Η μετατροπή κατηγορίας για αδίκημα που είχε αποποινικοποιηθεί, σε άλλο με αυστηρότερη ποινή και η μη χορήγηση επαρκούς χρόνου για την προετοιμασία της υπεράσπισης, παραβίασαν τη δίκαιη δίκη.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Gelenidze κατά Γεωργίας της 07.11.2019 (αρ. προσφ. 72916/10)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Επιεικέστερος νόμος και ανεπίτρεπτη μετατροπή της κατηγορίας.

Η προσφεύγουσα δικαστής κατηγορήθηκε για εκ προθέσεως λάθος υπολογισμό ποινής φυλάκισης κατηγορουμένου. Αν και καταδικάστηκε πρωτόδικα, η πράξη της βάσει επιεικέστερου νόμου αποποινικοποιήθηκε. Ενώπιον του Εφετείου ο  Εισαγγελέας υπέβαλε αίτηση μετατροπής της κατηγορίας σε αδίκημα που επισύρει ποινή και καταδικάστηκε σε 2 χρόνια φυλάκιση ενώ η ίδια δεν ενημερώθηκε για την μετατροπή της κατηγορίας και της δόθηκε μόνο μία ημέρα για να προετοιμάσει την υπεράσπιση της. Τα εγχώρια Δικαστήρια δεν απάντησαν στην ένσταση  της για την ανεπίτρεπτη μετατροπή  της κατηγορίας.

Κατά το Δικαστήριο του Στρασβούργου:

α)το δικαίωμα του κατηγορουμένου να προετοιμάσει την υπεράσπισή του συνεπάγεται το δικαίωμα να ενημερώνεται όχι μόνο για τα πραγματικά περιστατικά της ποινικής δίωξης αλλά και για τον νομικό χαρακτηρισμό που δίνεται στις πράξεις που φέρεται ότι διέπραξε και

β) κάθε αυθαίρετη μετατροπή της κατηγορίας παραβιάζει την ισότητα των όπλων.

Κατόπιν αυτών  έκρινε ότι  η μη χορήγηση της δυνατότητας στην  προσφεύγουσα να προσαρμόσει την υπεράσπισή της στις νέες κατηγορίες καθώς και η αδυναμία του Ανωτάτου Δικαστηρίου να θεραπεύσει τα  ελαττώματα της διαδικασίας ενώπιον του Εφετείου, παραβίασαν την ισότητα των όπλων και τις αρχές της δίκαιης δίκης. Παραβίαση του άρθρου 6 &1 και &3 (α), ( β) .

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6 παρ. 1 και 3 (α) και (β)

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα Manana Gelenidze, είναι Γεωργιανή υπήκοος που γεννήθηκε το 1962 και ζει στην Τιφλίδα.

Η υπόθεση αφορούσε την καταγγελία της για την καταχρηστική ποινική δίωξη που ασκήθηκε εναντίον της για την έκδοση παράνομης απόφασης όταν ήταν δικαστής.

Η προσφεύγουσα καταδικάστηκε το 2006 για εκ προθέσεως λάθος υπολογισμό της διάρκειας φυλάκισης ενός προσώπου, τον οποίο είχε κρίνει ένοχο και καταδικάσει σε φυλάκιση δύο ετών.

Η προσφεύγουσα έφυγε από τη Γεωργία κατά την προκαταρκτική έρευνα και στη συνέχεια καταδικάστηκε ερήμην πρωτόδικα. Οταν επέστρεψε στην χώρα τον Ιούλιο του 2009 συνελήφθη. Μετά τη σύλληψή της, άσκησε έφεση, υποστηρίζοντας ότι το αδίκημα για το οποίο είχε καταδικαστεί, είχε εν τω μεταξύ αποποινικοποιηθεί.

Ωστόσο, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση τον Οκτώβριο του 2009, το Εφετείο του Kutaisi δέχτηκε αίτημα του εισαγγελέα να μετατρέψει την κατηγορία σε κατάχρηση εξουσίας και τροποποίησε την κατηγορία σε βάρος της. Η προσφεύγουσα καταδικάστηκε σε φυλάκιση δύο ετών.

Η προσφεύγουσα κατέφυγε στο Στρασβούργο παραπονούμενη για παραβίαση  του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (α) και (β) (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη / δικαίωμα άμεσης ενημέρωσης σχετικά με τη κατηγορία / δικαίωμα σε επαρκή χρόνο για την  προετοιμασία της υπεράσπισης). Ισχυρίστηκε ότι η νομική μετατροπή του αδικήματος για το οποίο είχε καταδικαστεί ήταν αυθαίρετη και δεν της δόθηκε επαρκής χρόνος για να προσαρμόσει την υπεράσπισή της στη νέα κατηγορία, διότι το αίτημα του Εισαγγελέα να μετατρέψει το αδίκημα,  είχε υποβληθεί την τελευταία ημέρα των διαδικασιών στο Εφετείο.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Η καταγγελία της προσφεύγουσας βάσει του άρθρου 6 της Σύμβασης είναι διττή: πρώτον, η εφαρμογή της δίωξης και η επακόλουθη απόφαση του Εφετείου για την μετατροπή του νομικού χαρακτηρισμού του αδικήματος για το οποίο είχε καταδικαστεί ήταν αυθαίρετη και, δεύτερον, δεν δόθηκε επαρκής χρόνος στην προσφεύγουσα να προσαρμόσει την υπεράσπισή της στη νέα, μετατραπείσα κατηγορία.

Όσον αφορά το πρώτο σκέλος της καταγγελίας, η κυβέρνηση στηρίχθηκε στις παρατηρήσεις ορισμένων νομικών διατάξεων, και συγκεκριμένα στις διατάξεις του άρθρου 24 § 8 του άρθρου 285 και του άρθρου 490 § 3 του εσωτερικού δικαίου σύμφωνα με τις οποίες ισχυρίστηκε ότι κατά το στάδιο της έφεσης η εισαγγελική αρχή είχε εξουσιοδοτηθεί να ζητήσει την μετατροπή του αδικήματος της προσφεύγουσας σε κατάχρηση εξουσίας αντικαθιστώντας την προηγούμενη κατηγορία της έκδοσης παράνομης δικαστικής απόφασης. Η προσφεύγουσα αμφισβήτησε ως εσφαλμένη την ερμηνεία των ανωτέρω διατάξεων που πρότεινε η κυβέρνηση. Το ΕΔΔΑ δεν είναι σε θέση να λειτουργεί ως δικαστήριο τέταρτου βαθμού και να παρέχει τη δική του ερμηνεία των εθνικών διατάξεων.

Ωστόσο, κρίνει απαραίτητο να επισημάνει τα εξής: Το Εφετείο άφησε το σχετικό επιχείρημα της προσφεύγουσας σχετικά με το μη νόμιμο της αίτησης του εισαγγελέα χωρίς απάντηση. Το επιχείρημα αυτό αξίζει να εξεταστεί διεξοδικά, δεδομένου ότι το άρθρο 540 παράγραφος 1 του ΚΚΚ (απαγόρευση του reformatio in peius αρχής της μη χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου.) περιορίζει την εξουσία ενός Εφετείου να εκδίδει οποιαδήποτε απόφαση η οποία είναι πιο δυσμενής για τον καταδικασθέντα στο πλαίσιο των διαδικασιών έφεσης που κίνησε ο εκκαλών κατηγορούμενος. Στο πλαίσιο αυτό, η παράγραφος 2 της ίδιας διάταξης προσέθεσε ότι το πεδίο εφαρμογής της εξέτασης από το Εφετείο περιοριζόταν στις κατηγορίες που υποβλήθηκαν εναντίον της κατηγορουμένης κατά το στάδιο της προδικαστικής έρευνας και στη συνέχεια διατυπώθηκαν και στη διαδικασία ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η καταγγελία αυτή εκφράστηκε ρητά και από την προσφεύγουσα με την αίτηση αναίρεσης. Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο της Γεωργίας απέρριψε την αναίρεση της ως απαράδεκτη, αποτυγχάνοντας έτσι να καλύψει το κενό στη συλλογιστική του Εφετείου.

Αυτή η συλλογιστική του Εφετείου είναι ιδιαίτερα εντυπωσιακή κατά την άποψη του Δικαστηρίου, καθώς το άρθρο 3 του Ποινικού Κώδικα προβλέπει ρητά την αναδρομική εφαρμογή του επιεικέστερου ποινικού νόμου. Το άρθρο 28 του ΚΚΚ προβλέπει επίσης την υποχρεωτική περάτωση της διαδικασίας σε περίπτωση αποποινικοποίησης μιας πράξης, εκτός εάν ο κατηγορούμενος ήταν διατεθειμένος να προχωρήσει στη δίκη. Ακόμη και σε μια τέτοια περίπτωση, ο νόμος προέβλεπε ότι, αν καταδικαστεί, αυτό το πρόσωπο έπρεπε να απαλλαγεί από την εκτέλεση της ποινής. Παραλείποντας απλά τις ανωτέρω διατάξεις από τη συλλογιστική του και παραλείποντας να εξετάσει τη δυνατότητα εφαρμογής τους στις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης της προσφεύγουσας, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, με την σιωπηρή εκ των υστέρων έγκριση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αποφάσισε κατά τρόπο φορμαλιστικό και ουσιαστικά άδικο.

Τούτο φέρνει το Δικαστήριο στο δεύτερο σκέλος της καταγγελίας της προσφεύγουσας βάσει του άρθρου 6 της Σύμβασης, το οποίο συνιστά παραβίαση των υπερασπιστικών της δικαιωμάτων λόγω του τρόπου με τον οποίο η σε βάρος της κατηγορία τροποποιήθηκε . Το Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι το δικαίωμα του κατηγορούμενου να προετοιμάσει την υπεράσπισή του συνεπάγεται το δικαίωμα να ενημερώνεται όχι μόνο για την αιτία της ποινικής δίωξης αλλά και για τον νομικό χαρακτηρισμό που δίνεται στις πράξεις που φέρεται ότι διέπραξε. Στην προκειμένη περίπτωση, η τροποποίηση της κατηγορίας, η  οποία προτάθηκε από την εισαγγελική αρχή κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έφεσης, προβλήθηκε για πρώτη φορά κατά την ολοκλήρωση της διαδικασίας έφεσης  υπό συνθήκες που βλάπτουν τις πιθανότητες της προσφεύγουσας να αμυνθεί και να υπερασπιστεί τον εαυτό της έναντι της νέας κατηγορίας. Επομένως, το Εφετείο δεν προειδοποίησε την προσφεύγουσα ότι το αδίκημα της θα μπορούσε να  τροποποιηθεί. Η ακρόαση δεν αναβλήθηκε για τη συλλογή περαιτέρω επιχειρημάτων και τα στοιχεία του νέου αδικήματος δεν συζητήθηκαν στο δικαστήριο.

Το Δικαστήριο δεν μπορεί να κάνει εικασίες ως προς την ουσία της υπεράσπισης που θα μπορούσε να επικαλεστεί η προσφεύγουσα αν είχε την ευκαιρία να προβεί σε συγκεκριμένες καταθέσεις σχετικά με το αδίκημα στο οποίο τελικά κρίθηκε ένοχη. Ωστόσο, λαμβάνοντας υπόψη τις διαφορές μεταξύ των ορισμών όπως προαναφέρθηκε, το Δικαστήριο θεωρεί ότι το υπόμνημα αντίκρουσης θα ήταν διαφορετικό από αυτό στην ασκηθείσα έφεση κατά της καταδίκης βάσει του άρθρου 336 του Ποινικού Κώδικα.

Συνοψίζοντας, το Εφετείο του Kutaisi δεν επέτρεψε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να προσαρμόσει την υπεράσπισή της στη νέα κατηγορία. Όσον αφορά το Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο μπόρεσε να επανεξετάσει την υπόθεση στο σύνολό του, δεν κατόρθωσε να θεραπεύσει τα ελαττώματα της διαδικασίας αναίρεσης απορρίπτοντας την αναίρεση ως απαράδεκτη.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το Δικαστήριο καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο τρόπος με τον οποίο το αδίκημα της προσφεύγουσας για το οποίο είχε αρχικά καταδικαστεί, τροποποιήθηκε και επανεισήχθη για εκδίκαση  από το Εφετείο,  ήταν αυθαίρετος και παραβίασε την αρχή της ισότητας των όπλων. Το Ανώτατο Δικαστήριο παρέλειψε να διορθώσει την αυθαίρετη απόφαση του Εφετείου.

Διαπιστώθηκε παραβίαση του Άρθρου 6 §§ 1 και 3 (α) και (β)

Δίκαιη ικανοποίηση: 5.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες