Αναγνώριση δεδικασμένου αλλοδαπής απόφασης Ισραηλινού δικαστηρίου χωρίς να ελεγχθεί η νομιμότητα της διαδικασίας σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία. Παραβίαση της δίκαιης δίκης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Dolenc κατά Σλοβενίας της 20.10.2022 (αρ. προσφ. 20256/20)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο προσφεύγων είναι ιατρός και ζει στην Σλοβενία. Εναντίον του ασκήθηκε αγωγή αποζημίωσης λόγω της βλάβης της υγείας που προκλήθηκε σε έναν ασθενή του,  μετά από χειρουργική επέμβαση. Η αγωγή ασκήθηκε στο Ισραήλ  και εκδόθηκε αμετάκλητη απόφαση που καταδίκασε τον προσφεύγοντα σε καταβολή αποζημίωσης ύψους 2.000.000 ευρώ. Τα δικαστήρια στο Ισραήλ απέρριψαν το αίτημα του προσφεύγοντος για εξέταση μαρτύρων και λήψη αποδεικτικών στοιχείων σύμφωνα με την Σύμβαση της Χάγης, δεδομένου ότι ο εναγόμενος και οι μάρτυρες διέμεναν στην Σλοβενία. Ο προσφεύγων άσκησε προσφυγή στο ΕΔΔΑ για το λόγο ότι τα σλοβενικά δικαστήρια αναγνώρισαν το δεδικασμένο των αποφάσεων παρά του ότι  οι εγγυήσεις δίκαιης δίκης  δεν έγιναν σεβαστές  από τα ισραηλινά δικαστήρια.

Το Στρασβούργο επισήμανε ότι οι ισραηλινές αποφάσεις ήταν υψίστης σημασίας για τον προσφεύγοντα,  δεδομένων των συνεπειών για τη φήμη του και την οικονομική ζημία που υπέστη εξαιτίας της μεγάλης αποζημίωσης που επιδικάστηκε.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι  ο προσφεύγων  είχε ενημερωθεί  για τη δίκη στο Ισραήλ αλλά δεν είχε παράσχει επαρκείς λόγους για την μη παράσταση του και την ανάκληση της εντολής στον πληρεξούσιο δικηγόρο του. Κατά συνέπεια έκρινε ότι η απόφαση των Ισραηλινών δικαστηρίων να μην εξετάσουν τον προσφεύγοντα με τις διαδικασίες που προβλέπει η Σύμβαση της Χάγης ήταν δικαιολογημένη.

Αντιθέτως όσον αφορά τους μάρτυρες,  το  Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων δεν είχε ποτέ ρητά παραιτηθεί από το δικαίωμά του στη συμμετοχή στις διαδικασίες στο Ισραήλ. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα σλοβενικά δικαστήρια δεν είχαν αποδώσει επαρκή βαρύτητα στις συνέπειες ότι η μη εξέταση των μαρτύρων είχε ως αποτέλεσμα να στερηθεί ο προσφεύγων το  θεμελιώδες στοιχείο της αρχής της δίκαιης ακρόασης.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε 9.600 ευρώ για ηθική βλάβη  και 6.000 ευρώ για έξοδα. Επιφυλάχθηκε δε να εκδώσει απόφαση για αποζημίωση.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6§1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Vincenc Vinko Dolenc, είναι γιατρός και Σλοβένος υπήκοος, γεννήθηκε το 1940 και ζει στην Λιουμπλιάνα.

Ένας Ισραηλινός πολίτης έμεινε βαριά ανάπηρος αφού χειρουργήθηκε από τον προσφεύγοντα τον Μάιο του 1992 στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο της Λιουμπλιάνα.

Ο ασθενής άσκησε αγωγή ενώπιον των δικαστηρίων του Ισραήλ κατά του προσφεύγοντος ζητώντας αποζημίωση για ιατρική αμέλεια. Η αγωγή επιδόθηκε στον προσφεύγοντα κατά την επίσκεψή του στο Ισραήλ το 1995. Τελικά κρίθηκε εξ ολοκλήρου  ως υπεύθυνος το 2005 για τη ζημία που προκλήθηκε στον πρώην ασθενή του. Το Επαρχιακό Δικαστήριο του Τελ Αβίβ διαπίστωσε συγκεκριμένα ότι είχε επιδείξει αμέλεια επειδή δεν διέταξε εγκαίρως αξονική τομογραφία μετά το χειρουργείο όταν ο ασθενής είχε δείξει σημάδια δυσκολίας στην αναπνοή και παράλυσης. Ο ίδιος υποχρεώθηκε να πληρώσει περίπου 2,3 εκατομμύρια ευρώ ως αποζημίωση.

Ο προσφεύγων αρνήθηκε να παραστεί στη δίκη στο Ισραήλ ή να εξεταστεί μέσω βίντεο, επιμένοντας από την αρχή, ότι το σλοβενικό δίκαιο θα έπρεπε να εφαρμοστεί στην εν λόγω διαφορά και ότι αυτός και οι μάρτυρές του έπρεπε να εξεταστούν από τα σλοβενικά δικαστήρια μέσω της διαδικασίας της Σύμβασης της Χάγης για τα αποδεικτικά στοιχεία.

Το 2003 το Επαρχιακό Δικαστήριο του Ισραήλ είχε υποβάλει αίτημα στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας στις Σλοβενικές αρχές αναφορικά με την εξέταση των μαρτύρων. Ένα χρόνο αργότερα, ωστόσο, είχε ακυρώσει το αίτημα αυτό, επικαλούμενο την έλλειψη προόδου στη διαδικασία και το δικαίωμα του ενάγοντος σε δίκη εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Παράλληλα, τον Απρίλιο του 2004, ο προσφεύγων είχε ανακαλέσει την εντολή στον πληρεξούσιο δικηγόρο του στο Ισραήλ.

Το Επαρχιακό Δικαστήριο του Ισραήλ έλαβε την απόφασή του με βάση τη μαρτυρία των αδελφών του ενάγοντος και βάση των πραγματογνωμοσυνών  δύο νευροχειρουργών, εκ των οποίων η μια διεξήχθη μετά από εντολή του ενάγοντος και η άλλη μετά από εντολή του προσφεύγοντος. Οι καταθέσεις του εναγόμενου και προσφεύγοντος εξαιρέθηκαν καθώς και του ιατρικού προσωπικού που είχε φροντίσει τον ενάγοντα στο νοσοκομείο της Λιουμπλιάνα και ενός Σλοβένο νομικού εμπειρογνώμονα. Το περιφερειακό δικαστήριο έκρινε ότι αυτή η κατάσταση είχε προκύψει λόγω της συμπεριφοράς του προσφεύγοντος, ο οποίος είχε κάνει ό,τι μπορούσε για να αποφύγει τις διαδικασίες στο Ισραήλ.

Το 2011 ο ασθενής ζήτησε να αναγνωρίσουν τα δικαστήρια της Σλοβενίας το αλλοδαπό δεδικασμένο των ισραηλινών δικαστικών αποφάσεων και το 2018 το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε υπέρ του. Μια συνταγματική καταγγελία του προσφεύγοντος στη συνέχεια απορρίφθηκε το 2019.

Σε αυτές τις διαδικασίες, τα σλοβενικά δικαστήρια εξέτασαν τις καταγγελίες του προσφεύγοντος ότι οι εγγυήσεις δίκαιης δίκης  δεν έγιναν σεβαστές  από τα ισραηλινά δικαστήρια. Τις απέρριψαν  επί της ουσίας γιατί θεώρησαν, αφενός, ότι στον προσφεύγοντα είχαν δοθεί επαρκείς ευκαιρίες για παρουσίαση των αποδεικτικών στοιχείων  και να εκπροσωπηθεί στο Ισραήλ και, από την άλλη πλευρά, ότι ουσιαστικά είχε παραιτηθεί από το δικαίωμα παράστασης   αφού είχε άρει την πληρεξουσιότητα του νόμιμου πληρεξουσίου του δικηγόρου χωρίς να ορίσει νέο δικηγόρο. Αποδέχθηκαν επίσης την αιτιολογία του ισραηλινού περιφερειακού δικαστηρίου για την απόφαση να διακοπεί η διαδικασία της Σύμβασης της Χάγης για τα αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τους μάρτυρες.

Βασιζόμενος στο άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι τα σλοβενικά δικαστήρια θα έπρεπε να αρνηθούν να αναγνωρίσουν το δεδικασμένο των Ισραηλινών Δικαστηρίων  επειδή είχε εκδοθεί με μη νόμιμες  διαδικασίες.

Συγκεκριμένα, δεν μπόρεσε να συμμετάσχει αποτελεσματικά στη δίκη στο Ισραήλ αναλύοντας ότι ο μόνος τρόπος με τον οποίο θα μπορούσαν να εξεταστούν αυτός και οι μάρτυρες του ήταν μέσω της διαδικασίας όπως ορίζεται στην Σύμβαση της Χάγης, αλλά αυτό το αίτημα  είχε απορριφθεί από το Ισραηλινό Επαρχιακό Δικαστήριο. Επίσης δεν έγιναν αρκετές ενέργειες για να του κοινοποιηθούν  οι αποφάσεις του Επαρχιακού Δικαστηρίου του Ισραήλ μετά την ανάκληση της εντολής από τον  πληρεξούσιο Ισραηλινό δικηγόρο του  με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ασκήσει την δική του άμυνα.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Πρώτον, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι ισραηλινές αποφάσεις ήταν υψίστης σημασίας για τον προσφεύγοντα,  δεδομένων των συνεπειών για τη φήμη του και οικονομικής ζημιάς που συνεπάγεται, ύψους άνω των 2 ευρώ εκατομμύριων. Πριν από την εκτέλεση μιας τέτοιας απόφασης από ξένο δικαστήριο, οι σλοβενικές αρχές ήταν  ως εκ τούτου υποχρεωμένες να προβούν σε κάποιο μέτρο επανεξέτασης, και στην παρούσα υπόθεση ιδίως για να βεβαιωθεί ότι η σχετική διαδικασία είχε συμμορφωθεί με τις εγγυήσεις μιας δίκαιης δίκης βάσει της Σύμβασης.

Όσον αφορά το δικαίωμα του προσφεύγοντος να υποβάλει την υπόθεσή του ενώπιον του Ισραηλινού Επαρχιακού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο συμφώνησε με τη διαπίστωση των σλοβενικών δικαστηρίων ότι ο προσφεύγων  είχε ενημερωθεί  για τη δίκη στο Ισραήλ αλλά δεν είχε παράσχει επαρκούς λόγους  για την άρνησή του να παραστεί αυτοπροσώπως. Η απόφαση των ισραηλινών δικαστηρίων να μην εξετάσει τον προσφεύγοντα  μέσω της διαδικασίας που προβλέπονταν μέσω της σύμβασης της Χάγης για τα αποδεικτικά στοιχεία ήταν επομένως δικαιολογημένη.

Όσον αφορά την εξέταση μαρτύρων, το Δικαστήριο έκρινε εύλογα υπό τις  περιστάσεις της υπόθεσης ότι τα αποδεικτικά στοιχεία θα έπρεπε να συγκεντρωθούν στη Σλοβενία χρησιμοποιώντας τη διαδικασία που προβλέπει η Σύμβαση της Χάγης για τα αποδεικτικά στοιχεία. Επιπλέον, η αιτιολογία των Σλοβενικών δικαστηρίων  δεν είχε δικαιολογήσει τη διακοπή αυτής της διαδικασίας από το Ισραηλινό Επαρχιακό Δικαστήριο. Ακόμη και αν το δικαίωμα του ασθενούς σε δίκη  εντός εύλογου χρονικού διαστήματος είχε αποτελέσει σημαντικό ζήτημα, δεν υπήρχε κανένας λόγος να πιστεύει το Δικαστήριο ότι η διαδικασία της Σύμβασης της Χάγης θα προκαλούσε από μόνη της σημαντικές καθυστερήσεις και η έλλειψη προόδου που αναφέρθηκε ήταν ως επί το πλείστον αποτέλεσμα ανεπαρκών προσπαθειών εκ μέρους του Επαρχιακού Δικαστηρίου του Ισραήλ να διευκρινίσει στις σλοβενικές αρχές ζητήματα που αφορούσαν τη συλλογή αποδεικτικών στοιχείων.

Περαιτέρω, όσον αφορά τη δυνατότητα εξέτασης μαρτύρων με βίντεο, που είχε προσφερθεί στον προσφεύγοντα πριν από το αίτημα βάσει της Σύμβασης της Χάγης για τα αποδεικτικά στοιχεία, το Δικαστήριο σημείωσε ότι τα σλοβενικά δικαστήρια δεν έκαναν καμία αναφορά στα πρακτικά και τεχνικά ζητήματα ή στη νομική βάση,  για την εξέταση των μαρτύρων με αυτόν τον τρόπο.

Τέλος, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στην παρατήρηση των σλοβενικών δικαστηρίων ότι η απόρριψη του αιτήματος για χρήση της διαδικασίας της Σύμβασης της Χάγης για τα αποδεικτικά στοιχεία θα μπορούσε να θεωρηθεί «παρόμοια με την απόρριψη των προτεινόμενων αποδεικτικών στοιχείων», αλλά ότι η απόφαση να εξεταστούν οι μάρτυρες στο Ισραήλ ήταν ωστόσο δικαιολογημένη επειδή ο προσφεύγων είχε παραιτηθεί από το δικαίωμά του να συνεχίσει να συμμετέχει στη διαδικασία αφότου ανακάλεσε την εντολή στον πληρεξούσιο Ισραηλινό δικηγόρο του.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε, αντίθετα, ότι ο προσφεύγων δεν είχε ποτέ ρητά παραιτηθεί από το δικαίωμά του στη συμμετοχή στις διαδικασίες στο Ισραήλ. Ούτε υπήρχε κάτι στη δικογραφία που να υποστηρίζει το συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων είχε ενημερωθεί για οτιδήποτε από την διαδικασία  στο Ισραήλ μετά την ανάκληση της εντολής του πληρεξουσίου δικηγόρου. Το γεγονός ότι ο προσφεύγων δεν διόρισε νέο δικηγόρο δεν σήμαινε ότι δεν υπήρχε υποχρέωση διεξαγωγής των διαδικασιών  σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές μιας δίκαιης δίκης.

Συνολικά, επομένως, τα σλοβενικά δικαστήρια δεν είχαν αποδώσει επαρκή βαρύτητα στις συνέπειες ότι η μη εξέταση των μαρτύρων (συμπεριλαμβανομένου του πραγματογνώμονα του σλοβενικού δικαίου) μέσω της διαδικασίας που αναφέρονταν στην Σύμβαση της Χάγης σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία και ο επακόλουθος αποκλεισμός των καταθέσεων τους είχε ως αποτέλεσμα ο προσφεύγων να στερηθεί το  δικαίωμα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία. Το δικαίωμα αυτό ήταν θεμελιώδες στοιχείο της αρχής της δίκαιης ακρόασης  και τα σλοβενικά δικαστήρια θα έπρεπε να έχουν βεβαιωθεί ότι είχαν τηρηθεί οι διαδικασίες στο Ισραήλ πριν από την αναγνώριση του δεδικασμένου των ισραηλινών αποφάσεων.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41): Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Σλοβενία έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 9.600 ευρώ για ηθική βλάβη  και 6.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες. Θεώρησε επίσης ότι το ζήτημα της αποζημίωσης δεν ήταν έτοιμο για έκδοση απόφασης και επιφυλάχθηκε για μεταγενέστερη ημερομηνία (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 

 

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες