Απαγόρευση διάδοσης πληροφοριών κοινοβουλευτικής έρευνας για διαφθορά! Παραβίαση της ελευθερίας έκφρασης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Akdeniz κ.α. κατά Τουρκίας της 04.05.2021 (αριθ. προσφ. 41139/15 και 41146/15)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Κοινοβουλευτική έρευνα για διαφθορά. Γενική απαγόρευση σε ΜΜΕ και διαδίκτυο διάδοσης πληροφοριών σε σχέση με την έρευνα. Ελευθερία έκφρασης.

Τα τουρκικά δικαστήρια εξέδωσαν προσωρινή διαταγή με την οποία απαγορευόταν η διάδοση και δημοσίευση (σε οποιοδήποτε μέσο) πληροφοριών σχετικά με κοινοβουλευτική έρευνα σχετικά με  κατηγορίες για διαφθορά εναντίον τεσσάρων πρώην υπουργών, η οποία υποκινήθηκε μετά από επιχείρηση που διεξήχθη από την αστυνομία και την εισαγγελία της Κωνσταντινούπολης στις 17 και 25 Δεκεμβρίου 2013.

Οι προσφεύγοντες Banu Güven (γνωστή δημοσιογράφος), Yaman Akdeniz και Kerem Altıparmak (οι δύο τελευταίου είναι ακαδημαϊκοί και δημοφιλείς χρήστες των πλατφορμών κοινωνικών μέσων) ζήτησαν την άρση της εν λόγω απαγόρευσης, στηριζόμενοι στο δικαίωμά τους στην ελεύθερη μετάδοση πληροφοριών και ιδεών, καθώς και στη λήψη  πληροφοριών. Το Συνταγματικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημά τους λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης αφού δεν ήταν άμεσα θύματα, δεδομένου ότι  δεν επηρεάστηκαν άμεσα ή προσωπικά από τη διαταγή.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι, από μόνο του, ένα μέτρο που συνίσταται στην απαγόρευση πιθανής δημοσίευσης και διάδοσης πληροφοριών από οποιοδήποτε μέσο εγείρει ζήτημα ελευθερίας ενημέρωσης.

Ομόφωνα κήρυξε παραδεκτή την προσφυγή της Banu Güven όσον αφορά την καταγγελία βάσει του Άρθρου 10 (ελευθερία έκφρασης). Αποδέχθηκε ότι η κα Güven, δημοσιογράφος, πολιτική σχολιάστρια και τηλεοπτική παρουσιάστρια ειδήσεων κατά τον κρίσιμο χρόνο, μπορούσε νόμιμα να ισχυριστεί ότι η επίμαχη απαγόρευση είχε παραβιάσει το δικαίωμά της στην ελευθερία της έκφρασης. Θα μπορούσε επομένως να έχει την ιδιότητα του θύματος. Σχετικά με αυτό, το Δικαστήριο είπε ότι δεν πρέπει να παραβλεφθεί ότι η συλλογή πληροφοριών, η οποία ήταν εγγενής στην ελευθερία του Τύπου, θεωρήθηκε επίσης ως ζωτική προϋπόθεση για το λειτούργημα του δημοσιογράφου, και ότι, στο πλαίσιο της συζήτησης για θέμα δημοσίου συμφέροντος, αυτό το μέτρο ήταν ικανό να αποτρέψει τους δημοσιογράφους από το να συμβάλλουν σε δημόσιες συζητήσεις για θέματα που είναι σημαντικά για τη δημόσια ζωή.

Το Δικαστήριο έκρινε ομόφωνα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 10 (ελευθερία της έκφρασης) της Σύμβασης σχετικά με την Banu Güven. Πράγματι, η επίμαχη διαταγή, η οποία ισοδυναμούσε με προληπτικό μέτρο με στόχο την απαγόρευση οποιασδήποτε μελλοντικής διάδοσης ή δημοσίευσης πληροφοριών, είχε σημαντικές επιπτώσεις στην άσκηση του δικαιώματος της ελευθερίας έκφραση της προσφεύγουσας σε ένα επίκαιρο θέμα. Οι παρεμβάσεις αυτές δεν είχαν «νομική βάση» για τους σκοπούς του άρθρου 10, και επομένως εμπόδισαν την κα Güven να απολαύσει επαρκές επίπεδο προστασίας όπως απαιτείται από το κράτος δικαίου σε μια δημοκρατική κοινωνία.

Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι άλλοι προσφεύγοντες δεν είχαν αποδείξει πώς  η απαγόρευση τους είχε επηρεάσει άμεσα. Επομένως, δεν διέθεταν το καθεστώς του θύματος στην παρούσα υπόθεση. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε απαράδεκτη την προσφυγή τους.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες είναι τρεις Τούρκοι υπήκοοι, ο Yaman Akdeniz, ο Kerem Altıparmak και η Banu Güven. Γεννήθηκαν το 1968, το 1973 και το 1969 αντίστοιχα.

Κατά την επίδικη περίοδο, ο κ. Akdeniz ήταν καθηγητής νομικής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Bilgi. Ο κ.  Altıparmak ήταν επίκουρος καθηγητής νομικής στη Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου της Άγκυρας και Διευθυντής του Κέντρου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε αυτό το πανεπιστήμιο και η κα Güven γνωστή δημοσιογράφος η οποία εργάζονταν για ένα εθνικό ιδιωτικό τηλεοπτικό κανάλι (IMC TV) ως πολιτική σχολιάστρια  και τηλεοπτική παρουσιάστρια ειδήσεων.

Τον Μάιο του 2014, κατά συνέπεια σε πρόταση που υπέβαλαν 77 βουλευτές, η Τουρκική Εθνοσυνέλευση αποφάσισε να κινήσει κοινοβουλευτική έρευνα και να συστήσει κοινοβουλευτική εξεταστική επιτροπή σχετικά με ισχυρισμούς περί διαφθοράς εναντίον τεσσάρων πρώην υπουργών μετά από μια επιχείρηση μεγάλης κλίμακας από την αστυνομία και την εισαγγελία της Κωνσταντινούπολης στις 17 και 25 Δεκεμβρίου 2013. Η κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι η επιχείρηση δεν ήταν έρευνα διαφθοράς, αλλά απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος που ξεκίνησε από μέλη της οργάνωσης στην οποία αναφέρεται οι τούρκικες  αρχές ως «FETÖ / PDY» .

Τον Νοέμβριο του 2014, ο Πρόεδρος της Επιτροπής υπέβαλε αίτηση στην Εισαγγελία της Άγκυρας για έκδοση προσωρινής διαταγής απαγόρευσης της δημοσίευσης και της διάδοσης στον τύπο, στην τηλεόραση, στο ραδιόφωνο και στο Διαδίκτυο οποιωνδήποτε πληροφοριών σχετικά με την κοινοβουλευτική έρευνα. Λίγες μέρες αργότερα το Ειρηνοδικείο  της Άγκυρας αρ. 7 έκανε δεκτό το αίτημα, διατάζοντας την απαγόρευση δημοσίευσης και τη διάδοση με το επιχείρημα ότι το έργο της Επιτροπής ήταν εμπιστευτικό και ότι η δημοσίευση πληροφοριών ενδέχεται να παραβιάζει το απόρρητο της έρευνας και τη φήμη των ενδιαφερομένων. Οι κ.κ. Akdeniz και Altıparmak άσκησαν έφεση κατά της εν λόγω απόφασης, υποστηρίζοντας ότι η απαγόρευση παραβίασε τα δικαιώματά τους στην ελευθερία της έκφρασης και σε μια δίκαιη δίκη, η οποία απορρίφθηκε.

Τον Δεκέμβριο του 2014 οι τρεις προσφεύγοντες υπέβαλαν ατομική προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο την απέρριψε με το επιχείρημα ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν το καθεστώς του θύματος για να αμφισβητήσουν την επικαλούμενη απόφαση στο βαθμό που δεν αφορούσε την ποινική έρευνα και καθώς δεν επηρεάζονταν προσωπικά ούτε άμεσα από το μέτρο.

Βασιζόμενοι στο άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης), οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ότι η προσωρινή διαταγή η οποία εκδόθηκε από το δικαστήριο που απαγόρευσε τη δημοσίευση και τη διάδοση πληροφοριών σχετικά με τη κοινοβουλευτική έρευνα ισοδυναμούσε με αδικαιολόγητη παραβίαση του δικαιώματός τους στην ελευθερία λήψης και μετάδοσης  πληροφοριών και ιδεών.

Στηριζόμενοι στο άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και στο άρθρο 13 (δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής), οι προσφεύγοντες  παραπονέθηκαν για το άδικο χαρακτήρα της διαδικασίας.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 10 (ελευθερία έκφρασης): ιδιότητα θύματος των προσφευγόντων

Φύση και πεδίο εφαρμογής της διαταγής.

Η Κυβέρνηση ισχυρίστηκε ότι το αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης ήταν ο εμπιστευτικός χαρακτήρας της ποινικής έρευνας. Υποστήριξε ότι η αρχή του απορρήτου των δικαστικών ερευνών ορίστηκε στο διεθνές δίκαιο και ότι το επίμαχο μέτρο είχε ως στόχο να διασφαλίσει την τήρηση της αρχής αυτής. Υποστήριξε ότι η υπόθεση δεν περιελάμβανε κανένα ζήτημα σχετικά με την ελευθερία έκφρασης ή της ελευθερίας του τύπου.

Το Δικαστήριο τόνισε ότι η ανάγκη προστασίας του απορρήτου των ερευνών ήταν παρούσα στην νομολογία του. Επισήμανε ότι διαφώνησε με το επιχείρημα της κυβέρνησης. Πράγματι, θεώρησε ότι από μόνο του, ένα μέτρο που συνίσταται στην απαγόρευση της πιθανής δημοσίευσης και διάδοσης πληροφοριών μέσω οποιουδήποτε μέσου έθετε ζήτημα σύμφωνα με την ελευθερία της έκφρασης.

Σημείωσε ότι η επίμαχη διαταγή, η οποία είχε ένα εξαιρετικά ευρύ πεδίο εφαρμογής, κάλυπτε κάθε είδος πληροφοριών που δημοσιεύονταν, ανέρχονταν δε σε προληπτικό μέτρο το οποίο εγκρίθηκε στο πλαίσιο κοινοβουλευτικής έρευνας με σκοπό την πρόληψη της πιθανής δημοσίευσης και διάδοσης πληροφοριών. Παρατήρησε ότι το μέτρο αυτό κάλυπτε σχεδόν όλες οι πτυχές της τρέχουσας κοινοβουλευτικής έρευνας.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το απόρρητο της έρευνας ως αρχή που εφαρμόζεται στο στάδιο της έρευνας δεν συνεπάγεται αυτομάτως μια τέτοια απαγόρευση, αλλά η αρχή αυτή επέβαλε γενική υποχρέωση να μην αποκαλύπτονται εμπιστευτικά γεγονότα σχετικά με μια έρευνα. Πράγματι, το άρθρο 285 του Ποινικού Κώδικα τιμωρεί εκ των υστέρων παραβιάσεις του απορρήτου των ερευνών, αν και δεν επιβάλλει γενική απαγόρευση δημοσίευσης του περιεχομένου των μέτρων που εγκρίθηκαν κατά τη διάρκεια ατομικής έρευνας. Έτσι, αυτή η διάταξη κατοχύρωνε το δικαίωμα δημοσίευσης πληροφοριών ποινικής έρευνας, με σεβασμό στα όρια του δικαιώματος μετάδοσης πληροφοριών.

Συνέπειες της διαταγής όσον αφορά τα δικαιώματα των προσφευγόντων

Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι η επίμαχη απαγόρευση τους εμπόδισε να μεταδώσουν και να μοιραστούν τις ιδέες και τις πληροφορίες τους σχετικά με την έρευνα, οι οποίες είχαν δημοσιευτεί ευρέως και ήταν εξαιρετικά επίκαιρες.

Θεώρησαν ότι το Δικαστήριο πρέπει να τους θεωρήσει ως «δημόσιους φύλακες» και επίσης να τους αναγνωρίσει την κατάσταση του «θύματος». Υποστήριξαν επίσης ότι το δικαίωμα λήψης πληροφοριών είχε παραβιαστεί στο βαθμό που τους είχε αποτραπεί να τις αποκτήσουν.

Όσον αφορά τη δημοσιογράφο Banu Güven, το Δικαστήριο θα μπορούσε να αποδεχτεί ότι το δικαίωμά της να μεταδώσει πληροφορίες και ιδέες είχε επηρεαστεί από την επίμαχη απόφαση στο βαθμό που αδυνατούσε, ακόμη και για αρκετά μικρό χρονικό διάστημα, να δημοσιεύσει ή να διαδώσει πληροφορίες ή να μοιραστεί τις ιδέες της σχετικά με ένα επίκαιρο ζήτημα που είχε προσελκύσει σημαντική δημόσια προσοχή. Καταλήγοντας σε αυτό το συμπέρασμα προσέδωσε βάρος, ιδίως, στο γεγονός ότι την εν λόγω περίοδο η κα Güven ήταν πολιτική σχολιάστρια και παρουσιάστρια ειδήσεων σε ένα εθνικό τηλεοπτικό κανάλι. Επιπλέον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η συλλογή πληροφοριών, η οποία ήταν εγγενής στην ελευθερία του Τύπου, θεωρείται επίσης ζωτική προϋπόθεση για το επάγγελμα του δημοσιογράφου. Το Δικαστήριο είχε ήδη ισχυριστεί πολλές φορές ότι τα εμπόδια που αποσκοπούσαν στον περιορισμό της δημοσίευσης πληροφοριών ήταν πιθανό να αποτρέψουν άτομα που εργάζονται στα ΜΜΕ ή σε συναφείς τομείς από τη διερεύνηση ορισμένων θεμάτων δημοσίου ενδιαφέροντος.

Στο πλαίσιο της συζήτησης για ένα ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, αυτό το είδος μέτρου μπορούσε να αποτρέψει δημοσιογράφους από τη συμβολή τους σε δημόσιες συζητήσεις για θέματα σημαντικά για τη ζωή της κοινότητας.

Όσον αφορά τους Akdeniz και Altıparmak, το Δικαστήριο έκρινε ότι το απλό γεγονός ότι και οι δύο προσφεύγοντες – όπως όλοι οι άλλοι Τούρκοι πολίτες – είχαν υποστεί τις έμμεσες συνέπειες των επίμαχων μέτρων ήταν ανεπαρκές για να διεκδικήσουν το καθεστώς «θύματος» κατά την έννοια του άρθρου 34 της Σύμβασης.

Είναι σαφές, δεδομένου ότι η απόφαση για την έκδοση προσωρινής διαταγής είχε ως στόχο όχι μόνο παραδοσιακούς επαγγελματίες των ΜΜΕ αλλά και χρήστες του Διαδικτύου, όπως bloggers και δημοφιλή χρήστες κοινωνικών δίκτύων, ο κ. Akdeniz και ο κ. Altıparmak θα μπορούσαν νομίμως να ισχυριστούν ότι υπέστησαν την έμμεση επίπτωση του επίμαχου μέτρου. Ωστόσο, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι «καθαρά υποθετικοί κίνδυνοι» ενός προσφεύγοντος ο οποίος πλήττεται από το αποτρεπτικό αποτέλεσμα ενός μέτρου ήταν ανεπαρκές για να αποτελέσει παρέμβαση υπό την έννοια του άρθρου 10 της Σύμβασης. Στην παρούσα περίπτωση, κατά την εν λόγω περίοδο κατά την οποία το μέτρο είχε τεθεί σε ισχύ, οι δύο προσφεύγοντος δεν είχαν απαγόρευση να σχολιάσουν την έρευνα μέσω οποιουδήποτε μέσου, γεγονός που δεν αμφισβήτησαν ούτε και οι ίδιοι.

Όσον αφορά το δικαίωμα πρόσβασης σε πληροφορίες, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι ακαδημαϊκοί ερευνητές και οι συγγραφείς έργων σε θέματα δημόσιου ενδιαφέροντος επωφελήθηκαν επίσης από υψηλό επίπεδο προστασίας.

Επιπλέον, η ακαδημαϊκή ελευθερία δεν περιοριζόταν σε πανεπιστημιακή ή επιστημονική έρευνα, αλλά επεκτείνονταν στο δικαίωμα των ακαδημαϊκών να εκφράζουν ελεύθερα τις απόψεις τους ακόμη και τις αμφιλεγόμενες ή μη δημοφιλείς, στους τομείς της έρευνας, της επαγγελματικής απασχόλησης και των ικανοτήτων τους. Ωστόσο, οι προσφεύγοντες στην παρούσα υπόθεση δεν διαμαρτύρονταν για την άρνηση πρόσβασης σε καμία συγκεκριμένη πληροφορία που μπορεί να απαιτούσαν. Επιπλέον, δεν υπήρχε τίποτα που να υποδηλώνει ότι το επίμαχο μέτρο είχε ως στόχο ή παραβίασε την ακαδημαϊκή ελευθερία τους.

Οι  κκ.  Akdeniz και Altıparmak διαμαρτύρονταν για ένα γενικό μέτρο που απέτρεπε το Τύπο και τα άλλα ΜΜΕ από την κοινοποίηση πληροφοριών σχετικά με συγκεκριμένες πτυχές της κοινοβουλευτικής έρευνας. Το Δικαστήριο έκρινε ότι το απλό γεγονός ότι αυτοί – ως ακαδημαϊκοί και δημοφιλείς χρήστες των πλατφορμών κοινωνικών μέσων – υποστήριξαν ότι είχαν υποστεί τις έμμεσες συνέπειες του επίμαχου μέτρου δεν επαρκούσε για να χαρακτηριστούν ως «θύματα» εντός της έννοιας του άρθρου 34 της ΕΣΔΑ. Πράγματι, αυτοί δεν απέδειξαν την έκταση στην οποία η επίμαχη απαγόρευση τους επηρέασε άμεσα.

Άρθρο 10: ελευθερία έκφρασης της προσφεύγουσας Banu Güven

Το Δικαστήριο επΙσήμανε ότι η επίμαχη διαταγή, η οποία ισοδυναμούσε με προληπτικό μέτρο είχε ως στόχο την απαγόρευση της μελλοντικής διάδοσης και δημοσίευσης οποιωνδήποτε πληροφοριών, είχε σημαντικές επιπτώσεις στην άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης από την κα Güven σε ένα επίκαιρο θέμα.

Παρατήρησε ότι η νομική βάση του επίμαχου μέτρου, όπως διατάχθηκε από το Ειρηνοδικείο της Άγκυρας ήταν το άρθρο 110 § 2 του Κανονισμού και το άρθρο 3 (2) του Νόμου περί Τύπου. Πρόσθεσε ότι το ζήτημα που προέκυψε στην παρούσα υπόθεση ήταν εάν, κατά τη περίοδο εφαρμογής του επίμαχου μέτρου, υπήρξε μια σαφής και ακριβής διάταξη στην οποία θα μπορούσε η προσφεύγουσα να βασίσει τη συμπεριφορά της σε αυτόν τον τομέα.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι με απόφαση της 11 Ιουλίου 2019, που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 17 Σεπτεμβρίου 2019, το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε εξετάσει τη νομική βάση της εντολής απαγόρευσης δημοσίευσης από τους δικαστές του Ειρηνοδικείου και διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης και της ελευθερίας του Τύπου με την αιτιολογία ότι η εν λόγω παρέμβαση δεν πληρούσε την απαίτηση της νομιμότητας.

Η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου επισήμανε ότι «το άρθρο 3 παράγραφος 2 του νόμου [Τύπος] παραθέτει τα προληπτικά μέτρα για την ελευθερία του τύπου. Δεν αμφισβητείται ότι η διάταξη αυτή αποτελεί επίσημα νόμος. Ωστόσο, η εν λόγω ενότητα δεν περιέχει καμία διάταξη που να επιτρέπει την απαγόρευση δημοσίευσης ως προληπτικό μέτρο. Κατά συνέπεια, όταν διατάσσεται απαγόρευση δημοσίευσης στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών, οι νομικές συνέπειες των γεγονότων των πραγματικών περιστατικών, καθώς και η έκταση των εξουσιών των αρχών, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει οριστεί με οποιοδήποτε βαθμό βεβαιότητας. Επομένως, η δεύτερη παράγραφος του άρθρου 3 του νόμου περί Τύπου δεν ικανοποίησε τα κριτήρια της «προβλεψιμότητας» και «σαφήνειας» όσον αφορά την απαγόρευση δημοσίευσης στο πλαίσιο της ποινικής έρευνας.

Επιπλέον, το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε εξετάσει εάν το άρθρο 28 § 5 του Συντάγματος, που επέτρεπε την προσφυγή στην απαγόρευση δημοσίευσης, θα μπορούσε να παρέχει τη νομική βάση για το επίμαχο μέτρο και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν μπορούσε.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο ενέκρινε το συμπέρασμα του Συνταγματικού Δικαστηρίου όσον αφορά τη νομική βάση του επίμαχου μέτρου. Έκρινε ότι υπό αυτές τις συνθήκες, η επίμαχη παρέμβαση είχε στερηθεί «νομικής βάσης» για τους σκοπούς του άρθρου 10 και, επομένως, εμπόδισε την κα Güven να απολαύσει επαρκή προστασία όπως απαιτείται από το κράτος δικαίου σε μια δημοκρατική κοινωνία. Κατά συνέπεια διαπίστωσε παραβίαση του της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της Σύμβασης) σε σχέση με την κα Güven.

Λοιπά άρθρα

Όσον αφορά τους Akdeniz και Altıparmak, το Δικαστήριο έκρινε ότι η έλλειψη καθεστώτος θύματος αυτών των προσφευγόντων  για τους σκοπούς του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ επηρέασε επίσης την καταγγελία βάσει του άρθρου 6. Διαπίστωσε ότι οι εν λόγω προσφεύγοντες δεν είχαν επίσης καμία καταγγελία βάσει του άρθρου 13 της Σύμβασης.

Όσον αφορά την κα Güven, έχοντας υπόψη τη διαπίστωσή του βάσει του άρθρου 10 της Σύμβασης, το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν υπήρχε ανάγκη να εξεταστεί χωριστά το παραδεκτό ή τα πλεονεκτήματα των λοιπών καταγγελιών στη βάση των άρθρων 6 και 13.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Τουρκία έπρεπε να καταβάλει στην  Banu Güven 1.500 ευρώ για έξοδα και δαπάνες. Η προσφεύγουσα δεν είχε υποβάλει αξίωση ηθικής βλάβης.

Μειοψηφούσα άποψη

Ο δικαστής Kūris εξέφρασε χωριστή γνώμη, η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες