Αναστολή δικαστή από τα καθήκοντα του για 2,5 χρόνια με απόφαση Πειθαρχικού Συμβουλίου που δεν συστάθηκε νόμιμα και δεν ήταν δικαστήριο. Παραβίαση δίκαιης δίκης και δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ

Juszczyszyn κατά Πολωνίας  της 06.10.2022 (αριθ. προσφ. 35599/20)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Πειθαρχικά παραπτώματα. Δικαστήρια  που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τον νόμο. Αρμοδιότητα πειθαρχικών συμβουλίων.

Ο προσφεύγων είναι δικαστής. Με απόφαση του  πειθαρχικού τμήματος του ανωτάτου δικαστηρίου που δεν  είχε συσταθεί νόμιμα τέθηκε σε αναστολή για χρονικό διάστημα 2 ετών, 3 μηνών και 18 ημερών και έγινε περικοπή των αποδοχών του σε ποσοστό 40%. Ο λόγος που του επιβλήθηκε η πειθαρχική ποινή ήταν η έρευνα που διενέργησε σχετικά με τον διορισμό των δικαστών στο «νέο» Εθνικό Συμβούλιο της Δικαιοσύνης  (NCJ). Το πειθαρχικό συμβούλιο εξέδωσε την απόφαση του αναφέροντας ότι «κανένας δικαστής δεν έχει δικαίωμα να αξιολογήσει την ιδιότητα άλλου δικαστή».

Το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι όλα τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να τηρούν το κράτος δικαίου. Σύμφωνα και με προηγούμενη νομολογία του, διαπίστωσε ότι η διαδικασία διορισμού δικαστών στο Πειθαρχικό Συμβούλιο ήταν πλημμελής, και  δεν ήταν «δικαστήριο που είχε ιδρυθεί βάσει του νόμου». Δεν υπήρχε επίσης νομική οδός με την οποία ο προσφεύγων θα μπορούσε να ασκήσει ένδικο βοήθημα για την απόφαση αυτού του οργάνου. Το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα  ότι  οι παρατυπίες σε αυτήν την υπόθεση είχαν θέσει σε κίνδυνο  το δικαίωμα σε ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο κατά παράβαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.

Ακολούθως διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων δικαστής είχε τεθεί σε αναστολή για την έκδοση μιας δικαστικής απόφασης. Διαπίστωσε ότι αυτή η ποινή ήταν πολύ αυστηρή και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι διασφαλίσεις κατά της αυθαίρετης χρήσης των πειθαρχικών μέτρων εναντίον των δικαστών για τις αποφάσεις τους ήταν ανεπαρκείς. Έκρινε κατά πλειοψηφία παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής ( άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).

Τέλος το ΕΔΔΑ έκρινε  κατά πλειοψηφία, επειδή ο προσφεύγων είχε τεθεί σε αναστολή από το δικαστικό σώμα από ένα όργανο που δεν ήταν «ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που ιδρύθηκε από το νόμο» , παραβίαση του άρθρου 18 της ΕΣΔΑ.

Το Στρασβούργο επιδίκασε 30.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6§1,

Άρθρο 8,

Άρθρο 18

Άρθρο 1 του ΠΠΠ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Paweł Juszczyszyn, είναι πολωνός υπήκοος που γεννήθηκε το 1972 και ζει στο Olsztyn (Πολωνία). Είναι δικαστής.

Για το ιστορικό της κρίσης του κράτους δικαίου στην Πολωνία, βλ. αποφάσεις Reczkowicz κατά Πολωνίας (αρ. προσφ. 43447/19) και Grzęda κατά Πολωνίας (αρ. προσφ. 43572/18).

Το 2019 ο προσφεύγων αποσπάστηκε στο Περιφερειακό Δικαστήριο του Olsztyn. Υπηρετώντας σε αυτό το δικαστήριο,  υπέγραψε  μια παραγγελία κατά την εκδίκαση αγωγής  σε αστική υπόθεση, ζητώντας από τον επικεφαλής της Καγκελαρίας του Sejm να προσκομίσει αντίγραφα των καταλόγων  των υποψηφίων δικαστών στο «νέο» Εθνικό Συμβούλιο της Δικαιοσύνης  (NCJ) που είχαν  εκλεγεί στη συνέχεια από το Sejm στις 6 Μαρτίου 2018. Διέταξε επίσης να του χορηγηθούν οι καταστάσεις πολιτών και δικαστών οι οποίοι είχαν αποσύρει την ψήφο εμπιστοσύνης τους στους υποψηφίους του νέου οργάνου NCJ. Χορήγησε προθεσμία μίας εβδομάδας. Ερωτήματα προέκυψαν για το διορισμό του δικαστή στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που είχε  οριστεί από το νέο NCJ, το οποίο, υπό το φως της πρόσφατης απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (A.K. κ.α., συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-585/18, C-624/18 και C-625/18) στο θέμα, έθεσε ερωτήματα σχετικά με το εάν ο δικαστής είχε νομίμως αναλάβει να αποφανθεί για την υπόθεση.

Στις 25 Νοεμβρίου 2019 ο Υπουργός Δικαιοσύνης ήρε  την απόσπαση του προσφεύγοντος στο Περιφερειακό Δικαστήριο. Σύμφωνα με δελτίο Τύπου του Υπουργείου, η απόφαση αυτή ελήφθη επειδή οι ενέργειες του προσφεύγοντος «αποτελούσαν[δ] ανεπίτρεπτη παρέμβαση στις δραστηριότητες του [Κράτους] και στα συνταγματικά όργανα…», αναφέροντας ότι «κανένας δικαστής δεν έχει δικαίωμα να αξιολογήσει την ιδιότητα άλλου δικαστή».

Κινήθηκε πειθαρχική διαδικασία κατά του προσφεύγοντος. Τέθηκε σε αναστολή προσωρινά από το δικαστικό σώμα εν αναμονή απόφασης για τις κατηγορίες εναντίον του δικαστή Μ.Ν., προέδρου του δικαστηρίου, ο οποίος είχε επίσης διοριστεί από το νέο NCJ.

Στις 23 Δεκεμβρίου 2019 το Πειθαρχικό Τμήμα διαπίστωσε, μεταξύ άλλων, ότι οι ενέργειες του προσφεύγοντος δεν δικαιολογούσαν την θέση του σε αναστολή. Ωστόσο, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, επικεντρώνοντας στην ακεραιότητα του δικαστικού σώματος και την προφανή και κατάφωρη παράβαση του νόμου σχετικά με τα  πειθαρχικά αδικήματα του Οργανισμού περί Δικαστηρίων του έτους 2001, το εξαιρετικά κακό παράδειγμα για άλλους δικαστές, την  υπονόμευση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, και της παρανομίας της ενέργειας αυτής  και της απειλής του χάους,   εάν εδραιώνονταν  η πρακτική του κάθε δικαστή να καταπατά τα προνόμια του Προέδρου, έκρινε ότι η απόφαση για την θέση σε αναστολή του προσφεύγοντος  από τα δικαστικά του καθήκοντα και  η μείωση του μισθού του  κατά 40% που του επιβλήθηκε ήταν αποδεκτή. Εξακολουθούν να εκκρεμούν πειθαρχικές αναφορές  σε βάρος του.

Βασιζόμενος στα άρθρα 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής) και 18 (περιορισμός στη χρήση περιορισμών στα δικαιώματα) και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου  της ΕΣΔΑ (προστασία περιουσίας), ο προσφεύγων  κατήγγειλε, ειδικότερα, ότι το Πειθαρχικό Τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου  δεν ήταν ένα «δικαστήριο που ιδρύθηκε σύμφωνα με το νόμο» και τα μέλη του Πειθαρχικού συμβουλίου αρνήθηκαν να δεχθούν επιχειρήματα σχετικά με διορισμούς δικαστών,  ότι η θέση του σε αναστολή  παραβίασε το δικαίωμα του για σεβασμό της ιδιωτικής ζωής  και δεν εξυπηρετούσε κανένα έννομο συμφέρον, αλλά αντ’ αυτού, σκοπός της επιβολής κυρώσεων ήταν η αποτροπή από  την επαλήθευση της νομιμότητας του διορισμού των δικαστών  και ότι η μακρά περίοδος κατά την οποία ο μισθός του είχε μειωθεί κατά 40% ήταν δυσανάλογη.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 § 1

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι όλα τα συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να τηρούν το κράτος δικαίου και να σέβονται τις υποχρεώσεις βάσει του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που απορρέουν από τη Σύμβαση.

Είχε ήδη εξετάσει στην απόφαση  Reczkowicz εάν το πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου συστάθηκε νόμιμα. Δεν απομακρύνθηκε από το σκεπτικό αυτό, επαναλαμβάνοντας ότι:

Η διαδικασία διορισμού δικαστών στο Πειθαρχικό ήταν πλημμελής, καθώς το  συντακτικό όργανο – το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο (NCJ) – δεν είχε ανεξαρτησία.

Ο τροποποιητικός Νόμος του 2017 είχε θέσει σε κίνδυνο τη δικαστική ανεξαρτησία, γιατί μεταξύ άλλων, αφαίρεσε το δικαίωμα των δικαστών να εκλέγουν μέλη του NCJ.

Δεν υπήρχε διαδικασία βάσει της πολωνικής νομοθεσίας για την αμφισβήτηση των εικαζόμενων παράνομων αποφάσεων  στη διαδικασία διορισμού δικαστών στο Πειθαρχικό Τμήμα.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι το Πειθαρχικό Τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν ήταν «δικαστήριο που είχε ιδρυθεί βάσει νόμου». Δεν υπήρχε επίσης νομική οδός με την οποία ο προσφεύγων θα μπορούσε να ασκήσει ένδικο βοήθημα για την απόφαση αυτού του οργάνου.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 σχετικά με το δικαίωμα του σε συμμετοχή  σε δικαστήριο που ιδρύθηκε από  νόμο.

Ο προσφεύγων υποστήριξε επίσης ότι οι δικαστές του πειθαρχικού τμήματος ενεργούσαν για ίδιον συμφέρον όταν αποφάσισαν να τον θέσουν σε προσωρινή αργία, καθώς ήθελαν να αποτρέψουν άλλους  δικαστές να καταγγείλουν τη διαδικασία με την οποία είχαν διοριστεί.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι οι παρατυπίες σε αυτή την υπόθεση ήταν τόσο σοβαρές που είχαν υπονομεύσει  το δικαίωμα εξέτασης μιας υπόθεσης από δικαστήριο που έχει συσταθεί με νόμο και ως εκ τούτου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτό είχε επίσης θέσει σε κίνδυνο το δικαίωμά του σε ένα ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο κατά παράβαση του άρθρου 6 § 1.

Άρθρο 8

Το Δικαστήριο έκρινε ότι το άρθρο 8 μπορούσε να εφαρμοστεί στην περίπτωση του κ. Juszczyszyn, καθώς η φύση – αμφισβήτηση  της  επάρκειας και της ακεραιότητάς  του – και η διάρκεια της πειθαρχικής του ποινής, – αναστολή από τα καθήκοντά του για 2 χρόνια, 3 μήνες και 18 ημέρες – και των διαφόρων αρνητικών επιπτώσεων που πρέπει να έχει η αναστολή,  επηρέασε την ιδιωτική του ζωή σε πολύ σημαντικό βαθμό.

Η βάση για την αναστολή του,  ήταν ο νόμος του 2001 για την οργάνωση των τακτικών δικαστηρίων. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, η αναστολή του δικαστή απαιτούσε δικαστική απόφαση. Καθώς το πειθαρχικό συμβούλιο,  δεν ήταν ένα «ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που ιδρύθηκε με νόμο», δεν θα μπορούσε να θεωρείται «δικαστήριο».

Είχε τεθεί σε αναστολή ουσιαστικά για την έκδοση μιας δικαστικής απόφασης. Αυτή την πειθαρχική ποινή το Δικαστήριο έκρινε ότι έπρεπε είναι ένα απολύτως εξαιρετικό μέτρο. Σημείωσε ότι υπήρχε ανάγκη να διατηρηθεί η εμπιστοσύνη στο δικαστικό σώμα , που ήταν ο λόγος για τον οποίο ο προσφεύγων  είχε θέσει υπό αμφισβήτηση την απόφαση  και το είχε πράξει χωρίς δόλο.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι διασφαλίσεις κατά της αυθαίρετης χρήσης των πειθαρχικών μέτρων εναντίον των δικαστών για τις αποφάσεις τους ήταν ανεπαρκείς, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη όσα είχε ήδη διαπιστώσει σχετικά το Πειθαρχικό Συμβούλιο.

Επιπλέον, κατά την έκδοση της απόφασης, δεν ήταν δυνατό για τον προσφεύγοντα να προβλέψει ότι θα οδηγούσε στην αναστολή του. Οι κανονισμοί δεν πληρούσαν τις «απαιτήσεις ποιότητας του νόμου» σύμφωνα με την ΕΣΔΑ, και επομένως η αναστολή δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο».

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).

Άρθρο 18 σε συνδυασμό με άρθρο 8

Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι η κύρωσή του δεν έγινε για λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 8, και ήταν επομένως παράβαση του άρθρου 18.

Το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει προηγουμένως στην υπόθεση  Grzęda, μεταξύ άλλων αποφάσεων, ότι οι αλλαγές που έγιναν στο  δικαστικό σύστημα στην Πολωνία είχαν ως στόχο την αποδυνάμωση της δικαστικής ανεξαρτησίας, δηλώνοντας ρητά ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν «εκτεθεί σε παρεμβάσεις της εκτελεστικής και νομοθετικής εξουσίας». Ο προσφεύγων είχε τεθεί σε αναστολή από το δικαστικό σώμα από ένα όργανο που δεν ήταν «ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που ιδρύθηκε από νόμο», και είχαν τεθεί ερωτήματα σχετικά με την σύσταση του.  Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι διασφαλίσεις κατά της αυθαίρετης χρήσης των πειθαρχικών μέτρων εναντίον δικαστών ήταν ανεπαρκείς, ειδικά λαμβάνοντας υπόψη όσα είχε ήδη διαπιστώσει σχετικά το Πειθαρχικό Συμβούλιο.

Αυτός ο σκοπός δεν ήταν συμβατός με την Σύμβαση. Το ΕΔΔΑ  διαπίστωσε παραβίαση του  άρθρου 18 της ΕΣΔΑ.

Λοιπά άρθρα

Το ΕΔΔΑ απέρριψε την προσφυγή που αφορούσε το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, με το σκεπτικό ότι η περικοπή στον μισθό του ήταν προσωρινή και για αυτό τον λόγο δεν θεωρείται περιουσία σύμφωνα με την ΕΣΔΑ.

Δίκαιη ικανοποίηση ( άρθρο 41): Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Πολωνία έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 30.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

Ξεχωριστές απόψεις

Οι δικαστές Wojtyczek και Paczolay εξέφρασαν κοινή εν μέρει σύμφωνη και εν μέρει αντίθετη γνώμη. Οι δικαστές Bošnjak, Schembri Orland και Ktistakis εξέφρασαν επίσης εν μέρει σύμφωνη και  εν μέρει αντίθετη γνώμη. Οι γνώμες αυτές επισυνάπτονται στην απόφαση (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες