Προσωρινή κράτηση για 13 μήνες Προέδρου ΜΚΟ ανθρωπίνων δικαιωμάτων, χωρίς εύλογη υπόνοια τέλεσης αδικημάτων! Παραβιάσεις προσωπικής ελευθερίας και ελευθερίας της έκφρασης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Taner Kılıç (αρ. 2) κατά Τουρκίας της 31.05.2022 ( αρ. προσφ. 208/18)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο προσφεύγων συνελήφθη ως ύποπτος ότι ανήκει στην τρομοκρατική οργάνωση FETÖ/PDY.

Κατηγορήθηκε επίσης μεταξύ άλλων, ότι «κατέβασε» και χρησιμοποίησε την Υπηρεσία μηνυμάτων ByLock στο τηλέφωνό του, ότι είχε συνδρομές σε ορισμένες εκδόσεις, όπως την Εφημερίδα Zaman που υποτίθεται ότι συνδέεται με την οργάνωση FETÖ/PDY. Κρατήθηκε προσωρινά χωρίς αποδεικτικά στοιχεία για 13 μήνες και όλες οι ενστάσεις για αποφυλάκισή του απορρίφθηκαν. Άσκησε καταγγελία για παραβίαση του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία και της ελευθερίας της έκφρασης.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αποφάσεις των εγχώριων αρχών που διέταξαν και παρέτειναν την προσωρινή κράτηση του κ. Kılıç δεν περιείχαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με τη χρήση της εν λόγω υπηρεσίας ανταλλαγής μηνυμάτων, όπως, για παράδειγμα, το περιεχόμενο ή το πλαίσιο των μηνυμάτων που ανταλλάχθηκαν. Διαπιστώθηκε μόνο ανταλλαγή μηνυμάτων στο WhatsApp για θέματα υπεράσπισης ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Επιπλέον τα εγχώρια δικαστήρια δεν έλαβαν υπόψη τους τις πραγματογνωμοσύνες που είχαν καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων δεν είχε ποτέ κατεβάσει ή χρησιμοποιήσει την εν λόγω εφαρμογή ανταλλαγής μηνυμάτων.

Κατά συνέπεια έκρινε ότι δεν υπήρχαν γεγονότα ή πληροφορίες που να δημιουργούσαν υποψίες που να δικαιολογούν την προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος και διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5§1 της ΕΣΔΑ.

Ακολούθως το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ελλείψει εύλογης υποψίας για διάπραξη κάποιου αδικήματος, η συνέχιση της κράτησης συνιστούσε παραβίαση του άρθρου 5§3 της Σύμβασης.

Επίσης διαπίστωσε ότι δεν προβλέπονταν κάποιο επαρκές ένδικο βοήθημα για να λάβει αποζημίωση λόγω της παράνομης κράτησης του και διαπίστωσε παραβίαση και του άρθρου 5§5 της ΕΣΔΑ.

Τέλος το δικαστήριο υπενθύμισε ότι οι αρχές σχετικά με την κράτηση δημοσιογράφων θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στην αρχική και συνεχιζόμενη προσωρινή κράτηση και των υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και έκρινε ότι η αρχική προφυλάκιση του προσφεύγοντος λόγω ενεργειών που συνδέονται άμεσα με τη δραστηριότητά του ως υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ισοδυναμούσε με γνήσιο και αποτελεσματικό περιορισμό και συνεπώς «παρέμβαση» στην άσκηση του δικαιώματός του στην ελευθερία της έκφρασης. Το Στρασβούργο διαπίστωσε και παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10).

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσά: 8.500 ευρώ για αποζημίωση, 16.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 10.000 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 5§1,

Άρθρο 5§3,

Άρθρο 5§4,

Άρθρο 5§5,

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Taner Kılıç, είναι Τούρκος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1969. Όταν κατέθεσε την προσφυγή, τον Δεκέμβριο του 2017, κρατούνταν στη Σμύρνη.

Ο προσφεύγων συνελήφθη στις 5 Ιουνίου 2017 ως ύποπτος ότι ανήκει στην οργάνωση FETÖ/PDY. Στις 9 Ιουνίου 2017 προσήχθη ενώπιον του 3ου Ανακριτή της Σμύρνης, ο οποίος, αφού εξέτασε τον προσφεύγοντα, αποφάσισε να τον θέσει υπό προσωρινή κράτηση. Ο προσφεύγων υπέβαλε ένσταση κατά της προσωρινής κράτησής του, που απορρίφθηκε.

Οι αρχές τον επέκριναν, μεταξύ άλλων, ότι φέρεται να κατέβασε και χρησιμοποίησε την Υπηρεσία μηνυμάτων ByLock στο τηλέφωνό του, ότι είχε συνδρομές σε ορισμένες εκδόσεις, όπως στην Εφημερίδα Zaman (φέρεται ότι συνδέεται με το FETÖ/PDY), για το γεγονός ότι η αδερφή του ήταν παντρεμένη με τον εκδότη της εφημερίδας Zaman, για το γεγονός ότι τα παιδιά του φοιτούσαν σε ιδρύματα που φέρεται να διοικούνταν από το FETÖ/PDY και είχαν κλείσει με νομοθετικά διατάγματα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος της 15 Ιουλίου 2016 και για τη διατήρηση τραπεζικών λογαριασμών στην Bank Asya, η οποία φέρεται να συνδεόταν με το FETÖ/PDY.

Μεταξύ Ιουνίου 2017 και Αυγούστου 2018, η προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος παρατάθηκε σε πολλές περιπτώσεις, αρχικά με αποφάσεις πρωτοβάθμιων δικαστηρίων στη συνέχεια από τα εφετεία της Σμύρνης και της Κωνσταντινούπολης, πριν τις οποίες δύο χωριστές ποινικές διαδικασίες που ασκήθηκαν κατά του προσφεύγοντος, στις 9 Αυγούστου 2017 και 4 Οκτωβρίου 2017 αντίστοιχα.

Στο πλαίσιο της δεύτερης σειράς ποινικών διαδικασιών, οι αρχές κατηγόρησαν τον προσφεύγοντα μεταξύ άλλων, για συμμετοχή σε πολλές τρομοκρατικές οργανώσεις, όχι μόνο λόγω της φερόμενης χρήσης της υπηρεσίας μηνυμάτων ByLock αλλά και βάσει ενεργειών που σχετίζονται με την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι δύο σειρές ποινικών διαδικασιών συσχετίστηκαν αργότερα.

Στις 15 Αυγούστου 2018 το Κακουργιοδικείο της Κωνσταντινούπολης διέταξε την αποφυλάκιση του προσφεύγοντος. Στη συνέχεια, τον Ιούλιο του 2020, τον έκρινε ένοχο για το αδίκημα της συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση και τον καταδίκασε σε έξι χρόνια και τρεις μήνες κάθειρξη.

Στο μεταξύ, ο προσφεύγων υπέβαλε ατομική προσφυγή στο Συνταγματικό Δικαστήριο και αγωγή αποζημίωσης ενώπιον του Κακουργιοδικείου της Σμύρνης· αυτές απορρίφθηκαν το 2018 και το 2019 αντίστοιχα. Η αγωγή αποζημίωσης εκκρεμεί κατόπιν άσκησης ενδίκου μέσου.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 5 § 1: έλλειψη εύλογης υποψίας ότι ο προσφεύγων είχε διαπράξει αδίκημα.

Επιβολή προσωπικής κράτησης

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι, σε αντίθεση με την υπόθεση Akgün κατά Τουρκίας, η εικαζόμενη χρήση της υπηρεσίας μηνυμάτων ByLock δεν ήταν η μόνη βάση των υποψιών κατά του προσφεύγοντος.

Όσον αφορά τις κατηγορίες εκτός από την εικαζόμενη χρήση του ByLock, το Δικαστήριο θεώρησε ότι αυτές μπορούσαν να θεωρηθούν ως απλώς περιστασιακά αποδεικτικά στοιχεία που ότι δεν μπορούσαν να στοιχειοθετήσουν εύλογη υποψία ότι ο προσφεύγων διέπραξε το αδίκημα για το οποίο κατηγορήθηκε.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, οι εν λόγω πράξεις απολάμβαναν του τεκμηρίου της αθωότητας, ελλείψει άλλων στοιχείων ικανών να δικαιολογήσουν τις εν λόγω υποψίες, όπως η ύπαρξη ενός υποκειμενικού δεσμού που αποκαλύπτει κάποιο στοιχείο ευθύνης στη συμπεριφορά του υπόπτου. Έτσι, σαφώς δεν θα μπορούσε να υπάρξει «εύλογη υποψία» εάν οι πράξεις ή τα γεγονότα που στοιχειοθετήθηκαν σε βάρος ενός κρατουμένου δεν αποτελούσαν έγκλημα εκείνη τη στιγμή όταν συνέβησαν.

Όσον αφορά την εικαζόμενη χρήση της υπηρεσίας μηνυμάτων ByLock, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στα συμπεράσματά του στην υπόθεση Akgün, στην οποία είχε διαπιστώσει ότι, καταρχήν, το γεγονός και μόνο της λήψης ή χρήσης μέσων κρυπτογραφημένης επικοινωνίας ή μάλιστα η χρήση οποιασδήποτε άλλης μεθόδου προστασίας της ιδιωτικής φύσης των ανταλλασσόμενων μηνυμάτων δεν θα μπορούσε από μόνη της να αποτελεί αποδεικτικό στοιχείο ικανό να ικανοποιήσει έναν αντικειμενικό παρατηρητή ότι λάμβανε χώρα παράνομη ή εγκληματική δραστηριότητα. Στην προκειμένη περίπτωση, σημείωσε ότι οι αποφάσεις που διέταξαν και παρέτειναν την προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος δεν περιείχαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο σχετικά με τη χρήση της εν λόγω υπηρεσίας ανταλλαγής μηνυμάτων, όπως, για παράδειγμα, το περιεχόμενο ή το πλαίσιο των μηνυμάτων που ανταλλάχθηκαν.

Επανέλαβε επίσης ότι από τη δικογραφία υποδεικνύεται ότι το καθοριστικό στοιχείο που διέπει τις υποψίες ότι ο προσφεύγων είχε διαπράξει το αδίκημα της ιδιότητας μέλους της οργάνωσης FETÖ/PDY ήταν ένα σύντομο, μικρό έγγραφο, με τίτλο «Αποτέλεσμα της ανάλυσης», που συντάχθηκε από τη διεύθυνση ασφαλείας, το οποίο όριζε την ημερομηνία της πρώτης σύνδεσης. Ωστόσο, αυτό ήταν ένα αμφιλεγόμενο εύρημα, χωρίς καμία σαφή ένδειξη της βάσης επί της οποίας οι αρχές κατέληξαν σε αυτό το συμπέρασμα, και ιδίως ποια δεδομένα είχε επεξεργαστεί ώστε να συνταχθεί το τελευταίο. Αυτό το έγγραφο δεν περιλάμβανε τα υποκείμενα δεδομένα στα οποία βασίστηκε ή πληροφορίες στις οποίες βασίστηκε.

Επιπλέον, αν και πολλές εκθέσεις εμπειρογνωμόνων είχαν στη συνέχεια καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο προσφεύγων δεν είχε ποτέ κατεβάσει ή χρησιμοποιήσει το εν λόγω σύστημα ανταλλαγής μηνυμάτων, τα εθνικά δικαστήρια είχαν αγνοήσει εντελώς αυτή την εξέλιξη.

Κατά το ΕΔΔΑ πραγματικά στοιχεία ή πληροφορίες ικανές να δημιουργήσουν υποψίες που να δικαιολογούν την κράτηση του προσφεύγοντος, δεν είχαν αναφερθεί ή παρουσιαστεί κατά την αρχική διαδικασία ή την περίοδο πριν από το κατηγορητήριο της 4 Οκτωβρίου 2017.

Η συνέχιση της προσωρινής κράτησης

Μια δεύτερη σειρά ποινικών διαδικασιών ασκήθηκε κατά του προσφεύγοντος στις 4 Οκτωβρίου 2017 και διατάχθηκε η συνεχιζόμενη κράτηση με βάση όχι μόνο τις κατηγορίες που ασκήθηκαν στο πλαίσιο της έρευνας που διενέργησε η εισαγγελία της Σμύρνης, αλλά και σε νέα στοιχεία. Όσον αφορά τα καινούργια γεγονότα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, εκ πρώτης όψεως, αυτές ήταν οι συνήθεις ειρηνικές και νομικές πράξεις ενός υπερασπιστή ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συγκεκριμένα: ως ένας από τους εμπνευστές ενός «εργαστηρίου» που πραγματοποιήθηκε στις 5 Ιουλίου 2017 από μέλη διαφόρων μη κυβερνητικών οργανώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα· ανταλλαγή μηνυμάτων WhatsApp για δραστηριότητες διαμαρτυρίας σχετικά με απεργία πείνας δύο ακτιβιστών· ανταλλαγή μηνυμάτων με έναν γιατρό που φέρεται να ήταν μέλος του PKK και είχε εκφράσει την επιθυμία να ενταχθεί στην Διεθνή Αμνηστία, τη συμμετοχή του σε μαγνητοσκοπημένο βίντεο, στο πλαίσιο εκστρατείας ευαισθητοποίησης σχετικά με ένα φερόμενο θύμα αστυνομικής βίας· και διεξαγωγή δραστηριοτήτων ευαισθητοποίησης σχετικά με τα γεγονότα στο πάρκο Gezi και παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που φέρεται να διαπράχθηκαν μετά την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016. Ελλείψει άλλων στοιχείων που να αποδεικνύουν το άδικο των ενεργειών αυτών, δεν ήταν σαφές στο Δικαστήριο πώς τέτοιες πράξεις θα μπορούσαν από μόνες τους να δικαιολογήσουν τις εν λόγω υποψίες.

Συνεπώς, δεν υπήρχαν γεγονότα ή πληροφορίες που να δημιουργούν υποψίες που να δικαιολογούν την προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος κατά τη διάρκεια αυτής της φάσης της διαδικασίας.

Συμπερασματικά, το Δικαστήριο έκρινε ότι η Κυβέρνηση δεν ήταν σε θέση να αποδείξει κατά την ημερομηνία στην οποία ο προσφεύγων τέθηκε αρχικά σε προσωρινή κράτηση, ότι τα στοιχεία που επικαλέστηκαν οι εθνικοί δικαστές πληρούσαν το πρότυπο της «εύλογης υποψίας» που απαιτούσε το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, ώστε να ικανοποιηθεί ένας αντικειμενικός παρατηρητής ότι ο προσφεύγων θα μπορούσε να έχει διαπράξει τα αδικήματα για τα οποία είχε τεθεί σε προσωρινή κράτηση. Σημείωσε επίσης ότι δεν ελήφθη κανένα μέτρο παρέκκλισης από τη Σύμβαση κατά τη διάρκεια της κατάστασης έκτακτης ανάγκης. Θεώρησε επίσης ότι, στην παρούσα υπόθεση, η ερμηνεία και εφαρμογή των νομοθετικών διατάξεων που επικαλέστηκαν οι εθνικές αρχές ήταν παράλογη, ώστε να καταστεί η κράτηση του προσφεύγοντος παράνομη και αυθαίρετη.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 § 1 της Σύμβασης λόγω της έλλειψης εύλογης υποψίας ότι ο προσφεύγων είχε διαπράξει αδίκημα, τόσο την ημερομηνία που τέθηκε σε προσωρινή κράτηση όσο και μετά την παράτασή της.

Άρθρο 5 § 3: παράλειψη επαρκούς αιτιολογίας για τις αποφάσεις που αφορούσαν την προσωρινή κράτηση.

Το Δικαστήριο αναφέρθηκε στο πόρισμά του ότι γεγονότα ή πληροφορίες ικανές να δημιουργήσουν υποψίες που να δικαιολογούσαν την προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος δεν είχαν προβληθεί από τα εθνικά δικαστήρια κατά τη διάρκεια της προσωρινής κράτησης του προσφεύγοντος και ότι επομένως δεν υπήρχε εύλογη υποψία ότι είχε διαπράξει αδίκημα. Επανέλαβε ότι η ύπαρξη μιας εύλογης υποψίας ότι ο συλληφθείς είχε διαπράξει αδίκημα ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκυρότητα της συνεχιζόμενης κράτησής του. Ελλείψει τέτοιων εύλογων υποψιών, το Δικαστήριο έκρινε ότι υπήρξε επίσης παραβίαση του άρθρου 5 § 3 της Σύμβασης.

Άρθρο 5 § 5: απουσία αντισταθμιστικού μέσου που να συμμορφώνεται με τις απαιτήσεις του άρθρου 5.

Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, σε μια κατάσταση όπου ο προσφεύγων όχι μόνο παραπονέθηκε για τη διάρκεια της προσωρινής του κράτησης, αλλά και την ισχυριζόμενη απουσία εύλογης υποψίας ότι είχε διαπράξει αδίκημα ή σχετικών και επαρκών λόγων που δικαιολογούσαν αυτήν κατά την έννοια του άρθρου 5 της Σύμβασης, αξίωση αποζημίωσης βάσει του άρθρου 141 § 1 του Ποινικού Κώδικα δεν μπορούσε να θεωρηθεί αποτελεσματικό ένδικο μέσο. Επιπλέον, η κυβέρνηση δεν είχε προσκομίσει νομολογία εθνικών δικαστηρίων περί χορήγησης αποζημίωσης, βάσει του ανωτέρω άρθρου 141 § 1, σε οποιοδήποτε άτομο βρίσκονταν σε παρόμοια κατάσταση με τον προσφεύγοντα. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 141 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αντισταθμιστικό ένδικο μέσο για τους σκοπούς του άρθρου 5 § 5 της ΕΣΔΑ σε σχέση με επικαλούμενες καταγγελίες απουσίας εύλογων υποψιών ότι ένα άτομο είχε διαπράξει αδίκημα και έλλειψη συναφών και επαρκών λόγων που δικαιολογούν την προσωρινή κράτηση. Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι η ατομική προσφυγή του προσφεύγοντος στο Συνταγματικό Δικαστήριο είχε απορριφθεί και ότι ως εκ τούτου, δεν του επιδικάστηκε αποζημίωση από τα εθνικά δικαστήρια. Σημείωσε λοιπόν ότι, πριν από την παρούσα απόφαση, δεν υπήρχε ένδικο μέσο που θα επέτρεπε στον προσφεύγοντα να λάβει αποζημίωση για τις παραβιάσεις του άρθρου 5 §§ 1 και 3 της Σύμβασης. Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 5 § 5 της Σύμβασης.

Άρθρο 10: ελευθερία έκφρασης.

Δεδομένης της σημασίας των δραστηριοτήτων στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι αρχές σχετικά με την κράτηση δημοσιογράφων και επαγγελματιών των μέσων ενημέρωσης, θα μπορούσαν να εφαρμοστούν στην αρχική και συνεχιζόμενη προσωρινή κράτηση και των υπερασπιστών ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή ηγετών ή ακτιβιστών αυτών των οργανώσεων, όπου η προσωρινή κράτηση είχε επιβληθεί στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών που κινήθηκαν εναντίον τους για αδικήματα που συνδέονταν άμεσα με δραστηριότητες υπέρ της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο σημείωσε ότι στο πλαίσιο της δεύτερης δέσμης ποινικών διαδικασιών, το Κακουργιοδικείο της Κωνσταντινούπολης είχε διατάξει, στις 22 Νοεμβρίου 2017, τη συνέχιση της προσωρινής κράτησης του προσφεύγοντος, βασίζοντας την εν λόγω διάταξη σε όλα τα στοιχεία που αφορούσαν τις κατηγορίες που απαγγέλθηκαν σε βάρος του, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με τις δραστηριότητές του ως υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχική προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος λόγω ενεργειών που συνδέονται άμεσα με τη δραστηριότητά του ως υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ισοδυναμούσε με γνήσιο και αποτελεσματικό περιορισμό και συνεπώς «παρέμβαση» στην άσκηση του δικαιώματός του στην ελευθερία της έκφρασης. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι η προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος αντιπροσώπευε συνεπώς παρέμβαση στα δικαιώματά του σύμφωνα με το άρθρο 10 της ΕΣΔΑ. Επισήμανε ότι η προσωρινή κράτηση του προσφεύγοντος δεν είχε αιτιολογηθεί από την ύπαρξη εύλογης υποψίας ότι διέπραξε αδίκημα κατά την έννοια του άρθρου 5, και ότι ως εκ τούτου υπήρξε παραβίαση του δικαιώματός του στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια όπως κατοχυρώνεται στο άρθρο 5 § 1. Σημείωσε επίσης ότι, σύμφωνα με το άρθρο 100 του Τουρκικού Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ένα άτομο θα μπορούσε να τεθεί υπό προσωρινή κράτηση μόνο όταν υπήρχαν γεγονότα που προκαλούσαν ισχυρή υποψία ότι είχε διαπράξει κάποιο αδίκημα.

Θεώρησε, σχετικά, ότι η έλλειψη εύλογης υποψίας θα έπρεπε, κατά μείζονα λόγο, να συνεπάγεται την απουσία στοιχείων, όποτε και οι εθνικές αρχές θα έπρεπε να είχαν κληθεί να επανεξετάσουν τη νομιμότητα της κράτησης. Περαιτέρω επανέλαβε ότι το άρθρο 5 § 1 της Σύμβασης περιείχε έναν εξαντλητικό κατάλογο επιτρεπόμενων λόγων για τους οποίους ένα άτομο θα μπορούσε να στερηθεί την ελευθερία του και καμία στέρηση της ελευθερίας δεν θα ήταν νόμιμη εκτός εάν ενέπιπτε σε έναν από αυτούς τους λόγους. Επιπλέον, η απαίτηση νομιμότητας που ορίζεται στα άρθρα 5 και 10 της Σύμβασης είχαν σκοπό να προστατεύσουν το άτομο από την αυθαιρεσία. Κατά συνέπεια, ένα μέτρο κράτησης που δεν ήταν σύννομο, και συνιστούσε παρέμβαση με μία από τις ελευθερίες που προστατεύονται από τη Σύμβαση, δεν θα μπορούσε κατ’ αρχήν να θεωρηθεί ως περιορισμός αυτής της ελευθερίας που προβλέπεται από το εθνικό δίκαιο. Κατά συνέπεια, η παρέμβαση στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών του προσφεύγοντος όπως διασφαλίζονται από το άρθρο 10 της Σύμβασης δεν δικαιολογείται, αφού δεν είχε προβλεφθεί από το νόμο.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στην ελευθερία της έκφρασης (άρθρο 10 της Σύμβασης).

Άρθρο 5 § 4: δικαίωμα ταχείας απόφασης για τη νομιμότητα της κράτησης.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι καταγγελίες του προσφεύγοντος σχετικά με τη μη γνωστοποίηση της πρότασης του εισαγγελέα και την εξέταση των ενστάσεων του με αποκλειστική βάση τη δικογραφία και χωρίς ακρόαση ήταν προδήλως αβάσιμες.

Σημείωσε επίσης ότι ο προσφεύγων υποστήριξε αόριστα ότι είχε υποβληθεί σε πολλές περιπτώσεις σε περιορισμούς, χωρίς να εξηγήσει πώς αυτοί οι υποτιθέμενοι περιορισμοί τον εμπόδισαν να αμφισβητήσει ουσιαστικά τις αποφάσεις που διέτασσαν και παρέτειναν. Τουναντίον, στις παρατηρήσεις του, που υπέβαλε στο Δικαστήριο, δεν παρείχε λεπτομέρειες σχετικά με την πραγματικότητα και τον πιθανό αντίκτυπο των περιορισμών. Ως εκ τούτου, αυτή η καταγγελία δεν ήταν επαρκώς τεκμηριωμένη και έπρεπε να απορριφθεί.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε, ομόφωνα, ότι η Τουρκία έπρεπε να καταβάλει στον προσφεύγοντα 8.500 ευρώ ως αποζημίωση, 16.000 ευρώ για ηθική βλάβη και 10.000 ευρώ για έξοδα και δαπάνες.

Ξεχωριστές απόψεις

Οι δικαστές E. Kūris και P. Koskelo και S. Yuksel εξέφρασαν εν μέρει αντίθετη γνώμη (οι δύο πρώτοι) και εν μέρει σύμφωνη γνώμη(Yuksel). Οι απόψεις αυτές επισυνάπτονται στην απόφαση (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες