Απέλαση αλλοδαπών μουσουλμάνων στη χώρα τους. Το ΕΔΔΑ δεν πείστηκε ότι διέτρεχαν κίνδυνο κακομεταχείρισης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Μ.Ν. κ.α. κατά Τουρκίας της 21.06.2022 (αρ. προσφ. 40462/16)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Οι προσφεύγοντες, επτά υπήκοοι Τατζικιστάν μουσουλμανικής θρησκείας, συνελήφθησαν από αστυνομικούς στην Κωνσταντινούπολη, γιατί θεωρήθηκαν μέλη του ISIS. Λίγο αργότερα η τουρκική Κυβέρνηση διέταξε την απέλασή τους με την αιτιολογία ότι δεν είχαν έγκυρη βίζα, ότι ήταν μέλη τρομοκρατικής οργάνωσης και αποτελούσαν απειλή για τη δημόσια ασφάλεια. Το γεγονός διαδόθηκε από ορισμένα ΜΜΕ. Όσες αιτήσεις και προσφυγές έκαναν οι προσφεύγοντες για ακύρωση της απόφασης απέλασής τους, απορρίφθηκαν.

Επικαλούμενοι τα άρθρα 2 (δικαίωμα στη ζωή), 3 (απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με το άρθρο 13 (δικαίωμα σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο), οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι η επιστροφή τους στο Τατζικιστάν θα τους έθετε σε πραγματικό κίνδυνο παραβίασης του δικαιώματός τους στη ζωή ή κακομεταχείρισης, λόγω των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων και εξαιτίας των αναφορών στα ΜΜΕ που τους παρουσίαζαν λανθασμένα ως μέλη τρομοκρατικής οργάνωσης και ότι δεν είχαν πρόσβαση σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο με το οποίο να αμφισβητήσουν την ενδεχόμενη απέλασή τους.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι προσφεύγοντες δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι αντιμετώπιζαν κίνδυνο δίωξης ή ότι θα υφίσταντο μεταχείριση αντίθετη προς το άρθρο 3 της Σύμβασης σε περίπτωση επιστροφής τους στο Τατζικιστάν, είτε λόγω οποιουδήποτε πολιτικού ή κοινωνικού ακτιβισμού στη χώρα καταγωγής τους είτε λόγω των συνθηκών σύλληψής τους στην Τουρκία. Επομένως δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 από μόνο του ή σε συνδυασμό με το άρθρο 13.

Το ΕΔΔΑ υπέδειξε ακόμη στην Κυβέρνηση το προσωρινό μέτρο, σύμφωνα με το άρθρο 39 του Κανονισμού του Δικαστηρίου, ότι έπρεπε να μην απελάσει τους προσφεύγοντες μέχρις ότου η απόφαση στην υπόθεση αυτή καταστεί τελεσίδικη ή μέχρι να δοθεί νεότερη ειδοποίηση.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 3

Άρθρο 13

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες είναι επτά υπήκοοι Τατζικιστάν μουσουλμανικής θρησκείας που γεννήθηκαν μεταξύ 1977 και 1996. Έφτασαν στην Τουρκία σε διαφορετικές ημερομηνίες μεταξύ 2013 και 2015. Τον Οκτώβριο του 2015 οι προσφεύγοντες συνελήφθησαν από αστυνομικούς του αντιτρομοκρατικού κλάδου της Διεύθυνσης Ασφαλείας Κωνσταντινούπολης, μετά από έρευνα σε διαμέρισμα. Ορισμένα ΜΜΕ ανέφεραν ότι η αστυνομία είχε κάνει έφοδο σε σπίτια στην περιοχή αφού έλαβε πληροφορίες ότι είχαν δημιουργηθεί παράνομα θρησκευτικά ιδρύματα και ότι μπορεί να υπάρχουν κάποιοι ξένοι υπήκοοι από το Τατζικιστάν και το Ουζμπεκιστάν που ζούσαν εκεί και ήταν μέλη του Ισλαμικού Κράτους του Ιράκ και Αλ Σαμ (ISIS). Σύμφωνα με τις πηγές, τα εν λόγω άτομα μπορεί να υποδύονταν μαθητές θρησκευτικών και κάποιοι από αυτούς μπορεί να ταξίδεψαν στη Συρία με σκοπό να ενταχθούν στις δυνάμεις του ISIS.

Δύο ημέρες αργότερα οι προσφεύγοντες μεταφέρθηκαν στο Κέντρο Απομάκρυνσης Αλλοδαπών Kumkapı. Την ίδια μέρα το Γραφείο της Κυβέρνησης της Κωνσταντινούπολης εξέδωσε διαταγή για την απέλασή τους με την αιτιολογία ότι δεν είχαν έγκυρη βίζα, ότι ήταν μέλη τρομοκρατικής οργάνωσης και αποτελούσαν απειλή για τη δημόσια ασφάλεια.

Τον Απρίλιο του 2016 οι αιτήσεις, που κατέθεσαν οι προσφεύγοντες με τις οποίες ζητούσαν την ακύρωση των αποφάσεων περί απέλασής τους, απορρίφθηκαν από το Διοικητικό Δικαστήριο.

Τον Μάιο του 2016 το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε τα αιτήματα προσωρινών μέτρων που υπέβαλαν. Τον Ιανουάριο του 2021 κήρυξε τις ατομικές τους προσφυγές απαράδεκτες. Τον Ιούλιο του 2016 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο εξέδωσε προσωρινό μέτρο στην υπόθεση σύμφωνα με το άρθρο 39 του Κανονισμού του Δικαστηρίου.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 3, από μόνο του ή σε συνδυασμό με το άρθρο 13

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου αποφάσισε να εξετάσει τις καταγγελίες των προσφευγόντων βάσει του άρθρου 3, είτε μόνες είτε σε συνδυασμό με το άρθρο 13 της Σύμβασης.

Όσον αφορά τους κινδύνους που φέρεται να αντιμετώπισαν οι προσφεύγοντες λόγω της κατάστασης της χώρας προέλευσής τους, το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι προσφεύγοντες δεν ανέφεραν ότι εμπλέκονταν σε κάποια πολιτική δραστηριότητα στο Τατζικιστάν πριν έρθουν στην Τουρκία που θα θεωρούνταν παράνομη από τις αρχές της χώρας τους. Επί πλέον, δεν ισχυρίστηκαν ότι ήταν μέλη οποιουδήποτε κινήματος ή οργάνωσης που θεωρείται παράνομη ή αντικαθεστωτική στο Τατζικιστάν, ούτε ισχυρίστηκαν ότι είχε διενεργηθεί ποινική έρευνα εναντίον τους. Οι αρχές του Τατζικιστάν δεν τους είχαν εκδώσει κόκκινο σήμα ότι καταζητούνταν για παράνομη δραστηριότητα και δεν είχαν επιδιώξει να εξασφαλίσουν την επιστροφή τους στη χώρα αυτή με τη χρήση βίας ή απειλών. Επιπλέον, δεν υπήρχε τίποτα στη δικογραφία που να υποδηλώνει ότι είχαν δυσκολία να αποκτήσουν διαβατήρια στο Τατζικιστάν. Είχαν τη δυνατότητα να εγκαταλείπουν τη χώρα τακτικά και είχαν εισέλθει στην Τουρκία χρησιμοποιώντας βίζα εισόδου. Τα προβλήματα τα οποία οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι αντιμετώπισαν στη χώρα καταγωγής τους πριν έρθουν στην Τουρκία αφορούσαν την υποτιθέμενη αδυναμία τους να συνεχίσουν τις σπουδές του Κορανίου όπως αυτοί επιθυμούσαν. Ωστόσο, οι αναφορές διεθνών οργανισμών δεν έκαναν καμία αναφορά σε διώξεις που να σχετίζονται με μαθήματα Κορανίου για ενήλικες, υπό την προϋπόθεση ότι τα ενδιαφερόμενα ιδρύματα δεν είχαν κανένα δεσμό με ισλαμικές εξτρεμιστικές ομάδες.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι προσφεύγοντες δεν κατάφεραν να αποδείξουν ότι αντιμετώπιζαν κίνδυνο δίωξης εάν επέστρεφαν στο Τατζικιστάν, λόγω οποιουδήποτε πολιτικού ή κοινωνικού ακτιβισμού στη χώρα τους.

Ως προς τους κινδύνους που φέρεται να αντιμετώπισαν οι προσφεύγοντες λόγω των συνθηκών σύλληψής τους στην Τουρκία, ισχυρίστηκαν ότι οι ψευδείς πληροφορίες στα μέσα ενημέρωσης σχετικά με τη σύλληψή τους και οι λόγοι που αναφέρονται στη διαταγή απέλασής τους μπορεί να επηρέαζαν τις αρχές του Τατζικιστάν και δημιουργούσαν την εντύπωση ότι είχαν δεσμούς με το ISIS.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα εθνικά δικαστήρια εξέτασαν μόνο σιωπηρά και με στοιχειώδη τρόπο τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων σχετικά με αυτόν τον κίνδυνο. Παρόλα αυτά αυτές οι ελλείψεις στην εθνική αξιολόγηση των αρχών δεν αρκούσε από μόνη της για να διαπιστωθεί παραβίαση του άρθρου 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 13 της Σύμβασης, δεδομένης της ελάχιστης σημασίας του κινδύνου που ισχυρίστηκαν οι προσφεύγοντες λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών της υπόθεσης.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ορισμένα ΜΜΕ είχαν απεικονίσει την επιχείρηση και τις έρευνες που πραγματοποιήθηκαν από την αστυνομία της Κωνσταντινούπολης στο σχολείο ως έχοντας στόχο άτομα που φέρονται να έχουν στενούς δεσμούς με το ISIS. Ωστόσο, τα ονόματα ή οι ταυτότητες των προσφευγόντων δεν αναφέρθηκαν. Οι πληροφορίες που περιέχονταν στα δημοσιεύματα δεν είχαν ληφθεί υπόψη από τις επίσημες αρχές, και σε κάθε περίπτωση δεν είχαν επισημάνει οποιαδήποτε ποινική ευθύνη εκ μέρους των προσφευγόντων. Επιπλέον, οι αστυνομικοί είχαν σημειώσει στην έκθεση ότι δεν βρέθηκαν στοιχεία για οποιαδήποτε παράβαση στις εγκαταστάσεις. Επομένως είναι σαφές ότι οι τουρκικές αρχές είχαν αποδεχθεί την εκδοχή των γεγονότων των προσφευγόντων, δηλαδή ότι είχαν μελετήσει το Κοράνι σε ένα θρησκευτικό σχολείο (medrese) που δεν ήταν εγγεγραμμένο και ότι δεν είχαν δεσμούς με το ISIS ή οποιαδήποτε άλλη ισλαμιστική οργάνωση.

Ως προς την εντολή απέλασης των προσφευγόντων, η οποία βασίστηκε μεταξύ άλλων στο ότι η παρουσία τους στην Τουρκία θα μπορούσε να αποτελέσει απειλή για τη δημόσια ασφάλεια, το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι το Διοικητικό Δικαστήριο δεν είχε αποδεχθεί ότι οι προσφεύγοντες μπορεί να είναι μέλη παράνομης ή τρομοκρατικής οργάνωσης όπως το ISIS. Είχε απλώς διαπιστώσει ότι η παρουσία τους θα μπορούσε να εγείρει ζήτημα δημόσιας ασφάλειας στην Τουρκία, καθώς ήταν φοιτητές σε ίδρυμα που δεν είχε δηλωθεί στις τουρκικές αρχές και επομένως δεν υπόκειτο στον έλεγχο και την εποπτεία τους. Το Διοικητικό Δικαστήριο είχε επίσης λάβει υπόψη το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες διέμεναν παράνομα στην Τουρκία καθώς οι βίζες τους είχαν ήδη λήξει όταν συνελήφθησαν. Δεν μπορούσε να συναχθεί από αυτό ότι οι προσφεύγοντες θεωρήθηκαν από τις τουρκικές δικαστικές αρχές ως πιθανά μέλη του ISIS.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν αποδείξει την ύπαρξη βάσιμων λόγων για να πιστεύεται ότι εάν επέστρεφαν στο Τατζικιστάν θα αντιμετώπιζαν πραγματικό κίνδυνο κακομεταχείρισης αντίθετη προς το άρθρο 3 της Σύμβασης.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η εκτέλεση της διαταγής απέλασης των προσφευγόντων δεν συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, από μόνο του ή σε συνδυασμό με το άρθρο 13 (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες