Ακούσια νοσηλεία και αναγκαστική φαρμακευτική αγωγή ψυχιατρικά ασθενών χωρίς πρόσφατη ιατρική αξιολόγηση! Παραβίαση προσωπικής ελευθερίας και ιδιωτικής ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ

R.D. και I.M.D. κατά Ρουμανίας της 12.10.2021 (αρ. προσφ. 35402/14)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ψυχιατρικά ασθενείς και δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία. Ενημερωμένη συναίνεση για λήψη υποχρεωτικά ψυχιατρικών φαρμάκων. Σεβασμός της ιδιωτικής ζωής.

Οι προσφεύγοντες λόγω ψυχιατρικής νόσου που προκαλούσε  παραληρητικές διαταραχές υποβλήθηκαν σε ακούσια νοσηλεία και υποχρεωτική λήψη φαρμακευτικής αγωγής χωρίς πρόσφατη ιατρική αξιολόγηση.

Το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι ο εγκλεισμός ενός προσώπου σε ψυχιατρείο πρέπει  να δικαιολογείται  δεόντως από τη σοβαρότητα της κατάστασης του. Εν προκειμένω διαπίστωσε ότι ο εγκλεισμός των προσφευγόντων δεν στηρίζονταν σε πρόσφατες ιατρικές γνωματεύσεις αλλά σε γνωματεύσεις άνω των τριών ετών,  ούτε είχε αποδειχθεί η επικινδυνότητα τους τόσο για τους ίδιους όσο και για τρίτους. Κατά συνέπεια διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία (άρθρο 5§1 της ΕΣΔΑ).

Επιπλέον το Στρασβούργο διαπίστωσε απουσία θεσμικών εγγυήσεων σχετικά με την φαρμακευτική αγωγή που λαμβάνουν τα άτομα έγκλειστα σε ψυχιατρεία όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονταν η συγκατάθεση τους ή τη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθείται σε περίπτωση που τα άτομα αυτά αρνούνται να συναινέσουν στη θεραπεία. Έκρινε ότι η αναγκαστική φαρμακευτική αγωγή, στην οποία  υποβλήθηκαν οι προσφεύγοντες  χωρίς την συγκατάθεση τους,  είχε στερήσει σε αυτούς  το ελάχιστο βαθμό προστασίας που δικαιούνταν σε μια δημοκρατική κοινωνία κατά συνέπεια υπήρχε παραβίαση του δικαιώματος στο σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής.

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 16.300 ευρώ για ηθική βλάβη και 5.150 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 5§1,

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες, ο  R.D. και η I.M.D., είναι Ρουμάνοι υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν το 1967 και το 1982 αντίστοιχα και ζουν στο Stei. Στις 27 Σεπτεμβρίου 2011 σε γενόμενο αστυνομικό έλεγχο ζητήθηκε από αυτούς η επίδειξη των ταυτοτήτων τους.   Αρνήθηκαν και φέρεται να άρχισαν να χτυπούν έναν αστυνομικό. Διεξήχθη ποινική έρευνα για απείθεια και βία κατά υπαλλήλων.

Στις 3 Οκτωβρίου 2011 η εισαγγελία του Πρωτοδικείου Șimleul Silvaniei, η οποία ήταν υπεύθυνη για την έρευνα, ζήτησε από το δημόσιο νοσοκομείο Zalău να διενεργήσει  ψυχιατρική ιατροδικαστική έρευνα  των προσφευγόντων. Δύο ιατροδικαστικές εκθέσεις , με ημερομηνία 4 Οκτωβρίου 2011 συντάχθηκαν από το ιατροδικαστικό τμήμα στο Νοσοκομείο Sălaj, οι οποίες ανέφεραν ότι και οι δύο προσφεύγοντες έπασχαν από επίμονες παραληρητικές διαταραχές και ότι, σε γενικές γραμμές, η ευθυκρισία τους ήταν μειωμένη.

Το ιατρικό συμβούλιο συνέστησε στους προσφεύγοντες να λάβουν  φαρμακευτική αγωγή  και ψυχοθεραπευτική θεραπεία σε εξωτερική βάση σε εξειδικευμένη ιατρική  μονάδα.

Με εντολή της 11ης Οκτωβρίου 2011, η εισαγγελία έκρινε τους προσφεύγοντες ως άτομα ανίκανα για καταλογισμό κρίνοντας ότι η κατάσταση της ψυχικής τους υγείας είχε ως συνέπεια να μην τους καταλογιστεί ποινική ευθύνη για τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκαν.

Σε απόφαση της 6ης Ιουνίου 2013, η οποία βασίστηκε κυρίως στις ιατροδικαστικές εκτιμήσεις της 4ης Οκτωβρίου 2011 και σχετικά με το άρθρο 113 του Ποινικού Κώδικα, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της παρούσας υπόθεσης, το Πρωτοδικείο Șimleul Silvaniei εξέδωσε ένα μέτρο αναφορικά με τους προσφεύγοντες, για αναγκαστική  υποχρεωτική θεραπεία. Το Επαρχιακό Δικαστήριο  Sălaj   επικύρωσε την απόφαση αυτή.

Καθώς οι προσφεύγοντες δεν παρουσιάστηκαν στο νοσοκομείο για να λάβουν την ιατρική περίθαλψη που τους είχε επιβληθεί, η Εισαγγελία  άσκησε έφεση  κατά της εκτέλεσης της απόφασης της 6ης Ιουνίου 2013. Ζήτησε το μέτρο της υποχρεωτική θεραπείας να αντικατασταθεί από ένα μέτρο που διατάσσει την ακούσια νοσηλεία  έως ότου  επανέλθουν πλήρως ή έως ότου η κατάσταση της υγείας τους βελτιωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην αποτελούν κίνδυνο για την κοινωνία. Οι προσφεύγοντες άσκησαν έφεση κατά της απόφασης αυτής, υποστηρίζοντας ότι ήταν καλά στην υγεία τους και ότι οι αρχές επιθυμούσαν τον εγκλεισμό τους για άλλους λόγους. Το εθνικό δικαστήριο απέρριψε την έφεσή τους.

Στις 30.12.2014 οι προσφεύγοντες τοποθετήθηκαν, παρά τη θέλησή τους, σε ψυχιατρείο. Εξακολουθούν να κρατούνται εκεί έως σήμερα και υποβάλλονται σε ιατρική περίθαλψη με τη χορήγηση ηρεμιστικών και αντικαταθλιπτικών  φαρμάκων.

Με απόφαση της 23.02.2017 βάσει των ιατρικών εγγράφων και ιατροδικαστικής έκθεσης της 13.04.2016, το Πρωτοδικείο Șimleul Silvaniei έκανε δεκτή αίτηση της μητέρας της κας I.M.D. να τεθεί η κόρη της υπό το καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης και να διοριστεί η ίδια δικαστική συμπαραστάτρια της κόρης της.

Κατόπιν αιτήματος του ψυχιατρικού νοσοκομείου, το δημοτικό συμβούλιο του Pericei ζήτησε να τοποθετηθεί ο κ. R.D υπό επιτροπεία. Μια ιατροδικαστική ψυχιατρική έκθεση της 11ης Ιανουαρίου 2017 ανέφερε ότι υπέφερε από επίμονες παραληρηματικές διαταραχές και ότι η ευθυκρισία και οξυδέρκεια του ήταν εξασθενημένη. Ο αντιδήμαρχος του Pericei διορίστηκε δικαστικός συμπαραστάτης του τελευταίου προσφεύγοντος.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 5 § 1

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι δύο ιατροδικαστικές εκθέσεις είχαν αποδείξει ότι οι προσφεύγοντες υπέφεραν από επίμονες παραληρητικές διαταραχές, από έλλειψη ευθυκρισίας και ότι έπρεπε να υποβληθούν σε ιατρική θεραπεία. Ωστόσο, αυτές οι ιατρικές εκθέσεις συντάχθηκαν στις 04.10.2011, δηλαδή περισσότερα από τρία χρόνια πριν από το μέτρο της ακούσιας νοσηλείας που επιβλήθηκε στις 17.12.2014. Κατά το ΕΔΔΑ η έλλειψη πρόσφατης ιατρικής γνωμάτευσης από μόνη της ήταν αρκετή για να συμπεράνει ότι ο εγκλεισμός των προσφευγόντων ήταν παράνομος βάσει του Άρθρου 5 § 1 (ε).

Επιπλέον, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι ο εγκλεισμός ενός προσώπου έπρεπε να αιτιολογείται δεόντως από τη σοβαρότητα της κατάστασης του ατόμου προς το συμφέρον της διασφάλισης της δικής του προστασίας ή της προστασίας τρίτων. Στην παρούσα υπόθεση, ωστόσο, και ελλείψει λεπτομερούς αιτιολογίας για το θέμα αυτό στην απόφαση που διέτασσε  τον εγκλεισμό τους, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι οι προσφεύγοντες ενείχαν  κίνδυνο τραυματισμού των ίδιων ή των άλλων, ιδίως λόγω της ψυχιατρικής τους κατάστασης.

Το Δικαστήριο σημείωσε, ωστόσο, ότι οι εκθέσεις εμπειρογνωμόνων που είχαν συνταχθεί από το 2018 ήταν πολύ πιο λεπτομερείς και ότι οι αποφάσεις των αρχών έδωσαν συγκεκριμένους και πιο εμπεριστατωμένους λόγους στην απόφασή τους για την διατήρηση του μέτρου εγκλεισμού. Αυτές οι αξιολογήσεις και οι αποφάσεις που περιλαμβάνονται στη δικογραφία απέδειξαν ότι οι εθνικές αρχές είχαν επαληθεύσει κατά πόσο οι ψυχικές διαταραχές των προσφευγόντων επέμειναν ή αν είχαν σταθεροποιηθεί. Διαπίστωσαν ότι η ψυχιατρική κατάσταση των προσφευγόντων απαιτούσε τη διατήρηση του μέτρου αλλά αυτές οι αποφάσεις δεν απέδειξαν ότι είχε πραγματοποιηθεί αξιολόγηση σχετικά με το επίπεδο κινδύνου που ενδέχεται να θέσουν οι προσφεύγοντες στον εαυτό τους ή στους άλλους.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παράβαση του άρθρου 5 § 1 της Σύμβασης.

Άρθρο 8

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η αναγκαστική χορήγηση φαρμάκων αντιπροσωπεύει σοβαρή παρέμβαση στη σωματική ακεραιότητα ενός ατόμου και, συνεπώς, έπρεπε να βασίζεται σε έναν «νόμο» που εγγυάται κατάλληλες εγγυήσεις κατά της αυθαιρεσίας.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το μέτρο περιορισμού που επιβλήθηκε στους προσφεύγοντες με την απόφαση της 10.11.2014 είχε βασιστεί στις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα και του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, και ότι είχε επομένως βάση στο ρουμανικό δίκαιο.

Ωστόσο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι καμία από τις σχετικές νομικές διατάξεις στην παρούσα υπόθεση δεν καθόρισε το καθεστώς που εφαρμόζεται σχετικά με την αποτελεσματική ιατρική θεραπεία ψυχικών ασθενειών. Τα κείμενα δεν ρύθμιζαν το πλαίσιο εντός του οποίου θα έπρεπε να φροντίζονται άτομα που υπόκεινται σε μέτρο ασφαλείας εντός των ψυχιατρικών νοσοκομείων, δεν διευκρίνιζαν ποιος δικαιούται να αποφασίσει για την κατάλληλη θεραπεία και δεν καθόριζαν τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να χορηγηθεί η θεραπεία, ιδιαίτερα όταν ένας ασθενής δεν ήθελε να δεχτεί την προβλεπόμενη θεραπεία. Επιπλέον, αυτά τα κείμενα δεν ανέφεραν τη δυνατότητα άσκησης έφεσης κατά ιατρικής απόφασης σχετικά με το φάρμακο που πρέπει να χορηγηθεί. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι προσφεύγοντες δεν είχαν κανένα ένδικο μέσο διαθέσιμο  βάσει του οποίου θα μπορούσαν να απαιτήσουν από ένα δικαστήριο να αποφανθεί για τη νομιμότητα, συμπεριλαμβανομένης της αναλογικότητας, της αναγκαστικής χορήγησης φαρμάκων, ή τη διακοπή χορήγησης του εν λόγω φαρμάκου.

Τέλος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι και οι δύο προσφεύγοντες τέθηκαν υπό καθεστώς δικαστικής συμπαράστασης. Αυτό το θέμα έγειρε ερωτήσεις σχετικά με τη σοβαρότητα των ψυχικών τους διαταραχών και την ικανότητά τους να παρέχουν ενημερωμένη συγκατάθεση  στη χορήγηση της θεραπείας που τους είχε συνταγογραφηθεί. Ωστόσο, δεν διαφαίνεται οι ισχύουσες νομικές διατάξεις να ρυθμίζουν το ζήτημα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο λαμβάνονταν η συγκατάθεση των ατόμων ή τη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθείται σε περίπτωση που τα άτομα αυτά αρνούνται να υποβληθούν σε θεραπεία.

Εν κατακλείδι, το Δικαστήριο έκρινε ότι ακόμη και αν το προσβαλλόμενο μέτρο είχε βάση στο ρουμανικό δίκαιο, η απουσία επαρκών εγγυήσεων έναντι της αναγκαστικής φαρμακευτικής αγωγής είχε στερήσει από τους προσφεύγοντες τον ελάχιστο βαθμό προστασίας που δικαιούνταν σε μια δημοκρατική κοινωνία. Υπό τις ανωτέρω συνθήκες το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να ειπωθεί ότι η εν λόγω παρέμβαση ήταν «σύμφωνη με το νόμο» όπως απαιτείται από το άρθρο 8 § 2 της Σύμβασης.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8 της Σύμβασης).

Άρθρο 34

Το Δικαστήριο γνώριζε ότι οι προσφεύγοντες ήταν ευάλωτα άτομα. Ωστόσο, το γεγονός ότι οι διαδικασίες δικαστικής συμπαράστασης είχαν κινηθεί όσον αφορά τους προσφεύγοντες,   δεν ανέρχονταν σε μια μορφή παράνομης και απαράδεκτης πίεσης που παρεμπόδισε το δικαίωμα της ατομικής προσφυγής.  Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το κράτος δεν παρέβη τις υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 34.

Άρθρο 38

Αν και τα έγγραφα που παρείχε η Κυβέρνηση δεν ασχολήθηκαν εξαντλητικά με όλες τις διαδικασίες, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ελλιπής φύση αυτών των πληροφοριών δεν το εμπόδισε να εξετάσει την υπόθεση. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι  το εναγόμενο κράτος δεν παρέλειψε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 38 της Σύμβασης.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Ρουμανία έπρεπε να καταβάλει στους προσφεύγοντες 16.300 ευρώ για ηθική βλάβη  και 5.150 ευρώ για δαπάνες και έξοδα (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες