Αυτοκτονία ασθενούς σε ψυχιατρείο. Δεν διαπιστώθηκε ιατρική αμέλεια και ελλιπή φροντίδα. Μη παραβίαση δικαιώματος στη ζωή

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ražnatović κατά Μαυροβουνίου της 02.09.2021 (αρ. προσφ. 14742/18)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Δικαίωμα στη ζωή και θετικές υποχρεώσεις του κράτους για προστασία των ασθενών.

Ευθύνη των αρχών για την προστασία των ψυχικά ασθενών ατόμων που νοσηλεύονται σε κλινικές. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η ουσία της ΕΣΔΑ είναι ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ελευθερίας. Από την άποψη αυτή, οι αρχές πρέπει να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους κατά τρόπο συμβατό με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του ενδιαφερόμενου χωρίς να παραβιάζουν την προσωπική αυτονομία. Τα υπερβολικά περιοριστικά μέτρα ενδέχεται να δημιουργήσουν ζητήματα σύμφωνα με τα άρθρα 3, 5 και 8 της Σύμβασης.

Στην υπόθεση αυτή η μητέρα και σύζυγος των προσφευγόντων αυτοκτόνησε κατά την διάρκεια εκούσιας νοσηλείας της σε ψυχιατρική κλινική .

Το ΕΔΔΑ  με βάση τα κλινικά αρχεία το νοσοκομείου διαπίστωσε ότι την ημέρα του συμβάντος δεν είχαν σημειωθεί ανησυχητικά σημάδια στη συμπεριφορά της αυτόχειρος,   τουναντίον είχε λάβει την τακτική της θεραπεία και είχε βγει για βόλτα, μαζί με έναν άλλο ασθενή. Η εν λόγω εκτίμηση έγινε δεκτή από τα εθνικά δικαστήρια.

Δεδομένου ότι δεν παρασχέθηκαν πειστικά στοιχεία που θα μπορούσαν να οδηγήσουν το Δικαστήριο να απομακρυνθεί από τα πορίσματα των εθνικών δικαστηρίων, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι υπήρχε άμεσος κίνδυνος στη ζωή της MR την ημέρα που αυτοκτόνησε. Κατά συνέπεια δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 2 της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 2

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες, Dejan Ražnatović, Darko Ražnatović και Radojica Ražnatović, είναι υπήκοοι Μαυροβούνιου, οι οποίοι γεννήθηκαν το 1980, 1987 και 1952 αντίστοιχα και ζουν στην Ποντγκόριτσα.

Η μητέρα και σύζυγος των προσφευγόντων, M.R. (γεννημένη το 1955), διαγνώστηκε με κατάθλιψη το 1999.

Η υπόθεση αφορά την αυτοκτονία της M.R., της συζύγου και μητέρας των προσφευγόντων, ενώ νοσηλεύονταν σε δημόσιο  ψυχιατρείο στις 14 Φεβρουαρίου 2007. Σε όλο το προηγούμενο διάστημα από την διάγνωση της κατάθλιψης είχε νοσηλευτεί σε διάφορα νοσοκομεία και είχε επιχειρήσει  πολλές φορές να αυτοκτονήσει.

Στηριζόμενοι στο άρθρο 2 (δικαίωμα στη ζωή) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, οι προσφεύγοντες  διαμαρτυρήθηκαν ότι οι αρχές απέτυχαν να λάβουν εύλογα μέτρα για να αποτρέψουν την αυτοκτονία της.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι το προσωπικό του νοσοκομείου γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η M.R διέτρεχε πραγματικό και άμεσο κίνδυνο αυτοκτονίας και ότι απέτυχαν να πράξουν ό, τι εύλογα θα περίμενε κάποιος από αυτούς για να αποτρέψουν αυτόν τον κίνδυνο. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκαν ότι έπρεπε να είχε χορηγηθεί ισχυρότερο ηρεμιστικό στην M.R. και ότι θα έπρεπε να είχαν χρησιμοποιηθεί και άλλα μέτρα περιορισμού.

Η παρούσα υπόθεση μοιάζει πολύ με την προαναφερθείσα Fernandes de Oliveira. Στην υπόθεση Fernandes de Oliveira (4 124), το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρχές είχαν ένα γενικό επιχειρησιακό καθήκον (το λεγόμενο καθήκον Osman) σε σχέση με έναν ασθενή της ψυχιατρικής πτέρυγας, που εισήχθη εκούσια στην κλινική, να λάβουν εύλογα μέτρα για να τον προστατεύσουν από έναν πραγματικό και άμεσο κίνδυνο αυτοκτονίας. Περαιτέρω έκρινε ότι τα απαιτούμενα ειδικά μέτρα εξαρτιόνταν από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της περίπτωσης και οι συγκεκριμένες αυτές συνθήκες συχνά διέφεραν  ανάλογα με το αν ο ασθενής νοσηλεύονταν  οικειοθελώς ή ακούσια. Μπορούσε να εφαρμοστεί αυστηρότερο πρότυπο ελέγχου, κατά την εκτίμηση του Δικαστηρίου, στην περίπτωση ακούσιας νοσηλείας.

Συνεπώς, το Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει εάν οι αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι η MR διέτρεχε πραγματικό και άμεσο κίνδυνο αυτοκτονίας και, αν ναι, αν έκαναν όλα όσα εύλογα θα περίμεναν από αυτούς για να αποτρέψουν αυτόν τον κίνδυνο θέτοντας διαθέσιμα περιοριστικά μέτρα . Το Δικαστήριο έπρεπε να λάβει  υπόψη τις διαδικαστικές επιλογές που έπρεπε να υιοθετηθούν ως προς τις προτεραιότητες και τους πόρους για την παροχή δημόσιας υγειονομικής περίθαλψης και ορισμένων άλλων δημόσιων υπηρεσιών με τον ίδιο τρόπο που έλαβε υπόψη τις δυσκολίες που συνεπάγεται η αστυνόμευση των σύγχρονων κοινωνιών.

Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η ίδια η ουσία της Σύμβασης είναι ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της ανθρώπινης ελευθερίας. Από την άποψη αυτή, οι αρχές πρέπει να εκπληρώνουν τα καθήκοντά τους κατά τρόπο συμβατό με τα δικαιώματα και τις ελευθερίες του ενδιαφερόμενου ατόμου και κατά τρόπο που να μειώνει τις πιθανότητες αυτοτραυματισμού, χωρίς να παραβιάζει την προσωπική αυτονομία. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι τα υπερβολικά περιοριστικά μέτρα ενδέχεται να δημιουργήσουν ζητήματα σύμφωνα με τα άρθρα 3, 5 και 8 της Σύμβασης.

Για να διαπιστωθεί εάν οι αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι η ζωή ενός συγκεκριμένου ατόμου υπόκειται σε πραγματικό και άμεσο κίνδυνο, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ορισμένους παράγοντες, όπως ιστορικό προβλημάτων ψυχικής υγείας, σοβαρότητα της ψυχικής κατάστασης, προηγούμενες απόπειρες αυτοκτονίας ή αυτοτραυματισμού, σκέψεις αυτοκτονίας ή απειλές και σημάδια σωματικής ή ψυχικής δυσφορίας.

Συναφώς, το Δικαστήριο πρέπει να είναι επιφυλακτικό όταν αναλαμβάνει τον ρόλο ενός πρωτόδικου δικαστηρίου, όταν αυτό δεν είναι αναπόφευκτο από τις συνθήκες μιας συγκεκριμένης υπόθεσης . Κατά γενικό κανόνα, όταν έχει λάβει χώρα εσωτερική διαδικασία, δεν είναι καθήκον του Δικαστηρίου να υποκαταστήσει τη δική του εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών με εκείνη των εθνικών δικαστηρίων και εναπόκειται στο τελευταίο να διαπιστώσει τα πραγματικά περιστατικά βάσει των αποδεικτικών στοιχείων που έχουν στη διάθεσή τους. Παρόλο που το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από τα πορίσματα των εθνικών δικαστηρίων και παραμένει ελεύθερο να εκτιμήσει υπό το φως όλου του υλικού που έχει στη διάθεσή του, σε κανονικές συνθήκες απαιτεί την ύπαρξη πειστικών στοιχείων ώστε να απομακρυνθεί από τα πραγματικά περιστατικά στα οποία κατέληξαν τα εσωτερικά δικαστήρια .

Εξετάζοντας πρώτα στο ιστορικό των προβλημάτων ψυχικής υγείας της MR, είναι ξεκάθαρο ότι υπέφερε από κατάθλιψη για μεγάλο χρονικό διάστημα και ότι είχε νοσηλευτεί σε διάφορα ψυχιατρικά ιδρύματα, εκουσίως, σε πολλές περιπτώσεις.

Όσον αφορά τις αυτοκτονικές σκέψεις ή απειλές, το Δικαστήριο σημείωσε  ότι οι διάδικοι στην εθνική διαδικασία δεν αμφισβήτησαν το γεγονός ότι η MR είχε επιχειρήσει να αυτοκτονήσει τρεις φορές, στις 31 Δεκεμβρίου 2001 και στις 6 και 19 Δεκεμβρίου 2006, κάθε φορά στην οικία της. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι, κατά την τελευταία της παραμονή στην ψυχιατρική Κλινική της Ποντγκόριτσα, η MR είχε την άδεια να επιστρέψει στο σπίτι για να περάσει χρόνο με την οικογένειά της σε δύο περιπτώσεις επειδή το νοσοκομείο θεώρησε ότι ο κίνδυνος που θα μπορούσε να θέσει στον εαυτό της είχε μειωθεί. Τέλος, στηριζόμενοι στην κατάθεση του ψυχιάτρου που παρακολουθούσε τη Μ.Ρ., τα εγχώρια δικαστήρια διαπίστωσαν ότι η Μ.Ρ. δεν είχε εμφανίσει σημάδια αυτοκτονικών σκέψεων την τελευταία ημέρα της ζωής της.

Όσον αφορά τα σημάδια σωματικής ή ψυχικής δυσφορίας, με βάση τα κλινικά αρχεία για τις 14 Φεβρουαρίου 2007, τα εγχώρια δικαστήρια διαπίστωσαν ότι δεν είχαν σημειωθεί ανησυχητικά σημάδια στη συμπεριφορά της M.R. Αξιοσημείωτο, είναι ότι αφού κοιμήθηκε μερικές ώρες, περίπου στις 3 μ.μ. είχε λάβει την τακτική της θεραπεία και είχε βγει για βόλτα, μαζί με έναν άλλο ασθενή. Ο ψυχίατρος που την παρακολουθούσε εξήγησε ότι όλοι οι ασθενείς είχαν απεριόριστη πρόσβαση στους εξωτερικούς χώρους του νοσοκομείου κατά τις ώρες επισκέψεων και ότι συνήθως επωφελούνταν από αυτήν την ευκαιρία. Η εν λόγω εκτίμηση έγινε δεκτή από τα εθνικά δικαστήρια.

Δεδομένου ότι δεν παρασχέθηκαν πειστικά στοιχεία που θα μπορούσαν να οδηγήσουν το Δικαστήριο να απομακρυνθεί από τα πορίσματα των εθνικών δικαστηρίων, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι αρχές γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν ότι υπήρχε άμεσος κίνδυνος στη ζωή της MR στις 14 Φεβρουαρίου 2007.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν χρειάστηκε να αξιολογήσει το δεύτερο μέρος των προϋποθέσεων Osman/Keenan, δηλαδή αν οι αρχές είχαν λάβει τα μέτρα που εύλογα θα περίμενε κάποιος από αυτές .

Βάσει των ανωτέρω έκρινε ομόφωνα ότι  δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 2 της Σύμβασης. (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες