Δημοσίευση βιβλίου και ντοκιμαντέρ από επιθεωρητή που ασχολήθηκε με υπόθεση εξαφάνισης ανηλίκου. Ύποπτοι οι γονείς για σκηνοθετημένη απαγωγή. Καμία παραβίαση της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ

McCann και Healy κατά Πορτογαλίας της 20.09.2022 (αρ. προσφ. 57195/17)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Η υπόθεση αφορούσε δηλώσεις ενός πρώην επιθεωρητή σε βιβλίο, ντοκιμαντέρ και σε συνέντευξη που έδωσε σε εφημερίδα σχετικά με την υποτιθέμενη εμπλοκή των προσφευγόντων και την άμεση σχέση που ενδεχομένως είχαν με την εξαφάνιση της κόρης τους, Madeleine McCann, η οποία χάθηκε στις 3 Μαΐου 2007 στη νότια Πορτογαλία. Ενώπιον του Δικαστηρίου, οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματός τους στη φήμη και του τεκμηρίου της αθωότητας.

Οι προσφεύγοντες επικαλούμενοι το άρθρο 6 § 2, ισχυρίστηκαν ότι το σκεπτικό που περιέχεται στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 31ης Ιανουαρίου και στις 21 Μαρτίου 2017 κατά το πέρας των αστικών αξιώσεων τους είχαν παραβιάσει το δικαίωμά τους να τεκμαίρονται αθώοι. Ακόμη, επικαλούμενοι το άρθρο 8, ισχυρίστηκαν ότι οι εθνικές αρχές απέτυχαν στη θετική τους υποχρέωση προστασίας του δικαιώματός τους στο σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής τους ζωής.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η φήμη των προσφευγόντων είχε πληγεί, αυτό δεν ήταν λόγω του επιχειρήματος που προέβαλε ο συγγραφέας του βιβλίου -και πρώην επιθεωρητής της έρευνας της υπόθεσης – αλλά μάλλον ως αποτέλεσμα των υποψιών που εκφράστηκαν σε βάρος τους, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα να τεθούν οι ίδιοι ως ύποπτοι υπό έρευνα και είχαν προσελκύσει την προσοχή των ΜΜΕ προκαλώντας πολλές διαμάχες. Οι πληροφορίες έτσι τέθηκαν υπό την προσοχή του κοινού πριν ακόμα ο φάκελος της δικογραφίας της έρευνας τεθεί στη διάθεση των ΜΜΕ και εκδοθεί το εν λόγω βιβλίο. Διαπίστωσε ότι οι εθνικές αρχές δεν είχαν παραβιάσει τη θετική τους υποχρέωση να προστατεύσουν το δικαίωμα των προσφευγόντων στο σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής και συνεπώς δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Ιανουαρίου και Μαρτίου 2017 – σχετικά με τις αστικές αξιώσεις που υπέβαλαν οι προσφεύγοντες– δεν είχαν προβεί σε παρατηρήσεις στις οποίες να υπονοείται η ενοχή των προσφευγόντων ή ακόμη και υποψίες σε βάρος τους ως προς τις συνθήκες υπό τις οποίες η κόρη τους είχε εξαφανιστεί. Συνεπώς η καταγγελία των προσφευγόντων σχετικά με το δικαίωμα στο τεκμήριο της αθωότητας ήταν προδήλως αβάσιμο και ως εκ τούτου η προσφυγή ως προς αυτή τη διάταξη κρίθηκε απαράδεκτη.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6 παρ. 2

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες, Gerald Patrick McCann και Kate Marie Healy, είναι Βρετανοί υπήκοοι γεννημένοι και οι δύο το 1968. Ζουν στο Leicestershire, στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Τον Μάιο του 2007, ενώ οι προσφεύγοντες ήταν σε διακοπές με τα τρία παιδιά τους στη νότια Πορτογαλία, η κόρη τους Madeleine McCann, τότε τριών ετών, εξαφανίστηκε. Την επόμενη μέρα η εισαγγελία ξεκίνησε ποινική έρευνα, η οποία επικεντρώθηκε σε πιθανή απαγωγή. Η έρευνα ανατέθηκε στον επιθεωρητή G.Α. από τo τοπικό αστυνομικό τμήμα.

Βιολογικά δείγματα και ίχνη αίματος εντοπίστηκαν στη συνέχεια από βρετανικά σκυλιά εντός του διαμερίσματος στο οποίο διέμενε η οικογένεια και στο πορτ-μπαγκάζ ενός οχήματος που είχαν νοικιάσει οι προσφεύγοντες λίγες μέρες μετά την εξαφάνιση της κόρης τους. Ως αποτέλεσμα, οι γονείς τέθηκαν υπό έρευνα τον Σεπτέμβριο 2007. Ήταν ύποπτοι ότι έκρυψαν το σώμα της κόρης τους μετά τον θάνατό της, πιθανώς ως αποτέλεσμα ατυχήματος εντός του διαμερίσματος και ότι σκηνοθέτησαν την απαγωγή της. Αυτές οι διαδικασίες διακόπηκαν τον Ιούλιο του 2008.

Στο μεταξύ, τον Οκτώβριο του 2007, ο Επιθεωρητής G.Α. αποχώρησε από την έρευνα. Συνταξιοδοτήθηκε τον Ιούλιο του 2008. Τον ίδιο μήνα δημοσίευσε ένα βιβλίο στο οποίο ισχυρίστηκε, μεταξύ άλλων, ότι «Η Madeleine McCann πέθανε μέσα στο διαμέρισμα. Οργανώθηκε μια απαγωγή. Ο θάνατος θα μπορούσε να είχε επέλθει μετά από τραγικό ατύχημα. Στοιχεία αποδεικνύουν αμέλεια εκ μέρους των γονέων όσον αφορά τη φροντίδα και την ασφάλεια των παιδιών». Ο G.Α. έδωσε επίσης συνέντευξη σε εφημερίδα στην οποία επανέλαβε τη θεωρία του. Το βιβλίο στη συνέχεια έγινε ντοκιμαντέρ, το οποίο διατίθεται στο εμπόριο από τον Απρίλιο του 2009.

Κατά συνέπεια, οι προσφεύγοντες κίνησαν αστικές διαδικασίες (ασφαλιστικά μέτρα) στην Πορτογαλία, ζητώντας την απαγόρευση του βιβλίου και του ντοκιμαντέρ και την κατάσχεση των περιουσιακών στοιχείων του G.Α. Στη συνέχεια άσκησαν αγωγή κατά του συγγραφέα του βιβλίου (G.Α.), του εκδότη, της εταιρείας παραγωγής που είχε δημιουργήσει και κυκλοφορήσει το ντοκιμαντέρ, και του τηλεοπτικού καναλιού που το είχε μεταδώσει. Τα ανωτέρω απορρίφθηκαν από τα πορτογαλικά δικαστήρια. Ειδικότερα, το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε δύο αποφάσεις, στις 31 Ιανουαρίου και 21 Μαρτίου 2017 αντίστοιχα, στις οποίες έκρινε ότι δεν υπήρξε καμία παράνομη παρέμβαση στο δικαίωμα των προσφευγόντων στη φήμη τους και ότι η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας δεν ήταν σχετική με την υπόθεση. Σημείωσε επίσης ότι οι δηλώσεις του G.Α. δεν ήταν καινούργιες, αφού αναφέρονταν σε αστυνομική έκθεση της 10ης Σεπτεμβρίου 2007, η ίδια περιέχεται στον φάκελο της έρευνας, ο οποίος είχε δοθεί στον Τύπο. Περαιτέρω έκρινε ότι αυτές οι δηλώσεις, οι οποίες είχαν ήδη σχολιαστεί ευρέως και συζητηθεί, αντιπροσώπευαν θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος και ότι οι προσφεύγοντες, οι οποίοι είχαν εσκεμμένα ζητήσει την κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης, έπρεπε να θεωρηθούν ως «δημόσια πρόσωπα», τα οποία ως αποτέλεσμα αναπόφευκτα υπόκεινται σε πιο προσεκτικό έλεγχο κάθε λέξης και πράξης τους.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 8

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι επίμαχες δηλώσεις του G.A. στο βιβλίο, στο ντοκιμαντέρ και στη συνέντευξη που έδωσε αφορούσε την υποτιθέμενη συμμετοχή των προσφευγόντων στην απόκρυψη του σώματος της κόρης τους, με βάση την υπόθεση ότι είχαν οργανώσει την απαγωγή της κόρης τους. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, αυτές οι δηλώσεις ήταν αρκετά σοβαρές για να καταστήσουν το άρθρο 8 της Σύμβασης εφαρμοστέο.

Σημείωσε επίσης ότι το βιβλίο, το ντοκιμαντέρ που βασίζεται σε αυτό και η συνέντευξη που έδωσε ο G.Α. σε καθημερινή εφημερίδα αφορούσαν συζήτηση δημοσίου ενδιαφέροντος. Θεώρησε ότι οι επίδικες δηλώσεις αποτελούσαν αξιολογικές κρίσεις που είχαν επαρκή «πραγματική βάση». Πράγματι, τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε το σενάριο του G.A. βασιζόταν σε εκείνα που είχαν συγκεντρωθεί κατά τη διάρκεια της ποινικής έρευνας και είχε τεθεί υπόψη του κοινού. Επιπλέον, αυτή η θεωρία υποστηρίχθηκε στο πλαίσιο της ποινικής έρευνας και είχε ως αποτέλεσμα οι προσφεύγοντες να τεθούν υπό έρευνα στις 7 Σεπτεμβρίου 2007. Επιπλέον, η ποινική υπόθεση είχε προσελκύσει το εκτεταμένο δημόσιο ενδιαφέρον τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο και είχε προκαλέσει σημαντικές συζητήσεις και αντιπαράθεση. Όπως είχαν σημειώσει το Εφετείο της Λισαβόνας και το Ανώτατο Δικαστήριο, οι αμφισβητούμενες δηλώσεις είχαν αναμφισβήτητα αποτελέσει μέρος μιας συζήτησης δημοσίου συμφέροντος και η θεωρία του G.A. ήταν συνεπώς μία από τις πολλές απόψεις.

Σημείωσε επίσης ότι η ποινική υπόθεση είχε περατωθεί από το γραφείο του εισαγγελέα στις 21 Ιουλίου 2008. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι, αν το βιβλίο είχε εκδοθεί πριν από την απόφαση της εισαγγελίας να διακόψει τη διαδικασία, οι εν λόγω δηλώσεις θα μπορούσαν ενδεχομένως να είχαν υπονομεύσει το δικαίωμα των προσφευγόντων στο τεκμήριο της αθωότητας, το οποίο εγγυάται το άρθρο 6 § 2 της ΕΣΔΑ, προδικάζοντας την αξιολόγηση των γεγονότων. Δεδομένου ότι οι δηλώσεις έγιναν αφ’ ότου διακόπηκε η έρευνα της υπόθεσης, η φήμη των προσφευγόντων, σύμφωνα με το άρθρο 8 της Σύμβασης, και την αντίληψη του κοινού γι’ αυτούς, διακυβεύονταν.

Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο έκρινε ωστόσο ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η φήμη των προσφευγόντων είχε πληγεί, αυτό δεν έγινε λόγω της υπόθεσης που διατύπωσε ο G.A., αλλά ως αποτέλεσμα των υποψιών που εκφράστηκαν εναντίον τους, οι οποίες είχαν οδηγήσει στο να τεθούν υπό έρευνα κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και είχε προκαλέσει την εκτεταμένη προσοχή των ΜΜΕ. Ως εκ τούτου, οι πληροφορίες τέθηκαν στην προσοχή του κοινού πριν ακόμη τεθεί στη διάθεση των ΜΜΕ και πριν δημοσιευθεί το εν λόγω βιβλίο.

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς για κακή πίστη από την πλευρά του G.A., το ΕΔΔΑ σημείωσε ότι το βιβλίο είχε δημοσιευθεί τρεις ημέρες μετά τη διακοπή της διαδικασίας, γεγονός που υπονοούσε ότι είχε γραφτεί και στη συνέχεια τυπωθεί, ενώ η έρευνα ήταν ακόμη σε εξέλιξη. Το Δικαστήριο έκρινε ότι, στην επιλογή να διατεθεί το βιβλίο προς πώληση τρεις ημέρες αφότου είχε αποφασιστεί να διακοπεί η υπόθεση, ο G.Α. θα μπορούσε, για λόγους σύνεσης, να προσθέσει ένα σημείωμα που να ενημερώνει τον αναγνώστη σχετικά με το αποτέλεσμα της διαδικασίας. Ωστόσο, η παράλειψη παρεμβολής οποιασδήποτε τέτοιας σημείωσης δεν μπορούσε, από μόνη της, να αποδείξει κακή πίστη από την πλευρά του. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το ντοκιμαντέρ όντως αναφερόταν στο γεγονός ότι η υπόθεση είχε διακοπεί.

Επιπλέον, οι προσφεύγοντες συνέχισαν την εκστρατεία τους στα ΜΜΕ μετά την έκδοση του βιβλίου. Συγκεκριμένα, είχαν συνεργαστεί σε ένα πρόγραμμα ντοκιμαντέρ σχετικά με την εξαφάνιση της κόρης τους και συνέχισαν να δίνουν συνεντεύξεις στα διεθνή ΜΜΕ. Ενώ το Δικαστήριο κατάλαβε ότι η έκδοση του βιβλίου είχε αναμφισβήτητα προκαλέσει οργή και αγωνία στους προσφεύγοντες, δεν φαίνεται ότι το βιβλίο ή η μετάδοση του ντοκιμαντέρ είχε σοβαρό αντίκτυπο στις κοινωνικές σχέσεις τους ή στις νόμιμες και συνεχείς προσπάθειές τους να βρουν την κόρη τους.

Το Δικαστήριο διευκρίνισε επίσης ότι ενώ, ομολογουμένως, οι εν λόγω δηλώσεις βασίστηκαν στην γνώση του G.A. επί της δικογραφίας ως αποτέλεσμα του ρόλου του, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι το περιεχόμενό τους ήταν ήδη γνωστό στο κοινό, δεδομένης της εκτεταμένης κάλυψης της υπόθεσης από τα ΜΜΕ και του γεγονότος ότι ο φάκελος της έρευνας τέθηκε στη συνέχεια στη διάθεση των μέσων ενημέρωσης μετά την ολοκλήρωση των ερευνών. Για τον λόγο αυτό, έκρινε ότι οι επίδικες δηλώσεις ήταν απλώς η έκφραση των απόψεων του G.A. σχετικά με μια υπόθεση υψηλού ενδιαφέροντος που είχε ήδη συζητηθεί ευρέως. Επιπλέον, δεν προέκυπτε από πουθενά ότι ο G.A. υποκινούνταν από προσωπικά κίνητρα και εχθρότητα προς τους προσφεύγοντες.

Τέλος, το ΕΔΔΑ συμμερίστηκε τη άποψη της Κυβέρνησης σχετικά με το αποτρεπτικό αποτέλεσμα που θα είχε μια απόφαση κατά του G.A. στην ελευθερία της έκφρασης όσον αφορά τα δημόσια ζητήματα. Σημείωσε επίσης ότι, αν και το Ανώτατο Δικαστήριο είχε αξιολογήσει την υπόθεση στο τελικό στάδιο για παράδειγμα, είχε προβεί σε λεπτομερή στάθμιση της ισορροπίας που έπρεπε να επιτευχθεί μεταξύ των δικαιωμάτων των προσφευγόντων της ιδιωτικής τους ζωής και του δικαιώματος του G.A. στην ελευθερία της έκφρασης, αξιολογώντας τα ανωτέρω δικαιώματα υπό το πρίσμα των κριτηρίων που προσδιορίζονται στη νομολογία του και παραπέμπουν εκτενώς στη νομολογία του Δικαστηρίου. Έχοντας υπόψιν τη διακριτική ευχέρεια («περιθώριο εκτίμησης») που παρέχεται στις εθνικές αρχές στην παρούσα περίπτωση, το Δικαστήριο δεν είδε ισχυρό λόγο να υποκαταστήσει τη δική του άποψη με εκείνη του Ανώτατου Δικαστηρίου. Ως εκ τούτου, δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι οι εθνικές αρχές απέτυχαν στη θετική τους υποχρέωση προστασίας του δικαιώματος των προσφευγόντων στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής τους ζωής κατά την έννοια του άρθρου 8 της Σύμβασης. Επομένως, δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

Άρθρο 6 § 2

Οι αστικές διαδικασίες στην παρούσα υπόθεση αφορούσαν δύο αξιώσεις που υπέβαλαν οι προσφεύγοντες. Η πρώτη αφορούσε αποζημίωση λόγω της υποτιθέμενης ζημίας στη φήμη τους και του δικαιώματός τους στο τεκμήριο αθωότητας, που προκύπτει, κατά την άποψή τους, από τις δηλώσεις που έκανε για αυτούς ο G.Α.

Με τη δεύτερη είχε ζητηθεί διαταγή απαγόρευσης της πώλησης του επίμαχου βιβλίου και του ντοκιμαντέρ. Ως εκ τούτου, οι αστικές διαδικασίες δεν είχαν σχέση με «ποινική κατηγορία» κατά των προσφευγόντων. Επιπλέον, δεν είχαν συνδεθεί με την ποινική διαδικασία που κινήθηκε μετά την εξαφάνισή της κόρης τους με τέτοιο τρόπο ώστε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 6 § 2 της Σύμβασης.

Ακόμη και αν υποτεθεί ότι το άρθρο 6 § 2 είχε εφαρμογή στην επίμαχη αστική διαδικασία στην παρούσα υπόθεση, δεν προέκυπτε ότι, στις αποφάσεις της 31 Ιανουαρίου 2017 και 27 Μαρτίου 2017, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε κάνει σχόλια που υπονοούσαν οποιαδήποτε ενοχή εκ μέρους των προσφευγόντων ή ακόμη και υποψίες σε βάρος τους σχετικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες η κόρη τους είχε εξαφανιστεί. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η καταγγελία των προσφευγόντων σύμφωνα με το άρθρο 6 § 2 λόγω του σκεπτικού των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν προδήλως αβάσιμη κατά την έννοια του άρθρου 35 § 3 (α) της Σύμβασης και, ως εκ τούτου, το ΕΔΔΑ την έκρινε απαράδεκτη (επιμέλεια: echrcaselaw.com)


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες