Ομοφοβικές δηλώσεις πολιτικών και αποτυχία του κράτους να προστατέψει τα δικαιώματα της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ. Παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή. Απαγορευμένη διάκριση

ΑΠΟΦΑΣΗ

 Nepomnyashchiyκ.α. κατά Ρωσίας της 30/05/2023 (αριθ. προσφ. 39954/09 και 3465/17)

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ομοφοβικές δηλώσεις πολιτικών κατά της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ. Δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και απαγορευμένες διακρίσεις.

Οι προσφεύγοντες είναι ομόφυλοι ακτιβιστές, μέλη της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ Ρωσίας. Δύο επώνυμοι πολιτικοί έκαναν δημόσια στον τύπο ρατσιστικές δηλώσεις εναντίον των ΛΟΑΤΚΙ και συγκεκριμένα «Ανοχή; Γαμώτο! Ο «Homos» πρέπει να σχιστεί σε κομμάτια. Και τα κομμάτια να πεταχτούν  στον άνεμο!», αποκάλεσαν επίσης  τους ομόφυλους«άρρωστους και διεστραμμένους». Οι προσφεύγοντες άσκησαν μηνύσεις αλλά οι εγχώριες αρχές δεν άσκησαν ποινική δίωξη.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εγχώριες αρχές αρνούμενες να θεωρήσουν τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα ως «κοινωνική ομάδα», δεν αναγνώρισαν το δικαίωμα των προσφευγόντων στον σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής και το δικαίωμά τους να προστατεύονται από διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι  οι εγχώριες αρχές στην ποινική διαδικασία απέτυχαν να επιτύχουν δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος των προσφευγόντων για σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής και του δημόσιου συμφέροντος για την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης υπό το πρίσμα των αρχών που απορρέουν από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου. Τα ρωσικά δικαστήρια επίσης απέρριψαν αγωγή που ασκήθηκε.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 σε συνδυασμό με το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ και επιδίκασε 7.500 ευρώ σε κάθε προσφεύγοντα για ηθική βλάβη και 7.384 ευρώ για δικαστικά έξοδα.

 ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 8

Άρθρο 14

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες είναι τέσσερις Ρώσοι υπήκοοι που ζουν στην περιφέρεια Krasnoyarsk, στη Μόσχα και στην Αγία Πετρούπολη. Είναι όλοι ομόφυλοι και ακτιβιστές για τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ.

Η υπόθεση αφορούσε φερόμενες ομοφοβικές δηλώσεις υψηλόβαθμων πολιτικών σε συνεντεύξεις που έδωσαν σε κορυφαίες εφημερίδες το 2008 και το 2013. Ο κ. Betin, κυβερνήτης της περιφέρειας Tambov, δήλωσε συγκεκριμένα: «Ανοχή; Γαμώτο! Ο «Homos» πρέπει να σχιστεί σε κομμάτια. Και τα κομμάτια να πεταχτούν  στον άνεμο!». Ο κ. Milonov, μέλος της Βουλής της Αγίας Πετρούπολης, σχολιάζοντας μια επίθεση εναντίον μελών μιας οργάνωσης υποστήριξης ΛΟΑΤΚΙ, αποκάλεσε τους ομόφυλους «άρρωστους και διεστραμμένους».

Οι προσφεύγοντες υπέβαλαν μηνύσεις κατά των πολιτικών υποστηρίζοντας ότι οι δηλώσεις ισοδυναμούσαν με έκκληση για βία κατά των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων, αλλά δεν ασκήθηκε ποτέ ποινική δίωξη.

Ασκήθηκε επίσης αγωγή για αποζημίωση κατά του κ. Mironovαλλά απορρίφθηκε. Βασιζόμενοι στο άρθρο 14 (απαγόρευση διακρίσεων) και στο άρθρο 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής), οι προσφεύγοντες διαμαρτυρήθηκαν  ότι οι δηλώσεις των πολιτικών συνιστούσαν διακρίσεις σε βάρος τους ως μελών της κοινότητας ΛΟΑΤΚ Ι και ότι η ρωσική νομοθεσία δεν προσέφερε  αποτελεσματική προστασία κατά της ομοφοβικής ρητορικής μίσους. Ισχυρίστηκαν ότι, αν και δεν κατονομάστηκαν προσωπικά στις δηλώσεις, ως μέλη της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ και ακτιβιστές, είχαν επηρεαστεί άμεσα.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι είναι ζωτικής σημασίας, οι πολιτικοί, συμπεριλαμβανομένων των βουλευτών, να αποφεύγουν να προβαίνουν σε δηλώσεις που προωθούν το μίσος ή τη μισαλλοδοξία στον δημόσιο λόγο τους. Αυτό ισχύει και για πολιτικά πρόσωπα των οποίων οι δημόσιες δηλώσεις μπορούν να εκληφθούν ως επίσημη θέση του κράτους.

α)  Αποτελεσματικότητα του νομικού συστήματος

Το Δικαστήριο εξέτασε  πρώτα εάν υπήρχε και λειτουργούσε ένα αποτελεσματικό νομικό σύστημα για την προστασία των δικαιωμάτων που εμπίπτουν στην έννοια της «ιδιωτικής ζωής» και ήταν διαθέσιμο στους προσφεύγοντες. Επανέλαβε ότι, όσον αφορά τις πράξεις που θίγουν την ψυχολογική ακεραιότητα ενός ατόμου, η υποχρέωση ύπαρξης κατάλληλου νομικού πλαισίου δεν απαιτεί πάντοτε τη θέσπιση ποινικής διατάξεως που να καλύπτει τη συγκεκριμένη πράξη. Το νομικό πλαίσιο θα μπορούσε επίσης να αποτελείται από διοικητικά ή αστικά ένδικα βοηθήματα ικανά να παρέχουν επαρκή προστασία. Η επιλογή των μέσων που αποσκοπούν στη διασφάλιση της τήρησης του άρθρου 8 στον τομέα των σχέσεων μεταξύ ιδιωτών εμπίπτει κατ’ αρχήν στο περιθώριο εκτίμησης των συμβαλλομένων κρατών. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι διασφάλισης του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και η φύση της υποχρέωσης του κράτους εξαρτάται από την ιδιαίτερη πτυχή της ιδιωτικής ζωής που αποτελεί αντικείμενο της διαφοράς.

Ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου δεν αναφέρονται ρητά στις σχετικές διατάξεις του Αστικού και Ποινικού Κώδικα ή στη ρήτρα ισότητας του ρωσικού Συντάγματος. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η ρητή αναφορά του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας φύλου ως απαγορευμένων λόγων διακρίσεων μπορεί να είναι επωφελής για την αποφυγή οποιασδήποτε νομικής αβεβαιότητας και τη μετάδοση στο ευρύ κοινό του σαφούς μηνύματος ότι αυτές οι ευάλωτες ομάδες προστατεύονται από το νόμο.Ωστόσο, υπό το πρίσμα του περιθωρίου εκτίμησης του κράτους όσον αφορά την επιλογή νομικών μέσων για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τη Σύμβαση και λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το Δικαστήριο θεώρησε ότι το υφιστάμενο νομικό πλαίσιο ήταν ικανό – τουλάχιστον θεωρητικά – να προστατεύσει τους προσφεύγοντες από την ομοφοβική ρητορική μίσους.  Το Δικαστήριο κατέληξε  στο συμπέρασμα ότι το ρωσικό δίκαιο περιείχε τόσο μηχανισμούς αστικού δικαίου όσο και ποινικές διατάξεις για την προστασία της ιδιωτικής ζωής ενός ατόμου από ρατσιστικές δηλώσεις, συμπεριλαμβανομένων ομοφοβικών δηλώσεων. Ωστόσο, διατήρησε αμφιβολίες σχετικά με την αποτελεσματικότητά τους στην πράξη, δεδομένου ότι η κυβέρνηση δεν απέδειξε την ύπαρξη πάγιας εγχώριας πρακτικής.

β)  Εξέταση των περιπτώσεων των προσφευγόντων από τις εγχώριες αρχές

Δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί επί των στοιχείων της αντικειμενικής υποστασης του αδικήματος της ρητορικής μίσους. Εναπόκειται πρωτίστως στις εθνικές αρχές, ιδίως στα δικαστήρια, να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν το εσωτερικό δίκαιο. Ο ρόλος του Δικαστηρίου περιορίζεται στην εξακρίβωση του κατά πόσον τα αποτελέσματα μιας τέτοιας ερμηνείας ήταν συμβατά με τη Σύμβαση. Οι εγχώριες αρχές δεν ξεκίνησαν μια άσκηση εξισορρόπησης μεταξύ των ανταγωνιστικών δικαιωμάτων της Σύμβασης στην ποινική διαδικασία. Χωρίς να αποκλείουν ρητά ότι οι δηλώσεις των κ.κ. Betin και Milonov έφθασαν στο όριο της ρητορικής μίσους κατά την έννοια του άρθρου 282, θεώρησαν κατ’ ουσίαν ότι τέτοιες δηλώσεις δεν ενέπιπταν στη διάταξη αυτή, διότι οι ομοφυλόφιλοι δεν αποτελούσαν «κοινωνική ομάδα». Δεν αιτιολόγησαν πειστικά τη διαπίστωση αυτή. Όπως προαναφέρθηκε, ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου δεν αναφέρονται ρητά μεταξύ των προστατευόμενων λόγων στο άρθρο 282, οι οποίοι, ωστόσο, περιλαμβάνουν την ιδιότητα μέλους «κοινωνικής ομάδας». Ως εκ τούτου, η άρνηση αναγνώρισης των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων ως «κοινωνικής ομάδας» είχε ως αποτέλεσμα την απάλειψη δηλώσεων που υποκινούν μίσος ή εχθρότητα εναντίον τους ή παραβιάζουν την αξιοπρέπειά τους από το πεδίο εφαρμογής του παραπάνω άρθρου και, ως εκ τούτου, την άρνηση στους προσφεύγοντες της προστασίας της εν λόγω διάταξης. Το Δικαστήριο παρέπεμψε στην απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ότι ο όρος «κοινωνική ομάδα» μπορούσε να εφαρμοστεί στα ΛΟΑΤΚΙ άτομα. Αρνούμενες να θεωρήσουν τα άτομα ΛΟΑΤΚΙ ως «κοινωνική ομάδα», οι εγχώριες αρχές στην παρούσα υπόθεση δεν αναγνώρισαν το δικαίωμα των προσφευγόντων στον σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής και το δικαίωμά τους να προστατεύονται από διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου.

Το Δικαστήριο, μολονότι κάθε έκφραση ρητορικής μίσους κατά ευάλωτης ομάδας δεν σημαίνει ότι, αυτή καθαυτή, επισύρει ποινική δίωξη και ποινικές κυρώσεις, δεν μπόρεσε  να συμφωνήσει με τα συμπεράσματα των εθνικών δικαστηρίων στην υπό κρίση υπόθεση. Διαπίστωσε  ότι οι εγχώριες αρχές στην ποινική διαδικασία απέτυχαν να επιτύχουν δίκαιη ισορροπία μεταξύ του δικαιώματος των προσφευγόντων για σεβασμό της ιδιωτικής τους ζωής και του δημόσιου συμφέροντος για την προστασία της ελευθερίας της έκφρασης υπό το πρίσμα των αρχών που απορρέουν από την πάγια νομολογία του Δικαστηρίου.

Όσον αφορά την αστική διαδικασία που κίνησε η S. Krikkerik, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι τα ρωσικά δικαστήρια εξέτασαν την υπόθεση υπό το πρίσμα των αρχών που διατυπώνονται στα άρθρα 8 και 10 της Σύμβασης. Τα δικαστήρια επικεντρώθηκαν στην προστασία της ελευθερίας έκφρασης του κ. Milonov, τονίζοντας ότι είχε εκφράσει την προσωπική του άποψη. Αν και αναγνώρισαν τη σφοδρότητα των δηλώσεων του, υποβάθμισαν την ικανότητά τους να στιγματίζουν τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα ως ομάδα και να προκαλούν μίσος και μισαλλοδοξία εναντίον τους. Αγνόησαν την ευπάθεια της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ στη Ρωσία και την ανάγκη τους για ειδική προστασία. Επίσης, δεν αξιολόγησαν τον δυνητικό αντίκτυπο των επίμαχων δηλώσεων, λαμβάνοντας υπόψη την έκταση της προσέγγισής τους στο κοινό, καθώς και το καθεστώς και τη θέση του M. Milonov. Διαπιστώνοντας ότι οι δηλώσεις του κ. Milonov «δεν ισοδυναμούσαν με παρέμβαση στην ιδιωτική ζωή των μελών μιας συγκεκριμένης ομάδας», τα εθνικά δικαστήρια δεν αναγνώρισαν ότι η υπόθεση αφορούσε σύγκρουση μεταξύ του δικαιώματος του προσφεύγοντος για σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής και του δικαιώματος  του κ.Milonov στην ελευθερία της έκφρασης. Τα εθνικά δικαστήρια δεν έφτασαν ποτέ στο στάδιο της εξισορρόπησης μεταξύ των ανταγωνιστικών δικαιωμάτων, καθώς ουσιαστικά θεώρησαν ότι ο προσφεύγων δεν επηρεάστηκε προσωπικά από τις προσβαλλόμενες δηλώσεις. Ως εκ τούτου, τα εθνικά δικαστήρια δεν εξέτασαν ποτέ τον πυρήνα του ισχυρισμού του προσφεύγοντος ότι οι δηλώσεις του κ. Milonov επηρέασαν το δικαίωμά του στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, στο σεβασμό της ιδιωτικής ζωής και στην ελευθερία από διακρίσεις.

Εν ολίγοις, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το εθνικό δίκαιο προέβλεπε την προστασία της ιδιωτικής ζωής των μεμονωμένων μελών μιας κοινωνικής ομάδας από ρατσιστικές  δηλώσεις σχετικά με την εν λόγω κοινωνική ομάδα, λόγω της προσεγγίσεως των ρωσικών αρχών, οι εν λόγω εθνικές διατάξεις δεν εφαρμόστηκαν στην περίπτωση των προσφευγόντων και δεν τους παρασχέθηκε η απαιτούμενη προστασία. Οι εγχώριες αρχές δεν συμμορφώθηκαν με την υποχρέωσή τους να απαντήσουν επαρκώς σε δηλώσεις διακρίσεων και να διασφαλίσουν τον σεβασμό της «ιδιωτικής ζωής» το προσφεύγοντος.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το άρθρο 14.

Δίκαιη ικανοποίηση: Το Δικαστήριο επιδίκασε 7.500 ευρώ σε κάθε προσφεύγοντα για ηθική βλάβη, και ποσό 7.384 ευρώ για δικαστικά έξοδα στον κ. Bayev(επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες