Η μείωση της χρήσης της ρωσικής γλώσσας στα δημόσια σχολεία της Λετονίας δεν παραβίασε την ΕΣΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ

Valiullina κ.α. κατά Λετονίας της 14.09.2023 (αρ. προσφ. 56928/19, 7306/20 και 11937/20)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Νομοθετικές τροποποιήσεις στη Λετονία αύξησαν το ποσοστό των μαθημάτων που διδάσκονται στα δημόσια σχολεία στα λετονικά, μοναδική επίσημη γλώσσα της χώρας, και συνεπώς μείωσαν τη χρήση της ρωσικής ως γλώσσας διδασκαλίας.

Το δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το άρθρο 2 του Πρώτου Πρωτοκόλλου δεν περιλαμβάνει το δικαίωμα πρόσβασης στην εκπαίδευση σε μια συγκεκριμένη γλώσσα. Εγγυάται το δικαίωμα στην εκπαίδευση σε μία από τις εθνικές γλώσσες ή, με άλλα λόγια, στις επίσημες γλώσσες της ενδιαφερόμενης χώρας. Δεδομένου ότι η Λετονική γλώσσα ήταν η μόνη επίσημη γλώσσα στη Λετονία, οι προσφεύγοντες δεν μπορούσαν να παραπονεθούν σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Πρώτου Πρωτοκόλλου αναφορικά με τη μειωμένη χρήση της ρωσικής ως γλώσσας διδασκαλίας στα σχολεία στη Λετονία αυτή καθαυτή.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ρωσόφωνοι και οι λετονόφωνοι μαθητές βρίσκονταν σε παρόμοια κατάσταση στην συνέχιση της εκπαίδευσής τους σε δημόσια σχολεία μετά τις επίμαχες νομοθετικές τροποποιήσεις.Λαμβάνοντας υπόψη ιστορικούς παράγοντες που είχαν προκαλέσει τον σημαντικό περιορισμό της χρήσης της λετονικής για περισσότερα από πενήντα χρόνια κατά τη διάρκεια της παράνομης κατοχής και προσάρτησης της Λετονίας από το σοβιετικό καθεστώς, όταν τα ρωσικά είχαν επιβληθεί σε πολλούς τομείς της καθημερινής ζωής, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανάγκη προστασίας και ενίσχυσης της λετονικής γλώσσας ήταν θεμιτός στόχος που επιδιώχθηκε στην παρούσα υπόθεση. Ένας δεύτερος θεμιτός στόχος ήταν η αρχή της ενότητας του εκπαιδευτικού συστήματος για τη διευκόλυνση της ίσης πρόσβασης των μαθητών στο κρατικό εκπαιδευτικό σύστημα και την ανάγκη εξάλειψης των συνεπειών του διαχωρισμού στην εκπαίδευση που υπήρχε υπό το σοβιετικό καθεστώς.

Η κυβέρνηση είχε παράσχει αντικειμενική και εύλογη αιτιολόγηση για την ανάγκη να αυξηθεί η χρήση της λετονικής ως γλώσσας διδασκαλίας στο εκπαιδευτικό σύστημα. Συμπερασματικά, η επίμαχη διαφορετική μεταχείριση ήταν συνεπής με τους θεμιτούς επιδιωκόμενους στόχους, αναλογική και δεν συνιστούσε διάκριση λόγω γλώσσας.Συνεπώς, το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα πως δεν υπήρξε καμία παράβαση.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 14        

Άρθρο 2 Π.Π.Π.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Το 2018 εγκρίθηκαν νομοθετικές τροποποιήσεις που προβλέπουν ότι το ποσοστό των μαθημάτων που θα διδάσκονταν στην κρατική γλώσσα, δηλαδή στα λετονικά, επρόκειτο να αυξηθεί στα δημόσια σχολεία. Οι προσφεύγοντες είναι γονείς και παιδιά που αυτοπροσδιορίζονται ότι ανήκουν στη ρωσόφωνη μειονότητα της Λετονίας. Διαμαρτυρήθηκαν ότι οι τροπολογίες περιόρισαν σημαντικά τη χρήση της μητρικής τους γλώσσας (ρωσικά), ενώ οι προσφεύγοντες  που ήταν μαθητές εκείνη τη στιγμή παρακολουθούσαν εκπαίδευση σε δημόσια σχολεία στη Λετονία. Ισχυρίσθηκανκυρίως ότι το υψηλό ποσοστό των μαθημάτων που διδάσκονταν στα λετονικά τους είχε επηρεάσει δυσανάλογα.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 2 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου

Λαμβάνοντας υπόψη το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι η επιλογή της γλώσσας διδασκαλίας στην εκπαίδευση καλύπτεται πλέον από αυτή τη διάταξη, το Δικαστήριο κλήθηκε να καθορίσει εάν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν στη «Βελγική γλωσσική υπόθεση» ήταν εφαρμοστέα στην παρούσα υπόθεση και εάν είχε υπάρξει περαιτέρω εξέλιξη της νομολογίας του Δικαστηρίου ή οποιωνδήποτε άλλων εφαρμοστέων κανόνων του διεθνούς δικαίου ή πρακτικής που επηρεάζει την έννοια και το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Στην προαναφερθείσα υπόθεση, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι, παρόλο που το άρθρο 2 του ΠΠΠ δεν προσδιόριζε τη γλώσσα στην οποία πρέπει να διεξάγεται η εκπαίδευση στα δημόσια σχολεία, το δικαίωμα στην εκπαίδευση δεν θα είχε νόημα εάν δεν συνεπαγόταν υπέρ των δικαιούχων του, το δικαίωμα εκπαίδευσης στην εθνική γλώσσα ή σε μία από τις εθνικές γλώσσες. Επιπλέον, το άρθρο αυτό δεν απαιτούσε από τα κράτη να σέβονται τις γλωσσικές προτιμήσεις των γονέων στον τομέα της εκπαίδευσης ή της διδασκαλίας.

Στο μέτρο που οι προσφεύγοντες είχαν αναφερθεί στο Catan κ.α. κατά Δημοκρατίας της Μολδαβίας και Ρωσίας και Κύπρου κατά Τουρκίας, το Δικαστήριο δήλωσε ότι η ουσία αυτών των υποθέσεων δεν ήταν το δικαίωμα πρόσβασης των προσφευγόντων σε εκπαιδευτικά ιδρύματα σε γλώσσα της επιλογής τους, αλλά στην «εθνική γλώσσα» της ενδιαφερόμενης χώρας. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο είχε κρίνει και στις δύο περιπτώσεις ότι οι μαθητές και οι γονείς τους μπορούσαν να διεκδικήσουν προστασία δυνάμει της πρώτης και δεύτερης πρότασης του άρθρου 2 του ΠΠΠ όσον αφορά την εκπαίδευση σε μία από τις εθνικές γλώσσες της ενδιαφερόμενης χώρας. Στην υπόθεση Catan το Δικαστήριο είχε απλώς επιβεβαιώσει τα συμπεράσματα που συνήχθησαν στην «Βελγική γλωσσική υπόθεση». Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν είχε διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του δικαιώματος στην εκπαίδευση ώστε να συμπεριλάβει το δικαίωμα πρόσβασης σε εκπαιδευτικά ιδρύματα σε γλώσσα της επιλογής του. Ούτε το είχε κάνει στην υπόθεση Ádám κ.α. κατά Ρουμανίας, στην οποία αναφέρθηκαν επίσης οι προσφεύγοντες. Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο είχε τονίσει ότι η Σύμβαση Πλαίσιο για την Προστασία των Εθνικών Μειονοτήτων αναγνώριζε ότι η προστασία και η ενθάρρυνση των μειονοτικών γλωσσών δεν θα έπρεπε να είναι εις βάρος των επίσημων γλωσσών και της ανάγκης εκμάθησής τους. Αναγνωρίστηκε ότι βάσει αυτής της Σύμβασης οι ευκαιρίες διδασκαλίας σε μειονοτικές γλώσσες μπορεί να ποικίλλουν ανάλογα με τις ειδικές παραμέτρους των τοπικών καταστάσεων και έπρεπε να αναζητηθεί μια ισορροπία μεταξύ της επάρκειας στην επίσημη γλώσσα του κράτους και της επάρκειας στις μειονοτικές γλώσσες. Το άρθρο 14 άφησε στα Κράτη Μέρη ευρύ περιθώριο διακριτικής ευχέρειας όσον αφορά την πρόβλεψη για τη διδασκαλία μειονοτικών γλωσσών ή τη διδασκαλία σε τέτοιες γλώσσες στο εκπαιδευτικό τους σύστημα. Επιπλέον, το Δικαστήριο επισήμανετις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Λετονίας ότι δεν υπήρχε ευρωπαϊκή συναίνεση όσον αφορά τα δικαιώματα των μειονοτήτων στον τομέα της εκπαίδευσης και ότι δεν υπήρχαν λόγοι να θεωρηθεί ότι βάσει της σύμβασης-πλαισίου τα κράτη θα έπρεπε να εξασφαλίσουν τέτοια μορφή διατήρησης και ανάπτυξης της γλωσσικής, εθνικής και πολιτιστικής μοναδικότητας ως απόκτηση εκπαίδευσης στη μειονοτική γλώσσα ή σε ορισμένη αναλογία χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το εθνικό συνταγματικό σύστημα.

Συνεπώς, το δικαίωμα που κατοχυρώνεται από το άρθρο 2 του Πρώτου Πρωτοκόλλου δεν περιλαμβάνει το δικαίωμα πρόσβασης στην εκπαίδευση σε μια συγκεκριμένη γλώσσα. Εγγυάται το δικαίωμα στην εκπαίδευση σε μία από τις εθνικές γλώσσες ή, με άλλα λόγια, στις επίσημες γλώσσες της ενδιαφερόμενης χώρας. Δεδομένου ότι η Λετονική γλώσσα ήταν η μόνη επίσημη γλώσσα, οι προσφεύγοντες δεν μπορούσαν να παραπονεθούν σύμφωνα με το Άρθρο 2 του Πρώτου Πρωτοκόλλου αναφορικά με τη μειωμένη χρήση της ρωσικής ως γλώσσας διδασκαλίας στα σχολεία στη Λετονία αυτή καθαυτή. Οι προσφεύγοντες δεν προέβαλαν συγκεκριμένα επιχειρήματα υποστηρίζοντας ότι οι περιορισμοί θα είχαν αρνητικές συνέπειες στη δυνατότητα απόκτησης εκπαίδευσης.

Συμπέρασμα: απαράδεκτο (ασυμβίβαστο rationemateriae).

ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ

(i) Εικαζόμενος λόγος διάκρισης. Το Δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση αποκλειστικά με βάση τη γλώσσα ως λόγο για την εικαζόμενη διαφορετική μεταχείριση.

(ii) Εάν οι ρωσόφωνοι μαθητές βρίσκονταν σε παρόμοια κατάσταση με τους λετονόφωνους μαθητές και, κατά συνέπεια, εάν υπήρχε διαφορετική μεταχείριση.

Οι επίμαχες νομοθετικές τροποποιήσεις αφορούσαν μαθητές που εγγράφηκαν σε όλα τα δημόσια σχολεία με στόχο την αποκατάσταση της χρήσης των Λετονικών ως γλώσσα διδασκαλίας και την ενότητα του εκπαιδευτικού συστήματος στη Λετονία, για τη διευκόλυνση της ίσης πρόσβασης των μαθητών στο κρατικό εκπαιδευτικό σύστημα και, από μια ευρύτερη προοπτική, την ανάγκη εξάλειψης των συνεπειών του διαχωρισμού στην εκπαίδευση που υπήρχε στο πλαίσιο του Σοβιετικού καθεστώτος. Το αποτέλεσμα αυτών των τροπολογιών ήταν ότι οι ρωσόφωνοι μαθητές, όπως οι προσφεύγοντες μαθητές, οι οποίοι ήταν εγγεγραμμένοι σε εκπαιδευτικά προγράμματα για μειονότητες, δεν μπορούσαν πλέον να συνεχίσουν μια εκπαίδευση όπου σημαντικά μέρη του προγράμματος σπουδών διδάσκονταν στα ρωσικά (κύρια οικογενειακή τους ή μητρική γλώσσα), ενώ οι λετονόφωνοι μαθητές θα μπορούσαν να συνεχίσουν να παρακολουθούν την εκπαίδευσή τους στα λετονικά (κύρια οικογενειακή τους ή μητρική γλώσσα). Έτσι, μετά τις τροποποιήσεις, οι ρωσόφωνοι και οι λετονόφωνοι μαθητές της ίδιας τάξης –ανεξάρτητα από το σχολείο ή το εκπαιδευτικό πρόγραμμα στο οποίο είχαν εγγραφεί– έπρεπε να ακολουθήσουν ένα παρόμοιο πρόγραμμα σπουδών το οποίο όριζε σαφώς πόσο θα χρησιμοποιούνται τα λετονικά ως  γλώσσα διδασκαλίας. Εξετάζοντας τις συγκρίσιμες καταστάσεις στο σύνολό τους και λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν υπήρχαν πλέον εξαιρέσεις όσον αφορά τους ρωσόφωνους μαθητές που είναι εγγεγραμμένοι σε εκπαιδευτικά προγράμματα για μειονότητες, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ρωσόφωνοι και οι λετονόφωνοι μαθητές βρίσκονταν σε παρόμοια κατάσταση στην συνέχιση της εκπαίδευσής τους σε δημόσια σχολεία μετά τις επίμαχες νομοθετικές τροποποιήσεις.

(iii) Η νομιμότητα των επιδιωκόμενων στόχων. Η Λετονία, όπως και ορισμένα άλλα κράτη μέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης, είχε επιλέξει να αποδώσει το καθεστώς επίσημης γλώσσας μόνο στη Λετονική γλώσσα και το είχε καταγράψει στο Σύνταγμά της. Η Λετονική γλώσσα ήταν επομένως μια από τις θεμελιώδεις συνταγματικές αξίες του κράτους. Το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε εκδώσει πολλές αποφάσεις που αναλύουν διάφορα στάδια της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης όσον αφορά την αυξημένη χρήση της λετονικής ως γλώσσας διδασκαλίας και βασίστηκε όχι μόνο στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων των άλλων και της δημοκρατικής τάξης του κράτους, αλλά επίσης την ανάγκη παροχής ειδικής προστασίας στη Λετονική γλώσσα και την ανάγκη ενίσχυσης της χρήσης της ως κρατικής γλώσσας. Εξήγησε επίσης γιατί θεωρούσε ότι όλοι όσοι ζουν στη Λετονία έπρεπε να έχουν επαρκές επίπεδο Λετονικών για να μπορούν να συμμετέχουν στη ζωή μιας δημοκρατικής κοινωνίας. Η αξιολόγησή του φάνηκε να είναι σύμφωνη με τη γνώμη της Επιτροπής της Βενετίας σχετικά με τη Λετονία και την άποψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής για τη Σύμβαση Πλαίσιο (σε σχέση με άλλες χώρες) ότι η ανάγκη βελτίωσης της επάρκειας σε μια κρατική γλώσσα θα μπορούσε να θεωρηθεί θεμιτός στόχος. Περαιτέρω, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης –στην προδικαστική του απόφαση σχετικά με τη γλώσσα διδασκαλίας στα πανεπιστήμια της Λετονίας (C-391/20),– είχε κρίνει ότι ο στόχος της προώθησης και ενθάρρυνσης της χρήσης μιας από τις επίσημες γλώσσες ενός κράτους μέλους πρέπει να θεωρείται ως θεμιτός στόχος όσον αφορά την ελευθερία εγκατάστασης όπως κατοχυρώνεται στο δίκαιο της ΕΕ.

Στο πλαίσιο αυτό, και ιδίως λαμβάνοντας υπόψη ιστορικούς παράγοντες που είχαν προκαλέσει τον σημαντικό περιορισμό της χρήσης της λετονικής για περισσότερα από 50 χρόνια κατά τη διάρκεια της παράνομης κατοχής και προσάρτησης της Λετονίας από το σοβιετικό καθεστώς, όταν τα ρωσικά είχαν επιβληθεί σε πολλούς τομείς της καθημερινής ζωής, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανάγκη προστασίας και ενίσχυσης της λετονικής γλώσσας ήταν θεμιτός στόχος που επιδιώχθηκε στην παρούσα υπόθεση. Ένας δεύτερος θεμιτός στόχος ήταν η αρχή της ενότητας του εκπαιδευτικού συστήματος για τη διευκόλυνση της ίσης πρόσβασης των μαθητών στο κρατικό εκπαιδευτικό σύστημα και την ανάγκη εξάλειψης των συνεπειών του διαχωρισμού στην εκπαίδευση που υπήρχε υπό το σοβιετικό καθεστώς. Η ανάγκη διασφάλισης της ενότητας του εκπαιδευτικού συστήματος στη Λετονία ήταν ένα στοιχείο που διαφοροποιούσε την παρούσα υπόθεση από άλλες υποθέσεις που είχαν εξεταστεί από το Δικαστήριο όσον αφορά ισχυρισμούς για διακρίσεις στην πρόσβαση στην εκπαίδευση που απορρέουν από την ύπαρξη διαχωρισμένων σχολείων ή τάξεων για μέλη ιστορικά και κοινωνικά μειονεκτούντων ομάδων. Αντίθετα, ένας από τους στόχους της επίμαχης νομοθεσίας ήταν να εξασφαλίσει ίσες ευκαιρίες σε όλους τους μαθητές.

(iv) Αναλογικότητα της εικαζόμενης διαφοράς στη μεταχείριση.

Οι νομοθετικές τροποποιήσεις του 2018 είχαν εγκριθεί 28 χρόνια μετά την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της Λετονίας. Δεν θα μπορούσε να ειπωθεί ότι ήταν ξαφνικές και απροσδόκητες οι αλλαγές στο εκπαιδευτικό σύστημα. Ήδη από το 1991, η αρχή ότι όλοι πρέπει να λαμβάνουν εκπαίδευση στην κρατική γλώσσα είχε κατοχυρωθεί στη Λετονική νομοθεσία. Στη συνέχεια, εισήχθησαν περισσότερες αλλαγές στους σχετικούς νόμους για να διασφαλιστεί η σταδιακή αύξηση της χρήσης της λετονικής ως γλώσσας διδασκαλίας στα δημόσια σχολεία. Οι σχετικές νομοθετικές τροποποιήσεις είχαν συζητηθεί ευρέως στην κοινωνία και οι ισχυρισμοί των προσφευγόντων ότι δεν είχαν συζητηθεί επαρκώς είχαν απορριφθεί από το Συνταγματικό Δικαστήριο. Οι τροποποιήσεις του 2018 δεν είχαν αφαιρέσει τα ρωσικά ως γλώσσα διδασκαλίας στο σύνολό τους, αλλά επέτρεψαν τη διδασκαλία στα ρωσικά σε επίπεδο πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ σε επίπεδο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ειδικά μαθήματα σχετικά με τη ρωσική γλώσσα και τη ρωσική ταυτότητα και κουλτούρα μπορούσαν να διδάσκονται στα ρωσικά . Αυτό το στάδιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης είχε εφαρμοστεί σταδιακά, καθώς οι αλλαγές εισήχθησαν κατά τη διάρκεια τριών ετών, επιτρέποντας στους μαθητές που μπορεί να το χρειάζονταν, να προσαρμοστούν στη νέα κατάσταση και να λάβουν πρόσθετα μέτρα για τη βελτίωση της γνώσης της κρατικής γλώσσας εάν ήταν απαραίτητο. Οι τροπολογίες αυτές είχαν εφαρμοστεί σταδιακά και με ευελιξία, με επαρκή περιθώρια προσαρμογής σύμφωνα με τις ανάγκες των θιγόμενων.

Το Δικαστήριο δεν είχε λάβει επαρκώς αξιόπιστα στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον ισχυρισμό των προσφευγόντων ότι η νεότερη γενιά των ρωσόφωνων μαθητών είχε επαρκές επίπεδο λετονικής γλώσσας και ότι δεν υπήρχε ανάγκη να βελτιωθούν αυτές οι γνώσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στη γνώμη της Επιτροπής της Βενετίας σχετικά με την επίμαχη νομοθεσία, η οποία ανέφερε ότι ενδέχεται να υπάρχει ανάγκη βελτίωσης της γνώσης των Λετονικών, ιδίως των παιδιών που παρακολουθούν εκπαιδευτικά προγράμματα μειονοτήτων. Το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε αξιολογήσει τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία για τις εθνοτικές ομάδες, τη γλωσσική επάρκεια και τις συνέπειες της μεταναστευτικής πολιτικής κατά τη διάρκεια της σοβιετικής κατοχής. Είχε τονίσει ότι οι συνέπειες της σοβιετικής κατοχής συνέχισαν να έχουν αρνητικό αντίκτυπο στη χρήση της λετονικής γλώσσας στην κοινωνία και στο εκπαιδευτικό σύστημα. Ερωτήματα σχετικά με την ανάγκη προστασίας και ενίσχυσης της κρατικής γλώσσας πήγαν στην καρδιά της συνταγματικής ταυτότητας του κράτους και δεν ήταν ο ρόλος του Δικαστηρίου να αμφισβητήσει την εκτίμηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου ως προς αυτό, καθώς δεν ήταν αυθαίρετη.

Το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να διακρίνει επιχειρήματα των προσφευγόντων ότι οι νομοθετικές τροποποιήσεις του 2018 θα είχαν δυσανάλογα επιζήμια αποτελέσματα σε αυτούς όσον αφορά το δικαίωμα στην εκπαίδευση. Δέχτηκε ωστόσο ότι οι προσφεύγοντες είχαν επηρεαστεί από αυτές τις τροπολογίες και οι επιπτώσεις στην προσωπική τους κατάσταση διέφεραν ανάλογα με το επίπεδό τους στα λετονικά και σε ποιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα είχαν εγγραφεί τα προσφεύγοντα παιδιά. Ωστόσο, τα εκπαιδευτικά προγράμματα που προσέφεραν τα δημόσια σχολεία ήταν ποικίλα και πρόσφεραν μια σειρά από διαφορετικές επιλογές και ήταν δυνατό για τις οικογένειες να επιλέξουν το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που ανταποκρίνεται περισσότερο στις ανάγκες τους. Όσον αφορά τα λιγότερο περιοριστικά μέσα για την εξασφάλιση του θεμιτού σκοπού, αν και η αρχή της διδασκαλίας στη μητρική γλώσσα είχε προταθεί από ορισμένα διεθνή όργανα, δεν φαινόταν να αντιπροσωπεύει μια κοινή ευρωπαϊκή συναίνεση στον τομέα της εκπαίδευσης. Το Δικαστήριο τόνισε επίσης, για τους σκοπούς της παρούσας υπόθεσης, το ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο στο οποίο η εκπαίδευση στα ρωσικά είχε γίνει ευρέως διαδεδομένη στη Λετονία. Μετά την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας, η Λετονία είχε αρχίσει να εφαρμόζει σταδιακά την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση για την αποκατάσταση της χρήσης της λετονικής ως της μοναδικής γλώσσας διδασκαλίας στα σχολεία. Δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι οι αιτούντες δεν θα μπορούσαν να μάθουν τη μητρική τους γλώσσα και να διατηρήσουν την ταυτότητά τους. Αντίθετα, τα μέτρα που ελήφθησαν είχαν ως στόχο την προστασία της λετονικής γλώσσας ως της μοναδικής κρατικής γλώσσας και τη διασφάλιση της ενότητας του εκπαιδευτικού συστήματος και, από μια ευρύτερη προοπτική, είχαν ως γνώμονα την ανάγκη εξάλειψης των συνεπειών της παράνομης κατοχής και προσάρτηση από την πρώην Σοβιετική Ένωση. Στο Συμβούλιο της Ευρώπης, η Σύμβαση Πλαίσιο δεν είχε υπογραφεί και/ή επικυρωθεί από όλα τα κράτη μέλη. Ενώ ενθάρρυνε τα κράτη να διασφαλίσουν τη διδασκαλία σε μειονοτικές γλώσσες και την εκμάθηση αυτών των γλωσσών, αυτή η Σύμβαση επέτρεψε να παρέχεται με διάφορους τρόπους. Στο ευρύτερο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, φάνηκε να γίνεται αποδεκτό ότι το κανονιστικό περιεχόμενο του δικαιώματος στην εκπαίδευση θα εξαρτηθεί από τις συνθήκες που επικρατούν σε ένα συγκεκριμένο κράτος, αλλά ότι σε κάθε περίπτωση ένα εκπαιδευτικό σύστημα θα πρέπει να είναι διαθέσιμο, προσβάσιμο, αποδεκτό, και προσαρμόσιμο.

Ως εκ τούτου, όσον αφορά το δικαίωμα στην εκπαίδευση, τα κράτη έχουν ένα ευρύ περιθώριο εκτίμησης στην οργάνωση των εκπαιδευτικών τους συστημάτων, ιδίως όσον αφορά τη γλώσσα διδασκαλίας στα δημόσια σχολεία. Το εναγόμενο κράτος, αποκαθιστώντας τη χρήση της λετονικής ως γλώσσας διδασκαλίας και εφαρμόζοντας σταδιακά την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, δεν είχε ξεπεράσει το περιθώριο εκτίμησης του, καθώς είχε διατηρήσει τη δυνατότητα για τους ρωσόφωνους μαθητές να μάθουν τη γλώσσα τους και να διατηρήσουν τον πολιτισμό τους και τηνταυτότητα τους. Το κράτος είχε θέσει σε εφαρμογή ένα εκπαιδευτικό σύστημα στην επίσημη γλώσσα του κράτους, διασφαλίζοντας παράλληλα τη χρήση των μειονοτικών γλωσσών σε ποικίλες αναλογίες, ανάλογα με το σχολείο και την τάξη στην οποία ήταν εγγεγραμμένος ένας μαθητής. Η κυβέρνηση είχε παράσχει αντικειμενική και εύλογη αιτιολόγηση για την ανάγκη να αυξηθεί η χρήση της λετονικής ως γλώσσας διδασκαλίας στο εκπαιδευτικό σύστημα. Συμπερασματικά, η επίμαχη διαφορετική μεταχείριση ήταν συνεπής με τους θεμιτούς επιδιωκόμενους στόχους, αναλογική και δεν συνιστούσε διάκριση λόγω γλώσσας.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ομόφωνα πως δεν διαπίστωσε καμία παράβαση (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες