Η άρνηση χορήγησης άδειας σε κρατούμενο για παρακολούθηση θρησκευτικών λειτουργιών εκτός φυλακής, λόγω κορονοϊού, δεν παραβίασε τη θρησκευτική ελευθερία

ΑΠΟΦΑΣΗ

Constantin-Lucian Spînu κατά Ρουμανίας της 11.10.2022 (αρ. προσφ. 29443/20)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο προσφεύγων, κρατούμενος στις φυλακές Jilava στη Ρουμανία από τον Ιούνιο του 2019, αυτοπροσδιορίζεται ως μέλος της Εκκλησίας των Αντβεντιστών της Έβδομης Ημέρας.

Οι εθνικές αρχές αρνήθηκαν να του χορηγήσουν άδεια να βγει από τη φυλακή για να παρακολουθήσει τακτικές θρησκευτικές τελετουργίες εκτός των φυλακών Jilava. Η άρνηση αυτή βασίστηκε στα έκτακτα μέτρα που είχαν θεσπιστεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19 για την πρόληψη διάδοσης του κορονοϊού.

Επικαλούμενος το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι παραβιάστηκε η θρησκευτική του ελευθερία.

Το Δικαστήριο, εξετάζοντας τις περιστάσεις της υπόθεσης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση των σωφρονιστικών αρχών να αρνηθούν στον προσφεύγοντα την άδεια να παραστεί σε θρησκευτικές λειτουργίες της εκκλησίας εκτός των φυλακών δεν είχε παρθεί χωρίς να ληφθούν υπόψη η προσωπική του κατάσταση καθώς και οι μεταβαλλόμενες συνθήκες της παγκόσμιας υγειονομικής κρίσης. Έχοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης που παρέχεται στις εθνικές αρχές στο πλαίσιο των συγκεκριμένων και νέων συνθηκών της πανδημίας, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε παραβιαστεί το δικαίωμα του προσφεύγοντος στην άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας (άρθρο 9 της ΕΣΔΑ).

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 9

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων Constantin-Lucian Spînu, είναι Ρουμάνος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1973. Ήταν κρατούμενος στις φυλακές Jilava στη Ρουμανία από τον Ιούνιο του 2019.

Ο προσφεύγων αυτοπροσδιορίζεται ως μέλος της Εκκλησίας των Αντβεντιστών της Έβδομης Ημέρας. Από τον Ιούνιο του 2019 έως τον Φεβρουάριο 2020 του είχε επιτραπεί να εξέλθει με άδεια από τη φυλακή για να παρακολουθήσει τις λειτουργίες της Εκκλησίας αυτής. Τον Ιούλιο του 2020 υπέβαλε αίτηση στις αρχές των φυλακών για άδεια με σκοπό να συμμετέχει κάθε Σάββατο σε λειτουργία της Εκκλησίας Αντβεντιστών στην Έκτη Συνοικία του Βουκουρεστίου. Ο διοικητής της φυλακής απέρριψε το αίτημά του.

Ο προσφεύγων προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Ενώπιον του δικαστηρίου η διοίκηση της φυλακής Jilava αιτιολόγησε την άρνηση με βάση το υγειονομικό πλαίσιο που συνδέεται με την πανδημία Covid-19, εξηγώντας ότι είχε περιορίσει τις δραστηριότητες που επιτρέπονταν στους κρατούμενους. Με απόφαση της 23 Ιουλίου 2020, ο αρμόδιος δικαστής απέρριψε την αμφισβήτηση του προσφεύγοντος. Έλαβε υπόψη την παρέμβαση που υπέστη ο προσφεύγων και σημείωσε ότι προβλεπόταν από τον Νόμο 55/2020 και ότι επιδίωκε θεμιτό σκοπό σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου αυτού. Πρόσθεσε ότι ο περιορισμός του δικαιώματος ήταν εύλογος και περιορισμένος χρονικά και ότι δεν υπερέβαινε το υποφερτό επίπεδο. Τα δικαστήρια υποστήριξαν ότι το επιτρεπόμενο πεδίο για δραστηριότητες εκτός των φυλακών περιορίστηκε από την κατάσταση της δημόσιας υγείας που προέκυψε λόγω της πανδημίας. Ο προσφεύγων προσέβαλε την απόφαση αυτή ενώπιον του Πρωτοδικείου του Βουκουρεστίου, ωστόσο το τελευταίο επικύρωσε την αρχική απόφαση.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 9

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι πριν από την έναρξη της υγειονομικής κρίσης οι αρχές των φυλακών είχαν χορηγήσει στον προσφεύγοντα άδεια για να εκκλησιαστεί σύμφωνα με τους ισχύοντες κανονισμούς. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι τα ζητήματα για τα οποία κατήγγειλε ο προσφεύγων ισοδυναμούσαν με παρέμβαση στο δικαίωμά του σύμφωνα με το άρθρο 9 της ΕΣΔΑ.

Όσον αφορά τους λόγους της παρέμβασης, το Δικαστήριο σημείωσε ότι αυτή καθορίστηκε από τον Ν. 55/2020, το άρθρο 61 του οποίου περιείχε διατάξεις που επέτρεπαν την επιβολή περιορισμών σε ημερήσιες άδειες κρατουμένων λόγω της πανδημίας COVID-19.

Όσον αφορά τους θεμιτούς σκοπούς που επικαλείται η Κυβέρνηση, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το εν λόγω μέτρο είχε ληφθεί για την προστασία της υγείας και της ασφάλειας των κρατουμένων και οποιουδήποτε μπορεί να έρθει σε επαφή μαζί τους και για την προστασία της δημόσιας υγείας γενικότερα. Επισήμανε ότι η προστασία της δημόσιας υγείας ήταν ένας από τους στόχους που αναφέρονται στο άρθρο 9 της ΕΣΔΑ, ως ικανοί να δικαιολογήσουν τυχόν περιορισμούς στην ελευθερία έκφρασης της θρησκείας.

Όσον αφορά το εάν η παρέμβαση ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο περιορισμός του δικαιώματος του προσφεύγοντος στη θρησκευτική ελευθερία επηρέαζε μόνο μια διάσταση της άσκησης του δικαιώματος αυτού, δηλαδή τη συμμετοχή του στη θρησκευτική λατρεία στον χώρο της εκκλησίας εκτός των φυλακών.  Αντιθέτως δεν περιοριζόταν με κανένα τρόπο η άσκηση της θρησκευτικής λατρείας όσο ήταν στη φυλακή ούτε προέκυπτε από πουθενά ότι είχε υποβάλει άλλα αιτήματα τα οποία δεν είχαν γίνει δεκτά. Το Δικαστήριο παρατήρησε επίσης ότι οι εκκλησιαστικές δραστηριότητες είχαν επηρεαστεί από τη δημόσια υγειονομική κρίση κατά την αντίστοιχη περίοδο, δεδομένου ότι οι  θρησκευτικές τελετουργίες υπόκειται σε ορισμένες απαιτήσεις, ή αναστέλλονται άμεσα, για όλα τα μέλη των θρησκευτικών ομάδων και των εκπροσώπων της πίστης.

Επιπλέον, το Δικαστήριο έκρινε ότι η μεταβαλλόμενη και απρόβλεπτη φύση της κατάστασης της δημόσιας υγείας πρέπει να έχει δημιουργήσει μια σειρά από προκλήσεις στις αρχές των φυλακών σε σχέση με την οργάνωση και την επίβλεψη των θρησκευτικών δραστηριοτήτων των κρατουμένων. Κατά συνέπεια, έκρινε ότι είχε δοθεί στις αρχές ευρύ περιθώριο εκτίμησης, καθώς στην προκειμένη περίπτωση ο προσφεύγων είχε αιτηθεί χορήγηση άδειας από την φυλακή και να έρθει σε επαφή με άτομα που δεν ήταν οι ίδιοι τρόφιμοι ούτε ανήκαν στο προσωπικό της φυλακής. Συγκεκριμένα, έπρεπε να εξεταστεί η αξία της αρχής της κοινωνικής αλληλεγγύης υπό το ιδιαίτερο πλαίσιο του περιβάλλοντος της φυλακής. Για παράδειγμα, ο κίνδυνος να μολυνθεί ο προσφεύγων λόγω της εξόδου του από τις φυλακές και η διασπορά του ιού στο κλειστό περιβάλλον των φυλακών πρέπει σίγουρα να είχε επιφέρει σημαντικό βάρος στην αξιολόγηση που πραγματοποίησαν οι σωφρονιστικές αρχές, τη στιγμή που τα προληπτικά μέτρα επικεντρώθηκαν στους περιορισμούς επαφής, στην απομόνωση και στην καραντίνα, μεταξύ άλλων στρατηγικών.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου δέχθηκε ότι οι αρχές ήταν σε δύσκολη θέση να απαντήσουν άμεσα για την κατάσταση της δημόσιας υγείας, πόσο μάλλον για κάθε νέα εξέλιξη τη στιγμή που πρόκυπτε.

Επιπλέον, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τις εναλλακτικές λύσεις που είχαν προσφερθεί και το γεγονός ότι η φυλακή Jilava είχε εισαγάγει τη χρήση της τηλεδιάσκεψης για τη λατρεία των Αντβεντιστών. Αυτή η λύση, που δόθηκε από τις αρχές των φυλακών, ήταν σύμφωνη με τις πρακτικές που είχαν αναπτυχθεί γενικά κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης· τη σύσταση της CPT (Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Πρόληψη των Βασανιστηρίων και της Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας (ΕΠΒ) ότι τυχόν περιορισμοί στην επαφή με τον εξωτερικό κόσμο θα πρέπει να αντισταθμίζονται από την αυξημένη πρόσβαση σε εναλλακτικά μέσα επικοινωνίας. Το Δικαστήριο σημείωσε την άρνηση συμμετοχής του προσφεύγοντος στις διαδικτυακές δραστηριότητες και την αδυναμία του να εξηγήσει τους λόγους αυτής της άρνησης στις παρατηρήσεις του στο Δικαστήριο.

Ενώ ήταν αλήθεια ότι τέτοια μέτρα δεν μπορούσαν να αντικαταστήσουν πλήρως την αδιαμεσολάβητη συμμετοχή στις θρησκευτικές τελετουργίες, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι εθνικές αρχές είχαν καταβάλει εύλογες προσπάθειες για την αντιστάθμιση των περιορισμών που επιβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

Τέλος, το Δικαστήριο σημείωσε ότι η καταγγελία του προσφεύγοντος αφορούσε μια κατάσταση σε μια συγκεκριμένη συγκυρία παρά μια συνεχιζόμενη κατάσταση η οποία θα τον απάλλασσε από την απαίτηση να επιλέξει τις νόμιμες οδούς που του ανοίγονται βάσει του εσωτερικού δικαίου ή τουλάχιστον για να υποβάλει εκ νέου τα αιτήματά του υπό το πρίσμα της μεταβαλλόμενης πορείας της πανδημίας. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η απρόβλεπτη και πρωτοφανής φύση της υγειονομικής κρίσης έδωσε στις σωφρονιστικές αρχές σημαντικά περιθώρια και θα είχαν καταστήσει δύσκολο για αυτές να δημιουργήσουν ένα πρωτόκολλο άμεσης απάντησης με δική τους πρωτοβουλία. Περαιτέρω το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο προσφεύγων δεν είχε παράσχει συγκεκριμένες λεπτομέρειες σχετικά με την κατάστασή του μετά τον Ιούλιο του 2020, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου με τον οποίο άσκησε στη συνέχεια τη θρησκευτική του ελευθερία.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η απόφαση των σωφρονιστικών αρχών να αρνηθούν την άδεια του προσφεύγοντος να παρευρεθεί στις θρησκευτικές τελετουργίες της εκκλησίας του εκτός του χώρου των φυλακών δεν είχε υιοθετηθεί χωρίς να ληφθεί υπόψιν η ατομική του κατάσταση και οι μεταβαλλόμενες συνθήκες της δημόσιας υγειονομικής κρίσης. Έχοντας υπόψη το περιθώριο εκτίμησης που επρόκειτο να παρασχεθεί στις εθνικές αρχές στο πλαίσιο των νέων συνθηκών της κρίσης, το Δικαστήριο έκρινε ότι το δικαίωμα του προσφεύγοντος να εκδηλώσει την θρησκεία του δεν είχε παραβιαστεί.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 9 της Σύμβασης (επιμέλεια: echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες