Δυσανάλογα υψηλή αποζημίωση σε βάρος εφημερίδας και αρχισυντάκτη για αρθρογραφία που κατηγορούσε ατεκμηρίωτα την κυβέρνηση για διαφθορά. Παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Azadliq και Zayidov κατά Αζερμπαϊτζάν της 30.06.2022 (αρ. προσφ. 20755/08)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Οι προσφεύγοντες, μια εφημερίδα και ο αρχισυντάκτης της, δημοσίευσαν δύο άρθρα σχετικά με  πρώην σύμβουλο του Προέδρου (T.A.) και συγγενείς του, κατηγορώντας τους για διαφθορά. Ο Τ.Α. άσκησε αγωγή αποζημίωσης για συκοφαντική δυσφήμιση κατά των δύο προσφευγόντων, οι οποίοι καταδικάστηκαν να του καταβάλλουν περίπου 36.000 ευρώ και 22.500 ευρώ αντίστοιχα για ηθική βλάβη.

Κατά την εξέταση της παρέμβασης του κράτους στο δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης του προσφεύγοντος, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι τα άρθρα δεν έκαναν καμία αναφορά σε καμία πηγή των πραγματικών πληροφοριών στα οποία βασίστηκαν. Δεν είχε αποδειχθεί, ούτε υποστηριχθεί ότι είχε διεξαχθεί οποιαδήποτε ανεξάρτητη έρευνα ή ότι είχαν γίνει προσπάθειες να ελεγχθούν τυχόν επίσημα αρχεία, ενώ μάλιστα ένας συγκεκριμένος ισχυρισμός είχε βασιστεί σε φήμες. Επομένως, δεν μπορούσε να λεχθεί ότι οι προσφεύγοντες είχαν συμμορφωθεί με τα σχετικά πρότυπα της δέουσας επιμέλειας και ότι είχαν ενεργήσει καλή τη πίστει προκειμένου να παράσχουν «αξιόπιστες και ακριβείς» πληροφορίες.

Ωστόσο, δεν είχε δοθεί καμία αιτιολογία από τα εθνικά δικαστήρια που να δικαιολογεί την αναλογικότητα των μέτρων που ελήφθησαν σε βάρος των προσφευγόντων. Εκτός από τη απόφαση περί ανάκλησης και συγγνώμης, τα εθνικά δικαστήρια είχαν διατάξει την προσφεύγουσα εφημερίδα και τον αρχισυντάκτη της να καταβάλλουν ως αποζημίωση ποσά δυσανάλογα υψηλά δεδομένης της κακής οικονομικής κατάστασης της εφημερίδας και του εισοδήματος του προσφεύγοντος. Το Δικαστήριο έκρινε ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν παράσχει λόγους που να δικαιολογούν την αυστηρότητα των κυρώσεων που επιβλήθηκαν στους προσφεύγοντες, οι οποίες δεν φαινόταν να έχουν εύλογη σχέση αναλογικότητας προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό.

Συνεπώς, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι υπήρξε παραβίαση της ελευθερίας τη έκφρασης  (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ). Έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης αποτελούσε από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για οποιαδήποτε ηθική βλάβη υπέστησαν οι προσφεύγοντες αλλά τους επιδίκασε 1.500 ευρώ για έξοδα.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 10

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες είναι μια εφημερίδα που εκδίδεται στο Αζερμπαϊτζάν, Azadlıq, και ο τότε αρχισυντάκτης της, υπήκοος Αζερμπαϊτζάν, Ganimat Salim oglu Zayidov, ο οποίος γεννήθηκε το 1963 και σήμερα ζει στο Στρασβούργο. Η προσφεύγουσα εφημερίδα ήταν πλατφόρμα μέσων ενημέρωσης του Κόμματος του Λαϊκού Μετώπου, το οποίο, την εποχή των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης, ήταν στην αντιπολίτευση. Η εφημερίδα άσκησε δριμεία κριτική στην κυβέρνηση.

Σε αδιευκρίνιστη ημερομηνία, ο Τ.Α. κατέθεσε αγωγή αποζημίωσης για συκοφαντική δυσφήμιση κατά και των δύο προσφευγόντων στο Περιφερειακό Δικαστήριο Sabail, υποστηρίζοντας ότι τα άρθρα που είχαν δημοσιεύσει περιείχαν ψευδή πραγματικά στοιχεία που τον κατηγορούσαν για ποινικά αδικήματα υπεξαίρεσης, κατάχρησης εξουσίας και διαφθοράς, γεγονός που έβλαπτε την τιμή, αξιοπρέπεια και επαγγελματική του φήμη. Υποστήριξε ότι είχε εργαστεί για την κυβέρνηση για χρόνια και ότι δεν είχε ποτέ ασχοληθεί με καμία επιχειρηματική ή εμπορική δραστηριότητα. Επιπλέον, τα εν λόγω άρθρα πρόσβαλλαν την αξιοπρέπεια και την τιμή του παππού του, ο οποίος είχε φύγει από τη ζωή αρκετές δεκαετίες πριν και του οποίου το επίθετο αναγραφόταν λανθασμένα στα άρθρα (τα σωστά αρχικά του ήταν B.H. και όχι B.A.), καθώς και διάφορων συγγενών του. Ζήτησε να υποχρεωθούν οι κατηγορούμενοι να δημοσιεύσουν ανάκληση των όσων ανέφεραν στα άρθρα και να καταβάλουν αποζημίωση για ηθική βλάβη συνολικού ποσού περίπου 162.000 ευρώ που θα καταβληθεί και από τους δύο κατηγορούμενους και θα μοιραστεί μεταξύ αυτού και ενός φιλανθρωπικού ιδρύματος.

Τα εθνικά δικαστήρια καταδίκασαν τους προσφεύγοντες  να του καταβάλλουν περίπου 36.000 ευρώ και 22.500 ευρώ αντίστοιχα για ηθική βλάβη.

Επικαλούμενοι το άρθρο 10 (ελευθερία της έκφρασης) της ΕΣΔΑ, οι προσφεύγοντες κατήγγειλαν  ότι υπήρξε αδικαιολόγητη και δυσανάλογη παρέμβαση στο δικαίωμά τους στην ελευθερία της έκφρασης, δεδομένου ότι τα εθνικά δικαστήρια διαπίστωσαν ότι τα άρθρα ήταν δυσφημιστικά σε σχέση με  το δημόσιο λειτουργό και τους διέταξε να δημοσιεύσουν ανάκληση και να καταβάλουν αποζημίωση στον ενάγοντα για τη βλάβη που προκλήθηκε στη φήμη του.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 10

Οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων κατά των προσφευγόντων και οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν είχαν αποτελέσει παρέμβαση του κράτους στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασής τους. Είχε προβλεφθεί από το νόμο και επιδίωκε τον θεμιτό σκοπό της προστασίας της φήμης ή των δικαιωμάτων άλλων, στην προκειμένη περίπτωση του Τ.Α. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έπρεπε να καθορίσει εάν η παρέμβαση ήταν «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία»

Τα επίμαχα άρθρα αφορούσαν ένα θέμα δημοσίου ενδιαφέροντος, δηλαδή το γενικό ζήτημα των υποτιθέμενων πρακτικών διαφθοράς μεταξύ κυβερνητικών αξιωματούχων και προσώπων που συνδέονται με αυτούς. Ωστόσο, το δημοσίευμα, έχοντας κατονομάσει συγκεκριμένα τον Τ.Α., τον είχε κατηγορήσει ευθέως για διαφθορά. Είχε επανειλημμένα αναφερθεί και υπονοηθεί και στα δύο άρθρα ότι ο Τ.Α., μέσω πρακτικών διαφθοράς, είτε είχε βοηθήσει τους συγγενείς του να αποκτήσουν διάφορα περιουσιακά στοιχεία ή ότι συμμετείχε σε αμφισβητούμενες επιχειρηματικές δραστηριότητες ή είχε αποκτήσει τέτοια περιουσιακά στοιχεία για τον εαυτό του καταχωρώντας τα επίσημα στο όνομα άλλων προσώπων ή ότι είχε ασκήσει αμφίβολες επιχειρηματικές δραστηριότητες ο ίδιος, και πάλι επίσημα μέσω άλλων προσώπων. Τα άρθρα ανέφεραν πολλά ακίνητα και περιουσιακά στοιχεία που περιγράφονταν πολύ συγκεκριμένα.

Οι δηλώσεις που διαπιστώθηκε ότι ήταν συκοφαντικές ήταν σε μεγάλο βαθμό πραγματικές δηλώσεις. Ακόμη και αν ορισμένες από τις εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν στο άρθρο μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως «αξιακές κρίσεις», εάν αξιολογούνταν από μόνες τους και εκτός πλαισίου, στο συγκεκριμένο πλαίσιο των εν λόγω άρθρων, αυτές οι φράσεις ήταν απλώς σχήματα λόγου που αποτελούσαν μέρος των πραγματικών ισχυρισμών (για παράδειγμα, αναφορά στον Τ.Α. και στους συγγενείς του ως «μπλε φάλαινες» για να περιγραφεί το μέγεθος της υποτιθέμενης διαφθοράς).Τα ανωτέρω ισοδυναμούσαν με ισχυρισμό ότι ο Τ.Α. είχε διαπράξει σοβαρά ποινικά αδικήματα, συμπεριλαμβανομένης της υπεξαίρεσης και της διαφθοράς. Ως εκ τούτου, οι προσφεύγοντες  όφειλαν βάσει της Σύμβασης να παράσχουν επαρκή και τεκμηριωμένη βάση για έναν τέτοιο ισχυρισμό.

Ωστόσο, τα άρθρα δεν έκαναν καμία αναφορά σε καμία πηγή των πραγματικών πληροφοριών στα οποία βασίστηκαν. Κατά τη διάρκεια της εγχώριας δικαστικής διαδικασίας, οι προσφεύγοντες δεν μπόρεσαν να παρουσιάσουν στοιχεία που να υποστηρίζουν τους πραγματικούς ισχυρισμούς τους ή να αποδεικνύουν ότι είχαν αξιόπιστες πηγές οι οποίες είχαν αποτελέσει τη βάση. Δεν είχε αποδειχθεί ούτε υποστηριχθεί ότι είχε διεξαχθεί οποιαδήποτε ανεξάρτητη έρευνα ή ότι είχαν γίνει προσπάθειες να ελεγχθούν τυχόν επίσημα αρχεία. Ενώ, όσον αφορά έναν συγκεκριμένο ισχυρισμό σχετικά με μια υποτιθέμενη κοινή επιχείρηση, οι προσφεύγοντες είχαν σημειώσει ότι είχαν βασιστεί σε «φήμες», την αξιοπιστία των οποίων δεν είχαν καν προσπαθήσει να επαληθεύσουν. Ούτε το κείμενο του πρώτου άρθρου περιείχε καμία εγγύηση ότι οι πληροφορίες που δόθηκαν βασίστηκαν σε απλές φήμες, αντίθετα, το άρθρο το είχε χαρακτηρίσει κατηγορηματικά ως γεγονός.

Δεν είχε αποδειχθεί ότι είχε πραγματοποιηθεί έστω και ελάχιστος έλεγχος των πραγματικών περιστατικών σε σχέση με οποιαδήποτε πληροφορία που περιέχεται στα άρθρα. Επομένως, δεν μπορούσε να λεχθεί ότι οι προσφεύγοντες είχαν συμμορφωθεί με τα σχετικά πρότυπα δέουσας επιμέλειας και είχαν ενεργήσει με καλή πίστη προκειμένου να παράσχουν «αξιόπιστες και ακριβείς» πληροφορίες. Μια τέτοια συμπεριφορά των προσφευγόντων δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί συμβατή με τις αρχές της υπεύθυνης δημοσιογραφίας, ιδίως λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας των πραγματικών ισχυρισμών που διατυπώθηκαν στα άρθρα. Οι ισχυρισμοί αυτοί είχαν φτάσει στο επίπεδο σοβαρότητας που μπορούσε να θέσει σε εφαρμογή τα δικαιώματα του Τ.Α. βάσει του άρθρου 8 και είχαν βλάψει τη φήμη του. Επίσης, δεν αποδείχθηκε ότι υπήρχαν ειδικοί λόγοι στην παρούσα υπόθεση που απάλασσαν τους προσφεύγοντες από την υποχρέωσή τους να επαληθεύσουν αυτούς τους πραγματικούς λόγους.

Στη συνέχεια, το Δικαστήριο του Στρασβούργου στράφηκε στον τρόπο με τον οποίο τα εθνικά δικαστήρια, τα οποία είχαν κληθεί να επιτύχουν μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων του άρθρου 10 των προσφευγόντων και των δικαιωμάτων του άρθρου 8 του Τ.Α., είχαν αξιολογήσει το περιεχόμενο και τις συνέπειες της δημοσίευσης και την αλήθεια των πληροφοριών που παρέχονται. Το σκεπτικό ήταν αρκετά σύντομο και δεν είχε αναλύσει διάφορες δηλώσεις που καταγράφηκαν στα άρθρα χωριστά και με εκτενή λεπτομέρεια. Επιπλέον, το σχετικό εσωτερικό δίκαιο, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, δεν έκανε διάκριση μεταξύ δηλώσεων πραγματικών περιστατικών και αξιολογικών κρίσεων. Ωστόσο, στις ιδιαίτερες περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης, η αιτιολογία των δικαστηρίων, αν και σύντομη, ήταν «σχετική», καθώς τα δικαστήρια είχαν προσδιορίσει πειστικά τις επίμαχες δηλώσεις ως πραγματικούς ισχυρισμούς και είχαν διαπιστώσει ότι τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι είχαν ενεργήσει με τη δέουσα επιμέλεια με αυτούς τους ισχυρισμούς, οι οποίοι είχαν βλάψει τη φήμη του Τ.Α. Έτσι, τα δικαστήρια είχαν παράσχει ορισμένους λόγους που έδειχναν ότι υπήρχε επιτακτική κοινωνική ανάγκη να ληφθούν μέτρα για την προστασία της φήμης του Τ.Α.

Ωστόσο, κανένα σκεπτικό δεν είχε δοθεί από τα δικαστήρια που να δικαιολογεί την αναλογικότητα των μέτρων που ελήφθησαν σε βάρος των προσφευγόντων, παρά το γεγονός ότι το ζήτημα είχε επανειλημμένα τεθεί από αυτούς.

Εκτός από τη απόφαση περί ανάκλησης και συγγνώμης, τα εθνικά δικαστήρια είχαν διατάξει την προσφεύγουσα εφημερίδα να καταβάλει περίπου 36.000 ευρώ ως αποζημίωση. Ενώπιον των εγχώριων δικαστηρίων, η εφημερίδα είχε υποστηρίξει ότι το ποσό ήταν πολύ υψηλό, δεδομένης της χαμηλής κυκλοφορίας και των μικρών εσόδων της εφημερίδας και της δεινής οικονομικής της κατάστασης εκείνη τη χρονική στιγμή. Ο δεύτερος προσφεύγων είχε επίσης διαταχθεί προσωπικά να καταβάλει περίπου 22.500 ευρώ ως αποζημίωση. Το ποσό αυτό ανερχόταν κατά τον κρίσιμο χρόνο σε πάνω από εννέα (9) φορές τον μέσο ετήσιο μισθό και περισσότερο από σαράντα (40) φορές τον κατώτατο ετήσιο μισθό στη χώρα. Υπό αυτές τις συνθήκες, παρά τις ασυνεπείς δηλώσεις του δεύτερου προσφεύγοντος σχετικά με το ατομικό του εισόδημα, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι το ποσό που είχε διαταχθεί να πληρώσει ως αποζημίωση ήταν δυσανάλογα υψηλό σε σχέση με το μέσο εισόδημα στη χώρα και με το ατομικό του εισόδημα. Οι προσφεύγοντες είχαν επιπλέον υποστηρίξει ότι το συνολικό ποσό που επιδικάστηκε στον Τ.Α. ήταν σε κάθε περίπτωση πολύ υψηλό σε σχέση με το επίσημο εισόδημα του Τ.Α. ως κρατικού λειτουργού και, ως εκ τούτου, δυσανάλογο σε σχέση με οποιαδήποτε πιθανή ζημία στη φήμη του.

Συνολικά, οι προσφεύγοντες είχαν προβάλει σχετικά επιχειρήματα που αποδείκνυαν εκ πρώτης όψεως ότι τα επιδικαζόμενα ποσά ήταν δυσανάλογα υψηλά υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης. Ως εκ τούτου, ήταν υψίστης σημασίας για τα εθνικά δικαστήρια να εξετάσουν εάν οι κυρώσεις αυτής της αυστηρότητας θα μπορούσαν να έχουν αποτρεπτικό αποτέλεσμα στην άσκηση της ελευθερίας της έκφρασης από τον Τύπο, ο οποίος καλούνταν να συμμετάσχει σε συζητήσεις για θέματα γενικού δημόσιου ενδιαφέροντος. Ωστόσο, οι αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων παρέμειναν σιωπηλές ως προς τα επιχειρήματα που προέβαλαν οι προσφεύγοντες.

Ως εκ τούτου, τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν παράσχει αιτιολογία που να δικαιολογεί την αυστηρότητα των κυρώσεων που επιβλήθηκαν στους προσφεύγοντες, οι οποίες δεν φαινόταν να έχουν εύλογη σχέση αναλογικότητας προς τον επιδιωκόμενο νόμιμο σκοπό. Κατά συνέπεια, απέτυχαν να παράσχουν «επαρκή» αιτιολογία για να δικαιολογήσουν την παρέμβαση στο δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης των προσφευγόντων, η οποία παρέμβαση, συνεπώς, δεν ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία».

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ.

Δίκαιη ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης αποτελούσε από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση για οποιαδήποτε ηθική βλάβη υπέστησαν οι προσφεύγοντες αλλά τους επιδίκασε 1.500 ευρώ για έξοδα (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες