Παραπομπή σε δίκη κατηγορουμένου με απόφαση ανακριτή. Καμία παραβίαση της δίκαιης δίκης στη προδικασία

ΑΠΟΦΑΣΗ

AlexandruRadu Luca κατά Ρουμανίας της 14.06.2022  (αριθ. προσφ. 20837/18)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Προδικασία, παραπομπή κατηγορουμένου σε ακροατήριο και δίκαιη δίκη.

Ο προσφεύγων παραπονέθηκε για παραβίαση της δίκαιης δίκης, όταν παραπέμφθηκε στο ακροατήριο  μετά από προανάκριση με απόφαση του ανακριτή. Ειδικότερα ισχυρίστηκε ότι δεν είχε πρόσβαση στο φάκελο της δικογραφίας, δεν του δόθηκε η δυνατότητα να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία και δεν τηρήθηκε η αρχή της κατ΄αντιμωλία δίκης.

Το Στρασβούργο επανέλαβε ότι η δίκαιη δίκη αφορά και το στάδιο της προδικασίας. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του συμμετείχαν κανονικά στο στάδιο της προδικασίας, είχαν πρόσβαση στο φάκελο και προσκόμισαν αποδεικτικά στοιχεία. Επίσης επισήμανε ότι ο προσφεύγων  έκανε χρήση των δικονομικών δικαιωμάτων του  και υπέβαλε απολογητικό υπόμνημα  και ενστάσεις ενώπιον του ανακριτή.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι τα μέτρα και οι αποφάσεις που ελήφθησαν κατά την διάρκεια της προδικασίας δεν αποδυνάμωσαν την θέση του προσφεύγοντος στη δίκη που ακολούθησε και δεν διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6§1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Alexandru-Radu Luca, είναι Ρουμάνος υπήκοος που γεννήθηκε το 1978 και ζει στο Βουκουρέστι.

Ο προσφεύγων κατέθεσε προσφυγή στο ΕΔΔΑ σχετικά με τον χειρισμό μιας ποινικής υπόθεσης εναντίον του από δικαστή στο στάδιο της προανάκρισης, ισχυριζόμενος ότι η ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον του ήταν αποτέλεσμα αυτού του χειρισμού. Τελικά καταδικάστηκε το 2017 για απάτη και επιβλήθηκε σε αυτόν ποινή φυλάκισης  τριών ετών και έξι μηνών.

Βασιζόμενος στο άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), ο προσφεύγων ισχυρίστηκε  ότι η ποινική διαδικασία που κινήθηκε σε βάρος του ήταν άδικη γιατί η προανακριτική διαδικασία έγινε τμηματικά  και, δεν έγινε κατ’αντιμωλία  και δεν του δόθηκε η δυνατότητα να προσβάλει την παραπομπή του σε δίκη.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ  ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο επανέλαβε  ότι η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις μιας δίκαιης δίκης πρέπει να εξετάζεται σε κάθε στάδιο λαμβάνοντας υπόψη την εξέλιξη της διαδικασίας στο σύνολό της και όχι με βάση μια μεμονωμένη εξέταση μιας συγκεκριμένης πτυχής ή ενός συγκεκριμένου περιστατικού, αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι ένας συγκεκριμένος παράγοντας μπορεί να είναι τόσο καθοριστικός ώστε να επιτρέψει την αξιολόγηση της δίκαιης δίκης στην προδικασία. Κατά την αξιολόγηση της συνολικής εκτίμησης της διαδικασίας, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη, εάν χρειάζεται, τα δικαιώματα που αναφέρονται στο άρθρο 6 § 3, τα οποία αποτελούν τις απαιτήσεις μιας δίκαιης δίκης σε σχέση με τυπικές διαδικαστικές καταστάσεις που προκύπτουν σε ποινικές υποθέσεις.

Το Δικαστήριο επανέλαβε περαιτέρω ότι η αρχή της αντιδικίας και η αρχή της ισότητας των όπλων, που συνδέονται στενά, αποτελούν θεμελιώδη στοιχεία της έννοιας της «δίκαιης ακρόασης» κατά την έννοια του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης. Απαιτούν μια «δίκαιη ισορροπία» μεταξύ των μερών. Κάθε μέρος πρέπει να έχει μια εύλογη ευκαιρία να παρουσιάσει την υπόθεσή του υπό συνθήκες που δεν το θέτουν σε ουσιαστική μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου του.

(α) Εφαρμογή αυτών των αρχών στην παρούσα υπόθεση

Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο επισήμανε ότι έχει ήδη αποδείξει ότι η διαδικασία ενώπιον ανακριτή  αφορούσε το προανακριτικό  στάδιο της ποινικής διαδικασίας. Ο κύριος σκοπός αυτών των διαδικασιών ήταν να αποφασιστεί εάν θα παραπεμφθεί ο κατηγορούμενος σε  ποινική δίκη ή εάν θα παύσει η ποινική δίωξη. Μεταξύ άλλων, ο ανακριτής κλήθηκε να εξετάσει τη νομιμότητα της κατηγορίας. Όταν, όπως στην παρούσα υπόθεση, αποφάσισε την παραπομπή του κατηγορουμένου σε δίκη, η κρίση  του ανακριτή δεν αφορούσε την ουσία της υπόθεσης και η απόφασή του δεν αποσκοπούσε στον προσδιορισμό των ουσιωδών στοιχείων του φερόμενου ποινικού αδικήματος, συγκεκριμένα την εν λόγω πράξη, το πρόσωπο που την διέπραξε και την ενοχή του παραπεφθέντος σε δίκη, ούτε οποιαδήποτε αστική αξίωση που υποβλήθηκε από τον υποστηρικτή της κατηγορίας. Αυτά τα στοιχεία θα μπορούσαν να καθοριστούν από το ποινικό δικαστήριο μόνο στο στάδιο της δίκης.

Όσον αφορά τις συνθήκες της υπόθεσης, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της δικογραφίας, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο προσφεύγων και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του μπορούσαν να συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία στο στάδιο της ποινικής έρευνας να προσκομίσουν στοιχεία που έπρεπε  να προστεθούν στη δικογραφία και να υποβάλουν σχόλια, αιτήσεις και ενστάσεις. Επιπλέον, ο προσφεύγων  είχε πρόσβαση στον φάκελο της δικογραφίας και στα αποδεικτικά στοιχεία που περιέχονταν σε αυτόν και σε κάθε στάδιο  δικαστικής διαδικασίας, του δόθηκε αντίγραφο του κατηγορητηρίου και ενημερωνόταν δεόντως για τα δικαιώματά του, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αφορούσαν την προδικασία.

Το Δικαστήριο σημείωσε  ότι ο προσφεύγων έκανε χρήση των δικονομικών δικαιωμάτων του  και υπέβαλε απολογητικό υπόμνημα  και ενστάσεις ενώπιον του ανακριτή σχετικά με τα αποδεικτικά στοιχεία και την αρμοδιότητα του Περιφερειακού Δικαστηρίου να εξετάσει την υπόθεση.

Ταυτόχρονα, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο ανακριτής εξέτασε και απέρριψε τις ενστάσεις που προέβαλαν ο προσφεύγων και οι συγκατηγορούμενοί του  σχετικά με τα διαθέσιμα στοιχεία, επισημαίνοντας το γεγονός ότι δεν αμφισβητήθηκε η  νομιμότητα της προδικασίας και των αποδεικτικών στοιχείων που είχαν συλλεγεί. Ο ανακριτής  έκρινε ότι αφορούσε το ερώτημα εάν τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία θα μπορούσαν ή ήταν επαρκή για να υποστηρίξουν την κατηγορία εναντίον του προσφεύγοντος  και των συγκατηγορουμένων του για τα εικαζόμενα αδικήματα και εάν οι ανακριτικές αρχές είχαν ολοκληρώσει δεόντως το καθήκον τους να προσκομίσουν όλα τα σχετικά στοιχεία στη δικογραφία και εάν είχαν ολοκληρώσει την έρευνα.

Το Δικαστήριο επισήμανε  περαιτέρω ότι ο προσφεύγων  δεν υποστήριξε ότι μετά την απόφαση του ανακριτή δεν του επιτράπηκε να επαναλάβει τα προαναφερθέντα επιχειρήματα ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Το Δικαστήριο σημείωσε  επίσης ότι ο ανακριτής  δεν προέβαλε επιχειρήματα ή αντιρρήσεις σχετικά με την υπόθεση του προσφεύγοντος αυτεπάγγελτα και ως εκ τούτου κανένας από τους συγκατηγορούμενους δεν θα μπορούσε να τεθεί σε μειονεκτική θέση έναντι του άλλου.

Στο πλαίσιο αυτό – λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι ο προσφεύγων μπόρεσε να επαναλάβει τους ισχυρισμούς του σχετικά με τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία ενώπιον των δικαστηρίων και ότι τίποτα δεν έδειξε ότι οι διαδικασίες αυτές δεν πληρούσαν όλες τις εγγυήσεις που ορίζονται στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ – το Δικαστήριο δεν ήταν  διατεθειμένο να αποδώσει κάποια βαρύτητα στην αδυναμία που ισχυρίστηκε ο προσφεύγων ότι είχε να αμφισβητήσει την απόφαση του ανακριτή ενώπιον του δικαστηρίου.

Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν μπορεί να λεχθεί ότι τα μέτρα και οι αποφάσεις που ελήφθησαν κατά τη διάρκεια της προδικασίας στο σύνολο τους, αποδυνάμωσαν τη θέση του προσφεύγοντος σε τέτοιο βαθμό ώστε η διαδικασία που παρέπεμψε αυτόν σε δίκη να χαρακτηριστεί ως  άδικη.

Το ΕΔΔΑ δεν  διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 της Σύμβασης) (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες