Αναποτελεσματική έρευνα για κακομεταχείριση από αστυνομικούς για «αναγκαστική ομολογία». Παρατεταμένη προσωρινή κράτηση 3 ετών! Παραβιάσεις της ΕΣΔΑ!

ΑΠΟΦΑΣΗ

Stevan Petrović κατά Σερβίας της 20.04.2021 (αριθ. προσφ. 6097/16 και 28999/19)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Βασανιστήρια κρατουμένου από αστυνομικούς. Διάρκεια 3 ετών προσωρινής κράτησης. Αναποτελεσματική έρευνα για βασανιστήρια.

Μετά από έρευνα στην κατοικία του,  ο  προσφεύγων οδηγήθηκε παραπλανητικά στο αστυνομικό τμήμα προκειμένου να καταθέσει ως μάρτυρας, ωστόσο αμέσως εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης και εντολή προσωρινής κράτησης,  κατηγορούμενος για το αδίκημα της ληστείας. Μεταφέρθηκε σε απομακρυσμένο αστυνομικό τμήμα, και ισχυρίστηκε ότι κακοποιήθηκε από αστυνομικούς και εξ αυτού αναγκάστηκε να ομολογήσει εκπροσωπούμενος από αυτεπαγγέλτως διορισθέντα δικηγόρο και όχι της επιλογής του.

Το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι για κάθε καταγγελλόμενη κακομεταχείριση από αστυνομικούς το υπεύθυνο κράτος οφείλει να διεξαγάγει εμπεριστατωμένη έρευνα. Διαπίστωσε ότι στην παρούσα υπόθεση, οι εγχώριες αρχές βασίστηκαν μόνο στις καταθέσεις των αστυνομικών οι οποίοι είχαν προφανές έννομο συμφέρον να αποκρύψουν πληροφορίες. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η έρευνα δεν ήταν διεξοδική κατά συνέπεια και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ όσον αφορά το διαδικαστικό σκέλος.

Ακολούθως το ΕΔΔΑ έκρινε ότι η παρατεταμένη προσωρινή κράτηση που διήρκησε για 3 χρόνια παραβίασε το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία κατά το άρθρο 5§3 της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ έκρινε επίσης: α) ότι η σύλληψη του προσφεύγοντα και η ανάκριση ήταν νόμιμη και δεν παραβιάστηκε  το άρθρο 5§4 και β) ότι υπό το φως της συνολικής διαδικασίας, εφόσον ο προσφεύγων εκπροσωπήθηκε από συνήγορο παρότι δεν ήταν της επιλογής του, τα δικαιώματα υπεράσπισης του, δεν είχαν  «επηρεαστεί αρνητικά» σε βαθμό που να υπονομεύεται ο συνολικός δίκαιος χαρακτήρας της διαδικασίας, και κατά συνέπεια δεν παραβιάστηκε το άρθρο 6§1 της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη και  2.000 ευρώ για δικαστικά έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 3,

Άρθρο 5§1,

Άρθρο 5§3,

Άρθρο 5§4

Άρθρο 6§1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Stevan Petrović, είναι Σέρβος υπήκοος που γεννήθηκε το 1987 και ζει στη Σερβία.

Η υπόθεση αφορούσε την προσωρινή κράτησή του ως ύποπτου για  ληστεία και τις  μεταγενέστερες διαδικασίες έρευνας.

Στις 20 Φεβρουαρίου 2013, ο ανακριτής διέταξε έρευνα στην κατοικία του προσφεύγοντος για την  αποκάλυψη αποδεικτικών στοιχείων σε σχέση με ληστεία που πιθανόν εμπλέκονταν.

Την ίδια ημέρα οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα. Ο δικηγόρος του ενημερώθηκε ότι κλήθηκε μόνο ως μάρτυρας.

Στη συνέχεια, η αστυνομία εξέδωσε προσωρινή εντολή κράτησης και την επέδωσε στον προσφεύγοντα στις 3.50 μ.μ. Η εντολή ανέφερε ότι, σε σχέση με ληστεία, ο προσφεύγων ήταν ύποπτος και έπρεπε να κρατηθεί για μια περίοδο 48 ωρών.

Ένας αστυνομικός ενημέρωσε το δικηγόρο του ότι  ο προσφεύγων κατηγορούνταν για ληστεία, αλλά ο αστυνομικός αρνήθηκε να του παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία εναντίον του πελάτη του. Στην πραγματικότητα, οι αξιωματικοί δήλωσαν ότι ο προσφεύγων θα μεταφερθεί στο Zrenjanin, μια πόλη περίπου 100 χιλιόμετρα μακριά, προκειμένου να ανακριθεί από την αστυνομία εκεί και με σκοπό να λάβει μέρος σε διαδικασία ταυτοποίησης.

Σύμφωνα με το συνήγορο, αυτό ήταν απλώς ένα τέχνασμα για να υποχρεώσει τον προσφεύγοντα να καταθέσει χωρίς τη παρουσία δικηγόρου και να ομολογήσει υπό πίεση.

Ο προσφεύγων  περίπου στις 5.30 – 6.00 μ.μ. μεταφέρθηκε στο αστυνομικό τμήμα Zrenjanin, όπου υπέστη σωματική κακομεταχείριση για να ομολογήσει.  Στις 9.20 μ.μ., έφτασε ο διορισμένος από το κράτος δικηγόρος, Ι.Κ. Φοβούμενος για επιπλέον αστυνομική κακοποίηση, ο προσφεύγων ομολόγησε παρουσία του δικηγόρου αυτού, καθώς και με την παρουσία αναπληρωτή εισαγγελέα, τη διάπραξη διάφορων ληστειών, αλλά δεν τον ενημέρωσε για την κακομεταχείριση που έχει ήδη υποστεί.

Στις 21.02.2013, ενώ βρισκόταν στη φυλακή της επαρχίας Zrenjanin, ο προσφεύγων επισκέφθηκε τον γιατρό των φυλακών. Παραπονέθηκε για πόνο στο στήθος και αιμόπτυση ως συνέπεια της κακομεταχείρισης της αστυνομίας. Ο γιατρός, από την πλευρά του, σημείωσε ότι οι πνεύμονες του προσφεύγοντος απαιτούσαν περαιτέρω εξέταση, αλλά δεν ανέλυσε τους λόγους. Ομοίως, δεν υπάρχει ένδειξη στα διαθέσιμα έγγραφα για το ποια ώρα ακριβώς έγινε αυτή η εξέταση.

Ο  προσφεύγων, βασιζόμενος κυρίως στο άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης), στο άρθρο 5 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια) και στο άρθρο 6 § 3 (γ) (δικαίωμα σε συνήγορο της επιλογής του), διαμαρτυρήθηκε για κακομεταχείριση ενώ ήταν υπό κράτηση, τη αδυναμία του να διορίσει δικηγόρο της επιλογής του κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και την επακόλουθη έλλειψη αποτελεσματικής επίσημης διερεύνησης της εικαζόμενης κακοποίησης. Ο προσφεύγων παραπονέθηκε επιπλέον για τη διάρκεια της προσωρινής κράτησής του και της διάρκειας και την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 3

Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η καταγγελία του προσφεύγοντος για κακομεταχείριση της αστυνομίας ήταν τέτοια που απαιτούσε αποτελεσματική επίσημη έρευνα. Σημείωσε  ότι ακόμη και όταν δεν υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι ο προσφεύγων είχε πράγματι κακομεταχειριστεί, η διαδικαστική υποχρέωση διερεύνησης μπορεί να προκύψει, ιδίως όταν, όπως στην παρούσα περίπτωση, υπήρχε πιθανότητα κατάχρησης στο  πλαίσιο της προσωρινής κράτησης.

Όσον αφορά την έρευνα, το Δικαστήριο παρατήρησε μια κάπως ασυνεπή προσέγγιση στην αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων από τις εθνικές αρχές για την αντιμετώπιση των ισχυρισμών του προσφεύγοντος για κακομεταχείριση εκ μέρους της αστυνομίας. Συγκεκριμένα, η εισαγγελία βασίστηκε εν μέρει στα συμπεράσματά της στις καταθέσεις των αστυνομικών που εμπλέκονταν στο περιστατικό και απέκλεισε την κατάθεση των γονέων του προσφεύγοντος και του ιδίου, προφανώς επειδή θεωρήθηκαν ως προκατειλημμένες. Ταυτόχρονα, ωστόσο, οι εισαγγελικές αρχές δέχτηκαν ως αξιόπιστες τις καταθέσεις των αστυνομικών, χωρίς να δώσουν πειστική εξήγηση και παρά το γεγονός ότι οι καταθέσεις αυτές θα μπορούσαν επίσης να ήταν υποκειμενικές και να αποσκοπούσαν  στην αποφυγή της ποινικής ευθύνης των τελευταίων.

Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε επιπλέον ότι ήταν σε θέση να εντοπίσει τους αστυνομικούς που φέρεται να τον κακοποίησαν, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ διαδικασία αναγνώρισης. Επίσης, ούτε οι γιατροί που είχαν εξετάσει τον προσφεύγοντα ούτε ένας από τους συγκατηγορούμενους του προσφεύγοντος, ο οποίος είχε επίσης βρεθεί στο αστυνομικό τμήμα στις 21 Φεβρουαρίου 2013, ανακρίθηκαν κατά τη διάρκεια της έρευνας, παρόλο που θα μπορούσαν να ρίξουν φως στην υπόθεση.

Τέλος, η αστυνομία αρνήθηκε να παράσχει στον προσφεύγοντα  οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με την πορεία της διαδικασίας. Όλα αυτά, κατά την άποψη του Δικαστηρίου και στις συγκεκριμένες περιστάσεις, δεν μπορούν παρά να θεωρηθούν ότι παρεμπόδισαν την αποτελεσματική πρόσβαση του προσφεύγοντος  στη διαδικασία έρευνας. Είναι φυσικά κατανοητό ότι η αποκάλυψη ή δημοσίευση αστυνομικών εκθέσεων ή ερευνητικού υλικού μπορεί μερικές φορές να περιλαμβάνει ευαίσθητα ζητήματα με πιθανές επιζήμιες επιπτώσεις σε ιδιώτες ή σε άλλες έρευνες, έτσι ώστε να μην μπορεί να θεωρηθεί ως αυτονόητη απαίτηση σε όλες τις περιστάσεις. Στην παρούσα υπόθεση, ωστόσο, δεν υπήρχε καμία ένδειξη για κανένα από αυτά τα ζητήματα.

Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι αρχές δεν διεξήγαγαν αποτελεσματική επίσημη έρευνα σχετικά με τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος για κακομεταχείριση. Κατά συνέπεια, υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 3 της Σύμβασης στο διαδικαστικό του σκέλος.

Άρθρο 5

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης, εκτός από τους ισχυρισμούς του ίδιου του προσφεύγοντος, ότι όντως είχε μεταφερθεί βίαια στο αστυνομικό τμήμα,  μετά από έρευνα στην κατοικία του δηλαδή όταν η αστυνομία εξέδωσε την 48ωρη διαταγή προσωρινής κράτησης. Επιπλέον, εντός αυτού του χρονικού πλαισίου, στις 22.02.2013, ο ανακριτής παρέτεινε την κράτηση του προσφεύγοντος για άλλες 30 μέρες. Υπό αυτές τις συνθήκες, η στέρηση της ελευθερίας του προσφεύγοντος συμμορφώθηκε πλήρως με τη σχετική εθνική νομοθεσία.  Ο προσφεύγων δεν ανακρίθηκε επίσης από την αστυνομία πριν από την άφιξη του δικηγόρου του και τελικά ανακρίθηκε από αυτούς στο Zrenjanin στις 20.02.2013 στις 9.20 μ.μ., παρουσία δικηγόρου και λιγότερο από έξι ώρες μετά την προσωρινή  κράτησή του. Οι απαιτήσεις του άρθρου 229 § 6 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, συνεπώς, τηρήθηκαν.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του Άρθρου 5 § 1 της ΕΣΔΑ.

Άρθρο 5§3

Η προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος ξεκίνησε όταν τέθηκε σε προσωρινή αστυνομική κράτηση στις 20.02.2013. Στη συνέχεια τέθηκε υπό κράτηση για τους σκοπούς του άρθρου 5§3 έως την καταδίκη του από το Ανώτατο Δικαστήριο του Zrenjanin στις 30.06.2015. Από εκείνη την ημερομηνία έως τις 22.12.2015, όταν το Εφετείο του Νόβι Σαντ ακύρωσε την πρωτοβάθμια απόφαση τέθηκε υπό κράτηση «μετά από καταδίκη από αρμόδιο δικαστήριο», κατά την έννοια του άρθρου 5 παρ. 1 στοιχ. α, και επομένως αυτή η περίοδος κράτησής του δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5§3  Από τις 22.12.2015, ωστόσο, μέχρι την νέα καταδίκη του από το Ανώτατο Δικαστήριο του Zrenjanin στις 17.08.2016 ο προσφεύγων ήταν και πάλι υπό προσωρινή κράτηση για τους σκοπούς του Άρθρου 5§3 της Σύμβασης . Συνεπώς, η προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου πριν από την αρχική του καταδίκη, διήρκεσε περίπου τρία χρόνια συνολικά.

Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, μετά την αρχική προσωρινή κράτηση που εκδόθηκε από την αστυνομία, οι εθνικές δικαστικές αρχές παρέτειναν την κράτηση του προσφεύγοντος σε δεκαπέντε ξεχωριστές περιπτώσεις για περιόδους 30 ημερών, 60 ημερών, δύο μηνών, τριών μηνών ή μέχρι περαιτέρω δικαστικής απόφασης. Κάθε φορά, αυτές οι παρατάσεις  έγιναν δεκτές από δευτεροβάθμια δικαστήρια. Σε όλες τις περιπτώσεις, εκτός από τέσσερις, ο λόγος που επικαλέστηκαν οι αρχές ήταν ουσιαστικά ότι υπήρχε εύλογη υπόνοια ότι ο προσφεύγων διέπραξε ορισμένα βίαια εγκλήματα σε σύντομο χρονικό διάστημα και ότι, εάν αποφυλακίζονταν, υπήρχε κίνδυνος να διαπράξει νέα αδικήματα επειδή είχε ήδη καταδικαστεί στο παρελθόν για κλοπές.

Το Δικαστήριο θεώρησε επίσης ότι η ποινική διαδικασία που κινήθηκε εναντίον του προσφεύγοντος δεν είχε ασυνήθιστη πολυπλοκότητα λόγω των εν λόγω αδικημάτων και ότι, τελικά, η διάρκεια της διαδικασίας σε ποινική υπόθεση δεν πρέπει απαραίτητα να αντιστοιχεί στη διάρκεια της προσωρινής κράτησης του προσφεύγοντος. Τέλος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ακόμη και αν ο δικηγόρος του προσφεύγοντος προκάλεσε αναμφισβήτητα καθυστέρηση σε δύο συγκεκριμένες περιπτώσεις, αυτό δεν αντιστοιχούσε σε καθυστέρηση άνω του ενός μηνός και δεν μπορεί να έχει καμία σχέση με τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου όπως διατυπώθηκαν παραπάνω.

Με βάση τα παραπάνω, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του Άρθρου 5 § 3 της Σύμβασης.

Άρθρο 5§4

Όσον αφορά την παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο σημείωσε  ότι, μετά την εντολή κράτησης του ανακριτή της 22.02.2013, όταν ο προσφεύγων πράγματι ανακρίθηκε, οι εθνικές δικαστικές αρχές παρέτειναν την κράτηση σε δεκαπέντε ξεχωριστές περιπτώσεις για περιόδους 30 ημερών, 60 ημερών, δύο μηνών, τριών μηνών ή μέχρι περαιτέρω δικαστικής απόφασης. Ακόμη και αποδεχόμενο ότι ο προσφεύγων θα μπορούσε να είχε ζητήσει την αποφυλάκιση  του όταν ανακρίθηκε στις 05.03.2013, στις 08.09.2014 και στις 25.04.2016, όπως ισχυρίστηκε η κυβέρνηση, προκύπτει ότι ο προσφεύγων εξετάστηκε  αυτοπροσώπως σε ένα πλαίσιο σχετικό με την κράτηση ή ενδεχομένως σχετικό με την κράτηση, μόνο σε τέσσερις περιπτώσεις σε μια περίοδο περίπου τριών ετών, δηλαδή το χρονικό διάστημα που διήρκεσε η προσωρινή του κράτηση. Αυτό, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συμμορφώνεται με την απαίτηση «εύλογου χρόνου» που αναφέρεται στη δική του νομολογία και, επιπλέον, καμία γραπτή επιχειρηματολογία, δεν μπόρεσε να διορθώσει αυτήν την ανεπάρκεια.

Το άρθρο 5§4 εφαρμόζεται σε διαδικασίες ενώπιον δικαστηρίου μετά την υποβολή έφεσης κατά της νομιμότητας της κράτησης, δηλαδή όσον αφορά τη διαδικασία που αφορά αιτήσεις για αποφυλάκιση καθώς και διαδικασίες που αφορούν προσφυγές κατά αποφάσεων για την παράταση της κράτησης κάποιου. Επομένως, το άρθρο 5 παρ. 4 δεν εφαρμόζεται όταν εκδίδεται απόφαση για την παράταση της κράτησης εκ των προτέρων – η οποία αποσκοπεί στον καθορισμό μέγιστης περιόδου κράτησης και στην «ανανέωση» της νομικής βάσης για αυτό το μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 5§1 (γ) της Σύμβασης, και όχι να επανεξετάσει τη νομιμότητα της κράτησης – αλλά μόνο από τη στιγμή που υποβάλλεται ένσταση κατά μιας τέτοιας απόφασης.

Με βάση τα παραπάνω, διαπιστώθηκε  παραβίαση του Άρθρου 5§4 της Σύμβασης.

Άρθρο 6§3

Η  παρούσα υπόθεση αφορά μια κατάσταση όπου ο προσφεύγων είχε πρόσβαση σε δικηγόρο από την πρώτη στιγμή που ανακρίθηκε, αλλά όχι (σύμφωνα με την καταγγελία του) δικηγόρο της δικής του επιλογής. Σε αντίθεση με τις περιπτώσεις που αφορούν άρνηση πρόσβασης, η πιο επιεικής απαίτηση «σχετικών και επαρκών» λόγων έχει εφαρμοστεί σε καταστάσεις που εγείρουν το λιγότερο σοβαρό ζήτημα της «άρνησης επιλογής». Σε τέτοιες περιπτώσεις, το καθήκον του Δικαστηρίου είναι να εκτιμήσει εάν, υπό το φως της συνολικής διαδικασίας, τα δικαιώματα υπεράσπισης είχαν «επηρεαστεί αρνητικά» σε βαθμό που να υπονομεύσει το συνολικό δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω και ακόμη και υποθέτοντας ότι η επιθυμία του προσφεύγοντος να έχει δικηγόρο της επιλογής του είχε παρακαμφθεί από τις εγχώριες αρχές, καθώς και ότι οι ίδιοι οι λόγοι δεν ήταν  σχετικοί ή και επαρκείς, το Δικαστήριο επισήμανε ότι ο προσφεύγων δεν ανέλυσε στην καταγγελία του πώς ακριβώς αυτό επηρέασε το  συνολικά δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας εναντίον του. Στην πραγματικότητα, ο προσφεύγων είχε υποβάλει την καταγγελία του στο Δικαστήριο, σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 (γ) της ΕΣΔΑ, στις 11.03.2016, ενώ η ποινική δίκη εναντίον του έληξε στις 22.03.2017, που σημαίνει ότι οποιαδήποτε τέτοια εκτίμηση πριν από την τελευταία ημερομηνία θα ήταν από τη φύση των πραγμάτων καθαρά πρόωρη. Επιπλέον, ο προσφεύγων δεν ανέλυσε ζήτημα δίκαιης δίκης στις μεταγενέστερες παρατηρήσεις του που υποβλήθηκαν στο ΕΔΔΑ κατά τη διάρκεια της διαδικασίας.

Υπό τις εν λόγω περιστάσεις, το Δικαστήριο συμπέρανε  ότι δεν υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6§1 (γ) της Σύμβασης, σημειώνεται δε επίσης ότι το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να διαπιστώσει παραβίαση της ουσιαστικής πτυχής του Άρθρου 3 της Σύμβασης όσον αφορά τους σχετικούς ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που συνεπάγονται αναγκαστική ομολογία.

Δίκαιη ικανοποίηση: το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 6.000 ευρώ για ηθική βλάβη και  2.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες