Συμβουλευτική γνώμη σχετικά με το διαδικαστικό καθεστώς και τα δικαιώματα του βιολογικού γονέα σε διαδικασίες υιοθεσίας ενήλικα

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΓΙΑ ΦΙΛΑΝΔΙΑ της 13.04.23 (αρ. αιτ. P16-2022-001) ΤΜΗΜΑ ΕΥΡΕΙΑΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ

ΙΣΤΟΡΙΚΟ

Υιοθεσία ενηλίκου. Ο προς υιοθεσία ενήλικας γεννήθηκε το 1993. Τα πρώτα τέσσερα χρόνια της ζωής του τον φρόντιζε του η βιολογική του μητέρα. Στα τέλη του 1996 πήγε να ζήσει με τη θεία του. Λίγο μετά δόθηκε στην  θεία συμπληρωματική επιμέλεια του παιδιού κατόπιν αιτήματος και σε συμφωνία με τη βιολογική μητέρα, που τότε βρίσκονταν σε ασταθή κατάσταση ως φοιτήτρια και ανύπαντρη μητέρα τριών παιδιών.

Όταν ο προς υιοθεσία  ενηλικιώθηκε και με τη συγκατάθεσή του, η θεία του έκανε αίτηση στο δικαστήριο για να τον υιοθετήσει. Το δικαστήριο ενέκρινε την υιοθεσία, διαπιστώνοντας ότι οι προϋποθέσεις που ορίζονται στο σχετικό εσωτερικό δίκαιο που διέπουν την υιοθεσία ενός ενήλικα είχαν τηρηθεί. Οι προϋποθέσεις αυτές περιλάμβαναν τη διαπίστωση ότι το παιδί, ενώ ήταν ακόμη ανήλικο, το είχε αναλάβει η μελλοντική υιοθετούσα ή ότι είχαν μια σχέση συγκρίσιμη με αυτή του παιδιού και του γονέα. Η βιολογική μητέρα είχε αντιρρήσεις για την υιοθεσία και ακούστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο, αυτεπάγγελτα ως μάρτυρας.

Το εν λόγω δικαστήριο ενέκρινε την υιοθεσία, κρίνοντας ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υιοθεσία ενηλίκου που ορίζονται στο άρθρο 4 του εθνικού νόμου περί υιοθεσίας, δεδομένου ότι ο υιοθετηθείς  είχε μεγαλώσει από την θεία του και είχαν σχέση ανάλογη με αυτή του παιδιού και του γονέα. Η έφεση της βιολογικής μητέρας  απορρίφθηκε από το Εφετείο ως απαράδεκτη χωρίς εξέταση της ουσίας, κρίνοντας ότι, σύμφωνα με τον εν λόγω νόμο, ο γονέας ενηλίκου δεν είναι διάδικος σε υπόθεση υιοθεσίας και δεν έχει δικαίωμα ενδίκου μέσου κατά απόφασης που αφορούσε την υιοθεσία. Στη συνέχεια, η βιολογική μητέρα  ζήτησε από το Ανώτατο Δικαστήριο να της επιτραπεί να ασκήσει αναίρεση κατά της απόφασης αυτής.

 

ΕΡΩΤΗΜΑΤΑ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Το Ανώτατο Δικαστήριο της Φιλανδίας ζήτησε από το ΕΔΔΑ να γνωμοδοτήσει επί των ακόλουθων ερωτημάτων:

«1) Πρέπει η ΕΣΔΑ να ερμηνευθεί κατά τρόπον ώστε οι δικαστικές διαδικασίες που αφορούν την υιοθεσία ενήλικου τέκνου γενικά, και ιδίως υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, να καλύπτονται από την προστασία του βιολογικού γονέα που αναφέρεται στο άρθρο 8 της Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου;

2) Σε περίπτωση καταφατικής απάντησης στο ανωτέρω ερώτημα, πρέπει τα άρθρα 6 και 8 της Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου να ερμηνευθούν κατά τρόπον ώστε ο βιολογικός γονέας ενήλικου τέκνου να ακούγεται σε κάθε περίπτωση, ή ιδίως υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, στη δικαστική διαδικασία που αφορά τη χορήγηση υιοθεσίας;

3) Εάν η απάντηση στα ανωτέρω ερωτήματα είναι καταφατική, θα πρέπει τα άρθρα 6 και 8 της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου να ερμηνευθούν κατά τρόπο ώστε ο βιολογικός γονέας να αποκτήσει την ιδιότητα του διαδίκου στην υπόθεση και ο βιολογικός γονέας να έχει το δικαίωμα να επανεξετάσει την απόφαση σχετικά με τη χορήγηση της υιοθεσίας από ανώτερο δικαστήριο μέσω προσφυγής;».

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6,

Άρθρο 8

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΕΙ…

Το Δικαστήριο έπρεπε κατ’ αρχάς να διαπιστώσει αν το άρθρο 8 – υπό τις πτυχές της οικογενειακής ή ιδιωτικής ζωής – ήταν εφαρμοστέο σε δικαστικές διαδικασίες που αφορούσαν τη χορήγηση υιοθεσίας ενήλικου τέκνου.

Εφαρμογή της πτυχής της «οικογενειακής ζωής» του άρθρου 8.

Στο αίτημά του το Ανώτατο Δικαστήριο της Φιλανδίας είχε αναφερθεί στη νομολογία του Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία οι σχέσεις μεταξύ γονέων και ενήλικων τέκνων δεν εμπίπτουν στο προστατευτικό πεδίο εφαρμογής του άρθρου 8, εκτός εάν αποδεικνύεται η ύπαρξη πρόσθετων παραγόντων εξάρτησης, πέραν των συνήθων συναισθηματικών δεσμών. Η ερμηνεία αυτή, αν και είχε αρχικά θεσπιστεί στο πλαίσιο της μετανάστευσης, είχε ακολουθηθεί κυρίως σε υποθέσεις οικογενειακής επανένωσης και απέλασης. Στο συγκεκριμένο πλαίσιο της απέλασης εγκατεστημένων μεταναστών, το Δικαστήριο είχε κάνει εξαίρεση για τους νεαρούς ενήλικες (που ζούσαν ακόμη με τους γονείς τους και δεν είχαν ακόμη δημιουργήσει δική τους οικογένεια). Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή, που έδινε βαρύτητα στην εξάρτηση ως παράγοντα, είχε ακολουθηθεί και σε άλλα πλαίσια (π.χ. αναπηρία). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο συμφώνησε με την ανάλυση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι το θέμα δεν θα πρέπει να αξιολογηθεί από την άποψη της οικογενειακής ζωής, ελλείψει παραγόντων εξάρτησης μεταξύ της βιολογικής μητέρας και του παιδιού της. Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι δεν φαίνεται να υπήρχε μια περιουσιακή πτυχή στη σχέση τους, η οποία ήταν ένας άλλος σχετικός παράγοντας.

Εφαρμογή της πτυχής της «ιδιωτικής ζωής» του άρθρου 8.

Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, ο ενήλικας θεωρούνταν τέκνο των θετών γονέων και όχι των πρώην γονέων. Στο μέτρο που διακυβεύεται η ταυτότητα του βιολογικού γονέα δεδομένου του αποτελέσματος της διακοπής της νόμιμης γονικής σχέσης με το ενήλικο τέκνο, σε σχέση με τον βιολογικό γονέα, οι πτυχές της ιδιωτικής ζωής του άρθρου 8 ήταν εφαρμοστέες στις δικαστικές διαδικασίες που αφορούσαν τη χορήγηση της υιοθεσίας ενηλίκου. Οι διαδικασίες αυτές, ωστόσο, αφορούσαν επίσης, και αν μη τι άλλο σε μεγαλύτερο βαθμό, την ιδιωτική ζωή του υιοθετούντος και του ενήλικου υιοθετούμενου. Έτσι, ενώ ο βιολογικός γονέας είχε δικαίωμα στο δέοντα σεβασμό της προσωπικής του αυτονομίας, ως βασικού στοιχείου της ιδιωτικής ζωής, αυτή έπρεπε να νοηθεί ότι οριοθετείται από την προσωπική αυτονομία και την ιδιωτική ζωή του υιοθετούντος και του ενήλικου υιοθετούμενου.

Διαδικαστικές απαιτήσεις σύμφωνα με το άρθρο 8.

Το αιτούν δικαστήριο διερεύνησε αν σε δικαστικές διαδικασίες που αφορούν τη χορήγηση υιοθεσίας ενήλικου τέκνου ο βιολογικός γονέας του υιοθετούμενου είχε δικαίωμα ακρόασης, δικαίωμα να του αναγνωριστεί η ιδιότητα του διαδίκου και δικαίωμα ενδίκου μέσου κατά της χορήγησης της υιοθεσίας.

Από τις διατάξεις του νόμου περί υιοθεσίας και τις επεξηγήσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου προέκυψε ότι οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση της υιοθεσίας ενήλικα ήταν κατά βάση πραγματικές, δηλαδή η διαδικασία περιελάμβανε την αξιολόγηση από τα δικαστήρια του χαρακτήρα της σχέσης που υπήρχε μεταξύ του υιοθετούντος και του υιοθετούμενου όταν ο τελευταίος ήταν ανήλικος. Σύμφωνα με τη θέση του εσωτερικού δικαίου ότι η υιοθεσία ενηλίκου, σε αντίθεση με την υιοθεσία ανηλίκου, ήταν κατά βάση προσωπική υπόθεση, τα συμφέροντα των άλλων μερών – ιδίως των βιολογικών γονέων – δεν αντιμετωπίστηκαν ως σχετικές εκτιμήσεις. Λαμβάνοντας υπόψη την σημασία της έννοιας της προσωπικής αυτονομίας στην ερμηνεία του άρθρου 8, η προσέγγιση αυτή στις διαδικασίες υιοθεσίας ενηλίκων θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι εμπίπτει στο περιθώριο εκτίμησης των εθνικών αρχών, το οποίο ήταν ευρύ στον τομέα αυτό.

Ταυτόχρονα, όταν διακυβεύονται τα συμφέροντα ενός ατόμου που προστατεύονται από το άρθρο 8, στοιχειώδης διαδικαστική εγγύηση είναι να του δοθεί η ευκαιρία να ακουστεί και να ληφθούν υπόψη τα επιχειρήματα που προβάλλονται από τον ενδιαφερόμενο στο βαθμό που είναι σκόπιμο. Περαιτέρω, αν και δεν φάνηκε ότι στο συγκεκριμένο θέμα υπήρχε κοινή πρακτική μεταξύ των κρατών που επέτρεπαν την υιοθεσία ενηλίκων, ήταν συνηθέστερο να έχουν οι βιολογικοί γονείς κάποια τυπική θέση και/ή διαδικαστικά δικαιώματα σε τέτοιες διαδικασίες, συνήθως το δικαίωμα ακρόασης από το δικαστήριο.

Αν και αυτό δεν προβλεπόταν από τον νόμο περί υιοθεσίας, το Επαρχιακό Δικαστήριο είχε πράγματι ακούσει αυτοπροσώπως τη βιολογική μητέρα καθώς και αρκετούς ακόμη μάρτυρες που πρότεινε η ίδια. Είχε τη δυνατότητα να καταθέσει στοιχεία για τη φύση και την ποιότητα της σχέσης της με το ενήλικο τέκνο της καθ’ όλη τη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας. Το εν λόγω δικαστήριο είχε ρητά αναφερθεί στις αποδείξεις της κατά την εκτίμηση των περιστάσεων που συνηγορούσαν υπέρ και κατά της αποδοχής της αίτησης υιοθεσίας. Λαμβάνοντας υπόψη το ευρύ περιθώριο εκτίμησης του κράτους σε αυτόν τον τομέα, το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι απαιτούνται πρόσθετες και ειδικές εγγυήσεις, όπως το δικαίωμα να αντιμετωπίζεται ως διάδικος στη διαδικασία και το δικαίωμα ενδίκου μέσου, προκειμένου να ικανοποιηθούν οι διαδικαστικές απαιτήσεις του άρθρου 8 από την πλευρά του βιολογικού γονέα.

Συμπέρασμα (ομόφωνα):

Οι νομικές διαδικασίες που αφορούν την έγκριση υιοθεσίας ενός ενήλικου τέκνου θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι θίγουν την ιδιωτική ζωή του βιολογικού γονέα σύμφωνα με το άρθρο 8 της ΕΣΔΑ. Ο γονέας αυτός πρέπει να έχει την ευκαιρία να ακουστεί και τα επιχειρήματα που προβάλλονται πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από τον αποφασίζοντα στο βαθμό που αυτό είναι σκόπιμο. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη το ευρύ περιθώριο εκτίμησης που είχε το κράτος κατά τη ρύθμιση της διαδικασίας υιοθεσίας ενηλίκων, ο σεβασμός του άρθρου 8 δεν απαιτούσε να αναγνωριστεί στον βιολογικό γονέα η ιδιότητα του διαδίκου ή το δικαίωμα να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της χορήγησης της υιοθεσίας.

Άρθρο 6.

Στο βαθμό που το δεύτερο και το τρίτο ερώτημα αναφέρονταν στο άρθρο 6, το Δικαστήριο, στην πρακτική του, είχε συχνά επιλέξει να επικεντρωθεί στο άρθρο 8 μόνο όταν οι προσφεύγοντες παραπονιόντουσαν βάσει των άρθρων 6 και 8 για τη διαδικασία λήψης αποφάσεων που επηρέαζε τα δικαιώματά τους. Ωστόσο, μια τέτοια πρακτική μπορεί να μην είναι κατάλληλη στο πλαίσιο του Πρωτοκόλλου αριθ.16, όπου, προκειμένου να παρασχεθεί χρήσιμη καθοδήγηση, μπορεί να χρειαστεί να εξεταστούν όλα τα στοιχεία που έθεσε το αιτούν δικαστήριο.

Για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 6, φάνηκε ότι αυτό που ουσιαστικά διεκδικούσε η βιολογική μητέρα  ήταν το «δικαίωμα» ενός βιολογικού γονέα, στο πλαίσιο της υιοθεσίας ενηλίκου, να σταθμίζονται τα δικαιώματα και τα συμφέροντά του από το αρμόδιο εθνικό δικαστήριο και το δικαίωμα να προσβάλει την ισορροπία που επιτεύχθηκε εάν ήταν δυσμενής για αυτήν. Ωστόσο, οι ουσιαστικοί λόγοι για την υιοθεσία ενηλίκων στο άρθρο 4 του νόμου περί υιοθεσίας φαίνονταν να είναι κατά βάση πραγματικοί, με το ρόλο του αρμόδιου δικαστηρίου να πρέπει να διαπιστώσει ότι οι σχέσεις μεταξύ υιοθετούντος και υιοθετούμενου ήταν πράγματι της προβλεπόμενης φύσης και χωρίς περιθώρια εξέτασης των συμφερόντων οποιουδήποτε άλλου μέρους. Ωστόσο, η πάγια νομολογία έλεγε ότι το Δικαστήριο δεν μπορούσε να δημιουργήσει, μέσω της ερμηνείας του άρθρου 6 § 1, ουσιαστικό δικαίωμα που δεν είχε νομική βάση στο οικείο κράτος. Λαμβάνοντας υπόψη τις επεξηγήσεις που έδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο σχετικά με το περιεχόμενο και το σκεπτικό των σχετικών νομοθετικών διατάξεων, φάνηκε ότι το δικαίωμα που επικαλείται η βιολογική μηετέρα δεν υφίσταται, έστω και με αμφισβητήσιμη βάση, στο εσωτερικό δίκαιο. Αυτό έπρεπε, ωστόσο, να το διαπιστώσει το αιτούν δικαστήριο.

Συμπέρασμα (ομόφωνα) :

Εάν το αιτούν δικαστήριο αποφανθεί ότι το δικαίωμα που επικαλείται η βιολογική μητέρα δεν υφίσταται, έστω και για αμφισβητήσιμους λόγους, στο εσωτερικό δίκαιο, θα προέκυπτε ότι, από την πλευρά της, το άρθρο 6 της Σύμβασης δεν εφαρμόζεται στη διαδικασία υιοθεσίας ενός ενηλίκου.

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες