Εγκλεισμός σε ψυχιατρείο γυναίκας με ψυχιατρική διαταραχή μετά από τρεις πραγματογνωμοσύνες. Μη παραβίαση της προσωπικής ελευθερίας

ΑΠΟΦΑΣΗ

P.W. κατά Αυστρίας της 21.06.2022 (αρ. προσφ. 10425/19)

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ 

Δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία. Καμία στέρηση της προσωπικής ελευθερίας δεν είναι νόμιμη εκτός αν εμπίπτει στις περιπτώσεις που προβλέπονται στην Σύμβαση.

Η προσφεύγουσα πάσχει από σχιζοφρενική διαταραχή γεγονός που δεν γνώριζε. Κατηγορήθηκε για αντίσταση κατά τη διάρκεια της σύλληψης της από αστυνομικό, τον οποίο κτύπησε. Ο αστυνομικός  είχε κληθεί γιατί η προσφεύγουσα αρνήθηκε να πληρώσει το κόμιστρο για το ταξί. Το ποινικό δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη του,  τρεις έγκυρες ψυχιατρικές πραγματογνωμοσύνες διέταξε τον εγκλεισμό της σε ψυχιατρική κλινική για την παρακολούθηση της. Άσκησε προσφυγή για παραβίαση του δικαιώματος στην προσωπική ελευθερία, παραβίαση της δίκαιης δίκης γιατί δεν εξετάστηκε και από τέταρτο πραγματογνώμονα και απαγορευμένη διάκριση.

Το Δικαστήριο επανέλαβε την πάγια θέση του ότι καμία  στέρηση της προσωπικής ελευθερίας ενός ατόμου που θεωρείται ότι έχει ψυχιατρικά προβλήματα δεν μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με το άρθρο 5 § 1 (ε) της ΕΣΔΑ, εάν έχει διαταχθεί χωρίς να ζητηθεί η γνώμη ιατρού πραγματογνώμονα. Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση υπολείπεται της απαιτούμενης προστασίας κατά της αυθαιρεσίας, που είναι εγγενής στο άρθρο 5 της Σύμβασης.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η ψυχική διαταραχή της προσφεύγουσας είχε διαπιστωθεί ενώπιον αρμόδιας αρχής βάσει αντικειμενικών ιατρικών πραγματογνωμοσυνών και ήταν ενός είδους ή βαθμού που δικαιολογούσε τον υποχρεωτικό περιορισμό και δεν είχε σχέση με την φύση ή την βαρύτητα του αδικήματος που διέπραξε.  Ως εκ τούτου, η στέρηση της ελευθερίας της προσφεύγουσας είχε αποδειχθεί απαραίτητη υπό τις περιστάσεις της υπόθεσής της και δεν παραβιάστηκε το άρθρο 5 § 1 (ε).

Ακολούθως έκρινε ότι δεν παραβιάστηκε η δίκαιη δίκη γιατί η προσφεύγουσα είχε κάθε ευκαιρία να αμφισβητήσει τις πραγματογνωμοσύνες ενώπιον του δικαστηρίου.

Τέλος έκρινε ότι δεν υπήρχε διακριτική μεταχείριση γιατί το συγκεκριμένο αδίκημα που τέλεσε,  αντίσταση κατά της αρχής, δεν μπορούσε να τελεστεί σε ιδιώτη και απέρριψε ως προδήλως αβάσιμη την προσφυγή της και για το άρθρο 14.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 5 § 1 (ε),

Άρθρο 6,

Άρθρο 14.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Η προσφεύγουσα, P.W., είναι υπήκοος της Αυστρίας η οποία γεννήθηκε το 1964 και ζει στο Linz. Η υπόθεση αφορούσε τον  εγκλεισμό της σε ίδρυμα ψυχικά ασθενών παραβατών ως προληπτικό μέτρο.  Κατηγορήθηκε για αντίσταση κατά τη διάρκεια της σύλληψης αφού χτύπησε έναν αστυνομικό που είχε κληθεί όταν η προσφεύγουσα αρνήθηκε να πληρώσει το κόμιστρο για το ταξί.

Τον Αύγουστο του 2017, το Περιφερειακό Δικαστήριο του Λιντς διέταξε τον εγκλεισμό της προσφεύγουσας, η οποία πάσχει από σχιζοφρενική διαταραχή, σε ίδρυμα ψυχικά ασθενών παραβατών ως προληπτικό μέτρο μετά από ποινική δίωξη σχετικά με κατηγορίες για απόπειρα αντίστασης κατά τη διάρκεια της σύλληψης από την αστυνομία τον Μάιο του 2016. Εναντίον της είχαν επίσης ασκηθεί δύο αστικές αγωγές μεταξύ των ετών  2016-2017. Η προσφυγή της σχετικά με τη συνταγματικότητα του σχετικού εσωτερικού δικαίου απορρίφθηκε. Η απόφαση του εγκλεισμού  παραπέμφθηκε στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο και τον Αύγουστο του 2018 το Εφετείο επιβεβαίωσε την παράταση  του εγκλεισμού της. Τον Οκτώβριο του 2020 το Περιφερειακό Δικαστήριο του Λιντς διέταξε την υπό όρους άρση του εγκλεισμού.

Στηριζόμενη στο άρθρο 5 (δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια), στο άρθρο 6 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) και στο άρθρο 14 (απαγόρευση των διακρίσεων) σε συνδυασμό με το άρθρο 5 της ΕΣΔΑ, η κα P.W. κατήγγειλε ότι ο εγκλεισμός της σε ίδρυμα ψυχικά ασθενών παραβατών δεν ήταν αναλογικός ή απαραίτητος, δεν είχε την δυνατότητα να συμβουλευτεί έναν επιπρόσθετο ιατρό εμπειρογνώμονα και ότι  δεν θα είχε κρατηθεί αν χαστούκιζε κάποιον που δεν ήταν κρατικός υπάλληλος.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο επανέλαβε  ότι για να καθοριστεί εάν κάποιος έχει «στερηθεί την ελευθερία του» κατά την έννοια του άρθρου 5, το σημείο εκκίνησης πρέπει να είναι η συγκεκριμένη κατάστασή του και να λαμβάνεται υπόψη μια ολόκληρη σειρά κριτηρίων όπως ο τύπος, διάρκεια, αποτελέσματα και τρόπος εφαρμογής του εν λόγω μέτρου. Καμία στέρηση της ελευθερίας δεν είνια νόμιμη εκτός εάν εμπίπτει σε έναν από τους επιτρεπτούς λόγους που καθορίζονται στα εδάφια (α) έως (στ) του άρθρου 5 § 1 της ΕΣΔΑ (βλ. Khlaifia and Others κατά Ιταλίας [GC], αρ. προσφ. 16483/12 , § 88, 15 Δεκεμβρίου 2016).

Όσον αφορά τη στέρηση της προσωπικής ελευθερίας προσώπων που πάσχουν από ψυχικές διαταραχές, ένα άτομο δεν μπορεί να στερηθεί την ελευθερία του ως «μη έχων σώας τα φρένας» εκτός εάν πληρούνται οι ακόλουθες τρεις ελάχιστες προϋποθέσεις: πρώτον, πρέπει να αποδεικνύεται αξιόπιστα ότι έχει πνευματική ανωριμότητα, δηλαδή, μια πραγματική ψυχική διαταραχή πρέπει να διαπιστωθεί από αρμόδια αρχή βάσει αντικειμενικής ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, δεύτερον, η ψυχική διαταραχή πρέπει να είναι τέτοιου είδους ή βαθμού που να δικαιολογεί τον υποχρεωτικό περιορισμό,  τρίτον, η εγκυρότητα του συνεχούς περιορισμού εξαρτάται από την κατάσταση  μιας τέτοιας διαταραχής. Καμία στέρηση της ελευθερίας ενός ατόμου που θεωρείται ότι δεν έχει  πνευματική ωριμότητα  δεν μπορεί να θεωρηθεί σύμφωνη με το άρθρο 5 § 1 (ε) της Σύμβασης, εάν έχει διαταχθεί χωρίς να ζητηθεί η γνώμη ιατρού πραγματογνώμονα.  Οποιαδήποτε άλλη προσέγγιση υπολείπεται της απαιτούμενης προστασίας κατά της αυθαιρεσίας, που είναι εγγενής στο άρθρο 5 της ΕΣΔΑ.

Το Δικαστήριο επανέλαβε  ότι, σε ορισμένες περιπτώσεις, η ευημερία ενός ατόμου με ψυχικές διαταραχές μπορεί να είναι ένας επιπλέον παράγοντας που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, εκτός από τα ιατρικά αποδεικτικά στοιχεία, κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον είναι απαραίτητο να τοποθετηθεί το άτομο σε ίδρυμα. Ωστόσο, η αντικειμενική ανάγκη για στέγαση και κοινωνική βοήθεια δεν πρέπει να οδηγεί αυτόματα στην επιβολή μέτρων που συνεπάγονται στέρηση της ελευθερίας. Το Δικαστήριο θεώρησε  ότι κάθε προστατευτικό μέτρο πρέπει να αντικατοπτρίζει όσο το δυνατόν περισσότερο τις επιθυμίες προσώπων ικανών να εκφράσουν τη βούλησή τους. Η μη αναζήτηση της γνώμης τους θα μπορούσε να οδηγήσει σε καταστάσεις κατάχρησης και να παρεμποδίσει την άσκηση των δικαιωμάτων ευάλωτων ατόμων. Επομένως, κάθε μέτρο που λαμβάνεται χωρίς προηγούμενη συζήτηση με τον ενδιαφερόμενο θα απαιτεί, κατά κανόνα, προσεκτικό έλεγχο.

Επιπλέον, εναπόκειται πρωτίστως στα εθνικά δικαστήρια να αξιολογήσουν την επιστημονική ποιότητα των διαφορετικών ψυχιατρικών γνωμοδοτήσεων και, ως προς αυτό, έχουν ένα ορισμένο περιθώριο εκτίμησης. Όταν τα εθνικά δικαστήρια έχουν εξετάσει όλες τις πτυχές διαφορετικών εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης σχετικά με την αναγκαιότητα της ψυχιατρικής παρακολούθησης ενός ατόμου σε ίδρυμα, το Δικαστήριο δεν θα παρέμβει εκτός εάν τα ευρήματά τους είναι αυθαίρετα ή αντιεπιστημονικά.

Τέλος, το άρθρο 5 § 1 (ε) της Σύμβασης δεν διευκρινίζει τις πιθανές πράξεις, που τιμωρούνται βάσει του ποινικού δικαίου, για τις οποίες ένα άτομο μπορεί να κρατηθεί ως «έχων πνευματική διαταραχή», ούτε αυτή η διάταξη προσδιορίζει τη διάπραξη αδικήματος ως προϋπόθεση για την κράτηση. Επιτρέπει τον υποχρεωτικό περιορισμό ως μέτρο ασφαλείας, σκοπός του οποίου είναι προληπτικός και όχι σωφρονιστικός.

Εφαρμογή αυτών των κανόνων στην παρούσα υπόθεση.

Άρθρο 5 § 1 (ε)

Η προσφεύγουσα είχε υποστηρίξει κυρίως ότι ο εγκλεισμός της ήταν δυσανάλογος σε σχέση με το ήσσονος σημασίας αδίκημα και ότι υπήρχαν διαφορετικά πορίσματα από τους πραγματογνώμονες  και ως εκ τούτου είχε ζητηθεί μια άλλη, αποφασιστική, πραγματογνωμοσύνη. Τρεις ψυχίατροι εμπειρογνώμονες, οι οποίοι ήταν όλοι ειδικευμένοι ιατροί στην ψυχιατρική και τη νευρολογία, είχαν εκφράσει τη γνώμη τους σχετικά με την προσφεύγουσα: δύο κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας και ένας στις αστικές υποθέσεις. Οι απόψεις τους ήταν επομένως αρκετά πρόσφατες υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης. Η προσφεύγουσα είχε διαγνωστεί και από τους τρεις εμπειρογνώμονες, δύο από τους οποίους είχαν τη δυνατότητα να την εξετάσουν δια ζώσης, με έναν τύπο σχιζοφρενικής διαταραχής. Αυτό ήταν αναμφίβολα αρκετά σοβαρό για να θεωρηθεί ως μια «αληθινή» ψυχική διαταραχή η οποία καθιστούσε απαραίτητη τη θεραπεία σε ένα ίδρυμα. Έτσι, είχε αποδειχτεί αξιόπιστα ότι δεν είχε σώας τας φρένας. Επιπλέον, η ψυχική διαταραχή της προσφεύγουσας είχε διαπιστωθεί ενώπιον αρμόδιας αρχής βάσει αντικειμενικής ιατρικής πραγματογνωμοσύνης και ήταν ενός είδους ή βαθμού που δικαιολογούσε τον υποχρεωτικό περιορισμό. Ως εκ τούτου, η στέρηση της ελευθερίας της προσφεύγουσας είχε αποδειχθεί απαραίτητη υπό τις περιστάσεις της υπόθεσής της. Σε αυτό το πλαίσιο, το Δικαστήριο τόνισε τη σημασία που έδωσε το Περιφερειακό Δικαστήριο στη λεπτομερή και μακροσκελή γνώμη ενός από τους εμπειρογνώμονες, ο οποίος είχε διεξαγάγει κατ’ ιδίαν  εξέταση της προσφεύγουσας, και την εκτίμησή του για τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε για τους άλλους. Κατά τη διάρκεια της δίκης ο πραγματογνώμονας είχε συζητήσει τις άλλες πραγματογνωμοσύνες και είχε εξηγήσει τις διαφορές μεταξύ τους. Επιπλέον, όταν αποφάσισαν σχετικά με τον εγκλεισμό της προσφεύγουσας σε αντίθεση με την εξωνοσοκομειακή περίθαλψη, τα εθνικά δικαστήρια είχαν λάβει υπόψη ότι η προσφεύγουσα δεν είχε επίγνωση του γεγονότος ότι έπασχε από διαταραχή, ότι έδειχνε αρνητική στάση απέναντι στη θεραπεία και ότι μερικές φορές είχε αρνηθεί να πάρει φάρμακα στο παρελθόν.

Επιπλέον, το Εφετείο πριν παρατείνει τη συνέχιση του εγκλεισμού της ένα χρόνο αργότερα, είχε επαληθεύσει αξιόπιστα την εμμονή της ψυχικής της διαταραχής βάσει αντικειμενικών ιατρικών στοιχείων. Ειδικότερα, λόγω της παρέλευσης του χρόνου, είχε ζητήσει συμπληρωματική γνώμη από τον πραγματογνώμονα, στην έκθεση του οποίου βασίστηκε το Περιφερειακό Δικαστήριο και ο οποίος στη συνέχεια προέβη σε νέα εξέταση. Περίπου δύο χρόνια αργότερα, το ίδιο περιφερειακό δικαστήριο διέταξε την υπό όρους άρση του εγκλεισμού.

Ενώ το Δικαστήριο είχε επίγνωση του γεγονότος ότι η προσφεύγουσα είχε κατηγορηθεί για απόπειρα αντίστασης κατά της κρατικής εξουσίας, την οποία η προσφεύγουσα θεώρησε αδίκημα ήσσονος σημασίας και συνεπώς μη ανάλογο με την κύρωση του περιορισμού ως προληπτικό μέτρο που της είχε επιβληθεί, είχε ήδη κρίνει  ότι το εάν ένα αδίκημα ήταν ήσσονος σημασίας δεν ήταν καθοριστικό κατά την εξέταση της συμμόρφωσης της στέρησης της ελευθερίας ενός ατόμου με το άρθρο 5 § 1 (ε). Πράγματι, οι αρχές δεν όφειλαν να λάβουν υπόψη τη φύση των πράξεων που διέπραξε το ενδιαφερόμενο άτομο που προκάλεσαν τον υποχρεωτικό περιορισμό του. Ωστόσο, το Δικαστήριο σημείωσε την τρέχουσα συζήτηση σχετικά με τη συνολική μεταρρύθμιση του συστήματος προληπτικών μέτρων στην Αυστρία, ιδίως τον στόχο του να επιτευχθεί συμμόρφωση με τη νομολογία του Δικαστηρίου, να ενισχυθεί η αρχή της αναλογικότητας στο σύστημα προληπτικής κράτησης και να βελτιώσει σημαντικά την ποιότητα των προγνώσεων κινδύνου.

Άρθρο 6

Το Δικαστήριο σημείωσε  ότι η καταγγελία της προσφεύγουσας  στο πλαίσιο αυτό αφορούσε την άρνηση των εθνικών δικαστηρίων να διατάξουν άλλη μια έκθεση πραγματογνωμοσύνης ως περαιτέρω αποδεικτικό στοιχείο. Ωστόσο, το παραδεκτό των αποδεικτικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένου του ζητήματος της παραγγελίας περαιτέρω αποδεικτικών στοιχείων, εμπίπτει κατά κύριο λόγο στα εθνικά δικαστήρια. Επιπλέον, το Δικαστήριο παρατήρησε  ότι η προσφεύγουσα είχε πολλές ευκαιρίες να αμφισβητήσει τις εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης που υποβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και να αντιταχθεί στη χρήση τους, και ότι πράγματι είχε κάνει χρήση αυτής της ευκαιρίας. Κανένα επιχείρημα δεν προβλήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου που να το έθετε σε αμφιβολία για την ποιότητα των εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης που προσκόμισαν οι διάφοροι πραγματογνώμονες με τους οποίους ζητήθηκε η γνώμη κατά τη διάρκεια της διαδικασίας. Δεν χρειάζονταν  το Δικαστήριο να καθορίσει εάν το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ έχει εφαρμογή στην παρούσα υπόθεση υπό την αστική ή ποινική του πτυχή (για μια σύνοψη της νομολογίας του Δικαστηρίου σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 6 στο πλαίσιο του εγκλεισμού σε ψυχιατρικό νοσοκομείο ψυχασθενών παραβατών βλ. Hodžić, προαναφερθείσα, §§ 40, 47), καθώς σε κάθε περίπτωση τα πορίσματα των εθνικών δικαστηρίων δεν αποκαλύπτουν καμία εμφάνιση αυθαιρεσίας ή πρόδηλης παράβασης  (σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τον Hodžić, που προαναφέρθηκε , §§ 69,75). Κατά συνέπεια, αυτή η καταγγελία πρέπει να απορριφθεί ως προδήλως αβάσιμη σύμφωνα με το άρθρο 35 §§ 3 (α) και 4 της Σύμβασης.

Συμπέρασμα: καμία παραβίαση (ομόφωνα)

Άρθρο 14

Από τον ορισμό του Ποινικού Κώδικα του αδικήματος αντίστασης στην κρατική εξουσία ήταν προφανές ότι, ενώ η χρήση «βίας» ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για τη διαπίστωση αυτού του αδικήματος, σκοπός της διάταξης δεν είναι να καταδικάσει  το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είχε χτυπήσει αστυνομικό αλλά μάλλον για να καταδικάσει (στην προκειμένη περίπτωση) την απόπειρα να εμποδίσει τον αστυνομικό να εκτελέσει μια επίσημη πράξη όταν ο τελευταίος την συνέλαβε, σε αντίθεση με την ειδική προστασία που ο Αυστριακός νομοθέτης είχε σκοπό να παράσχει στην επιβολή και την άσκηση της κρατικής εξουσίας. Η ίδια διάταξη δεν μπορούσε να εφαρμοστεί όταν η ίδια ενέργεια γινόταν έναντι ιδιώτη, καθόσον ο τελευταίος δεν είχε το δικαίωμα να εκτελέσει επίσημη πράξη κατά την άσκηση κρατικής εξουσίας. Επομένως, η προσφεύγουσα δεν βρισκόταν σε παρόμοια κατάσταση με κάποιον που είχε χειροδικήσει πάνω σε  ιδιώτη.

Συμπέρασμα: προδήλως αβάσιμη προσφυγή όσον αφορά το άρθρο 14 (επιμέλεια echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες