Εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση!

ΑΠΟΦΑΣΗ

Bivolaru και Moldovan κατά Γαλλίας  της 25.03.2021 (αρ. προσφ. 40324/16 και 12623/17)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Εκτέλεση Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Τεκμήριο ισοδύναμης προστασίας σε διαφορές που αφορούν την εκτέλεση Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση.

Οι δύο προσφεύγοντες καταδικάστηκαν σε ποινή κάθειρξης από τα Ρουμανικά δικαστήρια για εμπορία ανθρώπων και σεξουαλική παρενόχληση ανηλίκων. Κατά την χρονική στιγμή της έκδοσης των  αποφάσεων ζούσαν στη Γαλλία και Σουηδία αντιστοίχως όπου ο δεύτερος προσφεύγων είχε αναγνωριστεί ως πρόσφυγας με απόφαση που δεν είχε ανακληθεί. Εκδόθηκαν Ευρωπαϊκά Εντάλματα  Σύλληψης, για την σύλληψη, έκδοση  και τη φυλάκιση τους σε καταστήματα κράτησης στην Ρουμανία. Οι αναιρέσεις που άσκησαν στο Ακυρωτικό δικαστήριο για την απαγόρευση εκτελέσεως των ΕΕΣ με την αιτιολογία ότι έκδοση και φυλάκιση τους στη Ρουμανία ελλόχευε κίνδυνο απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης, απορρίφθηκαν.

Το Στρασβούργο επανέλαβε ότι κατά  την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, τα συμβαλλόμενα κράτη δεσμεύονταν από τις υποχρεώσεις τις οποίες αναλάμβαναν κατά την προσχώρηση στην ΕΣΔΑ. Ένα μέτρο το οποίο λαμβάνονταν για τους σκοπούς εκπλήρωσης των διεθνών νομικών υποχρεώσεων έπρεπε να θεωρηθεί δικαιολογημένο όταν ο εν λόγω οργανισμός απένειμε θεμελιώδη δικαιώματα τουλάχιστον σε ισοδύναμο ή συγκρίσιμο επίπεδο προστασίας από εκείνη που εγγυάται η Σύμβαση. Το τεκμήριο της ισοδύναμης προστασίας κατοχυρώθηκε νομολογιακά από το ΔΕΕ με την απόφαση του  Aranyosi και Căldăraru το 2003.

Εν προκειμένω για  εκτέλεση ΕΕΣ,  η δικαστική αρχή εκτέλεσης είχε την υποχρέωση να αξιολογήσει την ύπαρξη των συστημικών ελλείψεων στο κράτος μέλος έκδοσης και τη διενέργεια ειδικής και λεπτομερούς εξέτασης του ατομικού κινδύνου απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης που θα αντιμετώπιζε ο εκζητούμενος  σε περίπτωση παράδοσής του.

Στην υπό κρίση υπόθεση του πρώτου προσφεύγοντα, αποδείχτηκε ότι οι πληροφορίες που διέθετε  η δικαστική αρχή εκτέλεσης σχετικά με τον προσωπικό χώρο όπου θα κρατούνταν ο προσφεύγων, μικρότερος των 3 τ.μ.  είχε οδηγήσει σε ισχυρό τεκμήριο παραβίασης του άρθρου 3. Δεδομένου ότι η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν απολαμβάνει αυτόνομο περιθώριο ελιγμών αλλά οφείλει να εφαρμόσει την ισοδύναμη προστασία, το ΕΔΔΑ έκρινε ότι υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε ποσό 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη  και 2.520 ευρώ για έξοδα.

Αντιθέτως για τον δεύτερο προσφεύγοντα, ο οποίος είχε αναγνωριστεί ως πρόσφυγας στην Σουηδία, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η περιγραφή των συνθηκών κράτησης στις ρουμανικές  φυλακές έτσι όπως περιγράφηκαν από τον προσφεύγοντα ενώπιον των δικαστικών εκτελεστικών αρχών  προς υποστήριξη του αιτήματός του να μην εκτελεστεί το ΕΕΣ,  δεν ήταν επαρκώς λεπτομερής ή τεκμηριωμένη ώστε να αποτελεί εκ πρώτης όψεως αποδεικτικό στοιχείο για τον πραγματικό κίνδυνο μεταχείρισης που αντιβαίνει στο άρθρο 3 σε περίπτωση παράδοσής του στις Ρουμανικές αρχές, ούτε η δικαστική αρχή εκτέλεσης είχε υποχρέωση να ζητήσει επιπλέον πληροφορίες. Όσον αφορά το επιχείρημα του για την κατάσταση του ως πρόσφυγας, δεν παρέσχε αρκετές πληροφορίες που να  αποδεικνύουν ότι ο κίνδυνος απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης παρέμενε στην χώρα καταγωγής του μετά από 10 χρόνια. Ως εκ τούτου το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρχε παραβίαση του άρθρου 3.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 3

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες, Gregorian Bivolaru και ο Codrut Moldovan, είναι δύο Ρουμάνοι υπήκοοι. Τον Ιούνιο του 2015 ο κ. Moldovan καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Mures (Ρουμανία) σε 7,5 χρόνια κάθειρξη για το αδίκημα της εμπορίας ανθρώπων που διαπράχθηκε το 2010 στη Ρουμανία και τη Γαλλία.

Επέστρεψε στη Γαλλία μετά τη δίκη του. Στις 29.04.2016, οι ρουμανικές αρχές εξέδωσαν ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης (ΕΕΣ) εναντίον του  με σκοπό την έκτιση της ποινής του.

Τον Ιούνιο του 2016, ο προσφεύγων στον οποίο είχε τεθεί ο περιοριστικός όρος  της εμφάνισης μία φορά την εβδομάδα στο αστυνομικό τμήμα του Κλερμόν-Φεράν, συνελήφθη και του επιδόθηκε το ΕΕΣ. Ενώπιον του τμήματος ερευνών του Εφετείου Riom, υποστήριξε ότι η παράδοση του δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί έως ότου το Τμήμα Ερευνών ζητήσει  και  λάβει πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τις μελλοντικές συνθήκες κράτησής του στη Ρουμανία. Η Διεύθυνση Ερευνών υπέβαλε σχετικό αίτημα προκειμένου να εκτιμήσει εάν υπήρχε πραγματικός κίνδυνος απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης. Αφού έλαβε τις πληροφορίες έκρινε, με απόφαση της 05.07.2016, ότι δεν υπήρχε τίποτα που να εμποδίζει την παράδοση του προσφεύγοντος.

Ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως που απορρίφθηκε στις 10.08.2016. Στις 26.08.2016 παραδόθηκε στις ρουμανικές αρχές σύμφωνα με το ΕΕΣ.

Ο κ. Bivolaru, ηγέτης ενός κινήματος πνευματικής γιόγκα από τη δεκαετία του 1990, ήταν κατηγορούμενος σε  ποινική διαδικασία στη Ρουμανία το 2004. Το 2005 ταξίδεψε στη Σουηδία, όπου υπέβαλε αίτηση για πολιτικό άσυλο και του δόθηκε άδεια μόνιμης διαμονής ως πρόσφυγας, με την οποία του επιτράπηκε να ταξιδεύει  από το 2007. Σε απόφαση της 14.06.2013, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Ρουμανίας τον καταδίκασε ερήμην σε ποινή καθείρξεως  6 ετών για το αδίκημα της σεξουαλικής παρενόχλησης ανηλίκου. Στις 17.06.2013, το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε ΕΕΣ με σκοπό την έκτιση της ποινής.

Τον Φεβρουάριο του 2016 ο κ. Bivolaru συνελήφθη στο Παρίσι ενώ ταξίδευε με ψεύτικη ταυτότητα χρησιμοποιώντας ψεύτικα βουλγαρικά έγγραφα. Σε διαδικασία ενώπιον του τμήματος ερευνών του Δικαστηρίου των Παρισίων  αμφισβήτησε την εκτέλεση του ΕΕΣ, υποστηρίζοντας ότι το γεγονός ότι είχε λάβει το  καθεστώς του πρόσφυγα από τη Σουηδία και οι πολιτικοί και θρησκευτικοί λόγοι για την καταδίκη του στη Ρουμανία, τον έθετε σε κίνδυνο απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης και έτσι αποτελούσε απόλυτο φραγμό και εμπόδιο στην  παράδοσή του. Το τμήμα ερευνών  διέταξε περαιτέρω έρευνες. Οι σουηδικές αρχές παρείχαν πιο λεπτομερείς πληροφορίες, διευκρινίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι δεν είχαν κινήσει διαδικασία για να ακυρώσουν το καθεστώς πρόσφυγα του κ. Bivolaru.

Στις 08.06.2016, το Τμήμα Ερευνών διέταξε την παράδοσή του στα δικαστικά εκτελεστικά όργανα της Ρουμανίας. Διαπίστωσε, ειδικότερα, ότι ζητήθηκε η παράδοση του προσφεύγοντος με σκοπό  να εκτίσει ποινή για συνήθη παράβαση και συνήγαγε από τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι ο ισχυρισμός του προσφεύγοντος ότι είχε καταδικαστεί λόγω των πολιτικών του απόψεων ήταν απλώς ένας ισχυρισμός. Διαπίστωσε επίσης ότι δεν ήταν καθήκον του να καθορίσει αν ο προσφεύγων θα αντιμετώπιζε πραγματικό κίνδυνο απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης λόγω των συνθηκών κράτησης στη Ρουμανία.

Ο Bivolaru άσκησε αναίρεση κατά της αποφάσεως αυτής. Το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε την έφεσή του στις 12.07.2016, κρίνοντας ότι το γεγονός ότι του είχε χορηγηθεί καθεστώς πρόσφυγα από την Σουηδία δεν απέκλειε την εκτέλεση του ΕΕΣ.

Στις 13.07.2016, σύμφωνα με το άρθρο 39 του Κανονισμού του Δικαστηρίου, ο κ. Bivolaru ζήτησε την αναστολή της εκτέλεσης της έκδοσής του στις ρουμανικές αρχές. Στις 15.07.2016, το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα. Μια εβδομάδα αργότερα μεταφέρθηκε στη Ρουμανία σύμφωνα με το ΕΕΣ και φυλακίστηκε. Αποφυλακίστηκε υπό όρους στις 13.09.2017.

Βασιζόμενοι στο άρθρο 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) της ΕΣΔΑ, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι η έκδοσή τους στις ρουμανικές αρχές βάσει των ΕΕΣ τους έθετε σε κίνδυνο κακομεταχείρισης κατά παράβαση της Σύμβασης.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 3

Κατά την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου, τα συμβαλλόμενα κράτη δεσμεύονταν από τις υποχρεώσεις τις οποίες αναλάμβαναν κατά την προσχώρηση στην ΕΣΔΑ. Ένα μέτρο το οποίο λαμβάνονταν για τους σκοπούς εκπλήρωσης των διεθνών νομικών υποχρεώσεων έπρεπε να θεωρηθεί δικαιολογημένο όταν ο εν λόγω οργανισμός απένειμε θεμελιώδη δικαιώματα τουλάχιστον σε ισοδύναμο ή συγκρίσιμο επίπεδο προστασίας από εκείνη που εγγυάται η Σύμβαση. Εάν ο οργανισμός θεωρήθηκε ότι παρέχει ισοδύναμη προστασία, το τεκμήριο είναι ότι ένα κράτος δεν έχει απομακρυνθεί από τις απαιτήσεις της Σύμβασης όταν δεν είχε κάνει τίποτα περισσότερο από την εφαρμογή νομικών υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή του στον οργανισμό.

Το Δικαστήριο έπρεπε να επαληθεύσει εάν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του τεκμηρίου ισοδύναμης προστασίας ικανοποιήθηκε υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης ενώπιον του. Εάν ναι, έπρεπε να είναι ικανοποιημένο ότι η αρχή που εκτελεί  το ΕΕΣ (Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης) είχε αποδείξει ότι το τελευταίο δεν θα καθιστούσε την προστασία των δικαιωμάτων που εγγυάται η Σύμβαση προφανώς ανεπαρκή. Εάν αυτό δεν είχε αποδειχθεί και δεν πληρούνται πλήρως οι προϋποθέσεις για την εφαρμογή του τεκμηρίου ισοδύναμης προστασίας, το Δικαστήριο έπρεπε να επανεξετάσει τον τρόπο με τον οποίο η δικαστική αρχή εκτέλεσης είχε ζητήσει να εξακριβώσει εάν υπήρχε πραγματικός και εξατομικευμένος κίνδυνος παραβίασης των δικαιωμάτων που προστατεύονται από τη Σύμβαση κατά την εκτέλεσης του ΕΕΣ. Έπρεπε να προσδιορίσει το ζήτημα αν η παράδοση του προσφεύγοντος ήταν αντίθετη με το άρθρο 3.

Υπόθεση Moldovan

Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου ισοδύναμης προστασίας, δηλαδή την απουσία ορίου ελιγμών εκ μέρους των εθνικών αρχών, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η νομική υποχρέωση της δικαστικής αρχής που εκτελεί το ΕΕΣ απορρέει από τις σχετικές διατάξεις της απόφασης-πλαισίου 2002/584 / ΔΕΥ, όπως ερμηνεύθηκε από το ΔΕΕ από την απόφασή του  Aranyosi και Căldăraru το 2003. Όπως ισχύει στην νομολογία του ΔΕΕ, η δικαστική αρχή εκτέλεσης επιτρέπεται να παρεκκλίνει, σε εξαιρετικές περιπτώσεις, από τις αρχές της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και αμοιβαίας αναγνώρισης μεταξύ των κρατών μελών με αναβολή ή ακόμη και, κατά περίπτωση, άρνηση εκτέλεσης του ΕΕΣ. Κατά την εξέταση της ένστασης εκτέλεσης του εντάλματος σύλληψης του προσφεύγοντος με τη δικαιολογία ότι θα εκτίθονταν σε συνθήκες κράτησης στη Ρουμανία αντίθετες με το άρθρο 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, η δικαστική αρχή εκτέλεσης είχε την υποχρέωση να αξιολογήσει την ύπαρξη των συστημικών ελλείψεων στο κράτος μέλος έκδοσης που ισχυρίζεται ο προσφεύγων και στη συνέχεια, ανάλογα με την περίπτωση, τη διενέργεια ειδικής και λεπτομερούς εξέτασης του ατομικού κινδύνου απάνθρωπης και ταπεινωτικής μεταχείρισης που θα αντιμετώπιζε ο προσφεύγων σε περίπτωση παράδοσής του.

Το Δικαστήριο σημείωσε τη σύγκλιση μεταξύ των απαιτήσεων που καθορίζει το ΔΕΕ και αυτών που προκύπτει από τη νομολογία του σχετικά με τη διαπίστωση πραγματικού και ατομικού κινδύνου. Το Δικαστήριο ακολούθησε ότι το τμήμα έρευνας θα έπρεπε να είχε αρνηθεί την εκτέλεση του ΕΕΣ εάν, μετά την προαναφερθείσα αξιολόγηση, διαπίστωνε ότι είχαν αποδειχθεί σημαντικοί λόγοι που να τεκμηριώνουν ότι ο προσφεύγων εάν παραδοθεί/απελαθεί, θα αντιμετώπιζε πράγματι κίνδυνο απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης λόγω των συνθηκών κράτησης.

Ωστόσο, αυτή η διακριτική ευχέρεια εκ μέρους της δικαστικής αρχής να εκτιμήσει τα γεγονότα και τις περιστάσεις και τις νομικές συνέπειες που συνεπάγονταν έπρεπε να ασκηθεί εντός του πλαισίου που ορίζεται αυστηρά από τη νομολογία του ΔΕΕ και προκειμένου να διασφαλιστεί η εκτέλεση μιας νομικής υποχρέωσης σε πλήρη συμμόρφωση με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή το άρθρο 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών δικαιωμάτων, τα οποία εγγυούνταν ισοδύναμη προστασία με εκείνη που προβλέπεται στο άρθρο 3 της  Σύμβασης. Υπό αυτές τις συνθήκες, η δικαστική αρχή εκτέλεσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι απολαμβάνει αυτόνομο περιθώριο ελιγμών για να αποφασίσει εάν θα εκτελέσει ή όχι ένα ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα τη μη εφαρμογή του τεκμηρίου ισοδύναμης προστασίας.

Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, δηλαδή την ανάπτυξη του πλήρους δυναμικού του μηχανισμού εποπτείας που προβλέπεται από το δίκαιο της ΕΕ, το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν προέκυψε κάποια σοβαρή δυσκολία,  υπό το φως της νομολογίας του ΔΕΕ, όσον αφορά την ερμηνεία της απόφασης-πλαισίου, και της συμβατότητας με τα θεμελιώδη δικαιώματα, ικανά να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι μια προδικαστική απόφαση θα έπρεπε να είχε ζητηθεί από το ΔΕΕ. Η δεύτερη προϋπόθεση για την εφαρμογή του τεκμηρίου ισοδύναμης προστασίας θα πρέπει επομένως να θεωρηθεί ότι είχε κοινοποιηθεί. Εν όψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι το τεκμήριο ισοδύναμης προστασίας είχε εφαρμογή στη παρούσα υπόθεση.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έπρεπε να εξακριβώσει αν η προστασία των δικαιωμάτων που εγγυάται η Σύμβαση ήταν προφανώς ανεπαρκής στην παρούσα υπόθεση, ώστε να αντικρούει το εν λόγω τεκμήριο. Εάν συνέβαινε αυτό, το συμφέρον της διεθνούς συνεργασίας θα αντισταθμιζόταν από την τήρηση της Σύμβασης ως «συνταγματικό  μέσο της ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης» στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για το σκοπό αυτό, το Δικαστήριο θα προσπαθούσε να εξακριβώσει εάν υπήρχε ή όχι επαρκώς ισχυρή πραγματική βάση που απαιτεί από την δικαστική αρχή εκτέλεσης να διαπιστώσει ότι η εκτέλεση του ΕΕΣ συνεπάγεται πραγματικό και ατομικό κίνδυνο για τον προσφεύγοντα να υποστεί αντίθετη μεταχείριση με το άρθρο 3 λόγω των συνθηκών κράτησής του στη Ρουμανία.

Το Δικαστήριο παρατήρησε εξαρχής ότι στη διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων ο προσφεύγων είχε αποδείξει συστηματικές ή γενικευμένες παραλείψεις στις φυλακές του κράτους έκδοσης. Σημείωσε τον λεπτομερή χαρακτήρα των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του τμήματος ερευνών και στη συνέχεια ενώπιον του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, επισημαίνοντας ελλείψεις στο ρουμανικό σύστημα καταστημάτων κράτησης  και ιδίως στο κατάστημα κράτησης Gherla, όπου οι ρουμανικές αρχές σκόπευαν να τοποθετήσουν τον προσφεύγοντα.

Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης τα μέτρα που έλαβε η εγχώρια δικαστική αρχή, η οποία είχε ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες από τις ρουμανικές αρχές. Υπό το φως των λεπτομερειών που συλλέχθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της ανταλλαγής πληροφοριών, η δικαστική αρχή εκτέλεσης είχε την άποψη ότι η εκτέλεση του ΕΕΣ δεν συνεπάγεται κίνδυνο παραβίασης του άρθρου 3 στην περίπτωση του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε επαρκής πραγματική βάση για την εν λόγω αρχή να διαπιστώσει ότι υπήρχε τέτοιος κίνδυνος.

Πρώτον, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι πληροφορίες που παρέσχε το κράτος έκδοσης δεν είχαν τοποθετηθεί επαρκώς στο πλαίσιο της νομολογίας του Δικαστηρίου, ιδίως όσον αφορά την κατάσταση στο κατάστημα κράτησης  Gherla, όπου φέρεται να κρατείται ο προσφεύγων. Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία του, η επιφάνεια των 3 τ.μ. ανά κρατούμενο  σε ένα κελί πολλών ατόμων ήταν το ισχύον ελάχιστο πρότυπο για τους σκοπούς του άρθρου 3 της Σύμβασης. Το Δικαστήριο έκρινε  ότι οι πληροφορίες που διέθετε  η δικαστική αρχή εκτέλεσης σχετικά με τον προσωπικό χώρο όπου θα κρατούνταν ο προσφεύγων είχε οδηγήσει σε ισχυρό τεκμήριο παραβίασης του άρθρου 3.

Δεύτερον, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι διαβεβαιώσεις που παρείχαν οι ρουμανικές αρχές σχετικά με τις λοιπές πτυχές των συνθηκών κράτησης στο κατάστημα κράτησης  Gherla, οι οποίες φέρεται να ήταν ικανές να προεξοφλήσουν την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου παραβίασης του άρθρου 3, είχε περιγραφεί με στερεότυπο τρόπο και δεν είχε συμπεριληφθεί στην εκτίμηση του κινδύνου από την δικαστική αρχή εκτέλεσης.

Τρίτον, το Δικαστήριο θεώρησε ότι, παρόλο που οι ρουμανικές αρχές δεν είχαν αποκλείσει την πιθανότητα ο προσφεύγων να κρατηθεί σε κατάστημα κράτησης  διαφορετικό  από αυτό της  Gherla, οι προφυλάξεις που υιοθετήθηκαν από τη δικαστική εκτελεστική αρχή, υπό τη μορφή σύστασης ότι ο προσφεύγων θα έπρεπε να κρατηθεί σε κατάστημα κράτησης που παρείχε πανομοιότυπες αν όχι καλύτερες συνθήκες, ήταν ανεπαρκής ώστε να μην υποστεί ο προσφεύγων πραγματικό κίνδυνο απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρχε μια αρκετά σταθερή πραγματική βάση, που απορρέει ιδίως από τη νομολογία του Δικαστηρίου, για τη δικαστική εκτελεστική αρχή για τη σύσταση της ύπαρξης πραγματικού κινδύνου για τον προσφεύγοντα να εκτεθεί σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση λόγω των συνθηκών κράτησής του στη Ρουμανία.  Το Δικαστήριο συνήγαγε από αυτό ότι υπό συγκεκριμένες περιστάσεις αυτής της υπόθεσης, ότι η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων ήταν προφανώς ανεπαρκής, με αποτέλεσμα το τεκμήριο ισοδύναμης προστασίας να απορριφθεί.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

Υπόιθεση Βivolaru

Η καταγγελία του κ. Bivolaru βάσει του άρθρου 3 περιελάμβανε δύο πτυχές: η πρώτη αφορούσε  τις επιπτώσεις του καθεστώτος του πρόσφυγα, και η δεύτερη τις συνθήκες  κράτησης στη Ρουμανία.

Όσον αφορά την εφαρμογή του τεκμηρίου ισοδύναμης προστασίας, το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα του προσφεύγοντος να ζητήσει την έκδοση προδικαστικής απόφασης από το ΔΕΕ σχετικά με τις  συνέπειες της εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης παρά τη χορήγηση του καθεστώτος του πρόσφυγα από το κράτος μέλος σε υπήκοο τρίτης χώρας που στη συνέχεια έγινε επίσης κράτος μέλος. Αυτό  ήταν ένα γνήσιο και σοβαρό ζήτημα όσον αφορά την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων από το δίκαιο της ΕΕ και τη σχέση της με την προστασία που παρέχεται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951, ένα θέμα το οποίο το ΔΕΕ δεν είχε προηγουμένως εξετάσει.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι, λόγω της απόφασής του να μην παραπέμψει το ζήτημα στο ΔΕΕ, το Ακυρωτικό Δικαστήριο είχε αποφανθεί χωρίς το πλήρες δυναμικό των σχετικών διεθνών μηχανισμών εποπτείας των θεμελιωδών δικαιωμάτων – κατ’ αρχήν ισοδύναμα με εκείνα της Σύμβασης. Έχοντας υπόψη την εν λόγω απόφαση και της σημασίας των διακυβευόμενων ζητημάτων, το τεκμήριο ισοδύναμης προστασίας δεν εφαρμόστηκε.

Κατά συνέπεια, εναπόκειται στο Δικαστήριο να εξετάσει τον τρόπο με τον οποίο είχε η δικαστική εκτελεστική αρχή προσπαθήσει να εξακριβώσει εάν υπήρχε πραγματικός κίνδυνος τον οποίο θα υποστεί ο προσφεύγων λόγω των πολιτικών και θρησκευτικών πεποιθήσεών του αν το  ΕΕΣ εκτελούνταν. Έπρεπε να προσδιορίσει εάν υπήρχε μια αρκετά σταθερή πραγματική βάση που απαιτούσε την δικαστική εκτελεστική αρχή  να διαπιστώσει ότι η εκτέλεση του ΕΕΣ θα συνεπαγόταν πραγματικό και ατομικό κίνδυνο για τον προσφεύγοντα να υποβληθεί σε μεταχείριση αντίθετη με το άρθρο 3 και να αρνηθεί την εκτέλεση του ΕΕΣ για αυτό το σκοπό.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι, στο πλαίσιο της εσωτερικής διαδικασίας, ο προσφεύγων, προσπαθώντας να αποδείξει την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης σε περίπτωση εκτέλεσης του ΕΕΣ, είχε βασιστεί κυρίως στο καθεστώς του πρόσφυγα βάσει της Σύμβασης της Γενεύης και στην απαγόρευση επαναπροώθησης που ορίζεται στο άρθρο 33 της εν λόγω Σύμβασης. Κατά τον έλεγχο της τήρησης του άρθρου 3 το Δικαστήριο σημείωσε ότι η απόφαση-πλαίσιο για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δεν περιελάμβανε κανένα λόγο μη εκτέλεσης σχετικά με το καθεστώς του πρόσφυγα του ατόμου του οποίου ζητήθηκε η παράδοση/έκδοση.

Τόνισε το γεγονός ότι, κατά τη χορήγηση του καθεστώτος πρόσφυγα στον προσφεύγοντα, οι σουηδικές αρχές είχαν προφανώς κρίνει ότι υπήρχαν επαρκή αποδεικτικά στοιχεία εκείνη την εποχή ότι κινδύνευε να διωχθεί στη χώρα καταγωγής του. Κατά τη διενέργεια του ελέγχου, η δικαστική εκτελεστική αρχή είχε θεωρήσει ότι αυτή η κατάσταση ήταν ένας παράγοντας την οποία έπρεπε να λάβει ιδιαίτερα υπόψη. Το Τμήμα Έρευνας είχε ανταλλάξει πληροφορίες με τις σουηδικές αρχές ζητώντας περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με το καθεστώς πρόσφυγα του προσφεύγοντος. Οι σουηδικές αρχές απάντησαν ότι πρότειναν τη διατήρηση του καθεστώτος πρόσφυγα του προσφεύγοντος, αλλά χωρίς να εξεταστεί εάν ο κίνδυνος δίωξης στη χώρα προέλευσης παρέμεινε, δέκα χρόνια μετά τη χορήγηση αυτού του καθεστώτος.

Δεν υπήρχε τίποτα στη δικογραφία που να υπονοεί ότι εξακολουθούσε να κινδυνεύει να διωχθεί για θρησκευτικούς λόγους στη Ρουμανία σε περίπτωση παράδοσής του. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι οι δικαστικές αρχές  είχαν επαληθεύσει ότι το αίτημα εκτέλεσης του ΕΕΣ δεν είχε επιφέρει διακρίσεις, ιδίως λόγω των πολιτικών απόψεων του προσφεύγοντος.

Επομένως, το Δικαστήριο έκρινε ότι η δικαστική εκτελεστική αρχή, μετά από πλήρη και σε βάθος εξέταση της ατομικής κατάστασης του προσφεύγοντος η οποία κατέδειξε ότι είχε λάβει υπόψη το καθεστώς του πρόσφυγα, δεν είχε επαρκή πραγματική βάση για να αποδείξει την ύπαρξη πραγματικού κινδύνου παραβίασης του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και άρνηση εκτέλεσης του ΕΕΣ για τον λόγο αυτό.

Όσον αφορά το ζήτημα των συνθηκών κράτησης στη Ρουμανία, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, ο προσφεύγων απλώς είχε καταγγείλει γενικά τη μεταχείριση πολιτικών αντιφρονούντων στη Ρουμανία, και όχι για τις  συνθήκες κράτησης στις ρουμανικές φυλακές. Ως αποτέλεσμα, η δικαστική εκτελεστική αρχή είχε ανεπαρκείς πληροφορίες ως προς αυτό.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο έκρινε ότι η περιγραφή των συνθηκών κράτησης που διατυπώθηκαν από τον προσφεύγοντα δεν ήταν επαρκώς λεπτομερής ή τεκμηριωμένη ώστε να αποτελέσει αποδεικτικό στοιχείο για τον πραγματικό κίνδυνο μεταχείρισης που αντιβαίνει στο άρθρο 3 σε περίπτωση παράδοσής του στις Ρουμανικές αρχές.

Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι, λόγω του ρόλου του Ακυρωτικού Δικαστηρίου, δεν είχε σκοπό να βασιστεί για πρώτη φορά ενώπιον αυτού του δικαστηρίου στην απόφαση Aranyosi και Căldăraru σε μια προσπάθεια να αποδειχθεί η ύπαρξη των φερόμενων διαρθρωτικών ελλείψεων. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, δεν υπήρξε υποχρέωση της δικαστικής εκτελεστικής αρχής να ζητήσει πρόσθετες πληροφορίες από τις ρουμανικές αρχές σχετικά με τον μελλοντικό τόπο κράτησης του προσφεύγοντος, τις συνθήκες  κράτησης και το καθεστώς των φυλακών, με σκοπό τον εντοπισμό της ύπαρξης ενός πραγματικού κινδύνου που θα υπέβαλε τον προσφεύγοντα σε απάνθρωπη και ταπεινωτική μεταχείριση λόγω των συνθηκών κράτησής του.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρχε σταθερή πραγματική βάση για την δικαστική εκτελεστική αρχή για εντοπισμό ύπαρξης πραγματικού κινδύνου παραβίασης του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ.

Κατά συνέπεια, η εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης δεν είχε ως αποτέλεσμα παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41):Το Δικαστήριο έκρινε ότι η Γαλλία έπρεπε να καταβάλει στον κ. Molovan 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη  και 2.520 ευρώ για έξοδα και δαπάνες (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες