Γνωμοδότηση ΕΔΔΑ κατόπιν αιτήματος του Συμβουλίου Επικρατείας της Γαλλίας. Καθορισμός κριτηρίων για να κριθεί η συμβατότητα της ΕΣΔΑ με νόμο που αφορούσε το δικαίωμα ιδιοκτησίας

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ

Γνωμοδότηση για αίτημα του Συμβουλίου της Επικρατείας της Γαλλίας της 13.07.2022 (αριθ. αιτημ. P16-2021-002).

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αίτημα γνωμοδότησης από το Συμβούλιο της Επικρατείας της Γαλλίας. Αποδοχή αιτήματος από ΕΔΔΑ.

Με νόμο του 1964 είχε δημιουργηθεί το ACCA, το οποίο προορίζονταν για την προώθηση της ορθολογικής διαχείρισης του κυνηγιού. Οι ιδιοκτήτες γης όφειλαν να γίνουν μέλη του ACCA εντός του δήμου τους και να μεταβιβάσουν τη γη τους σε αυτόν, δημιουργώντας έτσι κυνηγητικούς χώρους σε δημοτικό επίπεδο. Ο νέος περιβαλλοντικός κώδικας της 24 Ιουλίου 2019, προέβλεπε ότι μόνο οι ιδιοκτήτες γης οι οποίοι είχαν εμπράγματα δικαιώματα πριν από την ημερομηνία δημιουργίας του АССА είχαν το δικαίωμα να αποσυρθούν από αυτό εάν η γη τους έφτανε το επιτρεπτό όριο.

Η προσφεύγουσα ομοσπονδία υποστήριξε ότι αυτή η διάκριση συνιστά διακριτική μεταχείριση και προσβάλλει το δικαίωμα στην ιδιοκτησία.

Το Συμβούλιο του Επικρατείας ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά με τα σχετικά κριτήρια για την αξιολόγηση της συμβατότητας με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μιας νομοθετικής διάταξης που περιορίζει τη δυνατότητα σωματείων με μέλη ιδιοκτήτες αγροτεμαχίων να αποσύρουν τη γη τους από τους κυνηγότοπους του ACCA.

Το ΕΔΔΑ επανέλαβε ότι μόνο οι διαφορές στη μεταχείριση που δεν είχαν «αντικειμενική και εύλογη αιτιολόγηση» δημιουργούν διακρίσεις.

Το Δικαστήριο καθόρισε τα σχετικά κριτήρια που σύμφωνα με την άποψή του θα έπρεπε να αποτελέσουν οδηγό για το Συμβούλιο της Επικρατείας της Γαλλίας στην αξιολόγησή του για το θέμα αυτό δηλαδή: α) εάν η νομοθετική ρύθμιση είχε θεσπιστεί «για σαφή και επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος», β) εάν το κριτήριο έχει εύλογη βάση γ) αν υπήρχε περιθώριο εκτίμησης που απολάμβαναν οι αρχές, δ) ποια μέσα επιλέχθηκαν για να χρησιμοποιηθούν για την επίτευξη των στόχων που επιδιώκονται να πραγματοποιηθούν και η καταλληλόλητα αυτών σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό και ε) ποια ήταν η επίπτωση των μέσων.

Εν προκειμένω διαπίστωσε ότι είχε πραγματοποιηθεί νομοθετική παρέμβαση «για σαφές και επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος» προκειμένου να αποφευχθεί η διάδοση των κυνηγετικών οντοτήτων που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ιδιοκτησία και ανθρώπους και είχε σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Επίσης διαπίστωσε ότι το περιθώριο εκτίμησης του κράτους ήταν ευρύ, όχι μόνο για τον καθορισμό του μέτρου ελέγχου που έπρεπε να επιβληθεί για να ανταποκρίνεται σε μια επιταγή δημοσίου συμφέροντος αλλά και στην επιλογή, μεταξύ των διαφορετικών τύπων ζημιών που ένα τέτοιο μέτρο θα μπορούσε να συνεπάγεται, εκείνων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν δικαίωμα αποζημίωσης.

Το ΕΔΔΑ κατέληξε ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας θα έπρεπε να καθορίσει εάν η διαφορά μεταχείρισης που εισήγαγε ή όχι η νομοθετική διάταξη που αμφισβητήθηκε ενώπιον του πληρούσε την απαίτηση της αναλογικότητας και, κατά συνέπεια, εάν κατά πόσο μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση ήταν συμβατή ή όχι με το άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 14,

Άρθρο 16,

Άρθρο 1 του ΠΠΠ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Στις 19 Απριλίου 2021 το Δικαστήριο έλαβε αίτημα για γνωμοδότηση (αρ. P16-2021-002) το οποίο διατυπώθηκε από το Γαλλικό Συμβούλιο της Επικρατείας σε απόφαση της 15ης Απριλίου 2021.

Στις 31 Μαΐου 2021, μια ομάδα πέντε δικαστών του Τμήματος Μείζονος Συνθέσεως αποφάσισε να κάνει δεκτό το αίτημα.

Ιστορικό της υπόθεσης και της εσωτερικής διαδικασίας

Το ερώτημα που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο ανέκυψε στο πλαίσιο διαδικασίας που εκκρεμούσε ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας στο οποίο είχε υποβληθεί αίτηση μετά από τροποποίηση του άρθρου 422 εδ. 18 του Κώδικα Περιβάλλοντος από το άρθρο 13 (σημείο Ι, αρ. 16) του Νόμου αρ. 773 της 24ης Ιουλίου 2019 σχετικά με τη δημιουργία του Γαλλικού Οργανισμού για τη Βιοποικιλότητα (Office français de la biodiversité), που τροποποιούσε τις ελευθερίες των σωματείων κυνηγών και ενισχύοντας την προστασία του περιβάλλοντος και τον έλεγχο για τυχόν παραβάσεις από αστυνομικούς.

Το Συμβούλιο του Επικρατείας ζήτησε από το Δικαστήριο να αποφανθεί σχετικά με τα σχετικά κριτήρια για την αξιολόγηση της συμβατότητας με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μιας νομοθετικής διάταξης που περιορίζει τη δυνατότητα σωματείων με μέλη ιδιοκτήτες αγροτεμαχίων να αποσύρουν τη γη τους από τους κυνηγότοπους του ACCA.

Ο νόμος της 10ης Ιουλίου 1964 (γνωστός ως «Loi Verdeille») εισήγαγε το ACCA, το οποίο προορίζονταν για την προώθηση της ορθολογικής διαχείρισης του κυνηγιού και των αποθεμάτων θηραμάτων ενθαρρύνοντας την πρακτική του κυνηγιού σε περιοχές με αρκετά μεγάλη έκταση. Οι ιδιοκτήτες γης όφειλαν να γίνουν μέλη του ACCA εντός του δήμου τους και να μεταβιβάσουν τη γη τους σε αυτό, δημιουργώντας έτσι κυνηγητικούς χώρους σε δημοτικό επίπεδο. Ωστόσο, το άρθρο L 422-10 του Περιβαλλοντικού Κώδικα προέβλεπε ότι όταν δημιουργήθηκε το ACCA, ενστάσεις για την υποχρεωτική μεταβίβαση της γης μπορούσαν να γίνουν από ιδιοκτήτες γης που βασίζονταν σε προσωπικές πεποιθήσεις ή ιδιοκτήτες γης ή σωματεία γαιοκτημόνων που κατείχαν άδεια θήρας σε γη που σχηματίζει έκταση μεγαλύτερη από την ελάχιστη έκταση που αναφέρεται στο άρθρο L. 422- 13 του Κώδικα. Το Άρθρο L 422-18 του Κώδικα Περιβάλλοντος, όπως διατυπώθηκε μεταγενέστερα με το νόμο της 24 Ιουλίου 2019, προέβλεπε ότι ενώ οι μεμονωμένοι ιδιοκτήτες γης δικαιούνται να υπαναχωρήσουν από το ACCA ανά πάσα στιγμή, εφόσον η γη τους έχει την ελάχιστη επιφάνεια, μόνο οι ιδιοκτήτες γης οι οποίοι είχαν εμπράγματα δικαιώματα πριν από την ημερομηνία δημιουργίας του АССА είχαν το δικαίωμα να αποσυρθούν από αυτό εάν η γη τους έφτανε το επιτρεπτό όριο. Παρόμοιες ενώσεις οι οποίες συστάθηκαν μετά την ημερομηνία αυτή στερούνται αυτού του δικαιώματος.

Η ομοσπονδία Forestiers privés de France (Fransylva), η προσφεύγουσα στη διαδικασία ενώπιον του Συμβουλίου του Επικρατείας, υποστήριξε ότι το άρθρο L 422-18 του Περιβαλλοντικού Κώδικα όπως έχει τροποποιηθεί με τον νέο νόμο ισοδυναμούσε με διάκριση κατά παράβαση του άρθρου 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) της Σύμβασης και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, γιατί μετά τη δημιουργία του ACCA, στερούσε από τα σωματεία των γαιοκτημόνων τα οποία συστάθηκαν μετά τη δημιουργία του ACCA του δικαιώματος υπαναχώρησης από αυτό ακόμη και αν η συνολική τους έκταση γης ικανοποιούσε την απαίτηση που ορίζονταν στο άρθρο L 422-13 του Περιβαλλοντικού Κώδικα.

Διαδικασίες ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας

Στις 18 Φεβρουαρίου 2020 η Forestiers privés de France/ ιδιωτικοί δασοκόμοι της Γαλλίας υπέβαλε αίτηση για δικαστική αναθεώρηση του Διατάγματος αρ. 2019-1432 της 23ης Δεκεμβρίου 2019, που εκδόθηκε σύμφωνα με τον Ν. αρ. 2019-773 της 24ης Ιουλίου 2019. Οι Fédération nationale des chasseurs and the Association nationale des fédérations départementales et interdépartementales des chasseurs à associations communales et intercommunales de chasse agréées (Εθνική Ομοσπονδία Κυνηγών και η Εθνική Ένωση των τμηματικών και διατμηματικών ομοσπονδιών κυνηγών με κοινοτικούς συλλόγους και εγκεκριμένες κυνηγετικές διαδημοτικές οργανώσεις) υπέβαλαν πρόσθετη παρέμβαση στη διαδικασία.

Η προσφεύγουσα ομοσπονδία υποστήριξε ότι η χρονική διάκριση που εισάγεται με το άρθρο L. 422-18 του Περιβαλλοντικού Κώδικα, όπως διατυπώθηκε σύμφωνα με το Νόμο αριθ. 2019-773 της 24 Ιουλίου 2019, μεταξύ ενώσεων ιδιοκτητών γης που είχαν σχηματιστεί πριν ή μετά τη δημιουργία του αντίστοιχου ACCA ήταν δυσανάλογη και, ως εκ τούτου, αντίθετη προς το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Υποστήριξε ότι ο στόχος της αποτροπής της αποσταθεροποίησης του υφιστάμενου ACCA θα μπορούσε να έχει επιτευχθεί με άλλα μέσα, για παράδειγμα με την εισαγωγή του κριτηρίου του ελάχιστου ορίου έκτασης για τη συλλογική απόσυρση από το ACCA. Ο σκοπός δημοσίου συμφέροντος που είχε δικαιολογήσει τη δημιουργία ACCA θα μπορούσε να είχε επιτευχθεί χωρίς να είναι απαραίτητη η οποιαδήποτε διακριτική συμπεριφορά μεταξύ των ενώσεων των ιδιοκτητών γης όσον αφορά την επιλογή απόσυρσης των κυνηγότοπών τους από το ACCA.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η ερώτηση που του τέθηκε αφορούσε τα κριτήρια που θα επέτρεπαν στο αιτούν δικαστήριο να αξιολογήσει εάν η διαφορά μεταχείρισης επιτρέπεται ή όχι από το άρθρο L. 422-18 του Περιβαλλοντολογικού Κώδικα όπως έχει διατυπωθεί σήμερα και αν ήταν συμβατή με το άρθρο 14 της Σύμβασης σε συνδυασμό με το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.

Το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το αιτούν δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει δύο προκαταρκτικά ερωτήματα. Το πρώτον ήταν εάν η διαφορετική μεταχείριση που εισάγει ο νόμος μεταξύ διαφόρων νομικών προσώπων, με βάση την ημερομηνία κατά την οποία είχαν συσταθεί, θα μπορούσε να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Σε περίπτωση θετικής απάντησης, το δεύτερο προκαταρκτικό ερώτημα που θα προέκυπτε αφορούσε τα κριτήρια που θα επέτρεπαν στο αιτούν δικαστήριο να καθορίσει εάν υπάρχει διαφορετική μεταχείριση στην εκκρεμή διαδικασία ενώπιον του που αφορούσε πρόσωπα σε ανάλογες ή σχετικά παρόμοιες καταστάσεις, για τους σκοπούς των ίδιων άρθρων.

Στη συνέχεια, επιστρέφοντας στα κριτήρια που επιτρέπουν στο αιτούν δικαστήριο να εκτιμήσει εάν η διαφορά στην επίμαχη μεταχείριση ήταν συμβατή με το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, ακόμη και όταν αφορούσαν πρόσωπα ή κατηγορίες ατόμων σε ανάλογες ή παρόμοιες καταστάσεις, οι διαφορές στη μεταχείριση δεν ήταν όλες διακριτικές και, κατά συνέπεια, δεν ήταν όλα απαραίτητα αντίθετα με το άρθρο 14. Μόνο οι διαφορές στη μεταχείριση που δεν είχαν «αντικειμενική και εύλογη αιτιολόγηση» δημιουργούσαν διακρίσεις. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, διαφορετική μεταχείριση στερούσε αντικειμενικής και εύλογης αιτιολόγησης εάν δεν επιδίωκε «νόμιμο σκοπό» ή/και αν δεν υπήρχε «εύλογη σχέση αναλογικότητας μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και του στόχου που επιδιώκεται να επιτευχθεί».

Όσον αφορά το εάν ένας ή περισσότεροι «νόμιμοι στόχοι» είχαν επιδιωχθεί, κατά τη θέσπιση του Νόμου της 24 Ιουλίου 2019, όπως είχε σημειώσει η Κυβέρνηση, ο νομοθέτης είχε επισημάνει ότι, κατά την άποψή του, τα πραγματικά περιστατικά που είχαν οδηγήσει σε περιορισμούς στο δικαίωμα αποχώρησης από το ACCA, που εισήχθησαν από τον Περιβαλλοντικό Νόμο δεν είχαν αλλάξει ουσιαστικά με την πάροδο του χρόνου, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να είναι απαραίτητα για να αποτραπεί η δημιουργία ενώσεων από ιδιοκτήτες μικρών εκτάσεων γης, μετά τη δημιουργία ενός ACCA στο δήμο τους, με σκοπό την καταστρατήγηση της αρχικής υποχρεωτικής μεταβίβασης των ιδιοκτησιών.

Κατά την άποψη της Κυβέρνησης, το άρθρο 422-18 του Κώδικα Περιβάλλοντος, όπως διατυπώθηκε σύμφωνα με το Νόμο της 24 Ιουλίου 2019, σχετιζόταν άμεσα με τον στόχο δημόσιου συμφέροντος για την ενθάρρυνση του κυνηγιού σε αρκετά μεγάλες εκτάσεις. Υποστήριξαν ότι οι περιορισμοί στο δικαίωμα υπαναχώρησης από το ACCA, που επιβλήθηκαν στις πιο πρόσφατα συσταθείσες ενώσεις ιδιοκτητών γης, είχαν προκύψει, πρώτον, από την επιθυμία του νομοθέτη να αποφευχθεί η υπερβολική αύξηση τέτοιων αποχωρήσεων, η οποία ήταν πιθανό να θέσει σε κίνδυνο τη λειτουργία του ίδιου του ACCA. Δεύτερον, οι εν λόγω κανονισμοί βασίστηκαν στην υπόθεση ότι ο αριθμός των πιο πρόσφατων ενώσεων γαιοκτημόνων ήταν πιθανό να αυξηθεί προκειμένου να αποτραπεί η επιθυμία του νομοθέτη να διασφαλίσει τη μακροζωία του σημερινού ACCA.

Υποθέτοντας ότι το αιτούν δικαστήριο έπρεπε να θεωρήσει ότι οι ρυθμίσεις για την αποχώρηση από το ACCA που εισήχθησαν μέσω της νομοθετικής διάταξης που θεσπίστηκε το 2019 επιδίωκαν ένα ή περισσότερους «νόμιμους» στόχους, θα έπρεπε στη συνέχεια να καθορίσει εάν τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι αρχές για να επιτύχουν αυτούς τους στόχους ήταν συνεπείς με αυτούς, έτσι ώστε να υπάρχει μια λογική σχέση αναλογικότητας μεταξύ των μέσων και των στόχων.

Με την επιφύλαξη της έκβασης της διαδικασίας ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας σχετικά με το εάν, κατά τη θέσπιση του νόμου της 24 Ιουλίου 2019, τα μέσα που χρησιμοποίησε ο νομοθέτης ήταν ανάλογα με τους σκοπούς δημοσίου συμφέροντος που επιδιώκει ο νόμος, το ΕΔΔΑ καθόρισε τα σχετικά κριτήρια που σύμφωνα με την άποψή του θα πρέπει να καθοδηγεί το Συμβούλιο της Επικρατείας στην αξιολόγησή του για το θέμα αυτό.

(α) Συμμόρφωση με την απαίτηση νομιμότητας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου.

Εναπόκειτο στο Συμβούλιο της Επικρατείας να αξιολογήσει, πρώτον, εάν το άρθρο 13(1-16) του νόμου της 24 Ιουλίου 2019 αποτελούσε, μέσω της προσβασιμότητας, της σαφήνειας και της προβλεψιμότητας των επιπτώσεών του, μια νομική βάση ικανή να ικανοποιήσει την απαίτηση νομιμότητας που είναι εγγενής στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου στο σύνολό του.

Μέχρι σήμερα, το Δικαστήριο δεν είχε διαπιστώσει παραβίαση κανενός από τα δικαιώματα που εγγυάται η Σύμβαση ή τα Πρωτόκολλά της όταν εξετάζει, για παράδειγμα, την κοινοβουλευτική νομοθετική παρέμβαση που επηρεάζει μελλοντική διαφορά η οποία δεν έχει ακόμη υποβληθεί στα δικαστήρια όταν ο εν λόγω νόμος είχε θεσπιστεί ή είχε πραγματοποιηθεί νομοθετική παρέμβαση «για σαφές και επιτακτικό λόγο δημοσίου συμφέροντος» είτε για να καλύψει ένα νομικό κενό είτε για να αποδείξει και να επιβεβαιώσει την αρχική του πρόθεση.

(β) Κριτήριο «προδήλως χωρίς εύλογη βάση».

Στο συγκεκριμένο πλαίσιο της οργάνωσης και της πρακτικής του κυνηγιού στη Γαλλία, το Δικαστήριο έχει ήδη εξετάσει, σύμφωνα με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, νομοθετικά μέτρα που συνεπάγονται την απώλεια των αποκλειστικών δικαιωμάτων κυνηγιού που επηρεάζουν ορισμένους ιδιοκτήτες γης ως αποτέλεσμα του συστήματος που εισήγαγε ο νόμος Loi Verdeille. Κατά την άποψη του Δικαστηρίου, η υποχρέωση μόνο μικροί γαιοκτήμονες να συνενώσουν τους κυνηγότοπους τους με στόχο την προώθηση της καλύτερης διαχείρισης των αποθεμάτων θηραμάτων δεν ήταν από μόνη της δυσανάλογη. Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εν λόγω καταστατικές διατάξεις αποτελούσαν «έκφραση μιας θεμιτής θεσμικής επιθυμίας» να αποφευχθεί η διάδοση των κυνηγετικών οντοτήτων και να διασφαλίσει την αυστηρή εποπτεία μιας δραστηριότητας αναψυχής που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο την ιδιοκτησία και ανθρώπους και είχε σημαντικές περιβαλλοντικές επιπτώσεις.

(γ) Φύση του κριτηρίου για τη διάκριση που ορίζει ο νόμος και ο αντίκτυπός του στο περιθώριο εκτίμησης που απολαμβάνουν οι εθνικές αρχές.

Βάση του πλαισίου της υποβληθείσας Αίτησης για γνωμοδότηση, οι εθνικές αρχές απολάμβαναν μεγάλο περιθώριο εκτίμησης. Ο πρώτος λόγος για αυτό σχετίζεται με το αντικείμενο και το ιστορικό του μέτρου που εισάγει την εν λόγω διαφορά στη μεταχείριση. Ο δεύτερος λόγος σχετίζεται με τη φύση του λόγου στον οποίο βασίζεται η διαφορά στη μεταχείριση, η οποία αμφισβητείται ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας. Η διαφορά στη μεταχείριση βασίστηκε σε ένα χρονικό κριτήριο που προέβλεψε ο νομοθέτης, δηλαδή την ημερομηνία κατά την οποία συστάθηκε μια ένωση ιδιοκτητών, είτε πριν είτε μετά το ACCA. Ένα τέτοιο κριτήριο αναφερόταν έμμεσα στο κριτήριο μεγέθους του οικοπέδου, με άλλα λόγια στην ακίνητη «περιουσία». Το Δικαστήριο είχε προηγουμένως κρίνει ότι η ίδια η φύση αυτού του κριτηρίου δικαιολογούσε ένα σημαντικά μεγαλύτερο περιθώριο αν η εν λόγω διάκριση προέκυπτε από λόγο που το Δικαστήριο θεωρεί ως απαράδεκτο ως θέμα αρχής, όπως η φυλετική ή εθνική καταγωγή, ή απουσία πολύ σοβαρών λόγων, όπως το φύλο ή ο σεξουαλικός προσανατολισμός.

(δ) Επιλογή των μέσων που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη των στόχων που επιδιώκονται να πραγματοποιηθούν και καταλληλόλητα των μέσων που χρησιμοποιούνται σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

Το Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να τονίσει ότι τα μέτρα οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής συχνά εμπεριείχαν την εισαγωγή και εφαρμογή κριτηρίων που βασίζονται στη διάκριση μεταξύ κατηγοριών ή ομάδων ατόμων. Διαπίστωσε ότι παρόλο που τέτοιοι χρονικοί περιορισμοί ενδέχεται να χαρακτηριστούν αυθαίρετοι για τα άτομα που επηρεάστηκαν, οι διαφορές στη μεταχείριση αποτέλεσε αναπόφευκτη συνέπεια της εισαγωγής νέων κανονισμών και η δημιουργία ενός νέου συστήματος μερικές φορές χρειαζόταν την εισαγωγή στο εσωτερικό δίκαιο σημείων αποκοπής που ίσχυαν για μεγάλες ομάδες ανθρώπων.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο, η δημιουργία ένωσης βάσει του νόμου της 24 Ιουλίου 2019 ήταν ένα γρήγορο και σχετικά ανέξοδο ζήτημα, καθιστώντας έτσι εύλογο τον αναφερόμενο κίνδυνο από την κυβέρνηση ότι, μετά την εξέλιξη της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, μια πολλαπλότητα συλλόγων που φέρνουν σε επαφή μικρούς γαιοκτήμονες θα μπορούσαν να είχαν δημιουργηθεί με πρωταρχικό στόχο τη δυνατότητα στα μέλη τους να έχουν τη δυνατότητα να αποσύρουν τη γη τους από το ACCA. Αν ήταν έτσι, η χρονική διάκριση που υιοθετήθηκε από το νομοθέτη μεταξύ των διαφόρων ενώσεων ιδιοκτητών γης ανάλογα με την ημερομηνία δημιουργίας τους θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αντιστοιχεί στην επιθυμία του νομοθέτη για τη διατήρηση του ACCA.

Τέλος, όπως είχε την ευκαιρία να επαναλάβει το Δικαστήριο, η πιθανή ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων δεν καθιστούσε τα μέσα που χρησιμοποιεί ο εθνικός νομοθέτης ως αδικαιολόγητα. Με την προϋπόθεση ότι παρέμεναν εντός των ορίων του περιθωρίου εκτίμησής του, και ως εκ τούτου ότι τα μέτρα που επελέγησαν αντιστοιχούσαν στους θεμιτούς σκοπούς που επιδιώκει ο νόμος, δεν εναπόκειτο στο Δικαστήριο να αποφανθεί εάν η νομοθεσία αντιπροσώπευε τη βέλτιστη λύση για την αντιμετώπιση του προβλήματος ή η διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη θα έπρεπε να είχε ασκηθεί με άλλο τρόπο.

(ε) Επίπτωση των χρησιμοποιούμενων μέσων

Βάσει αυτής της διάταξης του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Σύμβασης, οι εθνικές αρχές απολαμβάνουν ευρύ φάσμα περιθωρίου εκτίμησης, όχι μόνο για τον καθορισμό του μέτρου ελέγχου που έπρεπε να επιβληθεί για να ανταποκρίνεται σε μια επιταγή δημοσίου συμφέροντος αλλά και στην επιλογή, μεταξύ των διαφορετικών τύπων ζημιών που ένα τέτοιο μέτρο θα μπορούσε να συνεπάγεται, εκείνων που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν δικαίωμα αποζημίωσης.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, μεταξύ άλλων, υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας θα έπρεπε να καθορίσει εάν η διαφορά μεταχείρισης που εισήγαγε ή όχι η νομοθετική διάταξη που αμφισβητήθηκε ενώπιον του πληρούσε την απαίτηση της αναλογικότητας και, κατά συνέπεια, εάν κατά πόσο μια τέτοια διαφορετική μεταχείριση ήταν συμβατή ή όχι με το άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (επιμέλεια echrcaselaw.com ).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες