Προσφυγή πρώην Πρωθυπουργού και της συζύγου του για παραβίαση δίκαιης δίκης! Το ΕΔΔΑ δεν πείστηκε…

AΠΟΦΑΣΗ

Năstase κατά Ρουμανίας της 29.09.2022 (προσφυγές αρ. 46/15 και 744/15)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Κατά του προσφεύγοντος, πρώην Πρωθυπουργού Υπουργού Εξωτερικών, Προέδρου του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και μέλους της Βουλής, καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου και δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου του Βουκουρεστίου ασκήθηκε ποινική δίωξη, όπως και κατά της συζύγου του για παράνομη εισαγωγή αγαθών στη Ρουμανία για δική τους χρήση, μεταξύ των ετών 2002 και 2004, μέσω εταιρειών που διοικούνταν από υψηλόβαθμα στελέχη της τότε κυβέρνησης όταν ήταν πρωθυπουργός.

Επικαλούμενοι το άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι το Πενταμελές Τμήμα του Ανώτατου Δικαστηρίου δεν ήταν ένα «δικαστήριο που ιδρύθηκε με νόμο». Ισχυρίστηκαν ότι η σύνθεση του δικαστηρίου που είχε εξετάσει την έφεσή τους, δεν ήταν αμερόληπτη. Στη συνέχεια παραπονέθηκαν για έλλειψη δίκαιης δίκης με το επιχείρημα ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο τους είχε καταδικάσει αφού είχαν αθωωθεί επί της ουσίας, χωρίς να εξετάσει ευθέως τα περισσότερα από τα στοιχεία τα οποία προσκομίστηκαν. Ο προσφεύγων επέκρινε επίσης την υποτιθέμενη προσφυγή, καθώς υπό την άποψή του δεν υπήρχαν συγκεκριμένες διασφαλίσεις. Ο ίδιος υποστήριξε ότι ο χρόνος που χρειάστηκε για τη σύνταξη της απόφασης της 6 Ιανουαρίου 2014 ήταν παράλογος και ότι, επομένως, δεν είχε τηρηθεί ο εύλογος χρόνος που προβλέπει η ΕΣΔΑ.

Κατά το ΕΔΔΑ το Πενταμελές Τμήμα του Ανώτατου Ακυρωτικού Δικαστηρίου είχε συσταθεί σύμφωνα µε την εθνική νομοθεσία και η εφαρμογή της δεν είχε καμία συνέπεια η οποία να μπορούσε να ήταν ασυμβίβαστη με το αντικείμενο και το σκοπό του δικαιώματος σε «δικαστήριο που ιδρύθηκε με νόμο» κατά την έννοια της Σύμβασης.

Οι αμφιβολίες των προσφευγόντων ως προς την αμεροληψία του δικαστηρίου που εξέτασε την έφεσή τους δεν δικαιολογήθηκαν από οποιοδήποτε υποκειμενικό ή αντικειμενικό λόγο.

Οι απαιτήσεις μιας δίκαιης δίκης δεν απαιτούσαν νέα εξέταση όλων των μαρτύρων που δεν είχαν εξεταστεί από το δικαστήριο που εκδίκασε την έφεση.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 (δίκαιη δίκη), όσον αφορά την εικαζόμενη παγίδευση από την αστυνομία. Επίσης έκρινε ότι η υπόθεση αφορούσε περίπλοκες ποινικές διαδικασίες και συνεπώς η διάρκεια της διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση, στο σύνολό της, δε συνιστούσε παραβίαση της αρχής του «εύλογου χρόνου» που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου απέρριψε την προσφυγή για παραβίαση του άρθρου 34 (δικαίωμα ατομικής προσφυγής) και 38 (κατ’ αντιδικία εξέταση της υπόθεσης) της ΕΣΔΑ και έκρινε ότι οι καταγγελίες των προσφευγόντων ήταν προδήλως αβάσιμες και τις απέρριψε.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6,

Άρθρο 34,

Άρθρο 38

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες, Daniela Năstase και Adrian Năstase είναι Ρουμάνοι υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν το 1955 και το 1950 αντίστοιχα και ζουν στο Βουκουρέστι.

Ο δεύτερος προσφεύγων, πρώην καθηγητής στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου του Βουκουρεστίου και πρώην δικηγόρος του Δικηγορικού Συλλόγου του Βουκουρεστίου, είναι πολιτικός που είχε διατελέσει Υπουργός Εξωτερικών, Πρωθυπουργός, Πρόεδρος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και μέλος της Βουλής. Η πρώτη προσφεύγουσα είναι η γυναίκα του.

Στις 7 Φεβρουαρίου 2006, όταν ο προσφεύγων ήταν Πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, η Εθνική Διεύθυνση Διαφθοράς κίνησε προδικαστική διαδικασία κατά των δύο προσφευγόντων, οι οποίοι κατηγορήθηκαν για διάφορα αδικήματα που σχετίζονται με τη διαφθορά. Στις 26 Ιουνίου 2006 η Διεύθυνση κίνησε περαιτέρω διαδικασίες σε σχέση με τον προσφεύγοντα, ο οποίος κατηγορήθηκε για εκβιασμό του I.P. Με κατηγορητήριο της 13ης Νοεμβρίου 2006, οι προσφεύγοντες παραπέμφθηκαν σε δίκη ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου. Και οι δύο κατηγορήθηκαν για πολλές κατηγορίες για αποδοχή δωροδοκιών, και επιπλέον η πρώτη προσφεύγουσα κατηγορήθηκε για πλαστογραφία και χρήση πλαστών εγγράφων και ο δεύτερος προσφεύγων για εκβιασμό.

Μετά από ένσταση αντισυνταγματικότητας που προέβαλε ο προσφεύγων, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο με απόφαση της 18 Οκτωβρίου 2007, ακύρωσε την έναρξη της προδικασίας και έθεσε εκτός την προκαταρκτική ποινική έρευνα. Παρέπεμψε την υπόθεση στον εισαγγελέα. Κατά τη διάρκεια νέας έρευνας, η εισαγγελία αποφάσισε να χωρίσει την προκαταρκτική έρευνα σχετικά με τους προσφεύγοντες σε τρεις διαφορετικές υποθέσεις: η πρώτη υπόθεση κατά του προσφεύγοντος αφορούσε τη χρηματοδότηση της προεκλογικής του εκστρατείας το 2004 και, έχοντας ως αποτέλεσμα την καταδίκη του με τελεσίδικη απόφαση της 20 Ιουνίου 2012, υποβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, η δεύτερη υπόθεση έληξε με την αθώωσή του και η τρίτη αποτέλεσε το αντικείμενο των προσφυγών ενώπιον του ΕΔΔΑ.

Σε αυτήν την τρίτη σειρά διαδικασιών, οι προσφεύγοντες κατηγορήθηκαν ιδίως για παράνομη εισαγωγή στη Ρουμανία, μεταξύ 2002 και 2004, αγαθών που αποκτήθηκαν στο εξωτερικό για δική τους χρήση. Οι σχετικές συναλλαγές είχαν διευθετηθεί μέσω εταιρειών που διοικούνταν από υψηλόβαθμους αξιωματούχους της κυβέρνησης υπό την ηγεσία του δεύτερου προσφεύγοντος εκείνη την περίοδο, συμπεριλαμβανομένου του I.P.J., και με τη βοήθεια, μεταξύ άλλων, του Ι.P., στελέχους του Υπουργείου Εξωτερικών. Στις 7 Μαΐου 2009 η Διεύθυνση για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς ξεκίνησε προανάκριση για αυτά τα γεγονότα.

Με ένα κατηγορητήριο της 3 Μαΐου 2010, η Διεύθυνση παρέπεμψε τους προσφεύγοντες σε δίκη. Στις 30 Μαρτίου 2012 το εθνικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του. Ομόφωνα αθώωσε τον προσφεύγοντα σχετικά με την κατηγορία της δωροδοκίας, τον καταδίκασε για εκβιασμό και τον καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών με εξαετή αναστολή. Αθώωσε την σύζυγο από την κατηγορία του συνεργού στην αποδοχή δωροδοκιών και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, ενώ την καταδίκασε για συμμετοχή στη χρήση πλαστών εγγράφων σε συναλλαγές με τις τελωνειακές αρχές και την καταδίκασε σε ποινή φυλάκισης τριών ετών με πενταετή αναστολή.

Τόσο η εισαγγελία όσο και οι προσφεύγοντες άσκησαν έφεση κατά της απόφασης. Στις 6 Ιανουαρίου 2014 το Ανώτατο Δικαστήριο, εκδίδοντας την απόφασή του σε δημόσια συνεδρίαση, ακύρωσε εν μέρει την απόφαση της 30 Μαρτίου 2012 και, διέταξε την επανάληψη της υπόθεσης δυνάμει του άρθρου 385 § 2 (δ) του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και έχοντας υπόψη τους λόγους αναίρεσης που υπέβαλαν οι διάδικοι, έκρινε ομόφωνα ότι ο προσφεύγων, ήταν ένοχος για αποδοχή δωροδοκιών και εκβιασμού, και καταδικάστηκε σε φυλάκιση τεσσάρων ετών και σε απώλεια ορισμένων δικαιωμάτων για πέντε χρόνια ως παρεπόμενη ποινή. Κήρυξε δε ένοχη και την σύζυγό του ως συνεργός στην αποδοχή δωροδοκιών και στη χρήση πλαστών τελωνειακών εγγράφων, και την καταδίκασε σε φυλάκιση τριών ετών με αναστολή και απώλεια ορισμένων δικαιωμάτων για τέσσερα χρόνια ως παρεπόμενη ποινή. Ωστόσο, κρίθηκε η τελευταία αθώα για την κατηγορία της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Την ίδια ημέρα μετά την έκδοση της απόφασης, ο προσφεύγων τέθηκε υπό κράτηση. Στις 21 Αυγούστου 2014 αφέθηκε ελεύθερος. Σε απόφαση της 7 Δεκεμβρίου 2021, το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε τη δικαστική αποκατάσταση του προσφεύγοντος. Στις 5 Ιανουαρίου 2022 έληξε η δοκιμαστική περίοδος της συζύγου του μετά την ποινική της καταδίκη.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Λόγω της ομοιότητας των προσφυγών ως προς τα πραγματικά περιστατικά και τις καταγγελίες που προβλήθηκαν, το Δικαστήριο έκρινε σκόπιμο να εξετάσει μαζί τις προσφυγές σύμφωνα με το άρθρο 42 § 1 του Κανονισμού του Δικαστηρίου.

Άρθρο 6 § 1

Η καταγγελία των προσφευγόντων σχετικά με την έννοια του «δικαστηρίου που έχει συσταθεί από το νόμο» σε σχέση με το Πενταμελές Τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο διορισμός του δικαστή C.M.J., Προέδρου του Ποινικού Τμήματος, ως Προέδρου του Τμήματος που εκδίκασε την υπόθεση των προσφευγόντων είχε πραγματοποιηθεί σύμφωνα με το άρθρο 32(5) του Ν. 304/2004 και το άρθρο 28 § 5 του Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και είχε θεωρηθεί νόμιμος από το δικαστήριο αυτό.

Στο πλαίσιο της υπόθεσης και βάσει των σχετικών νομικών διατάξεων, το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου να διορίσει τον δικαστή C.M.J. ως Πρόεδρο του Τμήματος που εκδίκασε την υπόθεση (με το σκεπτικό ότι ούτε ο Πρόεδρος ούτε ο Αντιπρόεδρος του Ανώτατου Δικαστηρίου θα μπορούσαν να προεδρεύσουν της εν λόγω έδρας), δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αυθαίρετη ή προδήλως παράλογη.

Όσον αφορά τις παρατηρήσεις των προσφευγόντων σχετικά με το δικαστή C.T., οι οποίοι ισχυρίστηκαν ότι είχε προεδρεύσει ποινικών δικών, το Δικαστήριο του Στρασβούργου παρατήρησε ότι η απόφαση του Προέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου της 17 Σεπτεμβρίου 2013 δεν είχε αποκλείσει ρητά το δικαστή C.T. από την εκδίκαση ποινικών υποθέσεων. Το δικαστήριο σημείωσε, τέλος, ότι είχε οριστεί Πρόεδρος της έδρας μετά την εκλογή του ως Αντιπρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του διορισμού του με διάταγμα του Προέδρου της Ρουμανίας. Στο βαθμό που ο δικαστής αυτός είχε οριστεί Πρόεδρος του Πενταμελούς Τμήματος με την ιδιότητα του νέου Αντιπροέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι του έλειπε η αμεροληψία κατά την εξέταση της ένστασης των προσφευγόντων ότι ο διορισμός του ήταν άκυρος.

Το Δικαστήριο σημείωσε, τέλος, ότι δεν υπήρχαν περιστάσεις που απαιτούσαν την περαιτέρω εξέταση κατά πόσο, παρά την ανωτέρω διαπίστωση συμμόρφωσης με τα εγχώρια πρότυπα, η εφαρμογή των εγχώριων κανόνων είχε συνέπειες οι οποίες μπορεί να ήταν ασυμβίβαστες με το αντικείμενο και τον σκοπό του δικαιώματος σε «δικαστήριο που έχει συσταθεί με νόμο» κατά την έννοια της ΕΣΔΑ. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτή η καταγγελία ήταν προδήλως αβάσιμη και την απέρριψε.

Η καταγγελία των προσφευγόντων σχετικά με την έννοια του «αμερόληπτου δικαστηρίου» σε σχέση με το δικαστή του Πενταμελούς Τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου

Οι αμφιβολίες που διατύπωσαν οι προσφεύγοντες ως προς την προσωπική αμεροληψία της δικαστίνας I.B. είχαν προέλθει από το γεγονός ότι είχαν αμφισβητήσει δημόσια την ιδιότητά της ως δικαστή. Είχαν εκφράσει αμφιβολίες ως προς την αμεροληψία του Δικαστή C.M.J. λόγω των δηλώσεων του Προέδρου της Ρουμανίας σχετικά τον διορισμό του στο Ανώτατο Δικαστήριο. Τέλος, είχαν προσβάλει ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου την συμμετοχή των δικαστών Ι.Β. και C.M.J.. στην έδρα κατά την εκδίκαση της έφεσης, παρά το γεγονός ότι είχαν συμμετάσχει σε άλλες διαδικασίες σχετικά με τον προσφεύγοντα και ότι η I.B. συνεργαζόταν με την εισαγγελία.

Το ΕΔΔΑ τόνισε ότι η αμφισβήτηση της ιδιότητας της I.B. ως δικαστίνας είχε διευθετηθεί με την τελική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της 20 Ιουνίου 2012 και ότι το ίδιο το Δικαστήριο είχε κρίνει ότι το δικαστήριο που καταδίκασε τον προσφεύγοντα είχε «συσταθεί με νόμο».

Το Δικαστήριο παρατήρησε περαιτέρω ότι τα επιχειρήματα σχετικά με τη δήλωση του Προέδρου σχετικά με τον διορισμό του C.M.J. ως Αντιπροέδρου του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν πολύ γενικά και δεν είχαν σχέση με την υπόθεση των προσφευγόντων.

Ως προς τον ισχυρισμό του προσφεύγοντος σχετικά με τη διατύπωση της απόφασης του Ανώτερου Δικαστηρίου της 30 Ιανουαρίου 2012 που εκδόθηκε από έδρα στην οποία συμμετείχαν οι Ι.Β. και C.M.J., το Δικαστήριο επανέλαβε ότι με το άρθρο 18 της Σύμβασης, με τη διατύπωση ότι η διαφθορά της πολιτικής τάξης «προσωποποιήθηκε» στο πρόσωπο του προσφεύγοντος, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε εκφράσει την συνέπεια της διαπίστωσής του ως προς την ποινική ευθύνη του προσφεύγοντος, που διαπιστώθηκε μετά από ποινική δίκη για πράξεις διαφθοράς που διαπράχθηκαν σε υψηλό επίπεδο. Ακόμη και αν και είχε αναφερθεί το όνομα του προσφεύγοντος, δεν μπορούσε να λεχθεί ότι η επίμαχη έκφραση εμπεριείχε δικαιολογημένες αμφιβολίες σχετικά με την αμεροληψία των δικαστών που είχαν εκδώσει την εν λόγω απόφαση σε σχέση με κάθε άλλη αξιόποινη πράξη που τον αφορά.

Όσον αφορά την αντικειμενική πτυχή, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο φόβος του προσφεύγοντος για έλλειψη αμεροληψίας είχε προέλθει από το γεγονός ότι οι δικαστές Ι.Β. και C.M.J., οι οποίοι εξέτασαν την έφεσή του, είχαν προηγουμένως αποφανθεί σε ποινική διαδικασία που είχε ως αποτέλεσμα την ποινική του καταδίκη με τελεσίδικη απόφαση της 6 Ιουνίου 2012. Ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου ο προσφεύγων είχε επίσης εκφράσει φόβους για το γεγονός ότι η δικαστίνα Ι.Β. ήταν σύμβουλος του προϊσταμένου της Διεύθυνσης Καταπολέμησης της Διαφθοράς κατά την απαγγελία του κατηγορητηρίου της 3 Μαΐου 2010.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, το γεγονός και μόνο ότι ένας δικαστής είχε ήδη αποφανθεί για παρόμοια αλλά ξεχωριστά αδικήματα δεν θα μπορούσε, από μόνο του, να επηρεάσει την αμεροληψία αυτού του δικαστή: θα υπονομευόταν, ωστόσο, εάν οι αποφάσεις που εκδόθηκαν προηγουμένως περιείχαν αναφορές ή προκαταλήψεις ως προς την ενοχή του κατηγορουμένου σε περιπτώσεις που δεν έχουν ακόμη αποφασιστεί.

Τα γεγονότα της υπόθεσης για την οποία ο προσφεύγων είχε καταδικαστεί στην απόφαση της 20 Ιουνίου 2012 και επί της οποίας οι δικαστές Ι.Β. και C.M.J. είχαν κρίνει στην απόφαση της 30 Ιανουαρίου 2012 ήταν αρκετά διαφορετικά από εκείνα της υπόθεσης που έληξε με την απόφαση της 6 Ιανουαρίου 2014. Επιπλέον, δεν ισχυρίστηκε ότι η απόφαση στην πρώτη υπόθεση περιείχε αναφορές στον υποτιθέμενο ρόλο του στη δεύτερη.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου σημείωσε ότι εκείνη την περίοδο η δικαστίνα Ι.Μ., η οποία υπηρετούσε ως σύμβουλος του προϊσταμένου της Εισαγγελίας για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς δεν είχε εμπλακεί σε καμία περίπτωση στην υπόθεση των προσφευγόντων, όπως είχε δηλώσει όταν ερωτήθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Τέλος, το Ανώτατο Δικαστήριο είχε εξετάσει τους λόγους που παρατίθενται στις αιτήσεις αποχής και αποχώρησης των δικαστών και έκρινε ότι δεν συντρέχουν λόγοι για τη διαπίστωση ασυμβίβαστου ως προς τα μέλη του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τυχόν αμφιβολίες που θα μπορούσαν να είχαν οι προσφεύγοντες ως προς την αμεροληψία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου δεν δικαιολογούνταν ούτε υποκειμενικά ούτε αντικειμενικά. Θεώρησε ότι η καταγγελία σχετικά με την εικαζόμενη έλλειψη αμερόληπτου δικαστηρίου ήταν προδήλως αβάσιμη και έπρεπε να απορριφθεί.

Η καταγγελία σχετικά με το γεγονός ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν εξέτασε απευθείας όλα τα αποδεικτικά στοιχεία στα οποία βασίστηκε η απόφασή του και την εφαρμογή της αρχής της αμεσότητας.

Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επισήμανε ότι το γεγονός ότι οι προσφεύγοντες είχαν κάποια πλεονεκτήματα είχε διαπιστωθεί από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ότι αυτή η πτυχή της υπόθεσης αποτελούσε περισσότερο θέμα συζήτησης και ότι έπρεπε να εστιάσει την εξέτασή της στην υποκειμενική πτυχή όσον αφορά τις συνθήκες του αδικήματος της αποδοχής δωροδοκιών. Το συμπέρασμα του Ανώτατου Δικαστηρίου ότι υπήρχε σαφής σύνδεσμος μεταξύ της εξέλιξης της σταδιοδρομίας των C.M.J. και Ι.Β. και τις σχέσεις τους με τους προσφεύγοντες είχε βασιστεί σε έγγραφα που περιλαμβάνονται στη δικογραφία τόσο του πρωτοβάθμιου όσο και του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου.

Το ΕΔΔΑ παρατήρησε, πρώτον, ότι οι καταθέσεις των μαρτύρων που δεν είχαν εξεταστεί στην έφεση δεν είχαν χαρακτηριστεί ως αποφασιστικά στοιχεία για την καταδίκη των προσφευγόντων για αποδοχή δωροδοκιών και για συνενοχή σε αυτό το αδίκημα. Επιπλέον, οι προσφεύγοντες δεν είχαν προσβάλει ενώπιον του εφετείου την αξιοπιστία αυτών των μαρτύρων, ούτε είχαν εξηγήσει στο Δικαστήριο γιατί θεωρούσαν ότι αυτοί οι μάρτυρες έπρεπε να ανακριθούν εκ νέου.

Ο προσφεύγων είχε επικρίνει το γεγονός ότι ο δικαστής C.M.J., ο οποίος είχε ενταχθεί στη σύνθεση του δικαστηρίου στις 2 Δεκεμβρίου 2013, δεν είχε εξετάσει όλους τους μάρτυρες ή όλους τους κατηγορουμένους. Διαπίστωσε, ωστόσο, ότι η αλλαγή σε έναν από τους πέντε δικαστές που ανήκαν στην σύνθεση του Τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν είχε στερήσει από τον προσφεύγοντα το δικαίωμά του να εξετάσει τους μάρτυρες που είχαν εξεταστεί κατά τη διαδικασία της έφεσης, καθώς αυτοί είχαν εξεταστεί δημοσίως παρουσία των προσφευγόντων και των δικηγόρων τους.

Το Δικαστήριο σημείωσε περαιτέρω ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχε εκδώσει αιτιολογημένη απόφαση, η οποία δεν φαίνεται αυθαίρετη ή προδήλως παράλογη, στην οποία είχε εξηγήσει γιατί αποφάσισε να διαφοροποιηθεί από τα πορίσματα του κατώτερου δικαστηρίου και να ακυρώσει την απόφασή του και, το σημαντικότερο, γιατί είχε διαπιστώσει ότι το υποκειμενικό στοιχείο των αδικημάτων είχε εξεταστεί στην παρούσα υπόθεση, και ότι είχε διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην απόφαση του κατώτερου δικαστηρίου να αθωώσει τους προσφεύγοντες από την αποδοχή δωροδοκιών και για τη συνενοχή τους στην αποδοχή δωροδοκιών, αντίστοιχα. Τα μέρη είχαν την ευκαιρία να συζητήσουν όλα τα στοιχεία στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, συμπεριλαμβανομένων των αποδεικτικών στοιχείων που είχαν εξεταστεί μόνο κατά τη διάρκεια της δίκης. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο είχε εξηγήσει ότι έπρεπε να περιορίσει την εξέτασή του στους λόγους έφεσης των μερών.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι στην παρούσα υπόθεση οι απαιτήσεις μιας δίκαιης δίκης δεν απαιτούσαν την εκ νέου εξέταση όλων των μαρτύρων που δεν εξετάστηκαν στην έφεση και ότι η αρχή της αμεσότητας δεν είχε υπονομευτεί. Επομένως, διαπίστωσε ότι η καταγγελία αυτή ήταν προδήλως αβάσιμη και έπρεπε να απορριφθεί.

Η καταγγελία του προσφεύγοντος για αστυνομική παγίδευση

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι δεν ήταν ο O.C. αυτός ο οποίος είχε αναλάβει την πρωτοβουλία να επικοινωνήσει με τον προσφεύγοντα, αλλά ότι ο τελευταίος ήταν εκείνος που τον είχε καλέσει στο κοινοβουλευτικό του γραφείο σε δύο περιπτώσεις. Επιπλέον, ο O.C. είχε παραμείνει παθητικός κατά τη διάρκεια εκείνων των συνομιλιών.

Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, ο προσφεύγων δεν μπορούσε να ισχυριστεί εγκύρως ότι είχε παγιδευτεί από κρατικούς πράκτορες ή από τον O.C. με σκοπό τη διάπραξη των πράξεων για τις οποίες είχε στη συνέχεια διωχθεί και καταδικαστεί. Οι αστυνομικοί είχαν εξετάσει την υπάρχουσα εγκληματική δραστηριότητα και δεν το είχαν προκαλέσει, και ο Ο.C. είχε παίξει το ρόλο του μυστικού πράκτορα στην παρούσα υπόθεση, όχι εκείνου του προβοκάτορα.

Το Δικαστήριο συνήγαγε το συμπέρασμα ότι οι διωκτικές αρχές είχαν ερευνήσει την δραστηριότητα του προσφεύγοντος ουσιαστικά με παθητικό τρόπο και δεν τον είχαν παρακινήσει να διαπράξει κάποιο αδίκημα (εκβιασμός) το οποίο διαφορετικά δεν θα διέπραττε.

Το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε οποιαδήποτε παραβίαση του άρθρου 6 της Σύμβασης στη υπόθεση που προκλήθηκε από αστυνομική παγίδευση. Θεώρησε ότι αυτή η καταγγελία ήταν προδήλως αβάσιμη και την απέρριψε.

Η καταγγελία του προσφεύγοντος σχετικά με το χρόνο που χρειάστηκε για τη σύνταξη της απόφασης της 6 Ιανουαρίου 2014.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η παρούσα υπόθεση αφορούσε περίπλοκες ποινικές διαδικασίες στις οποίες οι προσφεύγοντες είχαν κάνει χρήση των διαφόρων διαδικαστικών μέσων που είχαν στη διάθεσή τους βάσει του εσωτερικού δικαίου προς υπεράσπιση των δικαιωμάτων τους και τα εθνικά δικαστήρια είχαν απαντήσει με συνέπεια. Οι αρχές είχαν ενεργήσει ταχέως και δεν διαπιστώθηκε περίοδος αδράνειας κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η πολυπλοκότητα της υπόθεσης είχε συμβάλει στην παρατεταμένη διάρκεια της υπόθεσης.

Όσον αφορά τον χρόνο που χρειάστηκε για τη σύνταξη του σκεπτικού της απόφασης, το Δικαστήριο του Στρασβούργου παρατήρησε ότι το άρθρο 406 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας προέβλεπε ότι το κείμενο της απόφασης έπρεπε να συνταχθεί εντός τριάντα ημερών. Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε θεωρήσει αυτή την περίοδο ως ενδεικτική. Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι ο προσφεύγων είχε τη δυνατότητα να υποβάλει την καταγγελία του ενώπιον των εθνικών αρχών, γεγονός που δικαιολογούσε το συμπέρασμά τους ότι υπήρχε αντικειμενική εξήγηση για την καθυστέρηση στη διαδικασία. Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι το έργο της σύνταξης της απόφασης ήταν ιδιαίτερα επίπονο και ουσιαστικό.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διάρκεια της διαδικασίας στην παρούσα υπόθεση, στο σύνολό της, δε συνιστά παραβίαση της αρχής του «εύλογου χρόνου» που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 της Σύμβασης. Επομένως, αυτή η καταγγελία απορρίφθηκε ως προδήλως αβάσιμη.

Οι καταγγελίες των προσφευγόντων βάσει των άρθρων 34 και 38 της Σύμβασης

Στις 25 Ιουλίου 2019, στις παρατηρήσεις τους ως απάντηση σε εκείνες της Κυβέρνησης, οι προσφεύγοντες είχαν δηλώσει ότι ορισμένες από τις πληροφορίες που υπέβαλε η κυβέρνηση στις παρατηρήσεις της ήταν σκόπιμα αναληθείς και προσπάθησε να παραπλανήσει το Δικαστήριο. Ζήτησαν από το Δικαστήριο να διαπιστώσει, στη βάση αυτή, παράβαση των άρθρων 34 και 38 της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι πληροφορίες που αναφέρθηκαν από τους προσφεύγοντες δεν συνιστούσαν παράνομη ή απαράδεκτη μορφή πίεσης που να παρεμποδίζει το δικαίωμα της ατομικής τους προσφυγής κατά παράβαση του άρθρου 34 της Σύμβασης. Οι πληροφορίες αυτές δεν εμπόδισαν το Δικαστήριο να εξετάσει τις καταγγελίες τους. Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το εναγόμενο κράτος δεν απέτυχε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του βάσει του άρθρου 38 της Σύμβασης (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες