Η έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας σε βασικό ισχυρισμό διαδίκου και η εκπρόθεσμη κοινοποίηση Κλήσης για συζήτηση δικαστηρίου παραβίασαν την δίκαιη δίκη!

ΑΠΟΦΑΣΗ

Mont Blanc Trading Ltd και Antares Titanium Trading Ltd κατά Ουκρανίας της 14.01.2021 (αρ. προσφ. 11161/08).

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η υπόθεση αφορούσε την καταγγελία που άσκησαν δύο εταιρείες  για παραβίαση της δίκαιης δίκης. Το ΕΔΔΑ εξέτασε την προσφυγή όσον αφορά την πρώτη προσφεύγουσα εταιρεία κρίνοντας ότι η δεύτερη εταιρεία δεν είχε έννομο συμφέρον. Στις εγχώριες διαδικασίες το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προχώρησε στην συζήτηση της υπόθεσης χωρίς να εξετάσει την νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των διαδίκων και το Εφετείο εξέδωσε απόφαση χωρίς επαρκή αιτιολογία σε βασικά επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

Το ΕΔΔΑ επανέλαβε την πάγια νομολογία του ότι αποτελεί ευθύνη των Συμβαλλομένων Κρατών να διασφαλίσουν ότι οι εγχώριες αρχές ενεργούν με τη δέουσα επιμέλεια, διασφαλίζοντας ότι οι διάδικοι ενημερώνονται για τις διαδικασίες εναντίον τους και τους δίνεται η ευκαιρία να εμφανιστούν ενώπιον του δικαστηρίου και να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Έκρινε δε ότι η μη εμπρόθεσμη κοινοποίηση του δικογράφου με την ημερομηνία προς συζήτηση που στέρησε το δικαίωμα στην προσφεύγουσα να δικαστεί αντιμωλία, παραβίασε το άρθρο 6§1.

Επίσης  έκρινε ότι η έλλειψη αιτιολογίας στην απόφαση του Εφετείου στους βασικούς ισχυρισμούς της προσφεύγουσας για πλαστογραφία της επίμαχης σύμβασης και έλλειψη δικαιοδοσίας, παραβίασε την δίκαιη δίκη.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6§1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες  Mont Blanc Trading και η Antares Titanium Trading Ltd είναι εταιρείες που εδρεύουν στον Μαυρίκιο και στην Μεγάλη Βρετανία αντίστοιχα, και είναι εγγεγραμμένες στο μητρώο εταιρειών  στο Port Louis (Μαυρίκιος) και στο Λονδίνο .

Η πρώτη προσφεύγουσα εταιρεία έχει την πλειοψηφία των μετοχών της δεύτερης. Η προσφυγή ασκήθηκε για παραβίαση της δίκαιης δίκης σε διαφορές σχετικά με συμβάσεις που υπογράφηκαν στην Ουκρανία για ένα θέμα που είχε ήδη εξεταστεί ενώπιον διαιτητικού δικαστηρίου στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Στις 2 Δεκεμβρίου 2003, οι προσφεύγουσες εταιρείες συνήψαν μια σειρά συμβάσεων  σύμφωνα με την αγγλική και την ουαλική νομοθεσία σχετικά με την κατασκευή προϊόντων τιτανίου στην Ουκρανία και την αποκλειστική τους πώληση μέσω των προσφευγουσών  εταιρειών. Σύμφωνα με την κυβέρνηση, οι προσφεύγουσες εταιρείες υπέγραψαν συμπληρωματική συμφωνία βάσει του ουκρανικού δικαίου, παρεκτείνοντας την τοπική αρμοδιότητα για την επίλυση διαφορών από το Λονδίνο στα ουκρανικά δικαστήρια. Οι προσφεύγουσες εταιρείες αρνήθηκαν τον  ισχυρισμό αυτό.

Το 2004, οι προσφεύγουσες κίνησαν διαδικασία κατά του εταίρου τους ενώπιον του Δικαστηρίου Διεθνούς Διαιτησίας του Λονδίνου για παραβίαση της μεταξύ τους σύμβασης. Τους επιδικάστηκε αποζημίωση περίπου 4 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (USD) στις 12 Σεπτεμβρίου 2005. Εν τω μεταξύ, ο  εταίρος κίνησε διαδικασία ενώπιον του Εμπορικού Δικαστηρίου του Κιέβου για παραβίαση συμβατικών υποχρεώσεων. Δεν γνωστοποίησε στο δικαστήριο ότι το ζήτημα εκκρεμούσε ενώπιον διεθνούς δικαστηρίου. Μετά την συζήτηση  της υπόθεσης, οι προσφεύγουσες  εταιρείες κλήθηκαν να καταβάλουν αποζημίωση περίπου 685.000 USD.  Τον Ιούνιο του 2006, οι προσφεύγουσες ζήτησαν από τα εγχώρια δικαστήρια να ακυρώσουν την απόφαση και να περατωθεί η διαδικασία σύμφωνα με την απόφαση του Δικαστηρίου Διεθνούς Διαιτησίας του Λονδίνου.

Το Εμπορικό Εφετείο εξέτασε την υπόθεση απουσία  των πληρεξουσίων δικηγόρων των εταιρειών. Επικύρωσε  την πρωτοβάθμια απόφαση. Ασκήθηκαν αναιρέσεις. Οι προσφεύγουσες ισχυρίστηκαν ότι δεν επιδόθηκε σε αυτούς εμπροθέσμως  η Κλήση για παράσταση στο Δικαστήριο.

Το 2006 και το 2007, τα εθνικά δικαστήρια σε τρεις περιπτώσεις αρνήθηκαν να εκτελέσουν την απόφαση του Δικαστηρίου Διεθνούς Διαιτησίας του Λονδίνου.

Βασιζόμενοι ειδικότερα στο άρθρο 6§1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της Σύμβασης, οι προσφεύγουσες  εταιρείες παραπονέθηκαν για  την έλλειψη ισότητας των  όπλων ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, ότι οι δικαστικές αποφάσεις δεν είχαν επαρκή αιτιολογία και ότι η απόφαση να μην επιβληθεί η διαιτητική απόφαση είχε παραβιάσει τα δικαιώματά τους.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Όσον αφορά την καταγγελία που άσκησε η πρώτη προσφεύγουσα εταιρεία

(α) Μη κλήτευση της πρώτης προσφεύγουσας  εταιρείας στην ορισθείσα δικάσιμο

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η Σύμβαση  απαιτεί από τα Συμβαλλόμενα Κράτη να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν την αποτελεσματική απόλαυση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται βάσει του Άρθρου 6. Δεν είναι καθήκον του Δικαστηρίου να αναφέρει τους προτιμώμενους τρόπους επικοινωνίας με τους διαδίκους, ενώ τα εθνικά δικαστήρια είναι σε καλύτερη θέση να εκτιμήσουν την κατάσταση υπό το φως των περιστάσεων. Παρ’ όλα αυτά, παραμένει ευθύνη των Συμβαλλομένων Κρατών να διασφαλίσουν ότι οι εγχώριες αρχές έχουν ενεργήσει με την απαιτούμενη επιμέλεια για την ενημέρωση των διαδίκων επί της διαδικασίας, ώστε να μην τεθεί σε κίνδυνο το δικαίωμά τους σε δίκαιη δίκη. Αυτή η ευθύνη συνυπάρχει με το καθήκον των προσφευγουσών να μην συμβάλλουν στη δημιουργία καταστάσεων για τις οποίες διαμαρτύρονται ενώπιον του Δικαστηρίου, ιδίως όταν εμπλέκονται διαδικασίες σε διάφορες δικαιοδοσίες. Είναι ευθύνη των Συμβαλλομένων Κρατών να διασφαλίσουν ότι οι εγχώριες αρχές ενεργούν με τη δέουσα επιμέλεια, διασφαλίζοντας ότι οι διάδικοι ενημερώνονται για τις διαδικασίες εναντίον τους και τους δίνεται η ευκαιρία να εμφανιστούν ενώπιον του δικαστηρίου και να υπερασπιστούν τους εαυτούς τους. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι αυτές οι αρχές ισχύουν και στην παρούσα υπόθεση.

Το Δικαστήριο σημείωσε  ότι η πρώτη προσφεύγουσα εταιρεία ενημερώθηκε για την συζήτηση  ενώπιον του Εμπορικού Δικαστηρίου της 22.08.2005 μόνο στις 26.01.2006. Παρόλο που η προθεσμία για την υποβολή των προτάσεων  παρατάθηκε, η πρώτη προσφεύγουσα εταιρεία έλαβε την κοινοποίηση της Κλήσης για συζήτηση ενώπιον του Εμπορικού Εφετείου της 27.10.2006  μετά την συζήτηση.

Το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να εξετάσουν  τυχόν ελαττώματα σχετικά με την κοινοποίηση πριν ξεκινήσουν να ερευνούν την ουσία της υπόθεσης.

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημείωσε, πρώτον, ότι η εταιρεία A. ζήτησε  δύο φορές αναβολή, αίτημα που έγινε δεκτό και, δεύτερον, ότι το Εμπορικό Εφετείο – ελλείψει αποδείξεων ότι η πρώτη προσφεύγουσα εταιρεία είχε κλητευθεί νομίμως στη συζήτηση – συνέχισε να εξετάζει την υπόθεση και εξέδωσε απόφαση.  Επιπλέον, όπως καταδεικνύει το ιστορικό της διαδικασίας, κατά την ακρόαση της 27.10.2006, η εταιρεία A. υπέβαλε πρόσθετες παρατηρήσεις στο ακροατήριο, στις οποίες η πρώτη προσφεύγουσα εταιρεία δεν είχε την ευκαιρία να αντικρούσει.

Το Δικαστήριο σημείωσε  επίσης ότι το ακυρωτικό δικαστήριο δεν ερεύνησε  το ζήτημα της διαδικασίας κοινοποίησης και δεν απάντησε στους ισχυρισμούς  της εταιρείας σχετικά με την επακόλουθη παραβίαση των διαδικαστικών της  δικαιωμάτων.

Οι ανωτέρω σκέψεις αρκούσαν για να επιτρέψει στο Δικαστήριο να συμπεράνει ότι η αρχή της ισότητας των όπλων σύμφωνα με το άρθρο 6§1 της ΕΣΔΑ δεν τηρήθηκε κατά τη διαδικασία ενώπιον των εγχωρίων δικαστηρίων.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση αυτής της διάταξης όσον αφορά την πρώτη προσφεύγουσα εταιρεία.

(β) Έλλειψη αιτιολογίας στην απόφαση για το ζήτημα της κατά τόπο αρμοδιότητας

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι δεν εναπόκειται σε αυτό να ασχοληθεί με φερόμενα νομικά σφάλματα ή γεγονότα που διαπράχθηκαν από τα εθνικά δικαστήρια, εκτός εάν και στο βαθμό που ενδέχεται να έχουν παραβιαστεί δικαιώματα και ελευθερίες που προστατεύονται από τη Σύμβαση, για παράδειγμα όπου μπορεί, κατ’ εξαίρεση, να ειπωθεί ότι ενέχουν συστατικό στοιχείο «αδικίας» ασυμβίβαστο με το άρθρο 6 . Το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να ενεργεί ως δικαστήριο τέταρτου βαθμού δικαιοδοσίας  και επομένως δεν μπορεί να  αμφισβητεί, σύμφωνα με το άρθρο 6§1, την απόφαση των εθνικών δικαστηρίων, εκτός εάν τα πορίσματά τους μπορούν να θεωρηθούν αυθαίρετα ή προδήλως παράλογα.

Το Δικαστήριο επανέλαβε  επίσης ότι, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του σχετικά με την ορθή απονομή της δικαιοσύνης, οι αποφάσεις των δικαστηρίων πρέπει να αναφέρουν επαρκώς τους λόγους στους οποίους βασίζονται. Το ζήτημα αν ένα δικαστήριο παραβίασε την υποχρέωση αιτιολόγησης, που απορρέει από το άρθρο 6, μπορεί να καθοριστεί μόνο υπό το φως των περιστάσεων της υπόθεσης. Εάν, ωστόσο, ένα αποδεικτικό στοιχείο θα ήταν καθοριστικό για την επίλυση της υπόθεσης, μπορεί να απαιτήσει συγκεκριμένη και ρητή αιτιολογία από το δικαστήριο στην απόφασή του. Η αρχή της δίκαιης  δίκης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 θα διαταράσσονταν αν τα εγχώρια δικαστήρια αγνοούν ένα συγκεκριμένο, σχετικό και σημαντικό αποδεικτικό στοιχείο του διαδίκου.

Στην παρούσα υπόθεση, το Εμπορικό Εφετείο αρνήθηκε να εξετάσει τη διαιτητική απόφαση και την έκθεση πραγματογνωμόνων για τον λόγο ότι το Δικαστήριο Pecherskyy δεν είχε επιτρέψει την εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης. Το Δικαστήριο σημείωσε , ωστόσο, ότι κατά την απόφαση του Εμπορικού Εφετείου, η απόφαση του Δικαστηρίου Pecherskyy δεν είχε εκτελεστεί και εκκρεμούσε  η εκδίκαση της έφεσης.  Δεν δόθηκε επαρκής αιτιολογία γιατί ήταν ωστόσο δυνατό να ληφθεί υπόψη αυτή η μη τελεσίδικη απόφαση. Επιπλέον, δεν δόθηκε απάντηση στα συγκεκριμένα και σημαντικά επιχειρήματα της πρώτης προσφεύγουσας  εταιρείας ότι τα ουκρανικά εμπορικά δικαστήρια δεν είχαν κατά τόπο αρμοδιότητα  να εξετάσουν την υπόθεση. Η πρώτη προσφεύγουσα  εταιρεία είχε αναφερθεί στη ρήτρα διαιτησίας και στο άρθρο II της σύμβασης της Νέας Υόρκης και είχε υποβάλει αντίγραφο της διαιτητικής απόφασης και γνωμοδότηση εκ μέρους Βρετανού πραγματογνώμονα, ο οποίος διαπίστωσε ότι η επίμαχη σύμβαση ήταν προϊόν πλαστογραφίας.

Υπό αυτές τις συνθήκες, το Δικαστήριο θεώρησε  ότι το Εφετείο δεν εξέτασε τον προαναφερόμενο λόγο της πρώτης προσφεύγουσας εταιρείας σχετικά με την έλλειψη δικαιοδοσίας των ουκρανικών εμπορικών δικαστηρίων, δηλαδή τα βασικά επιχειρήματά της ότι η ρήτρα διαιτησίας ήταν έγκυρη και ότι η επίμαχη σύμβαση ήταν άκυρη. Επομένως, η απόφαση του Εμπορικού Εφετείου δεν παρείχε απάντηση στο επιχείρημα της πρώτης προσφεύγουσας εταιρείας, το οποίο ήταν αποφασιστικό για την επίλυση της υπόθεσης. Το Δικαστήριο κατέληξε  επομένως στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του Άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης σε σχέση με την έλλειψη επαρκούς αιτιολογίας των αποφάσεων των εμπορικών δικαστηρίων.

Δίκαιη ικανοποίηση: το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό των 8.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com)


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες