Αναψηλάφηση μετά από απόφαση του ΕΔΔΑ. Μείωση της επιδικασθείσας αποζημίωσης. Παραβίαση της ασφάλειας δικαίου και της περιουσίας

ΑΠΟΦΑΣΗ

Balan (αρ. 2) κατά Μολδαβίας της 29.11.2022 (αρ. προσφ. 49016/10)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο προσφεύγων, Pavel Balan, είναι Μολδαβός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1938 και ζει στο Κισινάου. Μετά από απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου έγινε αναψηλάφηση στα δικαστήρια της Μολδαβίας υπέρ του προσφεύγοντος σχετικά με παραβίαση των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας του (Balan κατά Μολδαβίας, αρ. προσφ. 19247/03).

Συγκεκριμένα, το 1985 ο προσφεύγων δημοσίευσε τη φωτογραφία «Soroca Castle» στο λεύκωμα Poliptic Moldav. Μεταξύ 1996 και 2000, η φωτογραφία αυτή χρησιμοποιήθηκε ως φόντο στα δελτία ταυτότητας που εκδόθηκαν από το Υπουργείο Εσωτερικών της Μολδαβίας, χωρίς τη συγκατάθεση του προσφεύγοντος και ο τελευταίος ζήτησε αποζημίωση. Ενώ το πρωτοβάθμιο δικαστήριο του επιδίκασε αποζημίωση, το εφετείο ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση και εν συνεχεία το Ακυρωτικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου. Ο προσφεύγων υπέβαλε προσφυγή στο Δικαστήριο σχετικά με το θέμα. Στις 29 Ιανουαρίου 2008 το ΕΔΔΑ εξέδωσε απόφαση, διαπιστώνοντας παραβίαση του άρθρου 6 § 1 και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 5.000 ευρώ ως αποζημίωση για την περιουσιακή και ηθική βλάβη που υπέστη και 2.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

Στις 15 Ιουλίου 2008 ο προσφεύγων ζήτησε από το Ανώτατο Δικαστήριο την αναψηλάφηση της υπόθεσής του ενόψει της έκδοσης της κύριας απόφασης του ΕΔΔΑ.

Επικαλούμενος το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας), ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι στη διαδικασία που άνοιξε εκ νέου το Ανώτατο Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου μειώνοντας το ποσό που επιδικάστηκε υπέρ του με απόφαση του ΕΔΔΑ.

Το Δικαστήριο επεσήμανε, ότι η επίμαχη αιτιολογία του Ακυρωτικού Δικαστηρίου επηρέασε ουσιαστικά το ποσό που επιδικάστηκε στον προσφεύγοντα και, έτσι, υπερέβη τη συνήθη ερμηνεία ή διόρθωση γραμματικών ή δικαστικών λαθών και είχε αποτέλεσμα το ασυμβίβαστο με την αρχή της ασφάλειας δικαίου.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Επιπλέον, η αιτιολογία της απόφασης της 10ης Μαρτίου 2010 του Ακυρωτικού Δικαστηρίου άλλαξε μια αμετάκλητη νομική κατάσταση με αυθαίρετο τρόπο και οδήγησε σε απώλεια περιουσίας του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του σεβασμού της περιουσίας. Επιδίκασε στον προσφεύγοντα 1.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 400 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6 παρ. 1

Άρθρο 1 ΠΠΠ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η ΚΥΡΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Το 1985 ο προσφεύγων δημοσίευσε τη φωτογραφία «Soroca Castle» στο λεύκωμα Poliptic Moldav. Μεταξύ 1996 και 2000, η φωτογραφία αυτή χρησιμοποιήθηκε ως φόντο για δελτία ταυτότητας που εκδόθηκαν από το Υπουργείο Εσωτερικών της Δημοκρατίας της Μολδαβίας, χωρίς τη συγκατάθεση του προσφεύγοντος. Ο τελευταίος άσκηση αγωγή αποζημίωσης για τη χωρίς άδεια χρήση της φωτογραφίας που τραβήχτηκε από τον ίδιο.

Στις 6 Νοεμβρίου 2001, το Περιφερειακό Δικαστήριο του Κισινάου (Tribunalul Chișinău) επιδίκασε στον προσφεύγοντα 180.000 λέι Μολδαβίας, που ισοδυναμούσαν με περίπου 15.650 ευρώ εκείνη την εποχή, για περιουσιακή ζημία του και 3, 600 λέι για ηθική βλάβη, περίπου 313 ευρώ εκείνη την εποχή. Στις 26 Μαρτίου 2002 το Εφετείο του Κισινάου ακύρωσε την εν λόγω απόφαση και απέρριψε την αγωγή του προσφεύγοντος. Στις 16 Οκτωβρίου 2002 το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.

Ο προσφεύγων υπέβαλε προσφυγή στο ΕΔΔΑ σχετικά με το θέμα. Στις 29 Ιανουαρίου 2008 το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση (βλ. Balan κατά Μολδαβίας της 29.01.2008, αρ. προσφ. 19247/03, «η κύρια απόφαση»), διαπιστώνοντας παραβίαση του άρθρου 6 § 1 και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 5.000 ευρώ ως αποζημίωση για περιουσιακή και ηθική βλάβη που υπέστη και 2.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες. Το ποσό αυτό καταβλήθηκε στον προσφεύγοντα στις 2 Ιουλίου 2008.

Η ΕΚ ΝΕΟΥ ΕΚΚΙΝΗΣΗ ΤΩΝ ΕΓΧΩΡΙΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ

Στις 15 Ιουλίου 2008 ο προσφεύγων ζήτησε από το Ανώτατο Δικαστήριο να ξανανοίξει τη διαδικασία με αναψηλάφηση στην υπόθεσή του ενόψει της έκδοσης της κύριας απόφασης του ΕΔΔΑ. Στις 12 Νοεμβρίου 2008 το δικαστήριο έκανε δεκτό το αίτημα αυτό και ακύρωσε την απόφαση του Εφετείου του Κισινάου της 26 Μαρτίου 2002. Κράτησε την υπόθεση προκειμένου να διεξαγάγει τη δική του εξέταση της υπόθεσης.

Με αμετάκλητη απόφαση που εκδόθηκε την ίδια ημερομηνία, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα των μερών ως αβάσιμο και επικύρωσε πλήρως την απόφαση του Περιφερειακού Δικαστηρίου του Κισινάου (Tribunalul Chișinău) της 6 Νοεμβρίου 2001. Ο εναγόμενος στην υπόθεση εκείνη, ο οποίος εκπροσωπήθηκε στην ακροαματική διαδικασία, δεν ζήτησε από το δικαστήριο να αφαιρεθεί οιοδήποτε ποσό από μια ενδεχόμενη επιδίκαση.

Στις 11 Μαρτίου 2009 το Υπουργείο Ανάπτυξης Πληροφοριών («το Υπουργείο», το οποίο ήταν εναγόμενο στην αρχική διαδικασία) ζήτησε από το Ανώτατο Δικαστήριο να ξανανοίξει την υπόθεση. Υποστήριξε ότι εάν το Δικαστήριο διαπίστωνε παραβίαση των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος χωρίς να επιδικάσει αποζημίωση για τη ζημία που του προκλήθηκε, τα εθνικά δικαστήρια θα είχαν νομική βάση για να του επιδικάσουν αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 41 της Σύμβασης. Ωστόσο, δεδομένου ότι το Δικαστήριο είχε ήδη επιδικάσει χρηματική ικανοποίηση στην κύρια απόφαση, δεν θα μπορούσε να επιδικαστεί νομίμως αποζημίωση από τα εθνικά δικαστήρια μετά την επανέναρξη της διαδικασίας στις 12 Νοεμβρίου 2008. Απαντώντας, ο προσφεύγων υποστήριξε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είχε λάβει την απόφασή του ενώ γνώριζε την κύρια απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.

Στις 27 Μαΐου 2009, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αναψηλάφησης ως αβάσιμο, κρίνοντας ότι οι περιστάσεις που επικαλέστηκαν δεν καθιστούσαν τις αποφάσεις παράνομες.

Την 1η Δεκεμβρίου 2009 το Υπουργείο υπέβαλε αίτημα στο Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 251 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, ζητώντας εξηγήσεις ως προς τον τρόπο εκτέλεσης της απόφασής του της 12ης Νοεμβρίου 2008. Το Υπουργείο σημείωσε ότι η απόφαση δεν διευκρίνισε σαφώς εάν θα έπρεπε να προσαρμοστεί ώστε να ληφθούν υπόψη τα 5.000 ευρώ που έχουν ήδη καταβληθεί κατά την εκτέλεση της κύριας απόφασης ή εάν το Ανώτατο Δικαστήριο είχε την πρόθεση να επιδικάσει ολόκληρο το χρηματικό ποσό επιπλέον του ποσού που αναφέρεται στην κύρια απόφαση του ΕΔΔΑ.

Στις 11 Μαρτίου 2010 το Ανώτατο Δικαστήριο αποδέχθηκε το αίτημα και ερμήνευσε την απόφασή του της 12ης Νοεμβρίου 2008, επιβεβαιώνοντας ότι δεν είχε υποδείξει τον τρόπο εκτέλεσης λόγω της ύπαρξης της κύριας απόφασης. Εξήγησε, επομένως, ότι η απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2001, όπως επικυρώθηκε με την απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2008, έπρεπε να εκτελεστεί αφαιρώντας το ποσό των 5.000 ευρώ που επιδικάστηκε στον προσφεύγοντα με την κύρια απόφαση.

Σύμφωνα με την Κυβέρνηση, η απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2008, όπως ερμηνεύτηκε με την απόφαση της 11ης Μαρτίου 2010, εκτελέστηκε στις 26 Δεκεμβρίου 2010. Έτσι, στον προσφεύγοντα καταβλήθηκαν 105.242 λέι (περίπου 8.900 ευρώ).

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 παρ. 1

Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο ουδέποτε ανέφερε στην ερμηνεία της απόφασης της 12ης Νοεμβρίου 2008 ότι διόρθωνε μια δικαστική πλάνη. Πράγματι, το εν λόγω δικαστήριο είχε προηγουμένως απορρίψει αίτημα αναψηλάφησης της απόφασης της 12ης Νοεμβρίου 2008, διαπιστώνοντας ότι η αποζημίωση από τα εθνικά δικαστήρια, πέραν αυτής που είχε ήδη επιδικαστεί με την κύρια απόφαση, δεν είχε υπονομεύσει τη νομιμότητα της διαδικασίας. Επομένως, είναι προφανές ότι το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο δεν διαπίστωσε καμία δικαστική πλάνη στην παρούσα υπόθεση.

Στο πλαίσιο αυτό, αντί να αναθεωρήσει την απόφασή του της 12ης Νοεμβρίου 2008, το Ανώτατο Δικαστήριο επέλεξε να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με τον τρόπο εκτέλεσής της. Ωστόσο, όταν το έκανε αυτό, δεν αναφέρθηκε σε νέες περιστάσεις εκτός από εκείνες που αποτελούσαν μέρος της δικογραφίας κατά την έκδοση της απόφασης. Επιπλέον, το ίδιο δικαστήριο, όταν εξέδωσε την απόφασή του της 12ης Νοεμβρίου 2008, δεν έκρινε απαραίτητο να αφαιρέσει κανένα ποσό από το ποσό της αποζημίωσης υπέρ του προσφεύγοντος, παρόλο που γνώριζε την απόφαση που είχε προηγουμένως εκδοθεί στην κύρια κρίση.

Επιπλέον, είναι σαφές ότι ο εναγόμενος στην δίκη, ενώ εκπροσωπήθηκε στην ακροαματική διαδικασία της 12ης Νοεμβρίου 2008 και γνώριζε την κύρια απόφαση, δεν ζήτησε την έκπτωση από ενδεχόμενη επιδίκαση 5.000 ευρώ που είχε ήδη καταβληθεί ως μέρος για την εκτέλεση της εν λόγω απόφασης. Συνεπώς, το να επιτραπεί σε αυτόν (ή σε οποιονδήποτε από τους διαδόχους του) να προβάλει αυτό το επιχείρημα μετά την τελεσιδικία της απόφασης, συνιστούσε, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, συγκαλυμμένη έφεση.

Το Δικαστήριο σημείωσε, τέλος, ότι η επίμαχη εξήγηση επηρέασε ουσιαστικά το ποσό που επιδικάστηκε στον προσφεύγοντα (από 13.900 ευρώ, σε 8.900 ευρώ, δηλαδή μείωση κατά 36% περίπου του ποσού). Ως εκ τούτου, υπερέβαινε τη συνήθη ερμηνεία ή διόρθωση γραμματικών ή δικαστικών λαθών και είχε ως αποτέλεσμα το ασυμβίβαστο με την αρχή της ασφάλειας δικαίου, όπως κατοχυρώνεται από το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ματαιώνοντας την επίκληση του προσφεύγοντος σε δεσμευτική δικαστική απόφαση.

Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Άρθρο 1 ΠΠΠ

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι, δυνάμει της απόφασης της 12ης Νοεμβρίου 2008, ο προσφεύγων είχε «κατοχή» κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Μετά την ερμηνεία του τρόπου εκτέλεσης της εν λόγω απόφασης, έχασε μέρος των περιουσιακών του στοιχείων, δηλαδή το ποσό των 5.000 ευρώ. Ως εκ τούτου, υπήρξε επέμβαση στο δικαίωμα της περιουσίας του.

Έκρινε ότι είναι βάσιμο το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι ο προσφεύγων μπορεί να είχε αποζημιωθεί δύο φορές για την ίδια περίοδο κατά την οποία είχαν παραβιαστεί τα δικαιώματά του. Ωστόσο, σημείωσε ότι το Ανώτατο Δικαστήριο είχε όλα τα στοιχεία του φακέλου ενώπιόν του, συμπεριλαμβανομένης της κύριας απόφασης και της απόφασης που εκδόθηκε σε αυτήν, και αποφάσισε να μην αφαιρέσει κανένα ποσό από την επιδίκαση του ποσού υπέρ του προσφεύγοντος. Ελλείψει οποιουδήποτε σημείου αποτυχίας δίκαιης απονομής δικαιοσύνης, πρέπει να τηρηθεί το αμετάκλητο της απόφασης αυτής.

Το Δικαστήριο παρέπεμψε στις αρχές που αφορούν την ασφάλεια δικαίου και στη διαπίστωσή του στις ανωτέρω σκέψεις ότι η χρήση του άρθρου 251 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για να ζητήσει ερμηνεία της απόφασης της 12ης Νοεμβρίου 2008 ισοδυναμούσε εν προκειμένω με συγκεκαλυμμένη έφεση. Με την ικανοποίηση αυτού του αιτήματος, το Ανώτατο Δικαστήριο παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Η εξήγηση της 10ης Μαρτίου 2010 άλλαξε μια τελική νομική κατάσταση με αυθαίρετο τρόπο και οδήγησε σε απώλεια περιουσίας για τον προσφεύγοντα. Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα του προσφεύγοντος στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας του δεν μπορεί να θεωρηθεί ως «νόμιμη» κατά την έννοια του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της περιουσίας (άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης).

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα 1.500 ευρώ για ηθική βλάβη και 400 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες