Στην Σύνθεση Πειθαρχικού Τμήματος Ανωτάτου Δικαστηρίου, συμμετείχαν πλειοψηφικά ένορκοι που επιλέγοντο με αδιαφανείς διαδικασίες! Μη ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο!

ΑΠΟΦΑΣΗ

Grosam κατά Τσεχικής Δημοκρατίας της 23.06.2022 (αρ. προσφ. 19750/13)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο προσφεύγων κατά τον κρίσιμο χρόνο εργαζόταν ως υπάλληλος επιβολής του νόμου με ευθύνη για την εκτέλεση, μεταξύ άλλων, τελεσίδικων πολιτικών δικαστικών αποφάσεων και διαιτητικών αποφάσεων για λογαριασμό του κράτους. Το 2010 ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη από τον Υπουργό Δικαιοσύνης κατά του προσφεύγοντος για εικαζόμενη ανάρμοστη συμπεριφορά. Στην υπόθεση αυτή, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο συνεδρίασε ως Πειθαρχικό Συμβούλιο.

Επικαλούμενος το άρθρο 6 §§ 1, 2 και 3 (δ) (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και το άρθρο 2 του 7ου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (δικαίωμα για διπλό βαθμό δικαιοδοσίας σε θέματα ποινικού δικαίου), ο προσφεύγων παραπονέθηκε, ειδικότερα, ότι το τεκμήριο της αθωότητας δεν είχε τηρηθεί στην περίπτωσή του, ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν είχε αιτιολογήσει επαρκώς πολλά από τα επιχειρήματά του και ότι δεν υπήρχε δυνατότητα προσφυγής κατά της απόφασης του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, η οποία κατά τη γνώμη του ενέπιπτε στο ποινικό δίκαιο, παρά το γεγονός ότι δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί «ανώτατο δικαστήριο» λόγω της σύνθεσής του και της έλλειψης επαρκών εγγυήσεων ως προς την τεχνογνωσία και την ανεξαρτησία του καθώς απαρτιζόταν από έξι μέλη, εκ των οποίων οι δύο μόνο ήταν επαγγελματίες δικαστές και οι υπόλοιποι ήταν ένορκοι, που επιλέγονταν με αδιαφανή τρόπο.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι το πειθαρχικό τμήμα δεν ήταν ένα «ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο» γιατί η διαδικασία επιλογής λαϊκών δικαστών/ενόρκων δεν ήταν διαφανής και η ανεξαρτησία τους δεν θα μπορούσε να έχει εξασφαλιστεί και το δικαστήριο στο σύνολό του δεν ήταν αμερόληπτο, καθώς ορισμένοι από τους ενόρκους ήταν οι άμεσοι ανταγωνιστές του προσφεύγοντος.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 (δίκαιη δίκη) της ΕΣΔΑ και επιδίκασε στον προσφεύγοντα 4.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6 παρ. 1

Άρθρο 6 παρ. 2

Άρθρο 6 παρ. 3

Άρθρο 2 του 7ου Πρωτοκόλλου

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Jan Grosam, είναι Τσέχος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1963 και ζει στην Πράγα. Κατά τον κρίσιμο χρόνο στην παρούσα υπόθεση, ο προσφεύγων εργαζόταν ως υπάλληλος επιβολής του νόμου με ευθύνη για την εκτέλεση, μεταξύ άλλων, τελεσίδικων πολιτικών δικαστικών αποφάσεων και διαιτητικών αποφάσεων για λογαριασμό του κράτους. Το 2010 ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη από τον Υπουργό Δικαιοσύνης κατά του προσφεύγοντος για εικαζόμενη ανάρμοστη συμπεριφορά με το πειθαρχικό τμήμα δικαστών του Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου, να ενεργεί ως Πειθαρχικό Συμβούλιο.

Ο Υπουργός Δικαιοσύνης πρότεινε να επιβληθεί εξαρχής πρόστιμο στον προσφεύγοντα. Ο προσφεύγων υποστήριξε ότι έπρεπε να αποδειχθεί η ενοχή του καθώς ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας έπρεπε να εφαρμοστεί πριν από οτιδήποτε άλλο και δεν είχαν παρασχεθεί αποδεικτικά στοιχεία για το σκοπό αυτό. Το δικαστήριο τον έκρινε ένοχο και του επέβαλε πρόστιμο 350.000 Τσέχικες κορώνες (περίπου 12.650 ευρώ).

Ο προσφεύγων προσέφυγε στο Συνταγματικό Δικαστήριο, υποστηρίζοντας ότι η διαδικασία που προέβλεπε η ποινική δικονομία δεν είχε ακολουθηθεί, ιδίως το τεκμήριο αθωότητας, το καθήκον του δικαστηρίου να συγκεντρώσει στοιχεία, και το δικαίωμα του κατηγορουμένου να ασκήσει έφεση. Υποστήριξε επίσης ότι του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για ποινικό αδίκημα και το Πειθαρχικό Συμβούλιο δεν ήταν «ανώτατο δικαστήριο» κατά την έννοια της ΕΣΔΑ και του 7ου Πρωτοκόλλου.

Τον Σεπτέμβριο του 2012 η προσφυγή του αυτή απορρίφθηκε. Το Συνταγματικό Δικαστήριο δήλωσε ότι δεν επανεξέτασε τη συμμόρφωση με τους κοινούς νόμους, αλλά μόνο με το συνταγματικό δίκαιο, και διαπίστωσε ότι το πειθαρχικό δικαστήριο είχε αιτιολογήσει επαρκώς την απόφασή του. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «… τα επιχειρήματα του προσφεύγοντος δεν οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η συνταγματική προσφυγή ήταν βάσιμη».

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 (δίκαιη δίκη)

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι οι καταγγελίες του προσφεύγοντος έπρεπε να εξεταστούν βάσει του άρθρου 6. Στη συνέχεια έπρεπε να διαπιστωθεί εάν το πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου ήταν ένα «ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που ορίζεται από το νόμο». Σημείωσε ότι ο προσφεύγων δεν αμφισβήτησε ούτε την τεχνική επάρκεια ή την ηθική ακεραιότητα των δικαστών ούτε το διορισμό τους, αλλά την αντικειμενική αμεροληψία των ενόρκων και τη διαδικασία επιλογής τους.

Όσον αφορά την ανεξαρτησία της σύνθεσης του τμήματος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η διαδικασία προεπιλογής των ενόρκων – οι ένορκοι κληρώνονταν από λίστες υποψηφίων οι οποίες συντάσσονταν εξ’ ολοκλήρου βάσει της διακριτικής ευχέρειας των ειδικά επιλεγμένων προσώπων (του Γενικού Εισαγγελέα, του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου της Τσεχίας και των κοσμητόρων των νομικών σχολών των δημόσιων πανεπιστημίων) – δεν ήταν διαφανής και υπήρχε έλλειψη προκαθορισμένων κριτηρίων επιλογής. Επιπλέον, δεν υπήρχαν εγγυήσεις έναντι των εξωτερικών πιέσεων. Αυτό είχε θέσει αμφιβολίες ως προς την ανεξαρτησία της σύνθεσης.

Όσον αφορά την αντικειμενική αμεροληψία του τμήματος, το Δικαστήριο συμμερίστηκε την ανησυχία του προσφεύγοντος ότι το ένα τρίτο των μελών του ήταν οι άμεσοι ανταγωνιστές του. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι διασφαλίσεις της ανεξαρτησίας των λαϊκών δικαστών/ ενόρκων στην σύνθεση ήταν ανεπαρκείς, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την αμεροληψία του πειθαρχικού τμήματος στο σύνολό του. Όσον αφορά το Συνταγματικό Δικαστήριο, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο σημείωσε ότι το όργανο αυτό δεν είχε δικαιοδοσία για τον έλεγχο της συμμόρφωσης με το κοινό δίκαιο. Ενώ θα μπορούσε να έχει διαπιστώσει ότι η διαδικασία δεν ήταν σύμφωνη με τη Σύμβαση, δεν θα μπορούσε να είχε διεξαγάγει πλήρη ακρόαση και δεν θα μπορούσε να επιδιορθώσει τις ελλείψεις του πειθαρχικού τμήματος.

Καθώς το πειθαρχικό τμήμα δεν είχε ανταποκριθεί στις απαιτήσεις ενός «ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστηρίου» και το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν ήταν σε θέση να εξετάσει την υπόθεση πλήρως, ο προσφεύγων δεν είχε πρόσβαση σε δίκαιη δίκη, και συνεπώς υπήρξε παράβαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι είχε εξετάσει τα κύρια ζητήματα της διαδικασίας ενώπιον του πειθαρχικού τμήμταος ήδη, και έτσι δεν υπήρχε λόγος να δοθεί χωριστή απόφαση για τις υπόλοιπες καταγγελίες σχετικά με αυτές τις διαδικασίες.

Έκρινε ότι η καταγγελία σχετικά με τη διαδικασία ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου ήταν προφανώς αβάσιμη, καθώς δε διαπιστώθηκε παραβίαση δικαιώματος της Σύμβασης.

Άρθρο 46

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου κατέληξε στο συμπέρασμα ότι εναπόκειται στο εναγόμενο κράτος να λάβει όλα τα γενικά μέτρα που είναι κατάλληλα για την επίλυση των προβλημάτων που οδήγησαν στα πορίσματα του Δικαστηρίου και στην αποτροπή παρόμοιων παραβιάσεων στο μέλλον.

Ωστόσο, τόνισε ότι αυτό δεν επιβάλλει την υποχρέωση να ανοίξουν ξανά όλες οι παρόμοιες υποθέσεις που είχαν έκτοτε καταστεί αμετάκλητες και άρα αποτελούσαν δεδικασμένο σύμφωνα με το τσεχικό δίκαιο.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα 4.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια: echrcaselaw.com)


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες