Καταχρηστική και αυθαίρετη συμπεριφορά κατά την επιθεώρηση εταιρίας από την Επιτροπή Ανταγωνισμού! Παραβίαση της ιδιωτικής ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ 

UAB Kesko Senukai Lithuania κατά Λιθουανίας της 04.04.2023 (αρ. προσφ.  19162/19) 

 Βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Επιθεώρηση της έδρας της εταιρείας  Kesko Senukai Lithuania το 2018 από την Επιτροπή Ανταγωνισμού, καθώς η εταιρεία, μαζί με πολλές άλλες εταιρείες, ήταν υπό έρευνα για εικαζόμενο καθορισμό τιμών.

Η προσφεύγουσα υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή Ανταγωνισμού τον Ιούνιο του 2018, ισχυριζόμενη, μεταξύ άλλων, ότι το προσωπικό της Επιτροπής Ανταγωνισμού είχε φτάσει στο γραφείο της συνοδευόμενο από την αστυνομία και  ότι η σχετική απόφαση για την  επιθεώρηση δεν ήταν σαφής όσον αφορά την συμμετοχή της αστυνομίας στη διεξαγωγή της επιθεώρησης. Η εταιρεία κατήγγειλε επίσης ότι οι υπάλληλοί της δεν ενημερώθηκαν για τα δικαιώματά τους και οι επιθεωρητές είχαν εμποδίσει το προσωπικό να κάνει τηλεφωνικές κλήσεις και τους είχαν αναγκάσει να  χρησιμοποιήσουν ηχεία, τα οποία δεν είχαν προβλεφθεί από τον νόμο. Επιπλέον ένας τεράστιος όγκος εγγράφων αντιγράφηκε, χωρίς καμία επαλήθευση ως προς την σχετικότητα των κατασχεθέντων με την έρευνα. Επιπρόσθετα η χρονική περίοδος για την έρευνα δεν είχε διευκρινιζόταν στην σχετική απόφαση. Η καταγγελία η προσφεύγουσα απορρίφθηκε. Στη συνέχεια η προσφεύγουσα προσέφυγε στα διοικητικά δικαστήρια που αρνήθηκαν την αρμοδιότητά τους να εξετάσουν την προσφυγή της.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η έλλειψη δικαστικού ελέγχου στην υπόθεση είχε αφαιρέσει τις νομικές εγγυήσεις κατά της αυθαιρεσίας και της κατάχρησης κατά τον τρόπο διεξαγωγής της επιθεώρησης από την Επιτροπή Ανταγωνισμού. Δεν υπήρχαν επαρκείς και αποτελεσματικές διαδικαστικές εγγυήσεις κατά της κατάχρησης και της αυθαιρεσίας. Διαπιστώθηκε δυσανάλογη και παρέμβαση,  μη αναγκαία σε μία δημοκρατική κοινωνία.

Tο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων διαπίστωσε ομόφωνα παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής  (άρθρο 8) και επιδίκασε 26.577 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 8

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα, η UAB Kesko Senukai Lithuania, είναι εταιρεία με έδρα το Κάουνας (Λιθουανία). Δραστηριοποιείται κυρίως με το λιανικό εμπόριο. Τον Απρίλιο του 2018 η Λιθουανική Επιτροπή Ανταγωνισμού ξεκίνησε σχετική έρευνα για ύποπτο καθορισμό τιμών έξι λιανοπωλητών, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας, στα καταστήματά τους. Τον Ιούνιο του 2018, έχοντας λάβει δικαστική άδεια, η Επιτροπή Ανταγωνισμού πραγματοποίησε επιθεώρηση στην έδρα της προσφεύγουσας στο Κάουνας, παρουσία του δικηγόρου της εταιρείας, εξωτερικού συμβούλου και ανώτερου υπαλληλικού στελέχους. Σύμφωνα με το επίσημο έγγραφο της επιθεώρησης,  πάνω από 400 σελίδες εγγράφων κατασχέθηκαν, εξετάστηκαν πέντε υπολογιστές, ένα κινητό τηλέφωνο και αντιγράφηκαν πάνω από 250 gigabyte δεδομένων.

Η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτημα στην Επιτροπή Ανταγωνισμού να επιστραφεί το υλικό ή να καταστραφούν όλα τα κατασχεθέντα στοιχεία που δεν σχετίζονταν με την έρευνα. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού έδωσε εντολή να αιτιολογήσει η εταιρεία, εντός επτά ημερών, γιατί θα πρέπει να εξαιρεθεί κάθε έγγραφο που ανέφερε. Η προσφεύγουσα ενημέρωσε την Επιτροπή Ανταγωνισμού ότι αυτό ήταν αδύνατο λόγω του πολύ μεγάλου όγκου δεδομένων που κατασχέθηκαν. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού απέρριψε το αίτημα.

Η προσφεύγουσα υπέβαλε καταγγελία στην Επιτροπή Ανταγωνισμού τον Ιούνιο του 2018, ισχυριζόμενη, μεταξύ άλλων, ότι το προσωπικό της Επιτροπής Ανταγωνισμού είχε φτάσει στο γραφείο της συνοδευόμενο από την αστυνομία· το πρακτικό της επιθεώρησης δεν ήταν σαφές όσον αφορά την εμπλοκή της αστυνομίας στη διεξαγωγή της επιθεώρησης· οι υπάλληλοί της δεν ήταν σωστά ενημερωμένοι για τα δικαιώματά τους· οι επιθεωρητές είχαν εμποδίσει το προσωπικό να κάνει τηλεφωνικές κλήσεις και τους είχαν αναγκάσει να  χρησιμοποιήσουν ηχεία, τα οποία δεν είχαν προβλεφθεί από τον νόμο· επιπλέον ένας τεράστιος όγκος εγγράφων είχε αντιγραφεί, χωρίς καμία επαλήθευση ως προς την σχετικότητά τους  με την έρευνα· επιπρόσθετα η χρονική περίοδος για την έρευνα δεν είχε διευκρινιστεί στην σχετική απόφαση.

Η καταγγελία αυτή απορρίφθηκε τον Ιούνιο του 2018. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού δήλωσε, μεταξύ άλλων, ότι ο σκοπός της επιθεώρησης έπρεπε να είναι ξεκάθαρος στους υπαλλήλους της εταιρείας, ότι του επιτράπηκε να κατασχέσει οτιδήποτε θα μπορούσε να έχει αποδεικτική αξία, ότι είναι φυσιολογικό να παρίστανται αστυνομικοί σε τέτοιες επιθεωρήσεις, αλλά και ότι οι επιθεωρητές είχαν περιορίσει τις τηλεφωνικές κλήσεις μόνο στην έναρξη της επιθεώρησης, με σκοπό τη διασφάλιση του απορρήτου της, ενώ στη συνέχεια είχαν απλώς ακούσει την έναρξη των συνομιλιών για να βεβαιωθούν ότι οι υπάλληλοι είχαν πράγματι μιλήσει στους δικηγόρους.

Η προσφεύγουσα προσέφυγε στα δικαστήρια, αλλά το περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο του Βίλνιους αρνήθηκε να εξετάσει την προσφυγή της, δηλώνοντας ότι μια τέτοια απόφαση – όπως αυτή της Επιτροπής Ανταγωνισμού για απόρριψη της καταγγελίας της εταιρείας σχετικά με τη διεξαγωγή της επιθεώρησης – δεν εγείρει νομικά ζητήματα και δεν θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο διοικητικής υπόθεσης. Νομικές συνέπειες θα προέκυπταν μόνο όταν η έρευνα είχε ολοκληρωθεί και είχε εκδοθεί οριστική απόφαση στην υπόθεση. Η προσφεύγουσα άσκησε έφεση.

Τον Οκτώβριο του 2018 το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε την έφεση, κρίνοντας, ειδικότερα, ότι τα διοικητικά δικαστήρια ασχολούνται μόνο με υποθέσεις που υπήρχαν έννομες συνέπειες και ότι στην εν λόγω υπόθεση τα δικαιώματα της προσφεύγουσας αλλά και οι υποχρεώσεις της δεν θα άλλαζαν. Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους το δικαστήριο απέρριψε επίσης αίτηση για επανέναρξη της διαδικασίας. Τον Μάρτιο του 2020 η έρευνα διεκόπη καθώς δεν υπήρχαν λόγοι υποψίας πως οι εμπλεκόμενες εταιρείες είχαν διαπράξει παραβάσεις. Οι πληροφορίες που κατασχέθηκαν τελικά καταστράφηκαν.

 

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

 Άρθρο 8

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο ρόλος του στην παρούσα υπόθεση δεν ήταν να αξιολογήσει εάν οι ενέργειες των υπαλλήλων της Επιτροπής Ανταγωνισμού ήταν νόμιμες και αναλογικές, αλλά αν ήταν δικαιολογημένη η άρνηση των εθνικών  δικαστηρίων να εξετάσουν τις καταγγελίες που υπέβαλε η προσφεύγουσα εταιρεία.

Το άρθρο 8 δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως προς το ότι απαιτείται δικαστικός έλεγχος εκ των υστέρων στις υποθέσεις που αφορούν έρευνα ή κατάσχεση σε εγκαταστάσεις εμπορικής εταιρείας. Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου, η διαθεσιμότητα μιας τέτοιας επανεξέτασης μπορεί να ληφθεί υπόψη με άλλους παράγοντες, κατά την αξιολόγηση της συμμόρφωσης των ερευνών και των κατασχέσεων με το άρθρο 8.

Υπήρχαν ορισμένες διαδικαστικές εγγυήσεις στη λιθουανική νομοθεσία σχετικά με τον τρόπο διενέργειας τέτοιων επιθεωρήσεων.  Ωστόσο, η προσφεύγουσα εταιρεία δεν αμφισβήτησε το νομικό πλαίσιο, πόσο μάλλον ότι η Επιτροπή Ανταγωνισμού είχε υπερβεί τις αρμοδιότητές της δεσμεύοντας μεγάλο όγκο πληροφοριών και περιορίζοντας τα δικαιώματα του προσωπικού της ελεγχόμενης εταιρείας. Οι καταγγελίες αυτές δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν αβάσιμες.

Πράγματι, η Επιτροπή Ανταγωνισμού δεν είχε διαψεύσει τους ισχυρισμούς σχετικά με το υλικό που κατασχέθηκε ή τους περιορισμούς στη χρήση τηλεφώνου του προσωπικού κ.ο.κ., αντίθετα απλώς υποστήριξε ότι αυτές οι ενέργειες ήταν νόμιμες.  Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα είχε έννομο συμφέρον να ζητήσει από το δικαστήριο έλεγχο κατά πόσο οι ενέργειες των υπαλλήλων είχαν συμμορφωθεί με τα δικαιώματα βάσει του άρθρου 8.

Ωστόσο, τα εθνικά δικαστήρια αρνήθηκαν να εξετάσουν την καταγγελία της, επειδή έκριναν ότι τέτοιες καταγγελίες δεν μπορούσαν καθ΄ οιονδήποτε τρόπο να εξεταστούν από τα διοικητικά δικαστήρια. Η εθνική νομοθεσία προέβλεπε τη δυνατότητα προσφυγής κατά αποφάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων, ενώ και αυτά τα δικαστήρια είχαν εξετάσει στο παρελθόν αρκετές καταγγελίες παρόμοιες με αυτήν της προσφεύγουσας. Δεν υπήρξε καμία ένδειξη ότι ο δικαστικός έλεγχος των αποφάσεων της Επιτροπής Ανταγωνισμού θα είχε αρνητικές επιπτώσεις στις εν εξελίξει έρευνες.

Επιπλέον, η απαίτηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού από την προσφεύγουσα να δικαιολογήσει τον αποκλεισμό  κάθε μεμονωμένου εγγράφου ήταν δυσανάλογη. Τέλος, δεδομένου ότι η έρευνα κατά της προσφεύγουσας είχε τελικά διακοπεί, οι καταγγελίες κατά της Επιτροπής Ανταγωνισμού δεν είχαν εξεταστεί σε κανένα στάδιο της εσωτερικής διαδικασίας.

Η έλλειψη δικαστικού ελέγχου σήμαινε ότι δεν υπήρχαν αποτελεσματικές διασφαλίσεις κατά των αυθαιρεσιών και καταχρήσεων στην υπόθεση.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο επιδίκασε στην προσφεύγουσα 26.577 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες