Εμπρησμός σε επιχείρηση μέλους κοινότητας ΛΟΑΤ και λεκτικές επιθέσεις από ομοφοβικούς. Αποτυχία αρχών να προστατέψουν ομοφυλόφιλη γυναίκα. Εξευτελιστική μεταχείριση και απαγορευμένη διάκριση

ΑΠΟΦΑΣΗ

Oganezova κατά Αρμενίας της 17.05.2022 (αρ. προσφ. 71367/12 και 72961/12)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Προστασία σεξουαλικού προσανατολισμού από διακρίσεις. Ποινική αντιμετώπιση ομοφοβικών.

Η προσφεύγουσα υπήκοος Αρμενίας γνωστό μέλος της κοινότητας λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και τρανς (LGBT- ΛΟΑΤ) στην Αρμενία αναγκάστηκε να διαφύγει στην Σουηδία και να ζητήσει άσυλο λόγω φόβου δίωξης στην χώρα της γιατί δέχτηκε διαρκείς επιθέσεις από ομοφοβικούς. Αρχικά κατέστρεψαν με φωτιά την επιχείρηση της, κατάστημα μπαρ και προχώρησαν σε διαδικτυακές απειλές θανάτου και κακοποίησης. Οι εγχώριες αρχές έλαβαν μέτρα  μία εβδομάδα μετά τα γεγονότα και μετά από 5 ημέρες ήραν κάθε προστασία παρά τις διαρκείς εκδηλώσεις μίσους εναντίον της. Άσκησε προσφυγή για εξευτελιστική μεταχείριση και απαγορευμένη διάκριση. Επίσης ζήτησε από το ΕΔΔΑ να υποδείξει στο καθ’ ού κράτος την λήψη μέτρων για την καταπολέμηση των εγκλημάτων που διαπράττονται   ομοφοβικούς.

Το Στρασβούργο επανέλαβε ότι η μεταχείριση που βασίζεται σε προδιατεθειμένη μεροληψία εκ μέρους μιας ετεροφυλόφιλης πλειοψηφίας έναντι μιας ομοφυλικής μειονότητας μπορεί, κατ’ αρχήν, να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3. Επίσης τόνισε την θετική  υποχρέωση του συμβαλλόμενου κράτους να λαμβάνει  μέτρα για την προστασία των θυμάτων ή των πιθανών θυμάτων κακομεταχείρισης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το άρθρο 3 απαιτεί από τις αρχές να διεξάγουν αποτελεσματική έρευνα για την εικαζόμενη κακομεταχείριση, ακόμη και αν αυτή η μεταχείριση έχει προκληθεί από ιδιώτες.

Στην παρούσα υπόθεση το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα είχε γίνει στόχος μιας συνεχούς και επιθετικής ομοφοβικής εκστρατείας που  ήταν προμελετημένη, υποκινούμενη από ομοφοβική μεροληψία και αποσκοπούσε να αποτρέψει την προσφεύγουσα από το να ανοίξει ξανά το μπαρ.

Περαιτέρω διαπίστωσε ότι  η δυσφορία της προσφεύγουσας επιδεινώθηκε περαιτέρω από το γεγονός ότι η αστυνομία δεν είχε αντιδράσει σωστά και έγκαιρα. Τέλος η εμπρηστική  επίθεση αντιμετωπίστηκε από τις ερευνητικές αρχές και στη συνέχεια από τα δικαστήρια, ως κοινό έγκλημα εμπρησμού. Οι εγχώριες αρχές είχαν αγνοήσει την ουσιαστική πτυχή  του αδικήματος.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι  οι αρχές δεν είχαν εκπληρώσει τη θετική υποχρέωσή τους να διερευνήσουν με αποτελεσματικό τρόπο εάν η εμπρηστική επίθεση που είχε υποκινηθεί από τον σεξουαλικό προσανατολισμό της προσφεύγουσας αποτελούσε ποινικό αδίκημα που διαπράχθηκε από ομοφοβικό κίνητρο.  Κατά συνέπεια, οι αρχές απέτυχαν  να ανταποκριθούν επαρκώς στην ομοφοβική ρητορική μίσους της οποίας η προσφεύγουσα ήταν άμεσος στόχος λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 14, και επιδίκασε 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 3,

Άρθρο 8,

Άρθρο 14,

Άρθρο 46.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα, Armine Oganezova, είναι υπήκοος της Αρμενίας η οποία γεννήθηκε το 1980 και ζει στη Nacka (Σουηδία).

Η υπόθεση αφορούσε μια επιθετική ομοφοβική εκστρατεία εναντίον της προσφεύγουσας, γνωστό μέλος της κοινότητας λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων και τρανς (LGBT) στην Αρμενία, συμπεριλαμβανομένου μιας εμπρηστικής επίθεσης  τον Μάιο του 2012 στο μπαρ που ήταν συνιδιοκτήτρια και διευθύντρια στο Ερεβάν.

Τις εβδομάδες που ακολούθησαν την εμπρηστική επίθεση, η οποία επιδοκιμάστηκε δημόσια από κορυφαίες πολιτικές προσωπικότητες, ομάδες ανθρώπων συγκεντρώθηκαν έξω από το μπαρ για να εκφοβίσουν και να παρενοχλήσουν την προσφεύγουσα και βανδάλισαν το μαγαζί. Δέχτηκε επίσης απειλές θανάτου και κακοποίησης, συμπεριλαμβανομένου μιας διαδικτυακής ομιλίας μίσους, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει οριστικά την Αρμενία και να ζητήσει άσυλο στη Σουηδία.

Δύο αδέρφια, μέλη των «Black Ravens Armenia», η οποία συνδέεται με μια νεοναζιστική ομάδα, συνελήφθησαν λίγο μετά την εμπρηστική επίθεση και παραδέχτηκαν ότι είχαν βάλει φωτιά στο μπαρ επειδή ήταν «ένας χώρος συγκέντρωσης της κοινότητας ΛΟΑΤ, η οποία έφερε ντροπή στην Αρμενία». Κρίθηκαν ένοχοι τον Ιούλιο του 2013 για φθορά ξένης ιδιοκτησίας από πρόθεση και τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δύο ετών με αναστολή. Στη συνέχεια τους χορηγήθηκε αμνηστία.

Βασιζόμενη στα άρθρα 3 (απαγόρευση εξευτελιστικής μεταχείρισης), 8 (δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και κατοικίας) και 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) της ΕΣΔΑ, η κα Oganezova παραπονέθηκε  ότι οι αρχές απέτυχαν να την προστατεύσουν από την παρενόχληση, τις επιθέσεις και απειλές λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού και να διερευνήσουν  αποτελεσματικά της καταγγελίες τις.

Κατήγγειλε επίσης, σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις, την έλλειψη επαρκούς νομοθετικού πλαισίου για την καταπολέμηση εγκλημάτων μίσους που στρέφονται κατά της μειονότητας LGBT στην Αρμενία. Ζήτησε  επίσης, βάσει του άρθρου 46 (δεσμευτική ισχύς και εφαρμογή) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης,  το Δικαστήριο να διατάξει την κυβέρνηση της Αρμενίας να τροποποιήσει την ποινική νομοθεσία και να συμπεριλάβει την ομοφοβία ως επιβαρυντικό παράγοντα και την προστασία του σεξουαλικού προσανατολισμού.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Γενικές αρχές

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι η κακομεταχείριση πρέπει να έχει ένα ελάχιστο επίπεδο σοβαρότητας για να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3. Η εκτίμηση αυτού του ελάχιστου ορίου είναι σχετική: εξαρτάται από όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, όπως τη φύση και το πλαίσιο της θεραπείας, τη διάρκειά της, τις σωματικές και ψυχικές επιπτώσεις της και, σε ορισμένες περιπτώσεις, το φύλο, την ηλικία και την κατάσταση της υγείας του θύματος. Γενικά, η κακομεταχείριση που επιτυγχάνει το ελάχιστο επίπεδο σοβαρότητας για να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3 συνήθως συνεπάγεται πραγματική σωματική βλάβη ή έντονο σωματικό ή ψυχικό πόνο. Επιπλέον, η διακριτική μεταχείριση μπορεί κατ’ αρχήν να ισοδυναμεί με εξευτελιστική μεταχείριση κατά την έννοια του άρθρου 3, όταν φθάνει σε βαθμό σοβαρότητας που να αποτελεί προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Πιο συγκεκριμένα, η μεταχείριση που βασίζεται σε προδιατεθειμένη μεροληψία εκ μέρους μιας ετεροφυλόφιλης πλειοψηφίας έναντι μιας ομοφυλοφιλικής μειονότητας μπορεί, κατ’ αρχήν, να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3. Τα διακριτικά σχόλια και οι προσβολές πρέπει σε κάθε περίπτωση να θεωρούνται επιβαρυντικός παράγοντας όταν συντρέχουν με  μια δεδομένη περίπτωση κακομεταχείρισης υπό το πρίσμα του άρθρου 3. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα βίαια εγκλήματα μίσους. Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να θυμόμαστε ότι όχι μόνο πράξεις που βασίζονται αποκλειστικά στα χαρακτηριστικά του θύματος μπορούν να ταξινομηθούν ως εγκλήματα μίσους.  Για το Δικαστήριο, οι δράστες μπορεί να έχουν μικτά κίνητρα, επηρεαζόμενοι  εξίσου ή περισσότερο από περιστασιακούς παράγοντες παρά από την προκατειλημμένη στάση τους απέναντι στην ομάδα στην οποία ανήκει το θύμα.

Η υποχρέωση των Υψηλών Συμβαλλόμενων Μερών σύμφωνα με το άρθρο 1 της Σύμβασης να διασφαλίζουν σε όλους στη δικαιοδοσία τους τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που ορίζονται στη Σύμβαση, που λαμβάνονται μαζί με το άρθρο 3, απαιτεί από τα κράτη να λάβουν μέτρα που αποσκοπούν να εξασφαλίσουν ότι τα άτομα εντός της δικαιοδοσίας τους δεν υποβάλλονται σε κακομεταχείριση, συμπεριλαμβανομένης της κακομεταχείρισης που προκαλείται από ιδιώτες.

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι, όπως και με το άρθρο 2 της Σύμβασης, το άρθρο 3 μπορεί, σε ορισμένες περιπτώσεις, να απαιτεί από ένα κράτος να λάβει επιχειρησιακά μέτρα για την προστασία των θυμάτων ή των πιθανών θυμάτων κακομεταχείρισης. Αυτή η θετική υποχρέωση πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο ώστε να μην επιβάλλεται αδύνατο ή δυσανάλογο βάρος στις αρχές, λαμβάνοντας υπόψη το απρόβλεπτο της ανθρώπινης συμπεριφοράς και τις επιχειρησιακές επιλογές που πρέπει να γίνουν όσον αφορά τις προτεραιότητες και τους πόρους.

Επιπλέον, η απουσία οποιασδήποτε άμεσης ευθύνης του κράτους για πράξεις βίας τέτοιας σοβαρότητας που να εμπλέκουν το άρθρο 3 της Σύμβασης δεν απαλλάσσει το Κράτος από όλες τις υποχρεώσεις βάσει αυτής της διάταξης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, το άρθρο 3 απαιτεί από τις αρχές να διεξάγουν αποτελεσματική επίσημη έρευνα για την εικαζόμενη κακομεταχείριση, ακόμη και αν αυτή η μεταχείριση έχει προκληθεί από ιδιώτες. Οι αρχές πρέπει να έχουν λάβει τα εύλογα διαθέσιμα μέτρα για να εξασφαλίσουν τα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με το συμβάν, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, μαρτυριών αυτοπτών μαρτύρων, ιατροδικαστικών στοιχείων κλπ.

Τέλος, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η αντιμετώπιση της βίας και της βαρβαρότητας με πρόθεση που εισάγει διακρίσεις, ανεξάρτητα από το αν διαπράττονται από κρατικούς υπαλλήλους ή ιδιώτες, σε ίση βάση με υποθέσεις που δεν έχουν τέτοιους τόνους θα σήμαινε ότι κλείνει τα μάτια στην ειδική φύση του για πράξεις που είναι ιδιαίτερα επιζήμιες για τα θεμελιώδη δικαιώματα. Η αδυναμία να γίνει διάκριση στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται ουσιαστικά διαφορετικές καταστάσεις μπορεί να συνιστά αδικαιολόγητη μεταχείριση που δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 14 της Σύμβασης.

Εφαρμογή των αρχών στην παρούσα υπόθεση

Το άρθρο 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 14:

(α) Όριο σοβαρότητας

Το γεγονός ότι η προσφεύγουσα δεν είχε υποστεί πραγματική σωματική βλάβη στα χέρια των δραστών της εμπρηστικής επίθεσης ή οποιουδήποτε άλλου ατόμου που εμπλέκονταν  στα επόμενα γεγονότα δεν ήταν καθοριστικό. Είχε γίνει στόχος μιας συνεχούς και επιθετικής ομοφοβικής εκστρατείας που τελικά την οδήγησε να εγκαταλείψει οριστικά τη χώρα όπου είχε ζήσει όλη της τη ζωή και είχε τους οικογενειακούς και κοινωνικούς της δεσμούς. Κατά την αξιολόγηση των εν λόγω περιστατικών, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη την επισφαλή κατάσταση που βρισκόταν η κοινότητα LGBT στο εναγόμενο κράτος, όπως προέκυπτε από τις διάφορες αναφορές σχετικά με το συνολικό αίσθημα προς αυτήν την κοινότητα. Στο πλαίσιο αυτό, ήταν ιδιαίτερα εμφανής η διακριτική φύση των γεγονότων και το επίπεδο ευπάθειας της προσφεύγουσας. Ο στόχος των επιθέσεων ήταν προφανώς να τρομάξουν την προσφεύγουσα ώστε να σταματήσει τη δημόσια υποστήριξής της προς  την κοινότητα LGBT, συμπεριλαμβανομένου του κοινοτικού ακτιβισμού της, διευθύνοντας το μπαρ. Είχαν επίσης ως αποτέλεσμα η προσφεύγουσα να στερηθεί τα προς το ζην ως αποτέλεσμα της απώλειας της πηγής εισοδήματός της από την κατεστραμμένη επιχείρησή της. Ήταν σαφές ότι η συμπεριφορά των δραστών της εμπρηστικής επίθεσης καθώς και των προσώπων που εμπλέκονται στη μετέπειτα παρενόχληση της προσφεύγουσας ήταν προμελετημένη, υποκινούμενη από ομοφοβική μεροληψία και αποσκοπούσε να αποτρέψει την προσφεύγουσα από το να ανοίξει ξανά το μπαρ. Επιπλέον, κάποια στιγμή η προσφεύγουσα χρειάστηκε να αντιμετωπίσει σωματικά άγνωστους άνδρες που την είχαν απειλήσει ευθέως και την είχαν ταπεινώσει σοβαρά.

Η συναισθηματική δυσφορία της πρέπει να επιδεινώθηκε περαιτέρω από το γεγονός ότι η αστυνομία δεν είχε αντιδράσει σωστά και έγκαιρα. Είχαν θεσπίσει μέτρα προστασίας για αυτήν και τις στενότερες σχέσεις της μετά από μία εβδομάδα αφότου είχε ζητήσει προστασία για πρώτη φορά και τα μέτρα αυτά είχαν διακοπεί μόλις πέντε ημέρες αργότερα, χωρίς να υπάρχει καμία ένδειξη ότι η προσφεύγουσα και οι στενές  της σχέσεις δεν κινδύνευαν πλέον από κακομεταχείριση. Η κατάσταση στην οποία βρέθηκε η προσφεύγουσα ως αποτέλεσμα όλων των επιθέσεων κατά του ατόμου της με κίνητρο ομοφοβικό μίσος πρέπει αναγκαστικά να της είχε προκαλέσει συναισθήματα φόβου, αγωνίας και ανασφάλειας που δεν ήταν συμβατά με το σεβασμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς της και ως εκ τούτου, έφτασε στο κατώφλι της σοβαρότητας κατά την έννοια του άρθρου 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 14.

 

(β) Όσον αφορά την υποτιθέμενη αναποτελεσματική έρευνα για την εμπρηστική επίθεση

Αν και αστυνομία και διεξήγαγε μια άμεση και εύλογα ταχεία έρευνα για την εμπρηστική επίθεση, δεν είχε λάβει κανένα ανακριτικό μέτρο. Οι προσπάθειες των υπαλλήλων μιας κοντινής επιχείρησης και της προσφεύγουσας και των συνεργατών της είχαν οδηγήσει στον εντοπισμό και τη σύλληψη δύο από τους δράστες, με αποτέλεσμα οι αρχές να μην δυσκολεύονται να επιλύσουν την υπόθεση. Αν και το κίνητρο μίσους ήταν φανερό από την αρχή και παρά τις σαφείς και άμεσες αποδείξεις ότι ο εμπρησμός είχε ως κίνητρο τον σεξουαλικό προσανατολισμό της προσφεύγουσας και την προκατάληψη προς την κοινότητα LGBT γενικά, η εμπρηστική επίθεση αντιμετωπίστηκε από τις αρχές και στη συνέχεια από τα δικαστήρια, ως κοινό έγκλημα εμπρησμού, αγνοώντας ουσιαστικά τη φύση του αδικήματος που βασίζεται στο μίσος όσον αφορά τις νομικές συνέπειες. Αυτή η θεμελιώδης πτυχή του εγκλήματος είχε ουσιαστικά καταστεί αόρατη και χωρίς εγκληματική σημασία.

Η ύπαρξη των αποδεικτικών στοιχείων σε αυτή την υπόθεση επέβαλλαν  την αποτελεσματική εφαρμογή των εγχώριων ποινικών μηχανισμών ικανών να αποσαφηνίσουν το κίνητρο μίσους με ομοφοβικούς τόνους πίσω από το βίαιο περιστατικό και να εντοπίσουν και, εάν χρειάζεται, να τιμωρήσουν επαρκώς τους υπεύθυνους. Ωστόσο, δεν υπήρχαν τέτοιοι μηχανισμοί στο εθνικό ποινικό δίκαιο που να μην προέβλεπαν ότι οι διακρίσεις λόγω σεξουαλικού προσανατολισμού και ταυτότητας φύλου θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται ως κίνητρο μεροληψίας και επιβαρυντική περίσταση για τη διάπραξη ενός αδικήματος. Επιπλέον, το άρθρο 226 του Ποινικού Κώδικα, που ποινικοποιούσε την υποκίνηση μίσους, δεν αναφερόταν στον σεξουαλικό προσανατολισμό και την ταυτότητα φύλου. Η σχετική σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κατά του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας ως προς αυτό δεν είχε ακολουθηθεί.

Δεδομένου του ξεκάθαρου κινήτρου μίσους πίσω από την εμπρηστική επίθεση στο μπαρ και της επισφαλούς κατάστασης της LGBT κοινότητας στο εναγόμενο κράτος, ήταν απαραίτητο για τις αρμόδιες εγχώριες αρχές να αντιμετωπίσουν επαρκώς το θέμα των διακρίσεων που παρακινούν την εμπρηστική επίθεση στο μπαρ. Απουσία μιας αυστηρής προσέγγισης εκ μέρους των αρχών επιβολής του νόμου, τα εγκλήματα μίσους και μισαλλοδοξίας και εκείνα που προέρχονταν από προκαταλήψεις θα αντιμετωπίζονταν αναπόφευκτα επί ίσοις όροις με υποθέσεις που δεν είχαν τέτοιους τόνους και η προκύπτουσα αδιαφορία θα μπορούσε να ισοδυναμεί με επίσημη συναίνεση στα εγκλήματα μίσους. Επιπλέον, η αδυναμία να γίνει διάκριση στον τρόπο χειρισμού καταστάσεων που ήταν ουσιαστικά διαφορετικές μπορεί να συνιστά αδικαιολόγητη μεταχείριση η οποία δεν συμβαδίζει με  το άρθρο 14.

Έτσι, οι αρχές δεν είχαν εκπληρώσει τη θετική υποχρέωσή τους να διερευνήσουν με αποτελεσματικό τρόπο εάν η εμπρηστική επίθεση που είχε υποκινηθεί από τον σεξουαλικό προσανατολισμό της προσφεύγουσας αποτελούσε ποινικό αδίκημα που διαπράχθηκε από ομοφοβικό κίνητρο.

 (γ) Όσον αφορά την αντίδραση των αρχών και τη συνέχεια που δόθηκε στις καταγγελίες της προσφεύγουσας σχετικά με τις επιθέσεις μετά τον εμπρησμό και τη ρητορική μίσους

 (i) Επιθέσεις μετά τον εμπρησμό

Δεν έγινε αξιόπιστη έρευνα, ενώ τα μέτρα προστασίας είχαν τεθεί σε εφαρμογή καθυστερημένα και είχαν διακοπεί μετά από 5 ημέρες για λόγους που παρέμεναν ασαφείς. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η αστυνομία είχε αποφασίσει να λάβει τέτοια μέτρα επειδή είχε εκτιμήσει ότι υπήρχε «πραγματικός κίνδυνος που απειλούσε τη ζωή, την υγεία και την περιουσία της προσφεύγουσας», η απόφαση άρσης τους είχε απαιτήσει προσεκτική επανεκτίμηση της επιμονής των ιδίων κινδύνων.   Επιπλέον, δεν υπήρχε ένδειξη οποιασδήποτε συνέχειας στις καταγγελίες της προσφεύγουσας και κανένα από τα βίαια περιστατικά δεν είχε αναφερθεί στο κατηγορητήριο ούτε στις επακόλουθες δικαστικές αποφάσεις. Σε κάθε περίπτωση, οι αρχές επιβολής του νόμου δεν θα είχαν καμία νομική δυνατότητα να αντιμετωπίσουν σωστά τα περιστατικά υποβάλλοντας, ειδικότερα, τα ομοφοβικά τους κίνητρα σε κατάλληλη αξιολόγηση βάσει του εσωτερικού δικαίου, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Σύμβασης. Έτσι, οι αρχές απέτυχαν να παράσχουν επαρκή προστασία στην προσφεύγουσα από τις επιθέσεις εξαιτίας προκαταλήψεις από ιδιώτες μετά την εμπρηστική επίθεση και να διεξαγάγουν κατάλληλη έρευνα για τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας για κακοποίηση με κίνητρο την ομοφοβία.

 (ii) Ρητορική μίσους

Δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι είχε υπάρξει ουσιαστική συνέχεια στις καταγγελίες της προσφεύγουσας παρά τα στοιχεία που είχε υποβάλει στην αστυνομία. Όπως και στην περίπτωση των Beizaras και Levickas κατά Λιθουανίας, τα σχόλια μίσους στην παρούσα υπόθεση περιείχαν ακάλυπτες εκκλήσεις για βία κατά της προσφεύγουσας, οι οποίες απαιτούσαν προστασία από το ποινικό δίκαιο. Ωστόσο, δεν υπήρχε τέτοια δυνατότητα βάσει του εσωτερικού ποινικού δικαίου. Επιπλέον, λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές πράξεις βίας, οι οποίες είχαν προηγηθεί της διαδικτυακής λεκτικής κακοποίησης, οι αρχές θα έπρεπε να είχαν λάβει πιο σοβαρά υπόψη τα σχόλια μίσους που δημοσιεύτηκαν στις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αντίθετα, οι ίδιοι βουλευτές και υψηλόβαθμοι πολιτικοί είχαν κάνει μισαλλόδοξες δηλώσεις υποστηρίζοντας δημόσια τις ενέργειες των δραστών της εμπρηστικής επίθεσης. Αν και έκτοτε είχε εξελιχθεί το εθνικό δίκαιο που απαγορεύει τη ρητορική μίσους, ο σεξουαλικός προσανατολισμός και η ταυτότητα φύλου εξακολουθούσαν να μην περιλαμβάνονται στα χαρακτηριστικά των θυμάτων του αδικήματος της ρητορικής μίσους παρά τις συστάσεις των σχετικών διεθνών φορέων. Κατά συνέπεια, οι αρχές απέτυχαν επίσης να ανταποκριθούν επαρκώς στην ομοφοβική ρητορική μίσους της οποίας η προσφεύγουσα ήταν άμεσος στόχος λόγω του σεξουαλικού της προσανατολισμού.

Καταγγελία δυνάμει του άρθρου 46 της ΕΣΔΑ .

Το Δικαστήριο επανέλαβε ότι οι αποφάσεις του έχουν ουσιαστικά δηλωτικό χαρακτήρα και, γενικά, εναπόκειται πρωτίστως στο ενδιαφερόμενο κράτος να επιλέξει τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει στην εσωτερική έννομη τάξη του προκειμένου να εκπληρώσει τη νομική του υποχρέωση δυνάμει του άρθρου 46 της Σύμβασης, και ότι τέτοια μέσα είναι συμβατά με τα συμπεράσματα που εκτίθενται στην απόφαση του Δικαστηρίου (βλ. μεταξύ άλλων αρχών, Akdivar and Others κατά Τουρκίας (άρθρο 50), 1 Απριλίου 1998, § 47, Reports of Judgments and Decisions 1998 II· Scozzari and Giunta κατά Ιταλίας [GC],).  Αυτή η διακριτική ευχέρεια ως προς τον τρόπο εκτέλεσης μιας απόφασης αντανακλά την ελευθερία επιλογής που συνδέεται με την πρωταρχική υποχρέωση των Συμβαλλόμενων Κρατών βάσει της Σύμβασης να διασφαλίζουν τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που διασφαλίζονται (άρθρο 1) (βλ. τηρουμένων των αναλογιών, Παπαμιχαλόπουλος και άλλοι κατά. Ελλάδα (άρθρο 50), 31 Οκτωβρίου 1995 § 34).

Έχοντας υπόψη τις καθιερωμένες αρχές που αναφέρθηκαν παραπάνω και τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης, το Δικαστήριο έκρινε  σκόπιμο να αφήσει στην Κυβέρνηση να επιλέξει τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει στην εσωτερική έννομη τάξη προκειμένου να εκπληρώσει τη νομική της υποχρέωση δυνάμει Άρθρο 46 της Σύμβασης.

Επίσης το ΕΔΔΑ έκρινε ότι αναγνωρίζοντας παραβίαση του άρθρου 3 σε συνδυασμό με το άρθρο 14, δεν υπάρχει λόγος να εξετάσει  τις καταγγελίες δυνάμει του άρθρου 8 για παραβίαση της οικογενειακής ζωής.

Άρθρο 41: Το ΕΔΔΑ επιδίκασε  ποσό 12.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες