Η αναδρομική ακύρωση απαλλαγής φόρου αγοράς πρώτης κατοικίας επειδή οι αγοραστές μετακόμισαν σε άλλο σπίτι, δεν παραβίασε το δικαίωμα στην ιδιοκτησία

ΑΠΟΦΑΣΗ

Bežanić και Baškarad κατά Κροατίας της 19.05.2022 (αρ. προσφ. 16140/15 και 13322/16)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Οι προσφεύγοντες αγόρασαν πρώτη κατοικία και επωφελήθηκαν την απαλλαγή φόρου. Οι προσφεύγοντες 2 έτη μετά την αγορά μετακόμισαν σε άλλα σπίτια. Μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε από τις αρμόδιες αρχές, ακυρώθηκε η φοροαπαλλαγή και βεβαιώθηκε σε αυτούς ο αναλογούν φόρος μεταβίβασης. Άσκησαν καταγγελία για παραβίαση του δικαιώματός τους στην ιδιοκτησία.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι τα κράτη έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν τους νόμους που κρίνουν απαραίτητους για την εξασφάλιση της πληρωμής των φόρων.

Στην παρούσα υπόθεση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι νόμος που προέβλεπε την φοροαπαλλαγή χορηγούνταν σε άτομα που ήθελαν να καλύψουν τις στεγαστικές τους ανάγκες. Η εθνική νομολογία έδειξε ότι η τακτική  ακύρωσης απόφασης χορήγησης φορολογικής απαλλαγής χρησιμοποιήθηκε σταθερά από τις εγχώριες αρχές σε περιπτώσεις όπου είχε διαπιστωθεί ότι πολίτες που είχαν επωφεληθεί από την εξαίρεση,  δεν είχαν  χρησιμοποιήσει τα αγορασθέντα ακίνητα για κατοικία τους. Αυτές δε οι αποφάσεις ήταν επαρκώς προβλέψιμες στους προσφεύγοντες.

Το Δικαστήριο του Στρασβούργου, λαμβάνοντας υπόψη την εγχώρια νομοθεσία και πρακτική, και συγκεκριμένα ότι: α)  η επιβολή φόρου μεταβίβασης εγίνετο για επιδίωξη θεμιτού σκοπού, β) οι προσφεύγοντες είχαν ενημερωθεί για την ακύρωση της φοροαπαλλαγής εάν έπαυαν να πληρούν  τις προϋποθέσεις και γ) ο φορολογικός συντελεστής 5% επί  της αξίας του ακινήτου δεν τους επιβάρυνε υπέρμετρα, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παρέμβαση ήταν νόμιμη και δεν παραβιάστηκε το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 1 του ΠΠΠ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες, Aleksandar Bežanić και Stipica Baškarad, είναι Κροάτες υπήκοοι οι οποίοι γεννήθηκαν το 1973 και 1966 αντίστοιχα και ζουν στην Ριέκα.

Η υπόθεση αφορούσε την υποχρέωση καταβολής φόρου μεταβίβασης ακινήτων σε δύο ακίνητα τα οποία αγόρασαν οι προσφεύγοντες, παρά του ότι είχαν αρχικά απαλλαγεί από την καταβολή του φόρου για αγορά πρώτης κατοικίας. Οι φοροαπαλλαγές  στις υποθέσεις τους ακυρώθηκαν από τις αρχές, οι οποίες δήλωσαν ότι οι προσφεύγοντες δεν πληρούσαν καμία από τις προϋποθέσεις πλέον.

Άσκησαν προσφυγή βασιζόμενοι  στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας) της ΕΣΔΑ.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

(α) Παρέμβαση στα δικαιώματα ιδιοκτησίας των προσφευγόντων

Το Δικαστήριο θεώρησε  ότι η απόφαση των εγχώριων αρχών που διέταξαν τους προσφεύγοντες να πληρώσουν ένα ορισμένο χρηματικό ποσό για φόρο μεταβίβασης ακινήτων συνιστούσε παρέμβαση στο δικαίωμα ιδιοκτησίας τους που εγγυάται το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και έπρεπε να εξεταστεί από τη σκοπιά του κανόνα στο δεύτερο εδάφιο του ως άνω άρθρου  βάσει του οποίου τα κράτη έχουν το δικαίωμα να επιβάλλουν τους νόμους που κρίνουν απαραίτητους για την εξασφάλιση της πληρωμής των φόρων (βλ. Burden κατά Ηνωμένου Βασιλείου [GC], αρ. 13378/05, § 59, ECHR 2008· Špaček, s.r.o., v. 26449/95, §§ 39 και 41, 9 Νοεμβρίου 1999, και Gasus Dosier- und Fördertechnik GmbH κατά Ολλανδίας, 23 Φεβρουαρίου 1995, § 59).

Απέμενε  να εξεταστεί εάν η παρέμβαση ήταν νόμιμη και συμβατή με την αρχή της αναλογικότητας που είναι εγγενής με αυτή τη διάταξη (βλ. Khodorkovskiy και Lebedev κατά Ρωσίας, αρ. προσφ. 11082/06 και 13772/05, §§ 869-70, 25 Ιουλίου 2013), έχοντας υπόψη το ευρύ περιθώριο εκτίμησης που απολαμβάνει το κράτος στον φορολογικό τομέα.

(β) Νομιμότητα παρέμβασης

Όταν μιλάμε για «νόμο», το άρθρο 1 του Πρώτου  Πρόσθετου Πρωτοκόλλου παραπέμπει στην ίδια ακριβώς έννοια με αυτήν στην οποία αναφέρεται η Σύμβαση αλλού όταν χρησιμοποιεί αυτόν τον όρο – μια έννοια που περιλαμβάνει το καταστατικό δίκαιο καθώς και τη νομολογία και συνεπάγεται ποιοτικές απαιτήσεις (ιδίως εκείνες της προσβασιμότητας και της προβλεψιμότητας).

Εν προκειμένω, οι φορολογικές αρχές απάλλαξαν αρχικά τους προσφεύγοντες από την καταβολή του φόρου μεταβίβασης ακινήτων, διαπιστώνοντας ότι πληρούσαν  τις νόμιμες προϋποθέσεις. Λίγα χρόνια αργότερα ακύρωσαν τις αποφάσεις τους και διέταξαν τους προσφεύγοντες να πληρώσουν τα σχετικά ποσά φόρου μεταβίβασης, θεωρώντας ότι η αλλαγή κατοικίας σε λιγότερο από πέντε χρόνια μετά την αγορά του ακινήτου είχε ως αποτέλεσμα την απώλεια του δικαιώματός τους για φορολογική απαλλαγή σύμφωνα με το νόμο περί φόρου μεταβίβασης ακινήτων.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι κατά την αγορά των διαμερισμάτων τους το 2007 και το 2008 και την αλλαγή της κατοικίας τους το 2009, η ισχύουσα νομοθεσία δεν απαγόρευε ρητά ένα άτομο από την αλλαγή της κατοικίας του. Μια ρητή απαγόρευση αλλαγής κατοικίας εισήχθη στον νόμο περί φόρου μεταβίβασης ακινήτων το 2011. Δεν αμφισβητήθηκε  ότι η διάταξη του 2011 δεν είχε εφαρμογή στην περίπτωση των προσφευγόντων.

Οι φορολογικοί κανόνες και τα εγχειρίδια που εκδόθηκαν μεταξύ 2006 και 2009 δεν προειδοποιούσαν ρητά στην αποτροπή αλλαγής της κατοικίας κάποιου. Οι εσωτερικές αποφάσεις στις οποίες αναφέρεται η Κυβέρνηση εκδόθηκαν αρκετά χρόνια αφότου οι προσφεύγοντες άλλαξαν την κατοικία τους και επομένως δεν θα μπορούσαν να χρησιμεύσουν ως καθοδήγηση για αυτούς. Δεν υπήρχαν  στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι οι αποφάσεις των διοικητικών αρχών που εκδόθηκαν σε παρόμοιες  περιπτώσεις δημοσιεύθηκαν και, επομένως, ήταν προσβάσιμες στους προσφεύγοντες.

Ωστόσο, το Δικαστήριο σημείωσε  ότι η εν λόγω φορολογική απαλλαγή προοριζόταν να ωφελήσει πρόσωπα που είχαν σκοπό να επιλύσουν τις στεγαστικές τους ανάγκες αγοράζοντας την πρώτη τους ακίνητη περιουσία.

Συναφώς, σημείωσε ότι η παρέμβαση στα δικαιώματα των προσφευγόντων βασίστηκε στο άρθρο 11 § 9 και 10 του νόμου περί φόρου μεταβίβασης ακινήτων, ο οποίος επέτρεπε στις φορολογικές αρχές να επαληθεύσουν εάν οι πολίτες στους οποίους είχε χορηγηθεί η φορολογική απαλλαγή είχαν πράγματι αγοράσει την ακίνητη περιουσία με σκοπό την επίλυση των στεγαστικών τους αναγκών και την είσπραξη του φόρου μεταβίβασης ακινήτων από αυτούς, εάν διαπιστωθεί ότι δεν το είχαν πράξει.

Αυτό κατέστη σαφές όχι μόνο από το άρθρο 11§9 του νόμου περί φόρου μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας (το οποίο προέβλεπε ότι η φορολογική απαλλαγή έπρεπε να χορηγείται μόνο σε άτομα που αγόραζαν ακίνητα για επίλυση των στεγαστικών τους αναγκών και τα οποία, μεταξύ άλλων, δήλωσαν ως κατοικία τους τη διεύθυνση του αγορασθέντος ακινήτου), αλλά και από το άρθρο 11§10 του ίδιου νόμου (που προέβλεπε τη δυνατότητα μεταγενέστερης είσπραξης του φόρου μεταβίβασης ακινήτων για τον οποίο είχε χορηγηθεί απαλλαγή  σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι δεν είχαν τηρηθεί οι προϋποθέσεις για τη φορολογική απαλλαγή).

Η διαθέσιμη εγχώρια νομολογία έδειξε ότι η εξουσία ακύρωσης απόφασης χορήγησης φορολογικής απαλλαγής και έκδοσης ταμειακής βεβαίωσης για την είσπραξη φόρου μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας χρησιμοποιήθηκε σταθερά από τις εγχώριες αρχές σε περιπτώσεις όπου είχε διαπιστωθεί ότι πολίτες που είχαν επωφεληθεί από την εξαίρεση δεν είχαν  χρησιμοποιήσει τα αγορασθέντα ακίνητα για να κατοικήσουν σ΄αυτά. Σε ορισμένες αποφάσεις, τα διοικητικά δικαστήρια, το Ανώτατο Δικαστήριο και το Συνταγματικό Δικαστήριο έκριναν ότι το γεγονός ότι ένας πολίτης είχε μετακομίσει από ένα διαμέρισμα λιγότερο από πέντε χρόνια μετά την απόκτησή του, άλλαξε την κατοικία του και/ή εκμίσθωσε  το διαμέρισμα σε τρίτα πρόσωπα συνιστούσε περιπτώσεις τις οποίες ο πολίτης δεν είχε χρησιμοποιήσει το ακίνητο που αγόρασε για να καλύψει τις στεγαστικές του ανάγκες.

Στην παρούσα υπόθεση, ο ίδιος ο πρώτος προσφεύγων παραδέχτηκε ότι περίπου δύο χρόνια μετά την αγορά του διαμερίσματός του είχε μετακομίσει και είχε στεγάσει την οικογένεια του σε άλλο διαμέρισμα ιδιοκτησίας της συζύγου του. Παρόλο που ο δεύτερος προσφεύγων υποστήριξε ότι η σύζυγός του και τα παιδιά του είχαν παραμείνει στο διαμέρισμα που αγοράστηκε, η Κυβέρνηση προσκόμισε αποδείξεις ότι δεν είχαν δηλώσει ποτέ την κατοικία τους εκεί. Οι προσφεύγοντες δεν υποστήριξαν ποτέ ότι η μετακόμισή τους σε διαφορετική διεύθυνση ήταν προσωρινή και ότι σκόπευαν να επιστρέψουν στα αγορασθέντα διαμερίσματα. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο σημείωσε τον ορισμό της «κατοικίας» και τη σχετική εγχώρια νομολογία και τη θέση της νομολογίας επί του θέματος. Ως εκ τούτου, οι υποθέσεις των προσφευγόντων πρέπει να διακρίνονται από την πραγματικά ιδιαίτερη κατάσταση που προέκυψε με την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της 17 Ιουλίου 2015.

Το Δικαστήριο σημείωσε  επιπλέον ότι οι προσφεύγοντες είχαν την πλήρη ευκαιρία να υπερασπιστούν τα συμφέροντά τους και να προβάλουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία και επιχειρήματα, τα οποία εξετάστηκαν από τις εγχώριες αρχές, συμπεριλαμβανομένου του Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο δεν διαπίστωσε αυθαιρεσία στις διοικητικές αρχές και στα πορίσματα του Διοικητικού Δικαστηρίου. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο επανέλαβε  ότι εναπόκειται πρωτίστως στις εθνικές αρχές, ιδίως στα δικαστήρια, να ερμηνεύουν και να εφαρμόζουν το εθνικό δίκαιο και να διαπιστώνουν τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης (βλ. Streletz, Kessler and Krenz κατά Γερμανίας [GC], αρ. 34044/96 και 2 άλλα, § 49, ΕΣΔΑ 2001-II).

Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατάληξε στο συμπέρασμα ότι στην παρούσα υπόθεση υπήρχε επαρκώς σαφής νομική βάση για την ακύρωση των αποφάσεων με τις οποίες χορηγήθηκε  στους προσφεύγοντες φοροαπαλλαγή και υποχρεώνονταν να πληρώσουν φόρο μεταβίβασης ακινήτων. Τέτοιες αποφάσεις δεν ήταν αυθαίρετες και ήταν επαρκώς προβλέψιμες για τους προσφεύγοντες.

(γ) Παρέμβαση και επιδίωξη θεμιτού σκοπού

Το Δικαστήριο θεώρησε  ότι οι αποφάσεις των εθνικών αρχών επιδίωκαν έναν σκοπό δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή να εξασφαλίσουν την πληρωμή φόρων, όπως προβλέπει η νομοθεσία, σε έναν τομέα όπου το κράτος έχει ευρύ περιθώριο εκτίμησης.

(δ) Αναλογικότητα παρέμβασης

Το ΕΔΔΑ πείστηκε ότι, με την επιφύλαξη των διαπιστώσεών του σχετικά με τη νομιμότητα των αποφάσεων που εκδόθηκαν από τις εγχώριες αρχές, η επιβολή του φόρου μεταβίβασης ακίνητης περιουσίας αποτελούσε ανάλογο μέτρο που ελήφθη για την επιδίωξη του θεμιτού σκοπού της εξασφάλισης της πληρωμής των φόρων.

Ο φορολογικός δε συντελεστής ανερχόταν στο 5% της αγοραίας αξίας των αγορασθέντων ακινήτων. Ως εκ τούτου, δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλός (αντίθετα N.K.M. κατά Ουγγαρίας, αρ. 66529/11, §§ 66-76, 14 Μαΐου 2013, όπου η προσφεύγουσα κατήγγειλε την επιβολή φόρου 52% επί της αποζημίωσης απόλυσης και βλ. mutatis mutandis Cacciato κατά Ιταλίας, όπου η αποζημίωση ουσιαστικά ακυρώνεται ή οδηγεί σε αδικαιολόγητη οικονομική δυσπραγία για τον προσφεύγοντα).

Επιπλέον, με τις αποφάσεις της 28 Μαρτίου 2007 και 13 Μαρτίου 2009, οι προσφεύγοντες ενημερώθηκαν για το χρηματικό ποσό που θα έπρεπε να καταβάλουν σε φόρο εάν έπαυαν να πληρούν τις προϋποθέσεις για τη φορολογική απαλλαγή.

Τέλος, κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η καταβολή του φόρου δεν επηρέασε τόσο σοβαρά την οικονομική κατάσταση των προσφευγόντων ώστε το μέτρο να θεωρηθεί ότι τους επέβαλε ατομική και δυσανάλογη επιβάρυνση (βλ. Dukmedjian κατά Γαλλίας, αρ. προσφ. 60495/00, §§ 55-59, 31 Ιανουαρίου 2006, και OAO Neftyanaya Kompaniya Yukos, § 606).

 

(ε) Συμπέρασμα

Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω σκέψεις και το ευρύ περιθώριο εκτίμησης που απολάμβανε το κράτος στον φορολογικό τομέα, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι οι αποφάσεις που υποχρέωσαν τους προσφεύγοντες να πληρώσουν φόρο μεταβίβασης ακινήτων ήταν νόμιμες και δεν συνιστούσαν δυσανάλογη επιβάρυνση για αυτούς.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος στην ιδιοκτησία (άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου) στην παρούσα υπόθεση (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες