Αυτοκτονία μετά από ανάκριση μάρτυρα στην αστυνομία σε υπόθεση ναρκωτικών. Μη αποτελεσματική έρευνα. Παραβίαση δικαιώματος στη ζωή

ΑΠΟΦΑΣΗ

Edzgveradze κατά Γεωργίας της 20.01.2022 (αρ. προσφ. 59333/16)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δικαίωμα στη ζωή. Διαδικαστικό σκέλος. Αποτελεσματική έρευνα. Αυτοκτονία μετά από αστυνομική ανάκριση για κατοχή κάνναβης.

Η προσφεύγουσα, υπήκοος Γεωργίας, κατήγγειλε ότι ο σύζυγός της αυτοκτόνησε εξαιτίας προηγούμενης ανάκρισης σε αστυνομικό τμήμα. Η ανάκριση αφορούσε υπόθεση κατοχής κάνναβης. Συγκεκριμένα, το έτος 2013 ένας φίλος του συζύγου της συνελήφθη για κατοχή κάνναβης όταν ένα πακέτο βρέθηκε κοντά στο αυτοκίνητό του στο συνεργείο αυτοκινήτων όπου εργαζόταν. Ο σύζυγος της προσφεύγουσας ήταν με τον φίλο του τη στιγμή της σύλληψης και πήγε στο αστυνομικό τμήμα να δώσει κατάθεση μετά από αίτημα των αστυνομικών. Ο ίδιος επιβεβαίωσε ότι το πακέτο που βρέθηκε κοντά στο αυτοκίνητο περιείχε κάνναβη και ότι ο φίλος του του το είχε δείξει πριν το πετάξει για να μην το βρουν οι αστυνομικοί. Ανέφερε ότι ο φίλος του σκόπευε να του δώσει την ουσία, καθώς και ο ίδιος είχε καταναλώσει δέκα μέρες νωρίτερα.

Μετά από αυτήν την κατάθεση και έχοντας αποκαλύψει στους οικείους του την πρόθεσή του να αυτοκτονήσει, έφυγε από το σπίτι και αγνοείτο για αρκετές ώρες. Η σύζυγός του – και προσφεύγουσα – ζήτησε από τις αστυνομικές αρχές να τον ψάξουν. Λίγη ώρα μετά βρέθηκε το σώμα του κρεμασμένο από δέντρο. Κατόπιν των γεγονότων αυτών άνοιξε από τις αστυνομικές και τις εισαγγελικές αρχές νέα έρευνα για τα αίτια τα οποία τον οδήγησαν στην αυτοκτονία. Τόσο η σύζυγος όσο και ο φίλος του ισχυρίστηκαν ότι ο θανών είχε υποστεί λεκτική και σωματική βία για να αναγκαστεί να καταθέσει κατά του φίλου του, ουσιαστικά ενοχοποιώντας τον.

Επικαλούμενη το άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή) της ΕΣΔΑ, η προσφεύγουσα κατήγγειλε ότι οι αρχές απέτυχαν να αποτρέψουν την αυτοκτονία του συζύγου της και ότι δεν διενεργήθηκε αποτελεσματική έρευνα σχετικά με την αυτοκτονία.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε ότι η εν λόγω υπόθεση έπρεπε να διερευνηθεί από την εισαγγελία και όχι από τη Γενική Επιθεώρηση του Υπουργείου Εσωτερικών. Ωστόσο μόλις δύο μήνες αργότερα ανέλαβε την έρευνα η εισαγγελία. Ο εισαγγελέας σημείωσε ότι τα διαθέσιμα στοιχεία στη δικογραφία δεν απέδειξαν ότι είχε ασκηθεί πίεση από την αστυνομία. Το σημαντικότερο είναι ότι ο εισαγγελέας δεν φάνηκε να λαμβάνει υπόψη τις καταθέσεις της προσφεύγουσας αλλά και φίλων του συζύγου της αναφορικά με την κακομεταχείρισή του κατά τη διάρκεια της ανάκρισης και στηρίχθηκε μόνο στα πορίσματα της αστυνομίας. Αναπάντητο έμεινε, ακόμη, το ερώτημα γιατί ένα άτομο χωρίς προηγούμενες προθέσεις αυτοκτονίας, ψυχολογικά ή άλλα εμφανή προβλήματα θα αυτοκτονούσε μετά από μια απλή ανάκριση από την αστυνομία.

Το Δικαστήριο δεν αγνόησε το γεγονός ότι δεν δόθηκε η δυνατότητα στην προσφεύγουσα, λόγω του ότι δεν της αναγνωρίστηκε η δικονομική ιδιότητα του θύματος, να ασκήσει έφεση κατά της αποφάσης της εισαγγελίας. Συνεπώς, η έρευνα δεν εξυπηρέτησε επαρκώς τη διασφάλιση των έννομων συμφερόντων των συγγενών του συζύγου.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα στη ζωή, διαδικαστικό σκέλος) και επιδίκασε ποσό 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 2

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα, Zizi Edzgveradze, είναι υπήκοος της Γεωργίας, η οποία γεννήθηκε το 1982 και ζει στην Τιφλίδα. Το 2013 ένας φίλος του συζύγου της συνελήφθη για κατοχή κάνναβης όταν ένα πακέτο βρέθηκε κοντά στο αυτοκίνητο του τελευταίου στο συνεργείο αυτοκινήτων όπου εργαζόταν. Ο σύζυγος της προσφεύγουσας ήταν με τον φίλο του τη στιγμή της σύλληψης και πήγε στο αστυνομικό τμήμα να δώσει κατάθεση μετά από αίτημα των αστυνομικών. Ο ίδιος επιβεβαίωσε ότι το πακέτο που βρέθηκε κοντά στο αυτοκίνητο περιείχε κάνναβη και ότι ο φίλος του του το είχε δείξει πριν το πετάξει για να μην το βρουν οι αστυνομικοί. Ανέφερε ότι ο φίλος του σκόπευε να του δώσει την ουσία, καθώς και ο ίδιος είχε καταναλώσει δέκα μέρες νωρίτερα.

Στις 6 Ιουλίου 2013 ο σύζυγος έφυγε νωρίς από το σπίτι. Σε διαφορετικές ώρες μέσα στη μέρα ήρθε σε επαφή με την προσφεύγουσα και άλλα τρία άτομα. Καθώς είχε ήδη αποκαλύψει σε ένα φίλο την πρόθεσή του να αυτοκτονήσει (στην τεχνητή λίμνη της Τιφλίδας), η προσφεύγουσα και οι υπόλοιποι φίλοι του άρχισαν να τον αναζητούν. Το μεσημέρι της ίδιας ημέρας η προσφεύγουσα και ένας γείτονάς της κάλεσαν τις υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης, δηλώνοντας πως ο σύζυγος είχε χαθεί στη θάλασσα της Τιφλίδας και ζήτησαν τη βοήθεια της αστυνομίας για τον εντοπισμό του. Ωστόσο αρχικά παρέλειψαν να αναφέρουν ότι είχε πρόθεση να αυτοκτονήσει ή ότι είχε ανακριθεί από την αστυνομία την προηγούμενη μέρα. Λίγη ώρα αργότερα ένας περαστικός βρήκε το νεκρό σώμα του συζύγου της προσφεύγουσας να κρέμεται από ένα δέντρο.

Την ίδια ημέρα το αστυνομικό τμήμα, στην τοπική δικαιοδοσία του οποίου βρέθηκε το σώμα του συζύγου της προσφεύγουσας, ξεκίνησε έρευνα για πιθανή υποκίνηση σε αυτοκτονία. Την επομένη ο Εισαγγελέας ανέκρινε τον φίλο του συζύγου. Αυτός ανέφερε ότι κατά την προγενέστερη ανάκριση δεν είχαν υποστεί σωματική βία.

Δύο ημέρες αργότερα η προσφεύγουσα έδωσε κατάθεση, στην οποία ισχυρίστηκε ότι ο σύζυγός της της είχε πει πως είχε υποστεί λεκτική και σωματική βία στο αστυνομικό τμήμα για να αναγκαστεί να ενοχοποιήσει τον φίλο του. Ακολούθησαν πολλές έρευνες και αναφορές τόσο της αστυνομίας όσο και της εισαγγελίας, καθώς και ανακρίσεις του στενού του περιβάλλοντος για να διαλευκανθεί το ζήτημα του αν υπέστη κάποιας μορφής βία πριν αυτοκτονήσει.

Επικαλούμενη το άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή) της ΕΣΔΑ, η προσφεύγουσα κατήγγειλε ότι οι αρχές απέτυχαν να αποτρέψουν την αυτοκτονία του συζύγου της και ότι δεν διενεργήθηκε αποτελεσματική έρευνα σχετικά με την αυτοκτονία.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου παρατήρησε ότι οι αρχές ξεκίνησαν έρευνα αμέσως και αυτεπαγγέλτως. Επίσης πράγματι ελήφθησαν ορισμένα σχετικά με την υπόθεση και έγκαιρα ερευνητικά μέτρα.

Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η υποτιθέμενη σχέση μεταξύ της αυτοκτονίας του συζύγου της προσφεύγουσας και της ανάκρισής του από την αστυνομία μια μέρα νωρίτερα ήταν εμφανής – τουλάχιστον από τη στιγμή που η προσφεύγουσα έδωσε την επίσημη κατάθεσή της στον ανακριτή – και παρόλο που η σχετική υπουργική απόφαση προέβλεπε ότι τα εγκλήματα που φέρονται να διέπραξαν αστυνομικοί έπρεπε να διερευνώνται από εισαγγελική αρχή, ο εισαγγελέας ανέθεσε την έρευνα στη Γενική Επιθεώρηση του Υπουργείου Εσωτερικών. Μόλις δύο μήνες αργότερα ανέλαβε την έρευνα η εισαγγελία – ακριβώς, όπως φαίνεται, με βάση την προηγούμενη αναφορά της προσφεύγουσας που συνδέει την ανάκριση του συζύγου και την επακόλουθη αυτοκτονία του. Το Δικαστήριο επαναλαμβάνει ότι το άρθρο 2 της ΕΣΔΑ δεν απαιτεί τα πρόσωπα και οι φορείς που είναι υπεύθυνοι για την έρευνα να απολαμβάνουν πλήρους ανεξαρτησίας, αλλά να είναι επαρκώς ανεξάρτητοι από τα πρόσωπα και τις δομές των οποίων η ευθύνη είναι πιθανό να αναληφθεί. Ταυτόχρονα, σημειώνει ότι μια σειρά από σημαντικά ανακριτικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της ανάκρισης των αστυνομικών που εμπλέκονται στα καταγγελλόμενα γεγονότα, εφαρμόστηκαν από ανακριτές θεσμικού οργάνου συνδεδεμένου με την αστυνομία.

Η επάρκεια του βαθμού ανεξαρτησίας μιας έρευνας αξιολογείται υπό το φως όλων των σχετικών περιστάσεων, οι οποίες είναι συγκεκριμένες και ειδικές για κάθε περίπτωση. Ως προς αυτό, το Δικαστήριο τονίζει τον ισχυρισμό της Κυβέρνησης ότι η ανεξαρτησία της Γενικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Εσωτερικών αποδείχθηκε από το γεγονός ότι το 2013 οι έρευνες που διεξήγαγε οδήγησαν σε διώξεις κατά υπαλλήλων του Υπουργείου Εσωτερικών. Περαιτέρω, και εν πάση περιπτώσει, η έρευνα ανατέθηκε στη συνέχεια σε εισαγγελία και πραγματοποιήθηκαν εκ νέου διάφορα ανακριτικά μέτρα, με δυνατότητα αποκατάστασης εικαζόμενων ελλείψεων στην ποινική έρευνα που διεξήγαγε η Γενική Επιθεώρηση. Δεδομένων αυτών των συνθηκών, στο Δικαστήριο εναπόκειται να εκτιμήσει κατά πόσον η έρευνα, αφού αναλήφθηκε από τον εισαγγελέα, ήταν επαρκώς ενδελεχής.

Ως προς αυτό, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η έρευνα περατώθηκε λόγω του συμπεράσματος ότι δεν είχε διαπραχθεί κανένα έγκλημα. Ο εισαγγελέας σημείωσε ότι τα διαθέσιμα στοιχεία στη δικογραφία δεν απέδειξαν ότι είχε ασκηθεί πίεση στον σύζυγο της προσφεύγουσας κατά την ανάκρισή του από την αστυνομία. Αυτό το συμπέρασμα βασίστηκε, μεταξύ άλλων, στις δηλώσεις του φίλου του συζύγου της προσφεύγουσας που σημείωνε ότι δεν είχε δει προσωπικά τον σύζυγο της προσφεύγουσας να υφίσταται κακομεταχείριση. Ωστόσο, οι ίδιες δηλώσεις ανέφεραν επίσης ότι ο σύζυγος της προσφεύγουσας είχε πάει σε ειδικό δωμάτιο μόνος του για περίπου 40 λεπτά και ότι ο φίλος του δεν γνώριζε τι είχε συμβεί κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Οι καταθέσεις των αστυνομικών που ελήφθησαν από τους ανακριτές της Γενικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Εσωτερικών, τις οποίες ο εισαγγελέας αποδέχθηκε χωρίς να ανακρίνει εκ νέου τα σχετικά πρόσωπα, δεν αναφέρονταν ρητά σε αυτό το στοιχείο της κατάθεσης του φίλου του συζύγου, και ούτε το θέμα αυτό ερευνήθηκε περαιτέρω από τη Γενική Επιθεώρηση. Επιπλέον, η κατάθεση που έδωσε στον εισαγγελέα ο γείτονας της προσφεύγουσας ότι ο σύζυγός της της είχε πει ότι ο ίδιος ότι είχε ενημερωθεί για ορισμένες μυστικές ηχογραφήσεις (που τον είχαν παρακινήσει να καταθέσει εναντίον του φίλου του),  δεν εξετάστηκε περεταίρω. Σε σχέση με αυτό, το Δικαστήριο του Στρασβούργου επαναλαμβάνει την υποχρέωση των αρχών να καταβάλουν σοβαρή προσπάθεια για να μάθουν τι συνέβη, μεταξύ άλλων, λαμβάνοντας όλα τα εύλογα μέτρα για την εξασφάλιση των αποδεικτικών στοιχείων σχετικά με το συμβάν.

Υπό αυτές τις συνθήκες, η ποινική έρευνα άφησε αναπάντητα καθοριστικά ερωτήματα, δηλαδή εάν ο σύζυγος μεταφέρθηκε πράγματι σε ξεχωριστό δωμάτιο και, αν ναι, τι συνέβη εκεί. Επιπλέον, το πιο αξιοσημείωτο κενό της έρευνας ήταν το γεγονός ότι δεν προσέφερε καμία απάντηση ως προς το γιατί ένα άτομο χωρίς προηγούμενες προθέσεις αυτοκτονίας, ψυχολογικά ή άλλα εμφανή προβλήματα θα αυτοκτονούσε μετά από μια απλή ανάκριση από την αστυνομία.

Υπό το πρίσμα των προαναφερθέντων, το ΕΔΔΑ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εξέταση από τις αρχές των περιστάσεων γύρω από την αυτοκτονία του συζύγου της προσφεύγουσας δεν ήταν διεξοδική, γεγονός που υπονόμευσε τη συνολική αποτελεσματικότητα της ποινικής έρευνας.

Το Δικαστήριο παρατήρησε επιπλέον ότι η έρευνα ξεκίνησε στις 6 Ιουλίου 2013 και περατώθηκε στις 25 Μαρτίου 2016 – περίοδος ελαφρώς μεγαλύτερη των δύο ετών και οκτώ μηνών. Ωστόσο, δεν ελήφθησαν ανακριτικά μέτρα μεταξύ Νοεμβρίου 2014 και Μαρτίου 2016 και η κυβέρνηση δεν παρείχε καμία εξήγηση σχετικά με αυτήν την περίοδο φαινομενικής αδράνειας.

Τέλος, ενώ η προσφεύγουσα είχε την ευκαιρία να συμβουλευτεί το ερευνητικό υλικό μία φορά, και δεν κατήγγειλε ρητά στο Δικαστήριο οποιαδήποτε αδυναμία να συμμετάσχει αποτελεσματικά στη διαδικασία, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αγνοήσει το γεγονός ότι δεν μπόρεσε, λόγω του ότι δεν της αναγνωρίστηκε η δικονομική ιδιότητα του θύματος, να ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως της εισαγγελίας. Συνεπώς, η έρευνα δεν εξυπηρέτησε επαρκώς τη διασφάλιση των έννομων συμφερόντων των συγγενών του συζύγου.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, το ΕΔΔΑ θεώρησε ότι οι εγχώριες αρχές απέτυχαν να διεξαγάγουν αποτελεσματική έρευνα για την αυτοκτονία του συζύγου της προσφεύγουσας και συνεπώς διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στην προσφεύγουσα 3.000 ευρώ για ηθική βλάβη.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες