Ανακρίσεις μελών τρομοκρατικής οργάνωσης στο Γκουαντάναμο. Μη παραβίαση της δίκαιης δίκης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Sassi και Benchellali κατά Γαλλίας της 25.11.2021(αρ. προσφ. 10917/15 and 10941/15)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ανακρίσεις των προσφευγόντων, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για τρομοκρατικές ενέργειες στο Αφγανιστάν. Συλλογή πληροφοριών και φύση ανακρίσεων. Δίκαιη δίκη.

Οι προσφεύγοντες, Γάλλοι υπήκοοι, συνελήφθησαν στα σύνορα με το Πακιστάν όταν προσπαθούσαν να διαφύγουν από το Αφγανιστάν στις αρχές του 2002, όπου είχαν πάει κρυφά να πολεμήσουν στο πλευρό των Ταλιμπάν. Παραδόθηκαν στις αρχές των ΗΠΑ και κρατήθηκαν στην αμερικανική βάση στον Κόλπο του Γκουαντάναμο. Οι γαλλικές αρχές για την ανάκριση των προσφευγόντων συντόνισαν ένα μοντέλο «τριμερούς αποστολής» στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι τριών γαλλικών αρχών (Υπουργείο Εξωτερικών, Υπηρεσία Εξωτερικής Ασφάλειας (DGSE) και Υπηρεσία Εσωτερικών Πληροφοριών (DST)).

Οι προσφεύγοντες ζήτησαν την εξαίρεση των διαδικαστικών πράξεων που διενεργήθηκαν πριν από την πρώτη τους παρουσία ενώπιον του ανακριτή. Σύμφωνα με αυτούς, όλα τα στοιχεία που είχαν χρησιμοποιηθεί στο κατηγορητήριο είχαν προέλθει από την ανάκριση που διεξήχθη από τους πράκτορες του DST (μονάδα πληροφοριών) στο Γκουαντάναμο, έξω από κάθε πλαίσιο νομιμότητας. Σε απόφαση που εκδόθηκε στις 4 Οκτωβρίου του 2005, το Εφετείο του Παρισιού απέρριψε το αίτημά τους, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε λόγος ακύρωσης οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης ή εγγράφου της δικογραφίας. Στις 9 και 12 Ιανουαρίου του 2006 οι αιτούντες αφέθηκαν ελεύθεροι και τέθηκαν υπό δικαστική εποπτεία, μέτρο που άρθηκε από το Ποινικό Δικαστήριο στις 12 Ιουλίου 2006.

Βασιζόμενοι στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για τις ακροάσεις στο Γκουαντάναμο και τη χρήση αποδεικτικών στοιχείων που ελήφθησαν εκεί μη νομότυπα στην επακολουθήσασα ποινική διαδικασία σε βάρος τους.

Κατά την εξέταση της υπόθεσης το ΕΔΔΑ έκρινε ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, οι προσφεύγοντες και ο συνήγορός τους είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν τα επιχειρήματά τους, να υποβάλουν τα αιτήματά τους και να ασκήσουν τα ένδικα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους. Τους είχε δοθεί πρόσβαση σε έγγραφα που είχαν προστεθεί στη δικογραφία μετά τον χαρακτηρισμό τους ως μη απόρρητα και είχαν τη δυνατότητα να τα συζητήσουν σύμφωνα με την αρχή της αντιδικίας. Επιπλέον οι αποφάσεις των δικαστηρίων στηρίζονταν σε μακροσκελή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, και σημειώνοντας ότι οι πληροφορίες που ελήφθησαν κατά τις συνεντεύξεις της αποστολής δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ως βάση ούτε για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά των προσφευγόντων ούτε για την καταδίκη τους, υπό τις συνθήκες της υπόθεσης, η ποινική διαδικασία που διεξήχθη σε σχέση με καθέναν από τους προσφεύγοντες ήταν συνολικά δίκαιη.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε καμία παραβίαση της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6 παρ. 1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες, Nizar Sassi και Mourad Benchellali, είναι Γάλλοι υπήκοοι, οι οποίοι γεννήθηκαν το 1979 και 1981 αντίστοιχα. Συνελήφθησαν στα σύνορα με το Πακιστάν όταν προσπαθούσαν να διαφύγουν από το Αφγανιστάν στις αρχές του 2002, όπου είχαν πάει κρυφά για να πολεμήσουν στο πλευρό των Ταλιμπάν. Παραδόθηκαν στις αρχές των ΗΠΑ και κρατήθηκαν στην αμερικανική βάση στον Κόλπο του Γκουαντάναμο. Οι γαλλικές αρχές για την ανάκριση των προσφευγόντων συντόνισαν ένα μοντέλο «τριμερούς αποστολής» στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι τριών γαλλικών αρχών (Υπουργείο Εξωτερικών, Υπηρεσία Εξωτερικής Ασφάλειας (DGSE) και Υπηρεσία Εσωτερικών Πληροφοριών (DST)).

Η πρώτη «τριμερής αποστολή» επισκέφθηκε τη βάση του Γκουαντάναμο από τις 26 έως τις 29 Ιανουαρίου 2002. Τα μέλη της συναντήθηκαν με τον δεύτερο προσφεύγοντα και έλαβαν την επιβεβαίωση των πληροφοριών που ήδη βρίσκονταν στο κατοχή των γαλλικών πρακτορείων. Στις 19 Φεβρουαρίου 2002 οι γαλλικές αρχές ενημερώθηκαν για την άφιξη του πρώτου προσφεύγοντα στον κόλπο του Γκουαντάναμο.

Μια δεύτερη «τριμερής αποστολή» έλαβε χώρα στον κόλπο του Γκουαντάναμο από τις 26 μέχρι τις 31 Μαρτίου 2002 με σκοπό να συγκεντρωθούν συμπληρωματικές πληροφορίες αναφορικά με τον δεύτερο προσφεύγοντα. Τέλος, η τρίτη και τελευταία «αποστολή» διενεργήθηκε από τις 17 έως τις 24 Ιανουαρίου 2004.

Στη συνέχεια, οι προσφεύγοντες, με εντολή των αμερικανικών αρχών, επαναπατρίστηκαν στη Γαλλία, όπου, κατόπιν αρκετών ανακρίσεων και εξηγήσεων, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν για τρομοκρατικά αδικήματα.

Στις 28 Ιανουαρίου 2005 οι προσφεύγοντες ζήτησαν την εξαίρεση των διαδικαστικών πράξεων που διενεργήθηκαν πριν από την πρώτη τους παρουσία ενώπιον του ανακριτή, καθώς και την ακύρωση της θέσης τους σε δικαστική έρευνα. Σύμφωνα με αυτούς, όλα τα στοιχεία που είχαν εξυπηρετήσει στις κατηγορίες προήλθαν από την ανάκριση που διεξήχθη από τους πράκτορες του DST (μονάδα πληροφοριών) στο Γκουαντάναμο, εκτός οποιουδήποτε νομικού πλαισίου. Σε απόφαση που εκδόθηκε στις 4 Οκτωβρίου του 2005, το Εφετείο του Παρισιού απέρριψε το αίτημά τους, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε λόγος ακυρώσεως οποιασδήποτε διαδικαστικής πράξης ή εγγράφου της δικογραφίας. Στις 9 και 12 Ιανουαρίου του 2006 οι αιτούντες αφέθηκαν ελεύθεροι και τέθηκαν υπό δικαστική εποπτεία, μέτρο που άρθηκε από το Ποινικό Δικαστήριο στις 12 Ιουλίου 2006.

Στις 19 Δεκεμβρίου 2007 το Ποινικό Δικαστήριο καταδίκασε τους προσφεύγοντες σε φυλάκιση τεσσάρων ετών, τρία από τα οποία τέθηκαν σε αναστολή, λαμβάνοντας υπόψη τη διάρκεια της προφυλάκισής τους στη Γαλλία και το ψυχοτραυματικό σύνδρομο από το οποίο υπέφεραν ως αποτέλεσμα του εγκλεισμού τους στο Γκουαντάναμο. Επί της ουσίας, το δικαστήριο εξέδωσε απόφαση με μακροσκελή αιτιολογία, βασιζόμενη σε αποδεικτικά στοιχεία εκτός από τις δηλώσεις που έγιναν στο Γκουαντάναμο κατά τη διάρκεια των «τριμερών αποστολών».

Οι προσφεύγοντες άσκησαν έφεση κατά της εν λόγω απόφασης. Οι δικηγόροι τους ισχυρίστηκαν ότι οι πελάτες τους είχαν χειραγωγηθεί από τους πράκτορες της DST (μονάδα πληροφοριών) στο Γκουαντάναμο, αφού είχαν πάρει συνέντευξη χωρίς να είναι παρών κάποιος σύμβουλος και ήταν σε δύσκολη κατάσταση εκείνη την εποχή.

Βασιζόμενοι στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ οι προσφεύγοντες παραπονέθηκαν για τις ακροάσεις στο Γκουαντάναμο και τη χρήση αποδεικτικών στοιχείων που ελήφθησαν εκεί.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 §1

  1. Η φύση των ανακρίσεων στο Γκουαντάναμο

Ενώ είχαν κινηθεί δικαστικές διαδικασίες στη Γαλλία παράλληλα με τις αποστολές στον κόλπο του Γκουαντάναμο, τα εθνικά δικαστήρια είχαν χρησιμοποιήσει διάφορα αποδεικτικά στοιχεία για να υποστηρίξουν τα ευρήματά τους, αλλά θεώρησαν ότι οι αποστολές είχαν καθαρά διοικητικό χαρακτήρα, άσχετο με τη δικαστική διαδικασία, με στόχο την ταυτοποίηση των κρατουμένων και την συλλογή πληροφοριών, όχι με σκοπό τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων για υποτιθέμενο ποινικό αδίκημα.

Το προσωπικό του Υπουργείου Εξωτερικών, το οποίο ήταν το κύριο όργανο για τις αποστολές αυτές, και οι πράκτορες του DST (μονάδα πληροφοριών) που τέθηκαν στη διάθεσή του, δεν είχαν πάει στο Γκουαντάναμο με δικαστική εντολή. Επιπλέον, οι εκθέσεις αυτών των πρακτόρων, υπό την ταξινόμηση «απόρρητα θέματα άμυνας», δεν μπορούσαν να διαβιβαστούν στις δικαστικές αρχές ή να χρησιμοποιηθούν σε ποινικές διαδικασίες κατά των προσφευγόντων.

Μετά την πρώτη αποστολή, ο εισαγγελέας είχε κινήσει προκαταρκτική έρευνα σχετικά με τους προσφεύγοντες, χωρίς όμως να έχει κανένα στοιχείο που να υποδηλώνει ότι διέπραξαν αδίκημα και το οποίο θα μπορούσε να οδηγήσει σε ποινική δίωξη στη Γαλλία. Η έρευνα επρόκειτο να διεξαχθεί από τη δικαστική μονάδα του DST, μια ξεχωριστή μονάδα που λειτουργεί ανεξάρτητα από τη μονάδα πληροφοριών.

Η τρίτη αποστολή, η οποία διεξήχθη μετά την έναρξη της δικαστικής έρευνας, είχε τον ίδιο στόχο με τις δύο πρώτες αποστολές και είχε διεξαχθεί ανεξάρτητα από τις διάφορες δικαστικές διαδικασίες που ήταν σε εξέλιξη στη Γαλλία.

Επιπλέον, οι πληροφορίες που συγκεντρώθηκαν κατά τη διάρκεια των αποστολών ήταν ήδη γνωστές στην DST (δικαστική μονάδα) υπό το φως των πληροφοριών που είχε στην κατοχή της.

Ομολογουμένως, από το σημείο όπου η εισαγγελική αρχή είχε αναθέσει την προανάκριση στην DST (δικαστική μονάδα), είχε καταστεί αρμόδια για αυτήν την έρευνα και δεσμευόταν από τους κανόνες του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Το Εφετείο, αποφασίζοντας μετά την αναπομπή της υπόθεσης από το Ακυρωτικό Δικαστήριο, είχε εξετάσει εάν οι πληροφορίες που διαβιβάστηκαν στις δικαστικές αρχές είχαν παραβιάσει τα δικαιώματα των κατηγορουμένων συνιστώντας ενοχοποιητικά στοιχεία, που ελήφθησαν ενδεχομένως κατά παράβαση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και εάν αποτελούσαν τόσο νέα  όσο και καθοριστικά αποδεικτικά στοιχεία για την έκβαση της δικαστικής διαδικασίας. Μετά τη σύνταξη ενός μακροσκελούς και λεπτομερούς χρονολογίου των διαφόρων γεγονότων, την εξέταση των μη απόρρητων εγγράφων και των αρχείων της έρευνας DST (μονάδα πληροφοριών), τα οποία είχαν τεθεί στη διάθεση της υπεράσπισης για να τα αντικρούσει, το Εφετείο κατέληξε σε μια ειδικά αιτιολογημένη κρίση, ότι ο διοικητικός χαρακτήρας των αποστολών αποδείχθηκε και ότι δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να συνδεθούν με τη δικαστική διαδικασία.

Ως εκ τούτου, κατά τη διάρκεια των αποστολών στον κόλπο του Γκουαντάναμο, οι οποίες δεν είχαν σχέση με την παράλληλη δικαστική διαδικασία στη Γαλλία, οι προσφεύγοντες δεν είχαν ανακριθεί στο πλαίσιο μιας ποινικής διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ, εναντίον τους από τους πράκτορες που διεξάγουν αυτές τις αποστολές.

  1. Η ποινική διαδικασία στη Γαλλία

Οι προσφεύγοντες είχαν παραπονεθεί για παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ λόγω των συνθηκών υπό τις οποίες είχαν πάρει συνέντευξη από πράκτορες της DST (μονάδα πληροφοριών) στον Κόλπο του Γκουαντάναμο. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου είχε επισημάνει προηγουμένως ισχυρισμούς για κακομεταχείριση και κακοποίηση υπόπτων για τρομοκρατικές ενέργειες που κρατούνταν από τις αρχές των ΗΠΑ σε αυτό το πλαίσιο. Στην παρούσα υπόθεση, η καταγγελία του άρθρου 3 των προσφευγόντων σχετικά με τους Γάλλους πράκτορες κηρύχθηκε απαράδεκτη. Λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων συνθηκών της υπόθεσης, το ΕΔΔΑ κλήθηκε ωστόσο να εξετάσει, σύμφωνα με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, εάν και σε ποιο βαθμό τα εθνικά δικαστήρια είχαν λάβει υπόψη τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων για κακομεταχείριση, παρόλο που φέρεται ότι είχαν επιβληθεί εκτός της επικράτειας, μαζί με οποιονδήποτε πιθανό αντίκτυπο στο δίκαιο χαρακτήρα των διαδικασιών.

Επιπλέον, εναπόκειτο στο Δικαστήριο να εκτιμήσει εάν οι επίμαχες δηλώσεις είχαν πράγματι χρησιμοποιηθεί κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, στη δικαστική έρευνα ή στη δίκη. Ειδικότερα, το ΕΔΔΑ έπρεπε να εξετάσει εάν τα εθνικά δικαστήρια είχαν αντιμετωπίσει δεόντως τις αιτιάσεις που προέβαλαν οι προσφεύγοντες ως προς την αξιοπιστία και την αποδεικτική αξία των καταθέσεών  τους και εάν τους είχε δοθεί αποτελεσματική ευκαιρία να αμφισβητήσουν το παραδεκτό αυτών των δηλώσεων και να αντιταχθούν στη χρήση τους.

Μόλις έφτασαν στη Γαλλία, οι προσφεύγοντες είχαν συλληφθεί από αξιωματικούς της DST (δικαστική μονάδα) και τέθηκαν υπό αστυνομική κράτηση, οπότε και είχαν γίνει αντικείμενο «ποινικής κατηγορίας». Οι συνεντεύξεις δεν είχαν πραγματοποιηθεί από τους ίδιους πράκτορες που είχαν συμμετάσχει στις αποστολές. Επιπλέον, αυτοί οι αξιωματικοί δεν γνώριζαν το περιεχόμενο των πληροφοριών που συνέλεξαν οι συνάδελφοί τους στο Γκουαντάναμο. Οι προσφεύγοντες, οι οποίοι κατέθεσαν δεκατρείς φορές ενώ βρίσκονταν υπό κράτηση, είχαν δώσει αναλυτικές λεπτομέρειες σχετικά με το ιστορικό τους, την εκπαίδευσή τους στο Αφγανιστάν και τα κίνητρά τους.

Οι προσφεύγοντες, επικουρούμενοι από τους δικηγόρους τους, είχαν ανακριθεί στη συνέχεια από τον ανακριτή σε δέκα και οκτώ περιπτώσεις αντίστοιχα.

Κατά την έναρξη της δίκης, το Ποινικό Δικαστήριο είχε διατάξει πρόσθετες αποδεικτικές διαδικασίες, με αποτέλεσμα να ανακριθούν αρκετά άτομα και να χαρακτηριστούν μη απόρρητα διάφορα έγγραφα που προέρχονταν από τις αποστολές των Γάλλων πρακτόρων, προτού προστεθούν στη δικογραφία.

Σε όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, οι προσφεύγοντες και ο συνήγορός τους είχαν τη δυνατότητα να προβάλουν τα επιχειρήματά τους, να υποβάλουν τα αιτήματά τους και να ασκήσουν τα ένδικα μέσα που είχαν στη διάθεσή τους. Τους είχε δοθεί πρόσβαση σε έγγραφα που είχαν προστεθεί στη δικογραφία μετά τον χαρακτηρισμό τους ως μη απόρρητα και είχαν τη δυνατότητα να τα συζητήσουν σύμφωνα με την αρχή της αντιδικίας.

Τέλος, ενώ τα σχετικά έγγραφα είχαν χρησιμοποιηθεί στη δίκη, το Ποινικό Δικαστήριο και αργότερα το Εφετείο, αποφασίζοντας μετά την παραπομπή της υπόθεσης από το Ακυρωτικό Δικαστήριο, είχαν βασίσει τις κρίσεις τους ως προς την ενοχή των προσφευγόντων σχεδόν αποκλειστικά, σε μακροσκελείς αιτιολογίες, για άλλα ενοχοποιητικά στοιχεία, όπως πληροφορίες από διαφορετικές δικαστικές διαδικασίες που είχαν ήδη στην κατοχή τους οι υπηρεσίες πληροφοριών, μαζί με λεπτομερείς καταθέσεις που έκαναν οι προσφεύγοντες κατά την κράτηση τους και κατά τη διάρκεια της δικαστικής έρευνας. Η απόφαση του Ποινικού Δικαστηρίου περιείχε μόνο μία αναφορά σε πληροφορίες που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια μιας αποστολής και αυτή αφορούσε το είδος της εκπαίδευσης που είχαν λάβει οι προσφεύγοντες σε στρατόπεδο στο Αφγανιστάν.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, και σημειώνοντας ότι οι πληροφορίες που ελήφθησαν κατά τις συνεντεύξεις της αποστολής δεν είχαν χρησιμοποιηθεί ως βάση για άσκηση ποινικής δίωξης κατά των προσφευγόντων ή για την καταδίκη τους, υπό τις συνθήκες της υπόθεσης, η ποινική διαδικασία που διεξήχθη σε σχέση με καθέναν από τους προσφεύγοντες ήταν συνολικά δίκαιη.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα ότι δεν υπήρξε καμία παραβίαση.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες