησε.

Υπό αυτές τις συνθήκες, που απορρέουν από τη μακροχρόνια διάλυση των σχέσεων μεταξύ του προσφεύγοντος και της μητέρας του, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι γιατροί που βοηθούσαν τη μητέρα του προσφεύγοντος είχαν κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσαν, σύμφωνα με το νόμο, το καθήκον τους για εχεμύθεια και ιατρικό απόρρητο, καθώς και τις δεοντολογικές κατευθυντήριες γραμμές, για να διασφαλίσουν ότι θα επικοινωνούσε με τα παιδιά της αναφορικά με την επιθυμία της να υποβληθεί σε ευθανασία. Η νομοθεσία δεν μπορούσε να επικριθεί για το ότι υποχρέωσε τους γιατρούς να σεβαστούν τις επιθυμίες της αιτούσας την ευθανασία σε αυτό το σημείο ή για την επιβολή του καθήκοντος εμπιστευτικότητας και ιατρικού απορρήτου. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ο σεβασμός του εμπιστευτικού χαρακτήρα των ιατρικών πληροφοριών, ήταν βασική αρχή του νομικού συστήματος όλων των συμβαλλομένων μερών της Σύμβασης και ότι ήταν ουσιαστικό όχι μόνο για την προστασία της ιδιωτικής ζωής των ασθενών αλλά και για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης στο ιατρικό επάγγελμα και στις υπηρεσίες υγείας γενικότερα. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η νομοθεσία, όπως εφαρμόζεται στην παρούσα υπόθεση, είχε επιτύχει μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των διακυβευόμενων συμφερόντων. Συνεπώς, δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα 2.211,30 ευρώ για έξοδα και δαπάνες και απέρριψε το αίτημα του προσφεύγοντος για δίκαιη ικανοποίηση (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες