Η ποινική ευθύνη του πρωθυπουργού της Ισλανδίας για τη μεγάλη τραπεζική και οικονομική κρίση

ΑΠΟΦΑΣΗ            

Haarde κατά Ισλανδίας της 23.11.2017 (αριθμ. προσφ. 66847/12)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο προσφεύγων ήταν  πρωθυπουργός της Ισλανδίας από το 2006 έως το 2009.  Τον Οκτώβρη του 2008 κατέρρευσαν οι τρείς μεγαλύτερες συστημικές τράπεζες της Ισλανδίας και δημιουργήθηκε μεγάλη οικονομική κρίση στη χώρα.  Το Κοινοβούλιο σύστησε μια ειδική Επιτροπή (SIC) τον Δεκέμβριο του 2008 για να διερευνήσει και να αναλύσει τα αίτια της κρίσης. Η Επιτροπή εντόπισε αμέλειες και παραλείψεις εκ μέρους του πρωθυπουργού (προσφεύγοντα)  και το Κοινοβούλιο τον παρέπεμψε στο ειδικό Δικαστήριο Απόδοσης Μομφής. To ειδικό αυτό Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν ποινικά υπεύθυνος.

Ο προσφεύγων πρώην πρωθυπουργός παραπονέθηκε ότι η δίκη του, η οποία ξεκίνησε μετά από ψηφοφορία από το Κοινοβούλιο, δεν ήταν δίκαιη (άρθρο 6) και ότι οι νομικές διατάξεις που είχαν χρησιμοποιηθεί για την ποινική καταδίκη του δεν ήταν σαφείς (άρθρο 7).

Το ΕΔΔΑ  δεν διαπίστωσε καμία παραβίαση της ΕΣΔΑ κρίνοντας ότι: α) οι διαδικασίες που οδήγησαν στην παραπομπή  του δεν ήταν αυθαίρετες ή πολιτικά καθοδηγούμενες σε τέτοιο βαθμό που να έχουν προκαταλάβει το δίκαιο χαρακτήρα της υπόθεσης, β) το ειδικό  Δικαστήριο Απόδοσης Μομφής πληρούσε τις απαιτήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας έστω και αν απαρτίζονταν από ενόρκους που είχαν διοριστεί από το Κοινοβούλιο, αφού αυτοί είχαν ορκιστεί να ενεργήσουν αμερόληπτα και ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι είχαν πολιτικές σχέσεις με την υπόθεση, γ) η διάταξη περί παραμέλησης «σημαντικού κρατικού ζητήματος» για το οποίο ο πρώην πρωθυπουργός κρίθηκε ένοχος θα μπορούσε να θεωρηθεί ως όχι πολύ σαφής, όμως αυτή μπορούσε να αποτελέσει απλώς ζήτημα ερμηνείας και όχι παραβίαση του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6

Άρθρο 7

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Geir Hilmar Haarde, είναι Ισλανδός υπήκοος, ο οποίος γεννήθηκε το 1951 και ζει στο Ρέικιαβικ (Ισλανδία). Ήταν πρωθυπουργός της Ισλανδίας από το 2006 έως το 2009.

Οι τρεις κύριες τράπεζες της Ισλανδίας κατέρρευσαν τον Οκτώβριο του 2008. Καθώς η κρίση λάμβανε χώρα, ο κ. Haarde κατέθεσε πρόταση στο Κοινοβούλιο για την υιοθέτηση  νομοσχεδίου στις 6 Οκτωβρίου 2008, το οποίο έδινε στις αρχές την εξουσία να ασκήσουν έλεγχο στις τράπεζες, και ο οποίος πραγματοποιήθηκε δεόντως κατά τις επόμενες ημέρες. Το Κοινοβούλιο σύστησε μια ειδική Επιτροπή (SIC) τον Δεκέμβριο του 2008 για να διερευνήσει και να αναλύσει τα αίτια της κρίσης. Μία από τις αρμοδιότητές της ήταν να εκτιμήσει κατά πόσον είχαν σημειωθεί λάθη ή αμέλειες κατά την εφαρμογή των νόμων και των κανόνων σχετικά με τις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες στην Ισλανδία και, αν ναι, ποιος ήταν υπεύθυνος. Ωστόσο δεν ήταν αρμοδιότητά της να ρίξει φως στις ποινικές συμπεριφορές αξιωματούχων αλλά αντιθέτως έπρεπε να ενημερώσει τον Εισαγγελέα για τυχόν υποψίες  τέτοιου είδους συμπεριφοράς ή παραβιάσεις υπηρεσιακού καθήκοντος.

Ο κ. Haarde κατέθεσε στην SIC το 2009 και τον Φεβρουάριο του 2010. Η Επιτροπή τον ενημέρωσε ότι θεωρούσε ότι είχε ενεργήσει αμελώς. Του ζήτησε να υποβάλει γραπτό υπόμνημα ως απάντηση, όπως και έκανε. Τον Απρίλιο, με επίσημη έκθεσή της, η Επιτροπή κατηγόρησε τον κ. Haarde και δύο άλλους πρώην υπουργούς ότι δεν ανταποκρίθηκαν και δεν ενήργησαν κατάλληλα στην οικονομική απειλή που επέφερε η επιδείνωση της κατάστασης των τραπεζών. Εν τω μεταξύ, ο κ. Haarde παραιτήθηκε και νέα κυβέρνηση ανήλθε στην εξουσία.

Το 2009 το Κοινοβούλιο συνέστησε επίσης ad hoc επιτροπή για να εξετάσει την έκθεση της SIC και να αποφασίσει αν υπήρχαν επαρκείς λόγοι για τη πρόταση μομφής των υψηλόβαθμων αξιωματούχων. Αποτελούμενη από μέλη όλων των κοινοβουλευτικών κομματικών παρατάξεων, η επιτροπή εξέτασε την έκθεση της SIC, συσκέφθηκε, συνέλλεξε γνώμες εμπειρογνωμόνων και συγκέντρωσε αποδεικτικά στοιχεία όπως τα πρακτικά της κυβέρνησης και μηνύματα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

Ο κ. Haarde υπέβαλε επίσης παρατηρήσεις. Η επιτροπή υπέβαλε τελικά πρόταση μομφής κατά του κ. Haarde και άλλων τριών πρώην υπουργών, αλλά μόνο η πρόταση μομφής κατά του κ. Haarde εγκρίθηκε κατόπιν ψηφοφορία του Κοινοβουλίου τον Σεπτέμβριο του 2010.

Το Δικαστήριο Απόδοσης Μομφής το οποίο δίκασε τον κ. Haarde απαρτίζονταν από επαγγελματίες δικαστές και ενόρκους και τον Μάιο του 2011 κρίθηκε ένοχος για έξι αδικήματα. Το δικαστήριο ενέκρινε αργότερα αίτημα του κ. Haarde και απέρριψε δύο από τις κατηγορίες. Τον Απρίλιο του 2012 τον απάλλαξε από τρεις κατηγορίες, αλλά τον βρήκε ένοχο κατά πλειοψηφία για βαριά αμέλεια σύμφωνα με το άρθρο 17 του Συντάγματος σε συνδυασμό με τη διάταξη 8 γ) του νόμου περί υπουργικής λογοδοσίας για το γεγονός ότι δεν πραγματοποίησε υπουργικές συναντήσεις σχετικά με «σημαντικά κυβερνητικά θέματα» πριν από την δημοσιονομική κρίση. Συγκεκριμένα, το δικαστήριο έκρινε ότι οι τράπεζες και το Δημόσιο Ταμείο αντιμετώπιζαν μεγάλο κίνδυνο ήδη από τον Φεβρουάριο του 2008 και αυτό ο κ. Haarde όφειλε να το γνωρίζει. Ωστόσο, το ζήτημα αυτό είχε συζητηθεί μόνο στις τελευταίες 4 από τις 52 υπουργικές συνεδριάσεις που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ Φεβρουαρίου και Οκτωβρίου 2008.

Δεν του επιβλήθηκε καμία ποινή και το κράτος διατάχθηκε να φέρει όλα τα δικαστικά έξοδα. Η εν λόγω απόφαση είναι αμετάκλητη, αφού δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 (δικαίωμα δίκαιης δίκης)

Κατά την εξέταση της προδικαστικής διαδικασίας – συμπεριλαμβανομένης της έρευνας από την ειδική Κοινοβουλευτική Επιτροπή, της απόφασης του Κοινοβουλίου σχετικά με την πρόταση μομφής και τις ενέργειες του εισαγγελέα του Κοινοβουλίου – το Δικαστήριο δεν βρήκε τίποτα σχετικά με  τον χειρισμό της υπόθεσης που να υποστηρίζει τους ισχυρισμούς του κ. Haarde ότι οι διαδικασίες ήταν άδικες. Ειδικότερα, αν και πολιτικές προτιμήσεις και συμμαχίες διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην ψηφοφορία του Κοινοβουλίου για την πρόταση μομφής, οι διαδικασίες που οδήγησαν στην κατηγορία του δεν ήταν αυθαίρετες ή πολιτικά καθοδηγούμενες σε τέτοιο βαθμό που να έχουν προκαταλάβει το δίκαιο χαρακτήρα της υπόθεσης.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το εγχώριο Δικαστήριο Απόδοσης Μομφής πληρούσε τις απαιτήσεις ανεξαρτησίας και αμεροληψίας που κατοχυρώνονται στη Σύμβαση, έστω και αν απαρτίζονταν από ενόρκους οι οποίοι είχαν διοριστεί από το Κοινοβούλιο. Το Δικαστήριο σημείωσε ειδικότερα ότι οι ένορκοι είχαν ορκιστεί να ενεργήσουν αμερόληπτα και ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι είχαν πολιτικές σχέσεις με το αντικείμενο της υπόθεσης.

Το Δικαστήριο αξιολόγησε επίσης την ίδια τη δίκη. Σημείωσε ότι ο κ. Haarde θεωρήθηκε ποινικώς υπεύθυνος σύμφωνα με το άρθρο 17 του Συντάγματος της Ισλανδίας σε συνδυασμό με τη διάταξη 8 (γ) της υπουργικής απόφασης και ότι το αδίκημα που του αποδίδεται ήταν εκείνο της παράλειψης. Επαναλαμβάνοντας ότι ο ρόλος του δεν ήταν να αντικαταστήσει τη δική του αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων με εκείνη των εγχώριων δικαστηρίων, το Δικαστήριο έκρινε ότι το αδίκημα για το οποίο είχε κριθεί ένοχος ο κ. Haarde, επαρκώς περιεγράφηκε στο κατηγορητήριο, ότι είχε καλυφθεί από  τα επιχειρήματα της εισαγγελίας και ότι προσφεύγων ήταν σε θέση να απαντήσει στους εν λόγω ισχυρισμούς. Το Δικαστήριο Απόδοσης Μομφής είχε επίσης εκθέσει το πραγματικό και νομικό σκεπτικό της καταδίκης και δεν εκτράπηκε αλλά αντιθέτως εστίασε στην υπόθεση που υποβλήθηκε από τη εισαγγελία.

Άρθρο 7 (καμία ποινή χωρίς νόμο)

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το εγχώριο δικαστήριο είχε εξετάσει σε βάθος τα διακυβευόμενα συνταγματικά ζητήματα, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρημάτων-ισχυρισμών  του κ. Haarde. Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι το άρθρο 17 αποτελούσε σημαντική διάταξη όσον αφορά τη συνταγματική τάξη της Ισλανδίας. Συμφώνησε με το εγχώριο δικαστήριο ότι η εν λόγω διάταξη δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στερείται επαρκούς σαφήνειας, αν και η έννοια της παραμέλησης «σημαντικού κρατικού ζητήματος» για το οποίο ο πρώην πρωθυπουργός είχε κριθεί ένοχος θα μπορούσε να αποτελέσει απλώς ζήτημα ερμηνείας.

Συνολικά, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι τα συμπεράσματα που συνήγαγε το Δικαστήριο Απόδοσης Μομφής σχετικά με την έννοια των διατάξεων και την εφαρμογή τους ως προς τον κ. Haarde, εμπίπτουν στην αρμοδιότητά του να ερμηνεύει και να εφαρμόζει το εθνικό δίκαιο και ότι το αδίκημα για το οποίο είχε καταδικαστεί ήταν επαρκώς καθορισμένο από τον νόμο. Αυτό σήμαινε ότι ήταν δυνατόν ο προσφεύγων να έχει προβλέψει ότι θα καθίσταντο ποινικώς υπεύθυνος για τις ενέργειές του βάσει του Συντάγματος και του Νόμου περί Ευθύνης των Υπουργών.

Μειοψηφούσα γνώμη

Ο δικαστής Wojtyczek εξέφρασε εν μέρει αντίθετη γνώμη και μια εν μέρει σύμφωνη γνώμη. Η γνωμοδότηση επισυνάπτεται στην απόφαση(επιμέλεια echrcaselaw.com). 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες