Προσωρινή κράτηση για χρήση εφαρμογής ανταλλαγής μηνυμάτων την περίοδο πραξικοπήματος στην Τουρκία, χωρίς αποδείξεις! Παραβίαση της προσωπικής ελευθερίας

ΑΠΟΦΑΣΗ

Akgün κατά Τουρκίας της 20.07.2021 (αρ. προσφ. 19699/18)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Προσωρινή κράτηση 15μηνών για χρήση εφαρμογής ανταλλαγής μηνυμάτων χωρίς περαιτέρω αποδείξεις. Επαρκής αιτιολογία για προσωρινή κράτηση. Προσωπική ελευθερία και ασφάλεια.

Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στην Τουρκία τον Ιούλιο 2016, η χώρα κηρύχθηκε σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και ζήτησε την παρέκκλιση από την Σύμβαση. Ο προσφεύγων συνελήφθη και κρατήθηκε προσωρινά από τις 17 Οκτωβρίου 2016 έως τις 11 Ιανουαρίου 2018, ως ύποπτος για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση επειδή χρησιμοποίησε την εφαρμογή Bylock, σύστημα ανταλλαγής μηνυμάτων που χρησιμοποιούνταν και από το FETÖ/PDY (φερόμενη ως τρομοκρατική οργάνωση). Κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο δεν υπήρχε εναντίον του. Τα εγχώρια δικαστήρια και το Συνταγματικό δικαστήριο απέρριψαν τις προσφυγές του για άρση της προσωρινής κράτησης. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση του άρθρου 5 της ΕΣΔΑ.

Το Στρασβούργο επανέλαβε ότι επιτρέπεται η στέρηση της ελευθερίας για τους σκοπούς του άρθρου 5 παράγραφος 1 στ. γ όταν υπάρχει εύλογη υποψία ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε αδίκημα.

Ωστόσο στην παρούσα υπόθεση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι από την απόφαση με την οποία τέθηκε υπό κράτηση ο προσφεύγων,  το εγχώριο  δικαστήριο  απλώς ανέφερε τη διατύπωση του άρθρου 100 του Π.Κ.  χωρίς να προσδιορίσει ποια ήταν ακριβώς η «συγκεκριμένη απόδειξη που δημιουργούσε μια ισχυρή υποψία». Έκρινε ότι, ελλείψει άλλων αποδεικτικών στοιχείων ή πληροφοριών, το εν λόγω έγγραφο, το οποίο δήλωνε απλώς ότι ο προσφεύγων ήταν χρήστης του ByLock, δεν μπορούσε, από μόνο του, να αποδείξει ότι υπήρχαν εύλογες υποψίες με τρόπο που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με τα φερόμενα αδικήματα.  Δεδομένου ότι η απαίτηση της εύλογης υποψίας για την προσωρινή κράτηση δεν ήταν ένα μέτρο κατά παρέκκλιση από τη Σύμβαση στην κατάσταση έκτακτης ανάγκης που είχε κηρυχθεί η Τουρκία, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 § 1 της Σύμβασης λόγω της έλλειψης εύλογης υποψίας, κατά την αρχική προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος, ότι είχε διαπράξει το αδίκημα.

Ακολούθως  έκρινε ότι υπήρξε επίσης παραβίαση του άρθρου 5 § 3 της Σύμβασης όσον αφορά την έλλειψη  επαρκούς αιτιολογίας για την προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος.

Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι ούτε ο προσφεύγων ούτε ο δικηγόρος του είχαν επαρκή πρόσβαση στα αποδεικτικά στοιχεία της δικογραφίας τα οποία ήταν απαραίτητα για την προσφυγή κατά της προσωρινής κράτησης, κατά συνέπεια  υπήρχε επίσης παραβίαση του άρθρου 5 § 4 της Σύμβασης.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Τουρκία έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 5§1,

Άρθρο 5§3,

Άρθρο 5§4

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Tekin Akgün, είναι Τούρκος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1979 και ζει στην Άγκυρα.

Κατά τη διάρκεια της νύχτας από τις 15 έως τις 16 Ιουλίου 2016, μια ομάδα μελών των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων οι οποίοι αυτοαποκαλούνται  «Συμβούλιο Ειρήνης στο Εσωτερικό» προσπάθησαν να πραγματοποιήσουν ένα στρατιωτικό πραξικόπημα με στόχο την ανατροπή του Κοινοβουλίου, της Κυβέρνησης και του Προέδρου της Τουρκίας. Τη νύχτα εκείνη, 251 άνθρωποι σκοτώθηκαν και 2.194 τραυματίστηκαν. Την επομένη μετά την απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος, οι εθνικές αρχές κατηγόρησαν το δίκτυο που συνδέεται με τον Fetullah Gülen, που ζει στην Πενσυλβάνια (Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής) και θεωρείται ο υποτιθέμενος ηγέτης του FETÖ / PDY. Στις 16 Ιουλίου 2016 το Γραφείο Εγκλημάτων κατά της Συνταγματικής Τάξης του γραφείου της εισαγγελίας της Άγκυρας  ξεκίνησε ποινική έρευνα.

Στις 20 Ιουλίου 2016, η κυβέρνηση κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης για περίοδο τριών μηνών από τις 21 Ιουλίου 2016.  Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης παρατάθηκε στη συνέχεια για περαιτέρω περίοδο τριών μηνών από το Συμβούλιο Υπουργών. Ταυτόχρονα, οι τουρκικές αρχές κοινοποίησαν στον Γενικό Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης για παρέκκλιση από τη Σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 15 (παρέκκλιση σε περίπτωση έκτακτης ανάγκης). Στις 18 Ιουλίου 2018 καταργήθηκε η κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

Στις 17 Οκτωβρίου 2016, ο κ. Akgün, πρώην αστυνομικός, ανακρίθηκε  από τον Εισαγγελέα της Κωνσταντινούπολης ως ύποπτος  ότι είναι μέλος της FETÖ / PDY.

Αφού  τον ανέκρινε ο Εισαγγελέας ζήτησε να τεθεί υπό κράτηση ο προσφεύγων με την αιτιολογία ότι είχε κάνει χρήση του ByLock, σύστημα ανταλλαγής μηνυμάτων που χρησιμοποιείται από το FETÖ / PDY.

Στις 25 Οκτωβρίου 2016, το αρμόδιο τμήμα του  1ου Δικαστηρίου της Άγκυρας απέρριψε ένσταση του κ. Akgün κατά της εντολής για τη προσωρινή του κράτηση. Στις 15 Νοεμβρίου 2016 το 1ο ανακριτικό τμήμα της Άγκυρας αποφάσισε σχετικά με το αίτημα του εισαγγελέα σύμφωνα με το άρθρο 108 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για επανεξέταση και παράταση της κράτησης. Διέταξε ότι ο προσφεύγων έπρεπε να παραμείνει υπό προσωρινή κράτηση, με το επιχείρημα ότι υπήρχε ισχυρή υποψία ότι διέπραξε το εν λόγω αδίκημα. Επίσης έλαβε υπόψη τη φύση του φερόμενου αδικήματος και το γεγονός ότι υπήρχε ακόμη ενεργός  κίνδυνος που συνδέονταν με την απόπειρα πραξικοπήματος, το οποίο οδήγησε στην επιβολή κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Θεώρησε ότι υπήρχαν συγκεκριμένα στοιχεία που στήριζαν  μια ισχυρή υποψία ότι ο προσφεύγων  ήταν ύποπτος φυγής, και έλαβε υπόψη την ποινή του και το γεγονός ότι το φερόμενο αδίκημα ήταν μεταξύ των αποκαλούμενων αδικημάτων που αναφέρονται στο άρθρο 100 § 3 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας (CCrP).

Στις 5 Δεκεμβρίου 2016 ο προσφεύγων υπέβαλε προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο. Στις 15 Δεκεμβρίου 2017, το Συνταγματικό Δικαστήριο την έκρινε απαράδεκτη. Μεταξύ 23 Δεκεμβρίου 2016 και 26 Μαΐου 2017, η κράτηση του κ. Akgün εξετάστηκε από διάφορα Δικαστήρια της Άγκυρας, τα οποία έκριναν ότι το μέτρο έπρεπε να διατηρηθεί. Στις 6 Ιουνίου 2017 ο προσφεύγων κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση σύμφωνα με το Άρθρο 314 § 2 του Ποινικού Κώδικα και άρθρο  5 του Ν. 3713 περί Πρόληψης της Τρομοκρατίας.

Η δίκη ξεκίνησε ενώπιον του 22ου Κακουργιοδικείου της Άγκυρας, το οποίο αποφάσισε ότι θα παραμείνει υπό προσωρινή κράτηση. Στο τέλος της τρίτης ακρόασης στις 11 Ιανουαρίου 2018, το 22ο Κακουργιοδικείο αποφάσισε να αποφυλακίσει τον κ. Akgün και να τον θέσει  υπό επιτήρηση , με την αιτιολογία ότι, ότι δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία στο φάκελο που θα μπορούσαν να τροποποιηθούν από τους κατηγορούμενους, συμπεριλαμβανομένου του προσφεύγοντος και ότι δεν υπήρχε τίποτα στον φάκελο που να υποδεικνύει ότι μπορεί να διαφύγει.

Στις 10 Σεπτεμβρίου 2020 η δίκη εκκρεμούσε ενώπιον του 22ου Κακουργιοδικείου.

Στηριζόμενος στο άρθρο 5 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι είχε τοποθετηθεί υπό προσωρινή κράτηση απουσία αποδεικτικών στοιχείων που δημιουργούσαν μια ισχυρή υποψία ότι είχε διαπράξει το αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε, δηλαδή συμμετοχή σε παράνομη οργάνωση. Ο ίδιος ανέφερε ότι δεν προβλήθηκαν βάσιμοι λόγοι για την απόφαση να τεθεί υπό κράτηση, την οποία επέκρινε. Κατά την άποψή του, η απόφαση αυτή δεν περιείχε συγκεκριμένες αποδείξεις ότι υπήρχε ισχυρή υποψία, ή οποιαδήποτε πραγματική πληροφορία που επιβεβαίωνε  τους λόγους κράτησης που αναφέρθηκαν  από το δικαστήριο.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 5 § 1

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι επιτρέπεται η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας για τους σκοπούς του άρθρου 5 παράγραφος 1 στ. γ, όταν υπάρχει εύλογη υποψία ότι ο κατηγορούμενος διέπραξε αδίκημα.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων, ο οποίος θεωρήθηκε ως ύποπτος   ότι ήταν μέλος του FETÖ / PDY, τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση στις 17 Οκτωβρίου 2016 και στη συνέχεια παραπέμφθηκε σε δίκη στις 6 Ιουνίου 2017. Ο Εισαγγελέας ζήτησε την καταδίκη του σύμφωνα με το άρθρο 314 του τουρκικού Ποινικού Κώδικα για τη συμμετοχή του σε ένοπλη τρομοκρατική οργάνωση. Η δίκη του εκκρεμούσε ενώπιον του 22ου Κακουργιοδικείου της Άγκυρας. Το Δικαστήριο σημείωσε τη θέση του προσφεύγοντος ότι η φερόμενη χρήση του ByLock δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την προσωρινή του κράτηση.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι ερωτήσεις που τέθηκαν στον προσφεύγοντα κατά τη διάρκεια της ανάκρισης του από τον εισαγγελέα και στη συνέχεια με τον δικαστή ανησυχούσε για την φερόμενη χρήση της εφαρμογής ByLock. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης ότι οι υποψίες που οδήγησαν στη τοποθέτηση του προσφεύγοντος υπό κράτηση βασίστηκε αποκλειστικά στο συμπέρασμα ότι είχε χρησιμοποιήσει το ByLock. Ο προσφεύγων επιβεβαίωσε αυτό το σημείο. Έτσι, το Δικαστήριο ήταν  διατεθειμένο να αποδεχτεί ότι αυτό το συμπέρασμα όσον αφορά την χρήση της υπηρεσίας ανταλλαγής μηνυμάτων ByLock από τον προσφεύγοντα ήταν η μόνη απόδειξη, η οποία κατά τη διάρκεια της αρχικής τοποθέτησής του υπό προσωρινή κράτηση, είχε παράσχει λόγους υποψίας για τους σκοπούς του άρθρου 5 § 1 (γ) της Σύμβασης, ότι διέπραξε το αδίκημα της συμμετοχής στην οργάνωση FETÖ / PDY.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το μόνο γεγονός στο οποίο βασίζονταν οι κατηγορίες εναντίον του προσφεύγοντος ήταν, σύμφωνα με τα πορίσματα των αρχών, ότι είχε χρησιμοποιήσει το ByLock. Το Δικαστήριο θέλησε να τονίσει ότι, κατ ‘αρχήν, το απλό γεγονός της λήψης ή της χρήσης ενός μέσου κρυπτογραφημένης επικοινωνίας ή πράγματι η χρήση οποιασδήποτε άλλης μεθόδου προστασίας της ιδιωτικής φύσης των απεσταλμένων μηνυμάτων δεν μπορεί από μόνη της να ισοδυναμεί με αποδεικτικά στοιχεία αρκετά να ικανοποιήσουν έναν  αντικειμενικό παρατηρητή ότι διαπράχθηκε η παράνομη ή εγκληματική δραστηριότητα. Μόνο όταν η χρήση ενός κρυπτογραφημένου εργαλείου επικοινωνίας υποστηρίζεται από άλλα στοιχεία σχετικά με αυτήν τη χρήση, όπως, για παράδειγμα, το περιεχόμενο των απεσταλμένων  μηνυμάτων ή το πλαίσιο τέτοιων ανταλλαγών, που θα μπορούσαν  να ικανοποιήσουν έναν αντικειμενικό παρατηρητή για τον οποίο υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να υποψιάζεται ότι το άτομο που χρησιμοποιεί αυτό το εργαλείο επικοινωνίας είναι μέλος εγκληματικής οργάνωσης. Επιπλέον, οι πληροφορίες που υποβλήθηκαν στο εθνικό δικαστήριο σχετικά με τη χρήση αυτή έπρεπε να είναι επαρκώς αποδεδειγμένες, έτσι ώστε το αρμόδιο δικαστήριο να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το εν λόγω σύστημα ανταλλαγής μηνυμάτων στη πραγματικότητα προορίζονταν για χρήση μόνο από μέλη εγκληματικής οργάνωσης. Ωστόσο, αυτά τα στοιχεία απουσίαζαν στην παρούσα υπόθεση.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι όταν διέταξε την προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος στις 17 Οκτωβρίου το 2016, το δικαστήριο του 9ου τμήματος  της Άγκυρας δεν είχε επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τη φύση του ByLock για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η εφαρμογή χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά από μέλη του οργανισμού FETÖ / PDY για τους σκοπούς της εσωτερικής επικοινωνίας.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι από την απόφαση με την οποία τέθηκε υπό κράτηση ο προσφεύγων ότι το δικαστήριο απλά ανέφερε τη διατύπωση του άρθρου 100 του ΚΠΔ χωρίς να προσδιορίσει ποια ήταν ακριβώς η «συγκεκριμένη απόδειξη που δημιουργούσε μια ισχυρή υποψία».

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η ασαφής και γενική αναφορά στη διατύπωση της διάταξης αυτής ή στα αποδεικτικά στοιχεία του φακέλου δεν μπορούσε να θεωρηθεί επαρκής για να αιτιολογήσει την «λογική» της υποψίας για την οποία η φερόμενη απόφαση προσωρινής κράτησης βασίστηκε. Επίσης  υπήρχε έλλειψη συγκεκριμένης αξιολόγησης των προσωπικών αποδεικτικών στοιχείων  του φακέλου ή οποιωνδήποτε πληροφοριών που θα μπορούσαν να αιτιολογήσουν την υποψία εναντίον του προσφεύγοντος ή οποιουδήποτε άλλου είδους επαληθεύσιμου υλικού ή γεγονότων.

Επιπλέον, το 1ο Κακουργιοδικείο της Άγκυρας που δίκασε την αίτηση άρσης της  προσωρινής κράτησης δεν είχε επιτρέψει την αποκατάσταση αυτού του ελαττώματος, καθώς είχε απορρίψει την ένσταση του προσφεύγοντος κατά της απόφασης προσωρινής κράτησης με την αιτιολογία ότι δεν είχε διαπιστωθεί σχετικό ελάττωμα. Το ίδιο ίσχυε και για την προσφυγή που εξέτασε το Συνταγματικό Δικαστήριο, το οποίο τηνναπέρριψε με  απλή αναφορά στο κατηγορητήριο που κατατέθηκε στις 6 Ιουνίου 2017 – πολύ μετά την αρχική τοποθέτηση του προσφεύγοντος υπό προσωρινή κράτηση – ως δικαιολογία για την υποψία εναντίον του όταν ήταν αρχικά κρατούμενος.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι το έγγραφο που κατέληγε στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων  είχε χρησιμοποιήσει το ByLock δεν είχε προσδιορίσει και αναφέρει καμία παράνομη δραστηριότητα εκ μέρους του, καθώς δεν ταυτοποίησε τις ημερομηνίες της υποτιθέμενης δραστηριότητας ή της συχνότητάς της και δεν περιείχε πρόσθετες λεπτομέρειες. Επιπλέον, ούτε αυτό το έγγραφο ούτε η απόφαση προσωρινής κράτησης εξήγησαν πώς αυτή η φερόμενη δραστηριότητα του προσφεύγοντος θα αποδείκνυε  τη συμμετοχή του σε τρομοκρατική οργάνωση.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι, ελλείψει άλλων αποδεικτικών στοιχείων ή πληροφοριών, το εν λόγω έγγραφο, το οποίο δήλωνε απλώς ότι ο προσφεύγων ήταν χρήστης του ByLock, δεν μπορούσε, από μόνο του, να αποδείξει ότι υπήρχαν εύλογες υποψίες που θα μπορούσαν να ικανοποιήσουν έναν αντικειμενικό παρατηρητή ότι αυτός  είχε πράγματι χρησιμοποιήσει το ByLock με τρόπο που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με τα φερόμενα αδικήματα.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κυβέρνηση δεν μπόρεσε να αποδείξει την κατηγορία κατά την ημερομηνία κατά την οποία ο προσφεύγων τέθηκε υπό προσωρινή κράτηση, και ότι  τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε στη διάθεσή του το δικαστήριο πληρούσαν το πρότυπο της «λογικής υποψίας» που απαιτείται από το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, όπως να ικανοποιήσει έναν αντικειμενικό παρατηρητή ότι ο προσφεύγων θα μπορούσε να έχει διαπράξει τα αδικήματα για τα οποία είχε κρατηθεί.

Όσον αφορά την έννοια των «εύλογων» υποψιών, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η καταγγελία αυτή δεν συνεπάγεται αυστηρά ένα μέτρο που ελήφθη για παρέκκλιση από τη Σύμβαση κατά την κατάσταση έκτακτης ανάγκης.

Το 9ο Ανακριτικό τμήμα διέταξε την τοποθέτηση του προσφεύγοντος υπό προσωρινή  κράτηση για ένταξη και συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 100,  διάταξη η οποία δεν τροποποιήθηκε κατά την κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Οι δυσκολίες που αντιμετώπισε  η Τουρκία μετά την απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος ήταν αναμφίβολα ένας παράγοντας που έπρεπε να λάβει πλήρως υπόψη το Δικαστήριο κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του άρθρου 5 της σύμβασης. Αυτό δεν σήμαινε, ωστόσο, ότι οι αρχές είχαν την ελευθερία να διατάξουν την κράτηση ενός ατόμου κατά την κατάσταση έκτακτης ανάγκης χωρίς επαληθεύσιμα αποδεικτικά στοιχεία ή πληροφορίες ή χωρίς επαρκή πραγματική βάση που να ικανοποιεί τις ελάχιστες απαιτήσεις του άρθρου 5 § 1 (γ) σχετικά με το εύλογο μιας υποψίας. Το εύλογο της υποψίας επί της οποίας έπρεπε να βασιστεί η στέρηση της ελευθερίας σχημάτισε ουσιώδη διασφάλιση που ορίζεται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 στοιχείο γ) της σύμβασης. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 5 § 1 της Σύμβασης λόγω της έλλειψης εύλογης υποψίας, κατά την αρχική προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος, ότι είχε διαπράξει αδίκημα.

Άρθρο 5 § 3

Όσον αφορά την εικαζόμενη έλλειψη σχετικών λόγων που να δικαιολογούσαν  την προσωρινή κράτηση, το Δικαστήριο είχε ήδη διαπιστώσει ότι δεν υπήρχαν συγκεκριμένα γεγονότα ή πληροφορίες που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν υποψίες που να δικαιολογούν ότι η προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος είχε προταθεί από τα εθνικά δικαστήρια και ότι επομένως δεν υπήρχε λογική υποψία ότι διέπραξε αδίκημα.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι ο κρατούμενος διέπραξε  ένα αδίκημα ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκυρότητα της τοποθέτησής του υπό προσωρινή κράτηση. Ελλείψει τέτοιας υποψίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε επίσης παραβίαση του άρθρου 5 § 3 της Σύμβασης σχετικά με την έλλειψη αιτιολογίας της αρχικής προσωρινής κράτησης. Ομοίως, δεν είχε αποδειχθεί ότι η μη τήρηση των απαιτούμενων απαιτήσεων μπορούσε  να δικαιολογηθεί από την παρέκκλιση που κοινοποίησε η Τουρκία.

Άρθρο 5 § 4

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν είχε εξετάσει τη βασιμότητα της καταγγελίας και είχε απορρίψει την καταγγελία ως προδήλως αβάσιμη.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι υποψίες για τις οποίες είχε διαταχθεί η προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος βασίστηκαν αποκλειστικά από τη διαπίστωση της εισαγγελικής αρχής ότι το όνομά του προσφεύγοντος εμφανίστηκε στη κόκκινη λίστα χρηστών ByLock. Ο προσφεύγων είχε μάθει για αυτό το υλικό μόνο μέσω λεπτομερούς εξέτασης που διενήργησε η αστυνομία και ο εισαγγελέας κατά τη διάρκεια της αστυνομικής κράτησης. Καμία πληροφορία ή έγγραφο σχετικά με αυτό το μοναδικό αποδεικτικό στοιχείο, που φέρεται να αποδείκνυε τη συμμετοχή του στο εν λόγω οργανισμό, του είχε παρασχεθεί καθ’ όλη τη διάρκεια της προσωρινής κράτησής του. Επιπλέον, κατά τη διάρκεια αυτής της αρχικής φάσης της προσωρινής κράτησής του, ο φάκελος παρέμεινε απρόσιτος στον προσφεύγοντα  και παρέμεινε έτσι έως ότου συντάχθηκε το  κατηγορητήριο στις 6 Ιουνίου 2017.

Επομένως, το Δικαστήριο έκρινε ότι ούτε ο προσφεύγων ούτε ο δικηγόρος του είχαν επαρκή γνώση των αποδεικτικών στοιχείων, διαθέσιμα αποκλειστικά στη δίωξη, η οποία ήταν κρίσιμης σημασίας για την αμφισβήτηση της επίμαχης προσωρινής κράτησης ενώπιον του Κακουργιοδικείου της Άγκυρας όταν είχε αποφανθεί σχετικά με την ένσταση κατά του επίδικου μέτρου. Ακολούθησε ότι υπήρξε επίσης παραβίαση του άρθρου 5 § 4 της Σύμβασης.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Τουρκία έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη  και 1.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

Ξεχωριστές απόψεις

Η δικαστής Yüksel εξέφρασε αντίθετη γνώμη η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες