Ένας από τους δικαστές που αποφάσισαν την απόλυση εισαγγελέα είχε διοριστεί κατά παράβαση της νομοθεσίας! Παραβίαση δίκαιης δίκης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Besnik Cani κατά Αλβανίας της 04.10.2022 (αρ. προσφ. 37474/20)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο προσφεύγων, πρώην εισαγγελέας, που απαλλάχθηκε των καθηκόντων του το 2020 ως μέρος της κατ’ εξαίρεσης διαδικασίας για την επαναξιολόγηση των εν ενεργεία δικαστών και εισαγγελέων – γνωστή ως διαδικασία ελέγχου – είχε αμφιβολίες για έναν από τους δικαστές που εκδίκασε την υπόθεσή του. Υποστήριξε ότι ο εν λόγω δικαστής έπρεπε να είχε αποκλειστεί επειδή προηγουμένως είχε απολυθεί αυτός από τη θέση του δικαστή, κατά παράβαση του εθνικού δικαίου του περιφερειακού δικαστηρίου, που δεν επέτρεπε διορισμό απολυθέντος δικαστή στο Ειδικό Τμήμα Προσφυγών (“SAC”).

Επικαλούμενος το άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της ΕΣΔΑ, ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ειδικότερα ότι ο δικαστής L.D. θα έπρεπε να είχε αποκλειστεί από το SAC αφού είχε απολυθεί προηγουμένως ως δικαστής.

Επιπλέον, τα εθνικά δικαστήρια είχαν αρνηθεί να εξετάσουν τα σχετικά επιχειρήματα του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου διαπίστωσε ότι το επιχείρημα του προσφεύγοντος ισοδυναμούσε με έναν σοβαρό ισχυρισμό πρόδηλης παραβίασης του θεμελιώδους κανόνα του εσωτερικού δικαίου που είχε επηρεάσει το διορισμό ενός από τους δικαστές που εξέτασε την υπόθεσή του.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 § 1) και συγκεκριμένα του δικαιώματος του προσφεύγοντος να εξεταστεί από «δικαστήριο που έχει συσταθεί από το νόμο». Έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης αποτελούσε επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για οποιαδήποτε ηθική βλάβη. Τέλος αποφάνθηκε βάσει του άρθρου 46 ότι η καταλληλότερη επανόρθωση για την παραβίαση των δικαιωμάτων του προσφεύγοντος θα ήταν η επανάληψη της υπόθεσης και η επανεξέτασή της σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6 παρ. 1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Besnik Cani, είναι Αλβανός υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1970 και ζει στα Τίρανα.

Είναι πρώην εισαγγελέας που απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του το 2020 μετά από διαδικασία ελέγχου εναντίον του. Εξαιτίας της ευρείας ανησυχίας για τη διαφθορά, η Αλβανία είχε ξεκινήσει το 2016 μια εκτεταμένη μεταρρύθμιση στο δικαστικό σύστημα, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου όλων των δικαστών και των εισαγγελέων.

Ο προσφεύγων διορίστηκε στη θέση του εισαγγελέα το 2003. Εξετάστηκε σε πρώτο βαθμό το 2018 από την Ανεξάρτητη Επιτροπή Προσόντων («IQC»), η οποία επικύρωσε το διορισμό του. Ωστόσο, τον Φεβρουάριο του 2020, κατόπιν προσφυγής, το Ειδικό Τμήμα Προσφυγών (“SAC”) αντέστρεψε την απόφαση του IQC και τον έπαυσε άμεσα από τη θέση του. Το SAC διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων είχε προβεί σε ανακριβείς δηλώσεις σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία του ίδιου και της συντρόφου του και ότι είχε εμπλακεί σε μια κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων συμμετέχοντας σε εμπορική συμφωνία με εταιρεία πετρελαιοειδών.

Ο προσφεύγων υπέβαλε προτάσεις για τον αποκλεισμό ενός από τους πέντε δικαστές, L.D., ο οποίος καθόταν στην έδρα κατά την απόφαση που εξέδωσε το SAC, εξετάζοντας την υπόθεσή του. Υποστήριξε ότι ο δικαστής είχε διοριστεί στο SAC παρά το γεγονός ότι είχε απολυθεί προηγουμένως από τη θέση του ως δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Τιράνων το 1997 για παράβαση του νόμου και για ανικανότητα, κατά παράβαση των νόμιμων απαιτήσεων επιλεξιμότητας.

Το SAC, και στη συνέχεια το Συνταγματικό Δικαστήριο, αρνήθηκαν να εξετάσουν τις καταγγελίες του προσφεύγοντος κατά του διορισμού του δικαστή L.D. με το σκεπτικό ότι στερούνταν δικαιοδοσίας.

Ο προσφεύγων υπέβαλε μήνυση κατά του L.D. εν αναμονή της κύριας διαδικασίας, ισχυριζόμενος ότι είχε διαπράξει πλαστογραφία επειδή είχε δηλώσει στην αίτησή του προς το SAC ότι δεν είχε ποτέ απολυθεί από οποιαδήποτε θέση ως δικαστικός λειτουργός.

Τα εθνικά δικαστήρια έκριναν τον L.D. ένοχο και τον καταδίκασαν σε ποινή φυλάκισης έξι μηνών με αναστολή. Κατέληξαν ειδικότερα στο συμπέρασμα ότι μια προηγούμενη απόλυση απέκλειε έναν υποψήφιο από το να κατέχει ορισμένες θέσεις εντός του νομικού συστήματος και ότι, σε αντίθεση με το επιχείρημα του L.D., πειθαρχικά μέτρα για πολύ σοβαρές παραβιάσεις δεν διαγράφονταν από το αρχείο ενός δικαστή με την πάροδο του χρόνου.

Το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε τελικά τα πορίσματα των κατώτερων δικαστηρίων τον Οκτώβριο του 2021, μετά το οποίο η πειθαρχική επιτροπή τον απέλυσε από δικαστή του SAC.

Ο προσφεύγων υποστήριξε ειδικότερα ότι το SAC, το οποίο τον είχε αξιολογήσει και απολύσει, δεν ήταν «Δικαστήριο που ιδρύθηκε με νόμο» επειδή ένας από τους δικαστές που κάθονταν στο εδώλιο, ο L.D., είχε διοριστεί κατά παράβαση των νόμιμων κριτηρίων επιλεξιμότητας, δηλαδή είχε προηγουμένως απολυθεί από δικαστής του περιφερειακού δικαστηρίου.

Η κυβέρνηση αμφισβήτησε αυτό το επιχείρημα, υποστηρίζοντας ότι οι αρχές –το Κοινοβούλιο– δεν μπορούσαν να επικριθούν για το διορισμό του L.D. στο SAC καθώς δεν γνώριζαν την προηγούμενη απόλυσή του.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 § 1

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι εναπόκειτο στις εγχώριες αρχές να κινητοποιήσουν όλα τα διαθέσιμα μέσα, συμπεριλαμβανομένου του ελέγχου της αίτησης του L.D., για να διασφαλιστεί ότι οι δικαστές διορισμού στο SAC πληρούσαν τις νόμιμες προϋποθέσεις διορισμού. Η επαλήθευση δεν θα ήταν δύσκολη υπόθεση: η απόλυση του L.D. ήταν καταχωρημένη σε επίσημο αρχείο, και μάλιστα μέλος της ad hoc κοινοβουλευτικής επιτροπής ρώτησε συγκεκριμένα το δικαστή κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του στο SAC εάν είχε απολυθεί ή παραιτηθεί από δικαστής επαρχιακού δικαστηρίου το 1997.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο προσφεύγων είχε διατυπώσει έναν σοβαρό και αμφισβητούμενο ισχυρισμό του αναφορικά με πρόδηλη παράβαση του εσωτερικού δικαίου στο διορισμό του L.D. στο SAC. Επιπλέον, εξέτασε κατά πόσο το ερώτημα του αν ο L.D. ήταν κατάλληλος για το αξίωμα αφορούσε έναν θεμελιώδη κανόνα σχετικά με τη διαδικασία διορισμού δικαστή.

Εξάλλου, καμία εγχώρια αρχή δεν είχε εξετάσει το ερώτημα αν ο L.D. είχε διοριστεί στο SAC σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο. O L.D. ομολογουμένως απολύθηκε μετά την ποινική του καταδίκη, αλλά αυτό έγινε μόνο αφ’ ότου ο προσφεύγων είχε και εκείνος απολυθεί με τελεσίδικη και ανέκκλητη απόφαση του SAC.

Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρξε παραβίαση του δικαιώματος του προσφεύγοντος σε «ένα δικαστήριο που ιδρύθηκε από το νόμο» βάσει του άρθρου 6 § 1 λόγω του ότι ο L.D. προέδρευε της έδρας που είχε εξετάσει την υπόθεσή του.

Δεδομένης της διαπίστωσης αυτής, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν χρειαζόταν να εξεταστούν οι υπόλοιπες καταγγελίες βάσει των άρθρων 6 § 1 και 8 της Σύμβασης.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο απέρριψε, ομόφωνα, το αίτημα του προσφεύγοντος για δίκαιη ικανοποίηση σε σχέση με την καταβολή αποζημίωσης και έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης αποτελούσε επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για οποιαδήποτε ηθική βλάβη.

Άρθρο 46 (δεσμευτική ισχύς και εφαρμογή)

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η διαδικασία ελέγχου είχε σοβαρές συνέπειες για τον προσφεύγοντα καθώς ο ίδιος απολύθηκε αμέσως και του επιβλήθηκε ισόβια απαγόρευση επιστροφής σε εισαγγελική ή δικαστική θέση.

Θεώρησε ότι η καταλληλότερη μορφή επανόρθωσης για την παραβίαση του δικαιώματος του προσφεύγοντος θα ήταν να ανοίξουν εκ νέου αυτές οι διαδικασίες και να επανεξεταστεί η υπόθεσή του σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Τέλος, απέρριψε το αίτημα του προσφεύγοντος να διατάξει την κυβέρνηση να τον διορίσει εκ νέου εισαγγελέα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες