Έλλειψη δικαιοδοσίας εκδίκασης αγωγής κατά της Αγίας Έδρας για σεξουαλική κακοποίηση παιδιών από καθολικούς ιερείς. Μη παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης

ΑΠΟΦΑΣΗ

J.C. κ.α. κατά Βελγίου της 12.10.2021 (αρ. προσφ. 11625/17)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ασυλία της Αγίας Έδρας από τη δικαιοδοσία των εγχωρίων δικαστηρίων. Ασκήθηκε αγωγή αδικοπραξίας από τους 24 προσφεύγοντες κατά της Αγίας Έδρας και εναντίον ορισμένων ηγετών της Καθολικής Εκκλησίας του Βελγίου και Καθολικών ενώσεων. Στην αγωγή  αναφέρετο ότι προκλήθηκε ζημία από τον πλημμελή τρόπο με τον οποίο το κράτος είχε αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της σεξουαλικής κακοποίησης στην Εκκλησία. Καθώς τα βελγικά δικαστήρια αποφάσισαν ότι  δεν είχαν δικαιοδοσία ως προς ζητήματα κατά της Αγίας Έδρας, οι προσφεύγοντες υποστήριξαν ότι είχαν στερηθεί  την πρόσβαση σε δικαστήριο σύμφωνα με  το άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι οι αποφάσεις των βελγικών δικαστηρίων  με τις οποίες έκριναν έλλειψη δικαιοδοσίας για την αγωγή  αδικοπραξίας κατά της Αγίας Έδρας δεν είχαν αποκλίνει από τις  γενικά αναγνωρισμένες αρχές του διεθνούς δικαίου σε θέματα ασυλίας του κράτους και επομένως ο περιορισμός ως προς το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί δυσανάλογος προς τους επιδιωκόμενους νόμιμους στόχους.

Το Στρασβούργο δεν διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ).

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 6

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες είναι 24 Βέλγοι, Γάλλοι και Ολλανδοί υπήκοοι. Ισχυρίσθηκαν ότι υπήρξαν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης από καθολικούς ιερείς όταν ήταν παιδιά.

Τον Ιούλιο του 2011, οι προσφεύγοντες κατέθεσαν αγωγή στο Πρωτοδικείο της Γάνδης, καταγγέλλοντας το δομικά ανεπαρκή τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία είχε αντιμετωπίσει το γνωστό πρόβλημα της σεξουαλικής κακοποίησης εντός των κόλπων της.  Η αγωγή ασκήθηκε εναντίον της Αγίας Έδρας καθώς και του αρχιεπισκόπου της Καθολικής  Εκκλησίας στο Βέλγιο και των δύο προκατόχων του, αρκετών επισκόπων και δύο θρησκευτικών ενώσεων.

Η αγωγή τους στηρίχθηκε στα άρθρα 1382 και 1384 του Αστικού Κώδικα. Οι προσφεύγοντες ζήτησαν πρωτίστως οι εναγόμενοι να θεωρηθούν από κοινού και εις ολόκληρον υπεύθυνοι για τη ζημία που ισχυρίστηκαν ότι είχαν υποστεί, ως αποτέλεσμα της φερόμενης σεξουαλικής κακοποίησης από καθολικούς ιερείς ή μέλη θρησκευτικών ενώσεων.

Ισχυρίστηκαν επίσης ότι οι εναγόμενοι θα πρέπει να υποχρεωθούν εις ολόκληρον να καταβάλλουν χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη 10.000 ευρώ σε καθένα από αυτούς λόγω της πολιτικής «σιωπής» της Καθολικής Εκκλησίας στο θέμα της σεξουαλικής κακοποίησης.

Τον Οκτώβριο του 2013 το Πρωτοδικείο της Γάνδης αρνήθηκε τη δικαιοδοσία του σχετικά με την υπόθεση της Αγίας Έδρας.

Τον Φεβρουάριο του 2016 το Εφετείο της Γάνδης επικύρωσε αυτήν την απόφαση. Διαπίστωσε, ειδικότερα, ότι δεν έχει δικαιοδοτική βάση για να αποφανθεί σχετικά με την αγωγή των προσφευγόντων εξαιτίας της ασυλίας που απολάμβανε η Αγία Έδρα  σε νομικές διαδικασίες. Όπως αναφέρθηκε, είχε ήδη καθιερωθεί η αναγνώριση από το Βέλγιο της Αγίας Έδρας ως ξένου κυρίαρχου νομικού προσώπου με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με εκείνα ενός κράτους. Αυτή η αναγνώριση προέκυπτε από μια σειρά κοινών αποδεκτών στοιχείων του εθιμικού διεθνούς δικαίου,  μεταξύ των οποίων ήταν η σύναψη συνθηκών και η διπλωματική εκπροσώπηση. Η Αγία Έδρα ως εκ τούτου, απολάμβανε διπλωματική ασυλία και όλα τα κρατικά προνόμια σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο, συμπεριλαμβανομένης της δικαιοδοτικής ασυλίας. Το Εφετείο σημείωσε επίσης ότι η διαφορά δεν εμπίπτει σε καμία από τις εξαιρέσεις από την αρχή της κρατικής ασυλίας από τη δικαιοδοσία.

Τον Αύγουστο του 2016 δικηγόρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου γνωμοδότησε αρνητικά σχετικά με τις πιθανότητες επιτυχίας ενδεχόμενης αίτησης αναίρεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο.

Στη συνέχεια, όλοι οι προσφεύγοντες, εκτός από τέσσερις που δεν υπέβαλαν αίτηση, μπόρεσαν να λάβουν αποζημίωση μέσω του κέντρου διαιτησίας για αξιώσεις σεξουαλικής κακοποίησης που συστάθηκε εντός της Καθολικής Εκκλησίας.

Στηριζόμενοι στο άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο), οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν ότι η εφαρμογή της αρχής της κρατικής ασυλίας της Αγίας Έδρας τους είχε εμποδίσει να εγείρουν τις αστικές τους αξιώσεις εναντίον της.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 § 1 (δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο)

Η παρούσα υπόθεση ήταν η πρώτη που ασχολήθηκε με το ζήτημα της ασυλίας της Αγίας Έδρας. Το Δικαστήριο σημείωσε ότι το Εφετείο είχε διαπιστώσει ότι η Αγία Έδρα αναγνωρίστηκε διεθνώς ως έχουσα τα κοινά χαρακτηριστικά ενός ξένου κυρίαρχου νομικού προσώπου, με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις ενός κράτους. Το Εφετείο είχε σημειώσει συγκεκριμένα ότι η Αγία Έδρα ήταν συμβαλλόμενο μέρος διεθνών συνθηκών, ότι είχε υπογράψει συμφωνίες με άλλες κυρίαρχες οντότητες και ότι είχε διπλωματικές σχέσεις με περίπου 185 κράτη παγκοσμίως. Όσον αφορά το Βέλγιο, πιο συγκεκριμένα, οι διπλωματικές σχέσεις με την Αγία Έδρα χρονολογούνται από το 1832 και αναγνωρίζεται ως Κράτος.

Το Δικαστήριο δεν βρήκε τίποτα παράλογο ή αυθαίρετο στη λεπτομερή αιτιολογία που οδήγησε το Εφετείο να καταλήξει σε αυτό το συμπέρασμα. Επισήμανε ότι είχε ήδη χαρακτηριστεί συμφωνίες μεταξύ της Αγίας Έδρας και άλλων κρατών ως διεθνείς συνθήκες/συμφωνίες. Επομένως θα μπορούσε να αναγνωριστεί στην Αγία Έδρα ότι έχει χαρακτηριστικά συγκρίσιμα με εκείνα ενός κράτους. Το Εφετείο δικαιολογημένα είχε συμπεράνει από αυτά τα χαρακτηριστικά ότι ήταν μία κυρίαρχη δύναμη με τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με ένα κράτος.

Το Δικαστήριο επισήμανε ότι είχε επίσης αποδεχθεί ότι η χορήγηση ασυλίας του Κράτους σε αστικές υποθέσεις και διαδικασίες επιδιώκουν τον νόμιμο σκοπό της τήρησης του διεθνούς δικαίου για λόγους καλής γειτονίας μεταξύ κρατών, διασφαλίζοντας τον σεβασμό της κυριαρχίας ενός άλλου κράτους.

Όσον αφορά την αναλογικότητα του περιορισμού που διατηρούν οι προσφεύγοντες στο δικαίωμα πρόσβασής τους σε δικαστήριο, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσέγγιση του Εφετείου αντιστοιχούσε στη διεθνή πρακτική σε τέτοια θέματα. Δεν είχε εντοπίσει τίποτα αυθαίρετο ή παράλογο στην ερμηνεία του Εφετείου των εφαρμοστέων νομικών αρχών, ή με τον τρόπο που αυτές εφαρμόστηκαν στα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, λαμβάνοντας υπόψη τη βάση της ενέργειας των προσφευγόντων.

Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι το ερώτημα αν η υπόθεση θα μπορούσε να εμπίπτει σε μία από τις εξαιρέσεις εφαρμογής της δικαιοδοτικής ασυλίας των κρατών, είχε επίσης συζητηθεί ενώπιον του Εφετείου. Η εξαίρεση που επικαλούνται οι προσφεύγοντες εφαρμόζεται σε διαδικασίες που αφορούν «αγωγή για αποζημίωση σε περίπτωση θανάτου ή σωματικής βλάβης ατόμου ή σε περίπτωση ζημίας ή απώλειας υλικής περιουσίας». Το Εφετείο είχε απορρίψει αυτήν την εξαίρεση με την αιτιολογία, μεταξύ άλλων, ότι το παράπτωμα για το οποίο κατηγορήθηκαν οι Βέλγοι επίσκοποι δεν μπορούσε να αποδοθεί στην Αγία Έδρα, καθώς ο Πάπας δεν ήταν ο ανώτερος ηγέτης σε σχέση με τους επισκόπους,  ότι το αδίκημα που αποδίδεται απευθείας στην Αγία Έδρα δεν είχε διαπραχθεί σε βελγικό έδαφος αλλά στη Ρώμη, και ότι ούτε ο Πάπας ούτε η Αγία Έδρα δεν ήταν παρόντες στο βελγικό έδαφος όταν είχε διαπραχθεί το παράπτωμα που αποδίδεται στους ηγέτες της Εκκλησίας στο Βέλγιο. Το  Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να αντικαθιστήσει τη δική του εκτίμηση με αυτήν των εθνικών δικαστηρίων, καθώς η εκτίμησή τους μέχρι εκείνο το σημείο δεν ήταν αυθαίρετη ή προδήλως παράλογη.

Το ΕΔΔΑ επισήμανε επίσης ότι η διαδικασία που κίνησαν οι προσφεύγοντες στο Πρωτοδικείο της Γάνδης δεν στρεφόταν μόνο εναντίον της Αγίας Έδρας, αλλά και εναντίον αξιωματούχων της Καθολικής Εκκλησίας  στο Βέλγιο, τους οποίους είχαν ταυτοποιήσει οι προσφεύγοντες. Ωστόσο, οι ισχυρισμοί των προσφευγόντων σχετικά με τους τελευταίους ήταν ανεπιτυχής λόγω της μη συμμόρφωσής τους με τους προβλεπόμενους διαδικαστικούς κανόνες και τους ουσιαστικούς κανόνες που αφορούν την αστική ευθύνη αυτών των εναγομένων. Ο λόγος, για τον οποίο η αγωγή τους ήταν εντελώς ανεπιτυχής, ήταν, επομένως, το αποτέλεσμα διαδικαστικών επιλογών τους, οποίες δεν κατάφεραν να επιλύσουν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, για να μπορέσουν να προσδιορίσουν και εξατομικεύσουν τα γεγονότα που υπέβαλλαν προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους.

Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η απόρριψη της διαδικασίας από τα βελγικά δικαστήρια κατά την άρνηση δικαιοδοσίας να εκδικάσει την υπόθεση αδικοπραξίας που άσκησαν οι προσφεύγοντες κατά της Αγίας Έδρας δεν είχε αποκλίνει από τις γενικά αναγνωρισμένες αρχές του διεθνούς δικαίου σε θέματα ασυλίας του κράτους και ως εκ τούτου ο περιορισμός του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως δυσανάλογος προς τους επιδιωκόμενους νόμιμους σκοπούς. Συνεπώς, δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Ξεχωριστή γνώμη

Ο δικαστής Pavli εξέφρασε μειοψηφούσα γνώμη, η οποία επισυνάπτεται στην απόφαση.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες