Κήρυξη ως καταζητούμενης της προσφεύγουσας και ανάρτηση φωτογραφιών της σε αστυνομικά τμήματα. Παραβίαση της ιδιωτικής ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ

Negru κατά Δημοκρατίας της Μολδαβίας της 27.06.2023 (αρ. προσφ. 7336/11)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Τον Ιούλιο του 2008 η προσφεύγουσα συνελήφθη αφού παρουσιάστηκε στο αστυνομικό τμήμα στο πλαίσιο ποινικής έρευνας εναντίον της με την κατηγορία της πλαστογραφίας εγγράφων. Τον Μάιο του 2010 ο εισαγγελέας αποφάσισε να κινήσει διαδικασίες εναντίον της ερήμην της – χωρίς να την ενημερώσει- και κήρυξε την προσφεύγουσα ως καταζητούμενη. Σύμφωνα με την προσφεύγουσα, ο δικηγόρος της παρατήρησε στο δημόσια αναρτημένο πίνακα ανακοινώσεωνκαταζητουμένωνενός αστυνομικού τμήματος ότι αναζητούνταν. Ο δικηγόρος της προσπάθησε ανεπιτυχώς να λάβει πρόσβαση στην ποινική δικογραφία. Πλέον αυτού η φωτογραφία της προσφεύγουσας είχε αναρτηθεί σε δημόσιους χώρους, με σκοπό να αναγνωριστεί ως καταζητούμενη.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τόσο η συμπερίληψη της προσφεύγουσας στον κατάλογο των καταζητούμενων,  η αποκάλυψη αυτών των πληροφοριών και η ανάρτηση της φωτογραφίας της σε δημόσιο πίνακα καταζητούμενων, αποτελούσε παρέμβασηστο δικαίωμά της για σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής.

Λόγω της έλλειψης σαφήνειας των διαδικασιών για την εφαρμογή των υφιστάμενων κανόνων και των προβλημάτων στην εφαρμογή τους, ο εισαγγελέας, όταν κήρυξε την προσφεύγουσα  καταζητούμενη, είχε διακριτική ευχέρεια που πρακτικά ισοδυναμούσε με απεριόριστη εξουσία. Η εξουσία αυτή δεν συνοδεύονταν από ένα μέτρο προστασίας από αυθαίρετες παρεμβάσεις όπως απαιτείται από ένα κράτος δικαίου. Συνεπώς, η απόφαση του εισαγγελέα δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο».

Συμπερασματικά, το ΕΔΔΑδιαπίστωσε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8) και επιδίκασε στην προσφεύγουσα 4.500 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Τον Ιούλιο του 2008 η προσφεύγουσα συνελήφθη αφού παρουσιάστηκε στο αστυνομικό τμήμα στο πλαίσιο ποινικής έρευνας εναντίον της με την κατηγορία της πλαστογραφίας εγγράφων. Αφέθηκε ελεύθερη αρκετές ώρες αργότερα αλλά στη συνέχεια έφυγε από τη Δημοκρατία της Μολδαβίας για την Ιταλία. Τον Σεπτέμβριο του 2008, μετά από έρευνα, η αστυνομία κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατοικία της προσφεύγουσας ήταν άγνωστη. Τον ίδιο μήνα κινήθηκε άλλη ποινική έρευνα εναντίον της για το αδίκημα της απειλής. Η έρευνα αυτή ανεστάλη το 2009, για περισσότερους από πέντε μήνες, ελλείψει ταυτοποίησης του δράστη. Τον Μάιο του 2010 ο εισαγγελέας της περιφέρειας αποφάσισε να κινήσει ποινική δίωξη κατά της προσφεύγουσας ερήμην της -για την οποία αυτή δεν ενημερώθηκε- και κήρυξε την προσφεύγουσα καταζητούμενη. Σύμφωνα με την προσφεύγουσα, ο δικηγόρος της παρατήρησε στο δημόσιο πίνακα ανακοινώσεων ενός αστυνομικού τμήματος ότι είχε κατηγορηθεί και αναζητούνταν από την αστυνομία. Ο δικηγόρος της προσπάθησε ανεπιτυχώς να λάβει πρόσβαση στον ποινικό φάκελο.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 8

(α) Η φωτογραφία της προσφεύγουσας είχε αναρτηθεί σε δημόσιους χώρους τουλάχιστον ενός αστυνομικού τμήματος, με σκοπό να γίνει εύκολα προσβάσιμη στο κοινό και να αναγνωριστεί η προσφεύγουσα  ως καταζητούμενη σε σχέση με ποινική υπόθεση. Επιπλέον, σύμφωνα με τη νομοθεσία της Μολδαβίας, υπήρχε οδηγία να συμπεριλαμβάνονται οι καταζητούμενοι στο εθνικό αυτοματοποιημένο σύστημα πληροφοριών για την καταγραφή αδικημάτων, ποινικών υποθέσεων και παραβατών. Αυτό είχε αντίκτυπο στο ποινικό μητρώο των παραβατώνενώ εξουσιοδοτούσε ταυτόχρονα συνοριοφύλακες για τη σύλληψη των εν λόγω προσώπων. Επομένως, το άρθρο 8 ήταν εφαρμοστέο στην παρούσα υπόθεση.

(β) Το Δικαστήριο, ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων για το αντίθετο, συμπέρανε ότι το επίμαχο μέτρο συνέχισε να ισχύει μέχρι σήμερα. Διαπίστωσε ότι τόσο η συμπερίληψη της προσφεύγουσας στον κατάλογο των καταζητούμενων όσο και η αποκάλυψη αυτών των πληροφοριών, με την ανάρτηση της φωτογραφίας της στον πίνακα καταζητούμενων, είχαν παρέμβει το δικαίωμά της για σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής.

(γ) Η απόφαση του εισαγγελέα να κηρύξει καταρχήν καταζητούμενη την προσφεύγουσα είχε νομική βάση, σύμφωνα με το άρθρο 288 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Η διάταξη αυτή προέβλεπε δύο λόγους για τους οποίους ο εισαγγελέας ήταν εξουσιοδοτημένος να λάβει μια τέτοια απόφαση: είτε όταν ήταν άγνωστο το πού βρισκόταν το πρόσωπο αυτό είτε όταν το άτομο διέφυγε μετά την απαγγελία κατηγορίας. Η προσφεύγουσα είχε κηρυχθεί καταζητούμενη μία ημέρα μετά την απαγγελία κατηγοριών εναντίον της ερήμην της. Ενώ η προσφεύγουσα δεν είχε αμφισβητήσει ότι το 2008 είχε αναχωρήσει για την Ιταλία, η Κυβέρνηση δεν είχε παράσχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο ότι οι αρχές είχαν όντως προσπαθήσει να την καλέσουν και να την βρουν από το 2008 έως το 2010 πριν από αυτή την απόφαση. Η έκθεση της αστυνομίας είχε συνταχθεί δύο χρόνια νωρίτερα και στο πλαίσιο άλλης δέσμης διαδικασιών από εκείνη κατά την οποία η προσφεύγουσα είχε κηρυχθεί καταζητούμενη. Επιπλέον, μετά την υποβολή της αναφοράς από την αστυνομία, η έρευνα είχε διακοπεί.

Η Κυβέρνηση δεν είχε ενημερώσει το Δικαστήριο για τυχόν μέτρα που έλαβαν οι εισαγγελικές αρχές για να προσδιορίσουν εάν η προσφεύγουσα είχε περάσει τα σύνορα κατά το σχετικό χρονικό διάστημα ή για να την καλέσουν μέσω του συνηγόρου της. Πράγματι, δεν υπήρχαν στοιχεία στη δικογραφία που να υποδηλώνουν ότι οι αρχές είχαν καταβάλει εύλογες προσπάθειες να ενημερώσουν την προσφεύγουσα για την ποινική διαδικασία και για την ανάγκη να εμφανιστεί ενώπιον τους στο πλαίσιο της διαδικασίαςαυτής. Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν μπόρεσε να λάβει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με την απόφαση του εισαγγελέα να την κηρύξει καταζητούμενη και να ζητήσει επανεξέτασή της. Ο εισαγγελέας αρνήθηκε να παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία στο δικηγόρο της και ο ανακριτής αρνήθηκε να αποφανθεί σχετικά με τη νομιμότητα του μέτρου που ελήφθη, με το επιχείρημα ότι η προσφεύγουσα δεν είχε τεκμηριώσει παραβίαση των δικαιωμάτων της βάσει του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

Εν ολίγοις, λόγω της έλλειψης σαφήνειας των διαδικασιών για την εφαρμογή των υφιστάμενων κανόνων και των ελαττωμάτων στην εφαρμογή τους, ο εισαγγελέας, όταν κήρυξε την προσφεύγουσα  καταζητούμενη, είχε διακριτική ευχέρεια που πρακτικά ισοδυναμούσε με απεριόριστη εξουσία, μη συνοδευόμενη από ένα μέτρο προστασίας από αυθαίρετες παρεμβάσεις όπως απαιτείται από το κράτος δικαίου. Συνεπώς, η απόφαση του εισαγγελέα δεν ήταν «σύμφωνη με το νόμο».

Το ΕΔΔΑδιαπίστωσε παραβίαση της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8).

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

To ΕΔΔΑ επιδίκασε στην προσφεύγουσα 4.500 ευρώ για ηθική βλάβη(επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες