Απαγόρευση ανωτάτων δικαστών να συμμετέχουν σε Ανώτατο Δικαστήριο με νόμο που εκδόθηκε μετά το διορισμό τους! Μη δικαίωμα προσφυγής. Παραβίαση σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και πρόσβασης σε δικαστήριο!

ΑΠΟΦΑΣΗ

Gumenyuk κ.α. κατά Ουκρανίας της 22.07.2021 (αρ. προσφ. 11423/19)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ιδιωτική ζωή δικαστών. Απαγόρευση με νόμο σε ανώτατους δικαστές να συμμετέχουν στο Ανώτατο Δικαστήριο χωρίς να απολυθούν. Ο διορισμός δικαστών στο Ανώτατο Δικαστήριο καθορίστηκε με διαγωνισμό, όπου έπρεπε να συμμετέχουν και οι ήδη διορισθέντες ανώτατοι δικαστές. Έλλειψη ενδίκου μέσου. Πρόσβαση σε δικαστήριο.

Νέος νόμος που ψηφίστηκε στην Ουκρανία το 2016 με σκοπό την αναδιάρθρωση του δικαστικού σώματος,   απαγόρευσε σε  δικαστές του πρώην Ανώτατου Δικαστηρίου της Ουκρανίας να ασκούν τα καθήκοντά τους, χωρίς να έχουν απολυθεί επίσημα. Προέβλεψε την κάλυψη όλων των θέσεων ανωτάτων δικαστικών στο Ανώτατο Δικαστήριο μόνον κατόπιν συμμετοχής σε διαγωνισμό, χωρίς να εξαιρέσει τους ανώτατους δικαστές που ήδη υπηρετούσαν.  Οι επτά από τους οκτώ προσφεύγοντες  συμμετείχαν στον διαγωνισμό αλλά δεν πέτυχαν.

Η Ολομέλεια του πρώην Ανώτατου Δικαστηρίου αμφισβήτησε τις διατάξεις του δικαστικού νόμου 2016 και προσέφυγε στο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο έκρινε αντισυνταγματική τη διάταξη για τους ανώτατους δικαστές. Όμως μέχρι έκδοσης της απόφασης αυτής δεν είχε αλλάξει ο νόμος του 2016.

Οι ανώτατοι δικαστές δεν διέθεταν ατομικό ένδικο μέσο για να προσφύγουν  ώστε να δικαιωθούν στα εθνικά δικαστήρια.

Οι προσφεύγοντες ανώτατοι δικαστές άσκησαν προσφυγή στο ΕΔΔΑ παραπονούμενοι ότι η απομάκρυνση από τα  καθήκοντά τους,  παραβίασε  το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής τους ζωής και το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο που αποτελεί ειδική έκφανση της δίκαιης δίκης.

Το Στρασβούργο υπενθύμισε τον ειδικό ρόλο που διαδραματίζει το δικαστικό σώμα σε μια δημοκρατική κοινωνία. Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο ήταν ένα από τα θεμελιώδη διαδικαστικά δικαιώματα για την προστασία των μελών του δικαστικού σώματος και οι προσφεύγοντες θα έπρεπε, καταρχήν, να έχουν τη δυνατότητα να διεκδικήσουν το αίτημά τους ενώπιον δικαστηρίου σε ατομικό επίπεδο.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι επειδή οι προσφεύγοντες δεν είχαν δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο  παραβιάστηκε το άρθρο 6§1 της ΕΣΔΑ.

Ακολούθως το ΕΔΔΑ θεώρησε  το γεγονός ότι παρεμποδίστηκαν να ασκούν τα καθήκοντά τους  ως δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου, είχε επηρεάσει σημαντικά την ιδιωτική τους ζωή και αποτελούσε παρέμβαση στο δικαίωμα ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους και της επαγγελματικής τους εξέλιξης. Έκρινε ότι η εν λόγω παρέμβαση δεν ήταν νόμιμη και παραβιάστηκε το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε σε κάθε προσφεύγοντα ποσό 5.000 για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6 παρ.1

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες είναι οκτώ Ουκρανοί υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν μεταξύ 1954 και 1963 και ζουν στο Κίεβο. Μεταξύ 1994 και 2008, όλοι οι προσφεύγοντες εξελέγησαν σε θέσεις ανωτάτων δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου της Ουκρανίας για αόριστο χρονικό διάστημα.

Μετά τις διαμαρτυρίες του Μαϊντάν – μεγάλες αντιδημοκρατικές διαδηλώσεις σε όλη την Ουκρανία στα τέλη 2013 και αρχές 2014 που οδήγησαν στην αποχώρηση του πρώην Προέδρου και σε αλλαγή εξουσίας στην Ουκρανία – υιοθετήθηκαν τροποποιήσεις του Συντάγματος της Ουκρανίας σχετικά με την οργάνωση και τη λειτουργία του εσωτερικού δικαστικού σώματος από το Κοινοβούλιο τον Ιούνιο του 2016. Ταυτόχρονα, ένας νέος νόμος για το δικαστικό σώμα και το καθεστώς των δικαστών («δικαστικός νόμος 2016») τέθηκαν σε ισχύ στις 30 Σεπτεμβρίου 2016. Ο στόχος του νομοσχεδίου ήταν η βελτιστοποίηση του δικαστικού συστήματος και η εισαγωγή κατάλληλων μηχανισμών ανανέωσης του δικαστικού προσωπικού στην Ουκρανία. Το Ανώτατο Δικαστήριο έπρεπε να είναι η μοναδική ανώτατη δικαστική αρχή, με εξουσία αναιρετική, και του οποίου οι δικαστές θα έπρεπε  να διορίζονται μετά από συμμετοχή σε διαγωνισμό. Ο δικαστικός νόμος 2016 προέβλεπε ότι οι δικαστές του πρώην Ανώτατου Δικαστηρίου είχαν το δικαίωμα συμμετοχής στον διαγωνισμό για το νέο Ανώτατο Δικαστήριο.

Στις 3 Οκτωβρίου 2016, η Ολομέλεια του πρώην Ανώτατου Δικαστηρίου αμφισβήτησε τις διατάξεις του δικαστικού νόμου 2016 ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η εν λόγω διάταξη, που εμπόδιζε τους δικαστές να ασκήσουν τα δικαστικά τους καθήκοντα, ήταν αντίθετη προς το Σύνταγμα.

Τον Νοέμβριο του 2016 προκηρύχθηκε διαγωνισμός για 120 θέσεις δικαστών για το νέο Ανώτατο Δικαστήριο, και 846 υποψήφιοι συμμετείχαν σε αυτόν, συμπεριλαμβανομένων 17 από τους 21 δικαστές του πρώην Ανώτατου Δικαστηρίου. Επτά από τους οκτώ προσφεύγοντες συμμετείχαν στον διαγωνισμό, αλλά κανένας από αυτούς δεν πέτυχε. Το νέο Ανώτατο Δικαστήριο άρχισε να λειτουργεί στις 15 Δεκεμβρίου 2017.

Στις 18 Φεβρουαρίου 2020, το Συνταγματικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι σύμφωνα με το Σύνταγμα μόνο ένα ανώτατο δικαστικό όργανο υφίσταται. Διαπίστωσε επίσης, λαμβανομένης υπόψη της αρχής του μονιμότητας, ότι οι δικαστές του «παλιού» Ανώτατου Δικαστηρίου θα έπρεπε να συνεχίσουν να εκτελούν τα καθήκοντά τους ως δικαστές του «νέου» Ανώτατου Δικαστηρίου.

Τον Ιούνιο του 2020, ένα σχέδιο νόμου κατατέθηκε στο Κοινοβούλιο κατά το οποίο οι δικαστές του πρώην Ανώτατου Δικαστηρίου διορίζονται ως δικαστές στο νέο Ανώτατο Δικαστήριο. Μέχρι και τον Ιούνιο του 2021, αυτός ο νόμος δεν είχε ακόμη ψηφιστεί και οι προσφεύγοντες δεν μπόρεσαν να αναλάβουν εκ νέου τα καθήκοντά τους ως δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Βασιζόμενοι στο άρθρο 6§1 (δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο), οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν ότι δεν μπορούσαν να αμφισβητήσουν δικαστικά σε ατομικό επίπεδο την αδυναμία άσκησης των δικαστικών τους καθηκόντων ως αποτέλεσμα των νομοθετικών μεταρρυθμίσεων του 2016.

Σύμφωνα με το άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής), παραπονέθηκαν ότι δεν ήταν σε θέση να ασκήσουν τα δικαστικά τους καθήκοντα ως δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου και αυτό ισοδυναμούσε με παράνομη παρέμβαση στο δικαίωμά τους σε σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 § 1

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου γνώριζε το περίπλοκο υπόβαθρο και το πλαίσιο της δικαστικής μεταρρύθμισης στην Ουκρανία και θεώρησε ότι δεν ήταν ο ρόλος του να κρίνει τους στόχους και την χρησιμότητα του ή να καθορίσει εάν ήταν δικαιολογημένο σύμφωνα με το συνταγματικό δίκαιο της Ουκρανίας. Ωστόσο, το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει εάν τα δικαιώματα των προσφευγόντων βάσει της Σύμβασης επηρεάστηκαν από τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η μεταρρύθμιση. Όλοι οι προσφεύγοντες είχαν το δικαίωμα, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, να παραμείνουν δικαστές μέχρι τη συνταξιοδότησή τους, απουσία οποιουδήποτε από τους εξαιρετικούς λόγους για πρόωρη λήξη της θητείας που ορίζονται στο Σύνταγμα.

Οι προσφεύγοντες, ενώ δεν είχαν απολυθεί επίσημα, δεν τους επιτρέπονταν να ασκήσουν τη δικαστικά τους καθήκοντα, παρά το γεγονός ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο επιβεβαίωσε την νομιμότητα της θητείας τους. Επιπλέον, το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε καταστήσει σαφές ότι οι προσφεύγοντες είχαν το δικαίωμα να παραμείνουν ανώτατοι δικαστές στο εν λόγω δικαστικό όργανο.

Πράγματι, το Δικαστήριο ήταν ιδιαίτερα προσεκτικό στην προστασία των μελών του δικαστικού σώματος έναντι στα μέτρα που επηρέαζαν το καθεστώς ή τη σταδιοδρομία τους που θα μπορούσαν να απειλήσουν τη δικαστική τους ανεξαρτησία και αυτονομία. Υπενθύμισε τον ειδικό ρόλο που έπρεπε να διαδραματίσει το δικαστικό σώμα σε μια δημοκρατική κοινωνία και το καθήκον του να ελέγχει  για αθέμιτες ενέργειες και κατάχρηση εξουσίας την κυβέρνηση.

Το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο ήταν ένα από τα θεμελιώδη διαδικαστικά δικαιώματα για την προστασία των μελών του δικαστικού σώματος και οι προσφεύγοντες θα έπρεπε, καταρχήν, να έχουν τη δυνατότητα να προβάλουν το αίτημά τους ενώπιον δικαστηρίου σε ατομικό επίπεδο, ώστε να διεκδικήσουν τα αιτήματά τους. Ωστόσο, δεν υπήρχε δικαίωμα ατομικής προσφυγής στο Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο ήταν το μοναδικό δικαστήριο που είχε την αρμοδιότητα και εξουσία να ακυρώσει μια νομοθετική διάταξη ως αντισυνταγματική, αρμοδιότητα και εξουσία που τα δικαστήρια γενικής δικαιοδοσίας στην Ουκρανία δεν είχαν την εξουσία. Ήταν δύσκολο να βρεθεί πώς οι στόχοι της αναδιοργάνωσης των ανωτάτων δικαστηρίων στην Ουκρανία, για τη διασφάλιση ενός δίκαιου εσωτερικού δικαστικού συστήματος και επιτάχυνση των διαδικασιών, θα μπορούσαν να επιτευχθούν με τον περιορισμό πρόσβασης των προσφευγόντων σε δικαστήριο.

Το Δικαστήριο έκρινε, επομένως, ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ).

Άρθρο 8

Το Δικαστήριο  αναγνώρισε ότι οι νομοθετικές τροποποιήσεις το 2016 και  η μεταγενέστερη εφαρμογή τους είχε εμποδίσει τους προσφεύγοντες να ασκήσουν τα δικαστικά τους καθήκοντα ως δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου χωρίς να έχουν απολυθεί  επίσημα. Είχαν στερηθεί της ευκαιρίας να συνεχίσουν τα δικαστικά του καθήκοντα και την επιδίωξη επαγγελματικών και προσωπικών αναπτυξιακών στόχων. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι τα μέτρα είχαν επηρεάσει σημαντικά την ιδιωτική ζωή των προσφευγόντων, συνιστώντας παρέμβαση στο δικαίωμα σε σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής.

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο επισήμανε την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 18 Φεβρουαρίου 2020 η οποία έκρινε ότι τα σχετικά νομοθετικά μέτρα ήταν αντισυνταγματικά. Το δικαστήριο αυτό διαπίστωσε ότι οι δικαστές του πρώην Ανώτατου Δικαστηρίου έπρεπε να είναι σε θέση να συνεχίσουν να ασκούν τα καθήκοντά τους ως δικαστές του νέου Ανώτατου Δικαστήριο και ότι η διαφορά μεταξύ των δικαστών δεν ήταν σύμφωνη με την αρχή της μονιμότητας, η οποία αποτελούσε συνταγματική εγγύηση της ανεξαρτησίας των δικαστών. Παρά την απόφαση αυτή, το ζήτημα της επανέναρξης των δικαστικών καθηκόντων των προσφευγόντων ήταν ακόμη υπό εξέταση από το Κοινοβούλιο από τον Ιούνιο του 2020. Επιπλέον, από τον Δεκέμβριο του 2017, όταν το Ανώτατο Δικαστήριο είχε αρχίσει να λειτουργεί, οι προσφεύγοντες δεν μπόρεσαν να ασκήσουν τα  δικαστικά τους καθήκοντα ως Δικαστές του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής των προσφευγόντων δικαστών (άρθρου 8 της ΕΣΔΑ).

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ουκρανία έπρεπε να καταβάλει σε κάθε προσφεύγοντα 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια echrcaselaw).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες