Δώρον άδωρον η απονομή χάριτος μετά από 40 χρόνια
ΑΠΟΦΑΣΗ:
T.P. και A.T. κατά Ουγγαρίας της 04.10. 2016 (αριθμ. προσφ. 37871/14 και 73986/14)
βλ. εδώ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ:
Σαράντα χρόνια έπρεπε να περιμένουν δύο Ούγγροι υπήκοοι , καταδικασμένοι σε ισόβια κάθειρξη μέχρις ότου η Δικαιοσύνη της χώρα τους αποφασίσει αν θα τους δώσει ή όχι χάρη. Ανεξάρτητα από τη βαρύτητα των εγκληματικών πράξεων το ΕΔΔΑ έκρινε ότι το διάστημα των 40 ετών, που μεσολαβεί μέχρις ότου υπάρξει πιθανότητα απονομής χάριτος σε ισοβίτη είναι πολύ μεγάλο και παραβιάζει το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ που απαγορεύει την εξευτελιστική και απάνθρωπη μεταχείριση.
ΣΧΟΛΙΟ-ΧΡΗΣΙΜΟΤΗΤΑ:
Η αναμονή 40 ετών για απονομή χάριτος είναι πολύ μεγάλο διάστημα αναμονής και συνιστά απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση.
ΔΙΑΤΑΞΗ:
Άρθρο 3( Απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης) της ΕΣΔΑ
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ:
Οι προσφεύγοντες, ο κ. Τ.Ρ και ο κ. Α.Τ., είναι Ούγγροι υπήκοοι που εκτίουν ποινές ισόβιας κάθειρξης στην Sátoraljaújhely (Ουγγαρία).
Ο κ. Τ.Ρ. καταδικάστηκε το Νοέμβριο του 2006 για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως που διαπράχθηκε με ιδιαίτερη σκληρότητα και για χρήση πυροβόλων όπλων. Ο κ. Α.Τ. καταδικάστηκε τον Μάιο 2010 για διάπραξη διπλής ανθρωποκτονία εκ προθέσεως και για χρήση πυροβόλων όπλων. Και οι δύο προσφεύγοντες καταδικάστηκαν σε ισόβια κάθειρξη χωρίς δυνατότητα αποφυλάκισης. Οι αποφάσεις αυτές κατέστησαν αμετάκλητες.
Το ΕΔΔΑ υπενθύμισε ότι τον Μάιο του 2014 στην υπόθεση του László Magyar κατά Ουγγαρίας, είχε διαπιστώσει παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης, επειδή η προεδρική απονομή χάριτος – κατά τον εν λόγω χρόνο αποτελούσε την μοναδική δυνατότητα απελευθέρωσης κρατουμένων οι οποίοι είχαν καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη χωρίς αναστολή – δεν επέτρεπε όμως στους ισοβίτες να γνωρίζουν τι ακριβώς έπρεπε να κάνουν και υπό ποιες συνθήκες για να δικαιούνται χάρη. Ούτε ο νόμο εγγυούνταν την ορθή συνεκτίμηση των αλλαγών και την πρόοδο των ισοβιτών προς την κατεύθυνση αναμόρφωσης. Προκειμένου να συμμορφωθούν με τα ευρήματα στην περίπτωση αυτή, το κράτος θέσπισε νέα νομοθεσία, εισάγοντας μια αυτόματη αναθεώρηση των ισόβιων ποινών- μια υποχρεωτική διαδικασία χάριτος- μετά την συμπλήρωση 40 χρόνων φυλάκισης.
ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…
Το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα, ωστόσο, ότι η χρονική διάρκεια αναμονής 40 χρόνων έως ότου να υπάρχει η πιθανότητα να αποδοθεί χάρη σε έναν ισοβίτη, θεωρούνταν μεγάλο χρονικό διάστημα. Πράγματι, μια τέτοια περίοδος ήταν σημαντικά μεγαλύτερη από το μέγιστο συνιστώμενο χρονικό διάστημα – 25 χρόνια – για την επανεξέταση των ισόβιων ποινών, όπως κατοχυρώθηκε σε προηγούμενη απόφαση του Δικαστηρίου (βλ. υπόθεση Vinter κλπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου, αρ. προσφ. 66069/09, 130/10 και 3896/10), βασιζόμενο σε συναίνεση στο συγκριτικό και στο διεθνές δίκαιο. Μια τόσο παρατεταμένη χρονική περίοδος αναμονής περιόριζε σημαντικά κάθε αποδεκτό περιθώριο εκτίμησης που απολαμβάνουν τα κράτη- μέλη ώστε να αποφασίσουν για ζητήματα στον τομέα της ποινικής δικαιοσύνης.
Επιπλέον, το Δικαστήριο εξέφρασε ορισμένες ανησυχίες σχετικά με τις διαδικασίες που παρέχονται από τη νέα νομοθεσία. Πρώτον, ενώ η νέα νομοθεσία καθορίζει αντικειμενικά, προκαθορισμένα κριτήρια που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από το Διοικητικό Συμβούλιο Χάριτος όταν αποφασίζει κατά πόσον πρέπει ή όχι να προταθεί ισοβίτης για απονομή χάριτος, τα κριτήρια αυτά δεν ισχύουν για τον Πρόεδρο της Ουγγαρίας, ο οποίος έχει τον τελευταίο λόγο ως προς τη πιθανή χάρη σε κάθε μεμονωμένη περίπτωση. Με άλλα λόγια, η νέα νομοθεσία δεν υποχρέωνε τον Πρόεδρο να εκτιμήσει αν η συνέχιση της φυλάκισης ήταν δικαιολογημένη ή όχι. Δεύτερον, η νέα νομοθεσία απέτυχε να ορίσει ένα χρονικό πλαίσιο στο οποίο ο Πρόεδρος έπρεπε να αποφασίσει σχετικά με την απονομή της χάριτος, έστω και αν ήταν διαφορετική από την απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου Χάριτος.
Το Δικαστήριο δεν είχε, ως εκ τούτου πειστεί ότι οι ποινές ισόβιας κάθειρξης των προσφευγόντων θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι εμπεριέχουν μελλοντική απελευθέρωση ή μια μελλοντική δυνατότητα επανεξέτασης της ισόβιας ποινής τους. Ως εκ τούτου υπήρξε παραβίαση του άρθρου 3 της Σύμβασης, αναγνωρίζοντας ότι η διαπίστωση της παραβίασης αποτελούσε από μόνη της δίκαιη ικανοποίηση και ότι η Ουγγαρία όφειλε να καταβάλει 1500 ευρώ για τα δικαστικά έξοδα και τις δαπάνες.