Ανεπαρκής έρευνα σχετικά με καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση ανηλίκου σε ίδρυμα. Παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ε.L. κατά Λιθουανίας της 09.04.2024 (αρ. προσφ. 12471/20)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά από τρία μεγαλύτερα αγόρια κατά τη διαμονή του σε ίδρυμα παιδιών μεταξύ 2008 και 2013, καθώς τα γονικά δικαιώματα των βιολογικών του γονέων είχαν περιοριστεί με δικαστική απόφαση. Ο κηδεμόνας που του διόρισαν ανέφερε το περιστατικό στις αρχές παιδικής μέριμνας, οι οποίες με τη σειρά τους έκαναν καταγγελία στην αστυνομία. Ασκήθηκε ποινική δίωξη σε βάρος των αγοριών, η οποία όμως διακόπηκε στο στάδιο της προανάκρισης με την αιτιολογία ότι δεν είχαν συλλεχθεί πληροφορίες από τους φερόμενους ως υπόπτους ή τον διευθυντή του ιδρύματος που να αποδεικνύουν ότι είχε διαπραχθεί έγκλημα.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε ότι τόσο οι διωκτικές αρχές όσο και τα δικαστήρια ήταν απρόθυμα να διατάξουν ή να αντιμετωπίσουν ρητά την ανάγκη για μια ολοκληρωμένη ψυχιατρική και ψυχολογική εξέταση σε σχέση με την εικαζόμενη κακοποίηση, παρά τα αιτήματα του προσφεύγοντος.

Συνεπώς, οι αρχές δεν είχαν εκπληρώσει το καθήκον τους να διερευνήσουν αποτελεσματικά τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος για κακομεταχείριση. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 3

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, E.L., είναι υπήκοος Λιθουανίας που γεννήθηκε το 2006 και ζει στο χωριό Šatijai, στην περιφέρεια Κάουνας (Λιθουανία).

Το 2013 διορίστηκε κηδεμόνας του προσφεύγοντος, καθώς τα δικαστήρια είχαν περιορίσει τα γονικά δικαιώματα των βιολογικών του γονέων. Το 2018 ο κηδεμόνας του ανέφερε στις αρχές παιδικής μέριμνας ότι ο προσφεύγων του είχε αναφέρει ότι είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά από τρία μεγαλύτερα αγόρια όταν τοποθετήθηκε σε ένα ίδρυμα παιδιών μεταξύ 2008 και 2013.

Οι αρχές αυτές προέβησαν σε καταγγελία στην αστυνομία, η οποία, τον Νοέμβριο του 2018, ξεκίνησε έρευνα για το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης σε βάρος ανηλίκου. Οι διωκτικές αρχές εντόπισαν και ανέκριναν ως μάρτυρες τους πιθανούς δράστες, καθώς και τον διευθυντή του ιδρύματος. Όλοι αρνήθηκαν ότι είχε πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε σεξουαλική κακοποίηση. Οι αρχές επίσης ζήτησαν από τα δικαστήρια να επιτρέψουν την παρακολούθηση των τηλεφώνων αυτών των τεσσάρων ατόμων. Η εξουσιοδότηση για τις εν λόγω υποκλοπές παρατάθηκε όταν ο εισαγγελέας σημείωσε ότι είχαν αρχίσει να επικοινωνούν περισσότερο και με κωδικοποιημένα μηνύματα.

Στη συνέχεια ο προσφεύγων κατάθεσε στην προανάκριση ότι αυτός είχε βιαστεί πρωκτικά από ένα μεγαλύτερο αγόρι στο ίδρυμα και ότι άλλα δύο αγόρια είχαν παρακολουθήσει το βιασμό και ένας από αυτούς γελούσε. Ισχυρίστηκε ότι όταν είπε στον διευθυντή του ιδρύματος τι είχε συμβεί, του είχε πει «αρκετά!» και του αγόρασε ένα «μεγάλο κόκκινο αυτοκίνητο-παιχνίδι».

Επιπλέον, υποβλήθηκε σε ιατρική εξέταση, η οποία ανέφερε ότι δεν υπήρχαν τραυματισμοί στο σώμα του που να δείχνουν ότι είχε πραγματοποιηθεί σεξουαλική βία. Εξετάστηκε και από ψυχολόγο κέντρου που ειδικεύεται στην παροχή βοήθειας σε παιδιά που πέφτουν θύματα σεξουαλικής βίας (The Children’s Assistance Center). Ο ψυχολόγος κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων είχε πιθανά υποστεί σεξουαλική κακοποίηση.

Τελικώς η προανάκριση, ωστόσο, διεκόπη με την αιτιολογία ότι δεν είχαν συλλεχθεί πληροφορίες από τους φερόμενους ως υπόπτους ή το διευθυντή του ιδρύματος που να αποδεικνύουν ότι είχε διαπραχθεί έγκλημα.

Ο προσφεύγων και ο κηδεμόνας του προσέφυγαν ανεπιτυχώς στα δικαστήρια, τα οποία ουσιαστικά συμφώνησαν με τις διωκτικές αρχές ότι δεν υπήρχαν στοιχεία που να αντικρούουν τις καταθέσεις των υπόπτων ή με την κατάθεση του διευθυντή του ιδρύματος.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας ο προσφεύγων υπέβαλε επανειλημμένα αιτήματα στον εισαγγελέα και στα δικαστήρια να διατάξουν μια ολοκληρωμένη ιατροδικαστική ψυχιατρική και ψυχολογική εξέταση. Στις αρνήσεις τους τόσο ο προϊστάμενος εισαγγελέας όσο και τα δικαστήρια βασίστηκαν σε μια νομική διάταξη που προέβλεπε ότι ήταν προνόμιο του εισαγγελέα να αποφασίσει ποια ανακριτικά μέτρα να ληφθούν.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο συμφώνησε με την Κυβέρνηση ότι είχαν ληφθεί ορισμένα σχετικά και έγκαιρα μέτρα για τη διερεύνηση της υπόθεσης. Ωστόσο, θεώρησε ότι υπήρχαν ελλείψεις στη διαδικασία.

Κατ’ αρχήν, οι εισαγγελείς είχαν περιορίσει σε πολλές περιπτώσεις το εύρος των ερευνών τους μόνο στην ακρόαση της εκδοχής των φερόμενων δραστών για τα γεγονότα. Όπως υποστήριξε ο προσφεύγων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, οι ποινικές έρευνες δεν θα έδιναν ποτέ αποτελέσματα εάν σταματούσαν κάθε φορά που ο ύποπτος δεν ομολογούσε.

Το Δικαστήριο έδωσε επίσης προσοχή στο επιχείρημα του προσφεύγοντος ότι το Ανώτατο Δικαστήριο της Λιθουανίας υπογράμμισε προηγουμένως ότι η απουσία μαρτύρων σε υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης ανηλίκων θα μπορούσε να μην αποτελεί λόγο για αποτυχία διερεύνησης και αποστολής τέτοιων υποθέσεων για δίκη. Τα ψυχολογικά ιατροδικαστικά συμπεράσματα ήταν επομένως ακόμη πιο σημαντικά σε τέτοιες περιπτώσεις.

Πάνω απ’ όλα, ούτε ο ανώτερος εισαγγελέας ούτε τα δικαστήρια είχαν προσπαθήσει να εξηγήσουν γιατί δεν ήταν απαραίτητη η ψυχιατρική και ψυχολογική εξέταση. Πράγματι, επίμονα είχαν «κρυφτεί» πίσω από τη νομική διάταξη που προβλέπει ότι ήταν απόφαση του εισαγγελέα. Οι αρχές είχαν υιοθετήσει αυτή την προσέγγιση, παρά το συμπέρασμα ενός ψυχολόγου ότι πιθανότατα είχε ασκηθεί σεξουαλική βία στον προσφεύγοντα  (στην έκθεση του Κέντρου Βοήθειας για τα Παιδιά) και ο ίδιος ο εισαγγελέας παραδέχτηκε ότι οι τηλεφωνικές υποκλοπές είχαν αποκαλύψει ότι τα τέσσερα άτομα που ορίστηκαν ως μάρτυρες είχαν αρχίσει να συναντώνται πιο συχνά, πιθανώς για να συντονίσουν τις εκδοχές τους για τα γεγονότα.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το κράτος δεν είχε εκπληρώσει αποτελεσματικά το καθήκον του να διερευνήσει τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος για κακομεταχείριση.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο επιδίκασε στον προσφεύγοντα 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες