Αίτημα κατηγορουμένου για υποβολή προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ. Σιωπηρή απόρριψη χωρίς αιτιολογία. Παραβίαση δίκαιης δίκης και αίτημα ΕΔΔΑ για επανάληψη διαδικασίας!

ΑΠΟΦΑΣΗ                            

Γεωργίου κατά Ελλάδας της 14.03.2023 (αρ. προσφ. 57378/18)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αίτημα του προσφεύγοντος προς τον Άρειο Πάγο να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας εναντίον του. Σιωπηρή απόρριψη του αιτήματος χωρίς αιτιολογία.

Ο προσφεύγων διετέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ). Ασκήθηκε ποινική δίωξη εναντίον του για παράβαση καθήκοντος. Αθωώθηκε πρωτόδικα αλλά καταδικάστηκε στο Εφετείο μετά από έφεση που άσκησε ο Εισαγγελέας.

Ασκήθηκε  Αναίρεση και εκδικάστηκε στις 16 Μαρτίου 2018.   Στο Υπόμνημα που κατέθεσε στις 21 Μαρτίου 2018 στον Άρειο Πάγο  υπέβαλε αίτημα για να υποβάλει το Ανώτατο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ.

Ο Άρειος Πάγος απέρριψε την Αναίρεση με την με αριθμ. 977/2018 απόφασή του. Στην απόφαση αυτή, δεν έγινε οιαδήποτε αναφορά στο παραπάνω αίτημα του προσφεύγοντος, ούτε η απόφαση του ΑΠ ανέφερε το κατατεθέν Υπόμνημα.

Επικαλούμενος το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι ο Άρειος Πάγος απέρριψε το σχετικό αίτημά του χωρίς αιτιολογία.

Ο προσφεύγων ζήτησε  με το παραπάνω  Υπόμνημά του, να υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ  σχετικά με την πραγματική ερμηνεία της αρχής 1.4 του Κώδικα Ορθής Πρακτικής για τις ευρωπαϊκές στατιστικές. Η απόφαση του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου δεν αποτελούσε  αντικείμενο άσκησης ενδίκου μέσου βάσει του ΚΠΔ. Ως εκ τούτου, ο Αρειος Πάγος όφειλε να αιτιολογήσει την άρνησή του να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ και ζήτησε από την Ελλάδα  να διασφαλιστεί, εφόσον ζητηθεί η επανάληψη της διαδικασίας ενώπιον του Αρείου Πάγου ώστε να εξεταστεί η υποβολή του αιτηθέντος προδικαστικού ερωτήματος, η οποία από μόνη της συνιστά κατάλληλη αποζημίωση για την παραβίαση των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος. Ο προσφεύγων δεν υπέβαλε αίτημα αποζημίωσης, ηθικής βλάβης ή εξόδων. Το Δικαστήριο δεν επιδίκασε έτσι κανένα ποσό ή έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6 παρ. 1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων διετέλεσε πρόεδρος της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) από τις 2 Αυγούστου 2010 έως τις 2 Αυγούστου 2015.

Στις 10 Νοεμβρίου 2010, ο προσφεύγων διαβίβασε στην Eurostat αναθεωρημένα στοιχεία σχετικά με το ελληνικό έλλειμμα για το έτος 2009. Ο προσφεύγων δεν είχε προηγουμένως υποβάλει τα προς έγκριση στοιχεία στο επταμελές διοικητικό συμβούλιο της ΕΛΣΤΑΤ.

Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι οι ενέργειές του ήταν σύμφωνες με την αρχή της επαγγελματικής ανεξαρτησίας του Κώδικα Ορθής Πρακτικής για τις ευρωπαϊκές στατιστικές, που του παρείχε ρητά την «αποκλειστική ευθύνη» ως επικεφαλής της στατιστικής αρχής για την απόφαση δημοσίευσης των στατιστικών.

Σε απροσδιόριστη ημερομηνία, ασκήθηκε ποινική δίωξη κατά του προσφεύγοντος για παράβαση καθήκοντος.

Στις 6 Δεκεμβρίου 2016 ο προσφεύγων απαλλάχθηκε πρωτοδίκως και από τις τρεις κατηγορίες που του απαγγέλθηκαν από το Τριμελές Πλημμελειοδικείο Αθηνών (αρ. αποφ.  40428 Α/2016). Οι κατηγορίες ήταν οι εξής:

  1. i) παράβαση του καθήκοντός του για πλήρη και αποκλειστική απασχόληση στην ΕΛΣΤΑΤ, διότι κατά τον χρόνο του διορισμού του εξακολουθούσε να κατέχει θέση στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο,
  2. ii) παράβαση του καθήκοντός του να συγκαλέσει το Συμβούλιο της ΕΛΣΤΑΤ από τον Νοέμβριο του 2010 έως τον Σεπτέμβριο του 2011, και

iii) παράβαση του καθήκοντός του, καθόσον είχε δημοσιοποιήσει τα στοιχεία για το δημοσιονομικό έλλειμμα για το 2009 χωρίς να τα θέσει υπόψιν προηγουμένως στο επταμελές Συμβούλιο   της ΕΛΣΤΑΤ ή να ζητήσει τη συγκατάθεσή του για τη δημοσιοποίηση.

Ο Εισαγγελέας άσκησε έφεση κατά της αθωωτικής απόφασης.

Την 1η Αυγούστου 2017 το Εφετείο Αθηνών δικάζοντας σε δεύτερο βαθμό έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε διαπράξει το αδίκημα της παράβασης καθήκοντος και τον έκρινε ένοχο για την τρίτη από τις παραπάνω κατηγορίες και αθώο για τις υπόλοιπες. Ο προσφεύγων καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο ετών, με αναστολή (αποφάσεις με αριθ. 3103/2017 και 4480/2017).

Ο προσφεύγων άσκησε Αναίρεση, η οποία εκδικάστηκε στις 16 Μαρτίου 2018 στον Άρειο Πάγο. Στο Υπόμνημά του που κατέθεσε στις 21 Μαρτίου 2018 στο Ανώτατο Δικαστήριο, ο προσφεύγων ζήτησε από τον ΑΠ να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ ώστε να εκδώσει το Δικαστήριο της Ε.Ε. προδικαστική απόφαση. Στις 7 Ιουνίου 2018 ο Άρειος Πάγος απέρριψε την Αναίρεσή του (αριθ. αποφ. 977/2018). Στην απόφαση αυτή, δεν έγινε καμία αναφορά στο αίτημα του προσφεύγοντος για την έκδοση προδικαστικής απόφασης από το ΔΕΕ.

Το σχετικό δίκαιο και πρακτική των εσωτερικών δικαστηρίων και της Ευρωπαϊκής Ένωσης περιγράφονται στις αποφάσεις του Δικαστηρίου Γκόρου κατά Ελλάδας της 20.03.2009 (αριθ. 2) ([GC], αριθ. προσφ. 12686/03 §15),  Baydar κατά Κάτω Χωρών της 24.04.2018 (αριθ. προσφ. 55385/14 §§ 21-29) Ηλίας Παπαγεωργίου κατά Ελλάδας της 10.12.2020 (αριθ. προσφ. 44101/13 § 14). Επικαλούμενος το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων προσήψε στον Άρειο Πάγο ότι απέρριψε την αίτηση για υποβολή προδικαστικού ερωτήματος χωρίς καμία αιτιολογία.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι η καταγγελία αυτή δεν ήταν ούτε προδήλως αβάσιμη ούτε απαράδεκτη για άλλους λόγους που ορίζονται στο άρθρο 35 της Σύμβασης και την έκρινε  παραδεκτή.

Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι, παρά τη νομολογία του Δικαστηρίου, το Ανώτατο  Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει το αίτημά  του για προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ. Ο Άρειος Πάγος όχι μόνο δεν εξέτασε τα κρίσιμα κριτήρια και δεν αιτιολόγησε την άρνησή του να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα, αλλά δεν ανέφερε καν το αίτημα του προσφεύγοντος. Επιπλέον, δεν ανέφερε καθόλου το κατατεθέν Υπόμνημα του προσφεύγοντος στον ΑΠ με το οποίο είχε υποβληθεί το αίτημα αυτό. Στο Υπόμνημα, ο προσφεύγων εξήγησε ποια ήταν η ορθή ερμηνεία της αρχής 1.4, προσκόμισε στοιχεία σχετικά με την έννοια της αρχής αυτής προς στήριξη της ερμηνείας του και ζήτησε από τον Άρειο Πάγο, αν εξακολουθούσε να έχει αμφιβολίες ως προς την ορθή ερμηνεία, να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ. Κατά τον προσφεύγοντα, το αίτημα που περιλαμβανόταν στο Υπόμνημα ήταν σαφές και δεν εξαρτιόταν από το αν ο Άρειος Πάγος είχε αμφιβολίες ως προς την έννοια της σχετικής διάταξης. Ο προσφεύγων προσέθεσε ότι η αρχή της ανεξαρτησίας του Προέδρου της ΕΛΣΤΑΤ ήταν θεμελιώδους σημασίας για την αξιοπιστία των εθνικών στατιστικών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η αποτυχία του Άρειου Πάγου να αντιμετωπίσει αυτό το κρίσιμο ζήτημα σήμαινε ότι το θεμελιώδες επαγγελματικό καθήκον του προσφεύγοντος ως Προέδρου της ΕΛΣΤΑΤ δεν είχε ληφθεί δεόντως υπόψη.

Η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι από τη διατύπωση του αιτήματος για  προδικαστικό ερώτημα  προέκυπτε ότι ο προσφεύγων είχε εγείρει ζήτημα το οποίο έπρεπε να εξεταστεί μόνον αν το ο Άρειος Πάγος είχε αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία της αρχής 1.4 του Κώδικα Ορθής Πρακτικής για τις ευρωπαϊκές στατιστικές. Κατά την Κυβέρνηση, το περιεχόμενο της απόφασης του Ακυρωτικού Δικαστηρίου έδειξε ότι η απόφαση των εγχώριων δικαστηρίων δεν μπορούσε να θεωρηθεί αυθαίρετη, εντελώς αδικαιολόγητη, αντιφατική ή ασυνάρτητη, και έτσι δεν προέκυπτε κανένα ζήτημα βάσει του άρθρου 6 § 1. Ο Άρειος Πάγος δεν χρειάστηκε να δώσει λεπτομερή απάντηση. Επιπλέον, είχε συμπεριλάβει στην απόφασή του τις κρίσιμες λεπτομερείς εκτιμήσεις του δικαστηρίου που επιλήφθηκε της ουσίας της υπόθεσης. Ως εκ τούτου, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι τα εγχώρια δικαστήρια είχαν δώσει τη δέουσα προσοχή, έλαβαν υπόψη όλους τους ισχυρισμούς του προσφεύγοντος και τους αξιολόγησαν και παρείχαν επαρκή αιτιολόγηση, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ΕΣΔΑ.

Όσον αφορά ειδικότερα την απόρριψη του αιτήματος για  προδικαστική παραπομπής στο ΔΕΕ, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι ήταν σαφές ότι το Ακυρωτικό Δικαστήριο δεν είχε καμία αμφιβολία ως προς την ερμηνεία και το νόημα των εφαρμοστέων διατάξεων, «η οποία δεν αναιρείται από μια ενδεχομένως διαφορετική ερμηνεία που πρότεινε ο προσφεύγων». Οι διατάξεις, συμπεριλαμβανομένης της αρχής 1.4 του Κώδικα Ορθής Πρακτικής για τις ευρωπαϊκές στατιστικές, ήταν, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις τόσο του Ακυρωτικού Δικαστηρίου όσο και του Εφετείου, επαρκώς σαφείς και, ως εκ τούτου, δεν ήταν αναγκαία η προδικαστική παραπομπή στο ΔΕΕ προκειμένου τα εθνικά δικαστήρια να καταλήξουν στην τελική τους κρίση. Η ερμηνεία από το ΔΕΕ των λέξεων «αποκλειστική ευθύνη» στην αρχή 1.4 του Κώδικα Ορθής Πρακτικής για τις ευρωπαϊκές στατιστικές, ανεξάρτητα από την τυπική ισχύ του Κώδικα, δεν συνέβαλλε ουσιαστικά στην αξιολόγηση των λόγων έφεσης από το Ανώτατο Δικαστήριο. Ως εκ τούτου, ένα αίτημα προδικαστικής παραπομπής, ακόμη και αν κρινόταν παραδεκτό από το ΔΕΕ, δεν θα είχε καθοριστική επιρροή στην έκβαση της υπόθεσης. Επιπλέον, η Κυβέρνηση υποστήριξε ότι, εν πάση περιπτώσει, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να εφαρμόσει το δίκαιο της Ένωσης μετά την έκδοση της προδικαστικής απόφασης, πράγμα που δεν θα ασκούσε αποφασιστική επιρροή στην επίλυση της διαφοράς. Εν προκειμένω, τα εθνικά δικαστήρια δεν έκριναν αναγκαία την έκδοση προδικαστικής απόφασης.

Όσον αφορά τις γενικές αρχές που διέπουν την εφαρμογή του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ σε υποθέσεις που εγείρουν ζητήματα παρόμοια με εκείνα που πρέπει να εξεταστούν στην υπό κρίση υπόθεση, το Δικαστήριο παρέπεμψε στη σχετική νομολογία του (Dhahbi κατά Ιταλίας της 08.04.204 (αριθ. προσφ. 17120/09, § 31),  Baydar §§ 41-44).

Στην υπόθεση Vergauwen κ.α. κατά Βελγίου της 10.04.2012 (αριθ. 4832/04, §§ 89-90). το Δικαστήριο διατύπωσε τις ακόλουθες αρχές:

α) το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ επιβάλει στα εθνικά δικαστήρια την υποχρέωση αιτιολόγησης, υπό το πρίσμα του εφαρμοστέου δικαίου, των αποφάσεων με τις οποίες αρνούνται να υποβάλουν προδικαστικό ερώτημα,

β) όταν προβάλλεται ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμός περί παράβασης του άρθρου 6 παρ. 1, στο πλαίσιο αυτό, η αποστολή του συνίσταται στο να διασφαλίσει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση με την οποία απορρίπτεται το αίτημα προδικαστικού ερωτήματος  συνοδεύεται δεόντως από τους λόγους αυτούς,

γ) μολονότι εναπόκειται στο Δικαστήριο να διενεργήσει τον έλεγχο αυτό με αυστηρότητα, δεν εναπόκειται σε αυτό να εξετάσει τυχόν σφάλματα στα οποία υπέπεσαν τα εθνικά δικαστήρια κατά την ερμηνεία ή εφαρμογή του σχετικού νόμου,

δ) στο ειδικό πλαίσιο του άρθρου 267 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ), αυτό σημαίνει ότι τα εθνικά δικαστήρια των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου οφείλουν να δικαιολογούν την άρνηση υποβολής προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ σχετικά με την ερμηνεία του δικαίου της ΕΕ υπό το πρίσμα των εξαιρέσεων που προβλέπονται από τη νομολογία του ΔΕΕ. Ως εκ τούτου, πρέπει να αναφέρουν τους λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι το ερώτημα δεν είναι λυσιτελές ή ότι η επίμαχη διάταξη του δικαίου της ΕΕ έχει ήδη ερμηνευθεί από το ΔΕΕ, ή ακόμη ότι η ορθή εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ είναι τόσο προφανής ώστε δεν αφήνει περιθώρια εύλογης αμφιβολίας.

Ο προσφεύγων ζήτησε από τον Άρειο Πάγο, με το Υπόμνημά του της 21 Μαρτίου 2018, να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ σχετικά με την πραγματική ερμηνεία  της αρχής 1.4 του Κώδικα Ορθής Πρακτικής για τις ευρωπαϊκές στατιστικές. Η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου υπόκειτο σε ένδικο μέσο βάσει του εσωτερικού δικαίου. Ως εκ τούτου, το Ακυρωτικό Δικαστήριο όφειλε να αιτιολογήσει την άρνησή του να υποβάλει προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ.

Η απόφαση του ΑΠ της 7ης Ιουνίου 2018 δεν περιείχε ούτε αναφορά στο αίτημα του προσφεύγοντος ούτε λόγους για τους οποίους θεωρήθηκε ότι το ζήτημα που έθεσε δεν άξιζε υποβολής προδικαστικού ερωτήματος  στο ΔΕΕ. Υπό τις συνθήκες αυτές, από το περιεχόμενο και το σκεπτικό της απόφασης με αριθμ. 977/2018 του ΑΠ δεν μπορούσε να συναχθεί αν το ζήτημα θεωρήθηκε αλυσιτελές, αν θεωρήθηκε ότι αφορούσε διάταξη που ήταν σαφής ή είχε ήδη ερμηνευθεί από το ΔΕΕ ή αν απλώς αγνοήθηκε. Όσον αφορά το επιχείρημα της Κυβέρνησης ότι ο προσφεύγων είχε υποβάλει Αίτημα προδικαστικής παραπομπής μόνο για την περίπτωση που το Ανώτατο Δικαστήριο είχε αμφιβολίες ως προς την ερμηνεία των εφαρμοστέων, το Δικαστήριο επισήμανε ότι δεν μπορούσε να επηρεάσει το συμπέρασμά του, δεδομένου ότι, όπως διαπιστώθηκε ανωτέρω, ο Άρειος Πάγος  δεν αιτιολόγησε την απόρριψη του αιτήματος αυτού.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.

Ενδιαφέρουσα σκέψη της απόφασης του ΕΔΔΑ

Κατά το ΕΔΔΑ όταν με απόφασή του διαπιστώνεται παράβαση,   επιβάλλει στο καθ’ ού κράτος την εκ του νόμου υποχρέωση να θέσει τέρμα στην παράβαση και να αποκαταστήσει τις συνέπειές της κατά τρόπον ώστε να αποκατασταθεί, στο μέτρο του δυνατού, η κατάσταση που επικρατούσε πριν από την παράβαση (βλ. απόφαση Kurić κ.α. κατά  Σλοβενίας (δίκαιη ικανοποίηση) [GC], αρ. προσφ. 26828/06 § 79). Τα συμβαλλόμενα κράτη που είναι διάδικοι σε μια υπόθεση είναι καταρχήν ελεύθερα να επιλέξουν τον τρόπο με τον οποίο θα συμμορφωθούν με απόφαση με την οποία το Δικαστήριο διαπίστωσε παραβίαση. Αυτή η διακριτική ευχέρεια ως προς τον τρόπο εκτέλεσης μιας απόφασης αντικατοπτρίζει την ελευθερία επιλογής που συνδέεται με την πρωταρχική υποχρέωση των συμβαλλομένων κρατών δυνάμει της ΕΣΔΑ να διασφαλίζουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που εγγυάται (άρθρο 1). Αν η φύση της παράβασης επιτρέπει την επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση, εναπόκειται στο καθ’ ού κράτος να την πραγματοποιήσει, δεδομένου ότι το ΕΔΔΑ δεν έχει ούτε την εξουσία ούτε την πρακτική δυνατότητα να το πράξει. Το Δικαστήριο επισημαίνει ότι διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 με το σκεπτικό ότι ο Άρειος Πάγος δεν εξέτασε το αίτημα του προσφεύγοντος για υποβολή προδικαστικού ερωτήματος   στο ΔΕΕ.

Κατ’ αρχήν, δεν εναπόκειται στο Δικαστήριο να καθορίσει με ποιον ακριβώς τρόπο ένα κράτος πρέπει να θέσει τέρμα σε μια παράβαση της ΕΣΔΑ και να αποκαταστήσει τις συνέπειές της. Ωστόσο, είναι σαφές ότι η αποκατάσταση «της πλησιέστερης δυνατής κατάστασης σε εκείνη που θα υπήρχε αν δεν είχε συμβεί η εν λόγω παράβαση» (Παπαμιχαλόπουλος κ.α. κατά Ελλάδας της 31.10.1995  (παρ. 50) § 38, Vistiņš και Perepjolkins κατά Λετονίας (δίκαιη ικανοποίηση) [GC],  § 33 και Chiragov κ.α. κατά Αρμενίας της 12.12.2017 (δίκαιη ικανοποίηση) [GC], αρ. 13216/05 §59), θα μπορούσε να υλοποιηθεί, εν προκειμένω, με τη διασφάλιση της επανάληψης της διαδικασίας, εφόσον ζητηθεί, προκειμένου το αίτημα προδικαστικού ερωτήματος να  εξεταστεί από τον ΑΠ.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Ο προσφεύγων δεν υπέβαλε αίτημα για ηθική βλάβη ή έξοδα. Υποστήριξε ότι αυτό που ήταν σημαντικό για τον ίδιο ήταν να ξανανοίξει η εγχώρια διαδικασία. Έτσι, το Δικαστήριο δεν επιδίκασε αποζημίωση και το ΕΔΔΑ ζητά από την Ελλάδα να διασφαλιστεί η επανάληψη της διαδικασίας ενώπιον του Αρείου Πάγου, εάν ζητηθεί, η οποία συνιστά κατάλληλη αποζημίωση για την παραβίαση των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες