Δημοσίευση στον τύπο προσωπικών δεδομένων κατηγορουμένης με εισαγγελική παραγγελία. Παραβίαση της ιδιωτικής ζωής

ΑΠΟΦΑΣΗ

Μάργαρη κατά Ελλάδας της 20.06.2023 (αρ. προσφ. 36705/16)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ιδιωτική ζωή και προστασία της. Φωτογραφίες και προσωπικά δεδομένα κατηγορουμένης σε ποινική διαδικασία τα οποία δημοσιεύθηκαν στον Τύπο κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας επί έξι μήνες μετά την απαγγελία κατηγοριών, χωρίς προηγούμενη γνώση και συγκατάθεσή της. Η αντικειμενική χρησιμότητα της δημοσιοποίησης του υλικού εξυπηρετούσε επαρκώς πιεστική κοινωνική ανάγκη υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης. Δεν υπήρχε διάκριση μεταξύ των κατηγοριών κατά της προσφεύγουσας και των συγκατηγορουμένων της στη δημοσιευμένη ανακοίνωση της αστυνομίας που εκτελούσε την εισαγγελική παραγγελία. Η επεξεργασία προσωπικών δεδομένων που σχετίζονται με ποινικές κατηγορίες απαιτούσε αυξημένη προστασία δεδομένου ότι ήταν ευαίσθητα.Τα ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα πρέπει να αντικατοπτρίζουν με ακρίβεια την κατάσταση και τις κατηγορίες κατά του κατηγορουμένου, ώστε να τηρείται το τεκμήριο αθωότητας.

Κατά το ΕΔΔΑ η παρέμβαση ήταν δυσανάλογη και δεν είχεεπαρκήαιτιολογία. Το Δικαστήριο του Στρασβούργου  διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8).

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 8,

Άρθρο 13

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Στις 16 Νοεμβρίου 2015 η προσφεύγουσα συνελήφθη στο πλαίσιο αστυνομικής έρευνας, μαζί με άλλα έξι άτομα. Ο Εισαγγελέας Πρωτοδικών Αθηνών κατηγόρησε την προσφεύγουσα για τα αδικήματα της συνέργειας σε απάτη, της πλαστογραφίας και της χρήσης πλαστών εγγράφων, καθώς και συμμετοχής σε συμμορία κατά το άρθρο 187 § 5 του τότε ισχύοντος Ποινικού Κώδικα. Η προσφεύγουσα αφέθηκε ελεύθερη, με τον περιοριστικό όρο της απαγόρευσης εξόδου από την χώρα.

Η προσφεύγουσα κατηγορήθηκε για ένταξη σε συμμορία που σχηματίστηκε από ορισμένους από τους συγκατηγορούμενους της με σκοπό τη διάπραξη απάτης αναφορικά με περιουσιακές συναλλαγές. Φέρεται ότι είχαν προσεγγίσει τους ιδιοκτήτες και τους υποψήφιους αγοραστές προσποιούμενοι τους κτηματομεσίτες και, χρησιμοποιώντας πλαστά έγγραφα, είχαν μεταβιβάσει ή υποσχεθεί να μεταβιβάσουν την κυριότητα των εν λόγω ακινήτων για να λάβουν προκαταβολή και να την κρατήσουν για τον εαυτό τους, και με αυτόν τον τρόπο είχαν λάβει ποσά άνω των 700.000 ευρώ.

Στις 25 Νοεμβρίου 2015 το Τμήμα Δημόσιας Ασφάλειας της Αστυνομίας Ανατολικής Αττικής ζήτησε από τον Εισαγγελέα την δημοσίευση των προσωπικών δεδομένων και φωτογραφιών των κατηγορουμένων σύμφωνα με το άρθρο 2 (β) και το άρθρο 3 § 2 του Ν. 2472/97 προκειμένου να προστατευθεί η κοινωνία από παρόμοιες ενέργειες, και να διερευνηθεί εάν υπήρχαν και άλλες υποθέσεις στις οποίες είχαν συμμετάσχει οι κατηγορούμενοι.

Κατόπιν τούτου ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Αθηνών εξέδωσε την υπ’ αριθ. Φ34/2015 διάταξη, η οποία επέτρεπε τη δημοσίευση των προσωπικών δεδομένων και φωτογραφιών επτά εκ των κατηγορουμένων, συμπεριλαμβανομένης της προσφεύγουσας, σε οποιοδήποτε μέσο ενημέρωσης και σε ιστότοπους για περίοδο έξι μηνών, από τις 2 Δεκεμβρίου 2015 έως τις 2 Ιουνίου 2016. Η διάταξη εγκρίθηκε από τον Εισαγγελέα Εφετών Αθηνών, ο οποίος έκρινε ότι πληρούνται όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις για μια τέτοια διάταξη.

Σύμφωνα με την προσφεύγουσα, η ανακοίνωση δημοσιεύτηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2015 στον ιστότοπο της Ελληνικής Αστυνομίας. Αναφερόταν σε «μέλη εγκληματικής οργάνωσης που διέπρατταν απάτη σε βάρος ιδιοκτητών ακινήτων στο Ψυχικό και τη Βούλα». Η προσφεύγουσα ήταν το τρίτο πρόσωπο που αναφέρεται στην ανακοίνωση, η οποία ανέφερε ότι τα άτομα που περιγράφονται είχαν κατηγορηθεί για αδικήματα απάτης που διαπράχθηκαν από κοινού, πλαστογραφία και χρήση πλαστών εγγράφων, έκδοση πλαστών πιστοποιητικών, πλαστογράφηση εγγράφων, εν γνώσει τους υποβολή ψευδούς μήνυσης και παράβαση του νόμου σε σχέση με το ξέπλυμα χρήματος.

Στις 26 Δεκεμβρίου 2015 η προσφεύγουσα ενημερώθηκε από ορισμένους φίλους για τη δημοσίευση των προσωπικών της δεδομένων που είχαν αναπαραχθεί σε διάφορα μέσα ενημέρωσης και ιστοσελίδες. Στη συνέχεια ζήτησε αντίγραφο της εισαγγελικής διάταξης, το οποίο έλαβε στις 11 Ιανουαρίου 2016. Στην διάταξη αναφερόταν και τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε κάθε κατηγορούμενος.

Με το πέρας της κύριας έρευνας οι κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν στο Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών. Με την με αριθ. 3126/2017 απόφαση που εκδόθηκε στις 22 Ιουνίου 2017, η προσφεύγουσα κρίθηκε ένοχη και καταδικάστηκε σε κάθειρξη έντεκα ετών και έξι μηνών. Η προσφεύγουσα και οι συγκατηγορούμενοί της άσκησαν έφεση κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών. Οι εφέσεις τους συζητήθηκαν στις 16 Σεπτεμβρίου 2022 και σε διάφορες μεταγενέστερες ημερομηνίες. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που παρείχε η Κυβέρνηση, η προσφεύγουσα δεν εμφανίστηκε ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, ούτε εκπροσωπήθηκε, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την απόρριψη της έφεσής της ως ανυποστήρικτης.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

ΑΡΘΡΟ 8

Το Δικαστήριο διαπίστωσε, και δεν αμφισβητήθηκε μεταξύ των διαδίκων, ότι υπήρξε παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας στον σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής. Έτσι αυτόπου έπρεπε να εξεταστεί ήταν εάν η παρέμβαση ήταν δικαιολογημένη βάσει του άρθρου 8 § 2 της ΕΣΔΑ. Μια τέτοια παρέμβαση οδηγεί σε παραβίαση του άρθρου 8, εκτός εάν μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι «σύμφωνη με το νόμο», επιδιώκειέναν ή περισσότερους από τους θεμιτούς στόχους που αναφέρονται στην παρ. 2 και είναι «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία».

Καταρχήν, δεν αμφισβητήθηκεαπό τους διαδίκους ότι η προαναφερθείσα παρέμβαση ήταν σύμφωνη με το νόμο. Ειδικότερα, το άρθρο 2 (β) του Ν. 2472/1997, όπως ίσχυε κατά τον επίδικο χρόνο, επέτρεψε στον Εισαγγελέα να διατάξει τη δημοσίευση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα σε σχέση με ορισμένα αδικήματα που ορίζονται στο άρθρο 3 § 2 του ίδιου νόμου, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Το άρθρο 2 στοιχ. β’ προέβλεπε παρέκκλιση από ορισμένες από τις προαναφερθείσες προϋποθέσεις για ορισμένα αδικήματα, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας και της συμμετοχής σε εγκληματική οργάνωση. Επομένως, το Δικαστήριο δέχθηκε ότι η παρέμβαση ήταν σύμφωνη με το νόμο.

Όσον αφορά το ερώτημα εάν η δημοσίευση επιδίωκε κάποιον από τους θεμιτούς σκοπούς που αναφέρονται στο άρθρο 8 § 2, το Δικαστήριο σημείωσε ότι οι προαναφερθείσες εθνικές διατάξεις διευκρινίζουν ότι μια τέτοια δημοσίευση εξυπηρετούσε τους σκοπούς της προστασίας της κοινωνίας, ιδιαίτερα των ανηλίκων και των ευάλωτων ή των μειονεκτούντων τμημάτων του πληθυσμού και διευκόλυνε το έργο της Πολιτείας να τιμωρεί τα προαναφερθέντα αδικήματα. Ο εισαγγελέας με την με αριθμ. Φ34/2015 διάταξη, αιτιολόγησε τη δημοσίευση της φωτογραφίας και των λοιπών προσωπικών δεδομένων με αναφορά στην ανάγκη προστασίας της κοινωνίας και βοήθειας στη συλλογή περαιτέρω πληροφοριών σε σχέση με αυτά ή άλλα αδικήματα. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δημοσίευση έγινε με σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων και των ελευθεριών τρίτων, και ως εκ τούτου επιδίωκε θεμιτούς σκοπούς σύμφωνα με το άρθρο 8 § 2 της ΕΣΔΑ.

Στη συνέχεια, έμενε να κριθεί εάν η δημοσίευση ήταν απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία για την επίτευξη των προαναφερθέντων στόχων. Εν προκειμένω, το Δικαστήριο επανέλαβε ότι μια παρέμβαση θεωρείται «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» για την επιδίωξη θεμιτού σκοπού, εάν ανταποκρίνεται σε μια «πιεστική κοινωνική ανάγκη» και, ειδικότερα, εάν είναι ανάλογη με τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό και εάν οι λόγοι που επικαλούνται οι εθνικές αρχές για να την δικαιολογήσουν είναι «σχετικοί και επαρκείς». Σε υποθέσεις που αφορούν την αποκάλυψη δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, το Δικαστήριο αναγνώρισε ότι θα πρέπει να επιτραπεί στις αρμόδιες εθνικές αρχές ένα περιθώριο εκτίμησης για την επίτευξη δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των συγκρουόμενων δημοσίων και ιδιωτικών συμφερόντων. Ωστόσο, αυτό το περιθώριο εκτίμησης συμβαδίζει με την ευρωπαϊκή εποπτεία (βλ. Funke κατά Γαλλίας της 25.02.1993, § 55) και το εύρος του εξαρτάται από παράγοντες όπως η φύση και η σοβαρότητα των διακυβευόμενων συμφερόντων και τη βαρύτητα της παρεμβολής.

Στην παρούσα υπόθεση η προσφεύγουσα κατηγορήθηκε για ορισμένα αδικήματα. Ο Εισαγγελέας έκανε χρήση της νόμιμης εξουσίας του να διατάξει τη δημοσίευση φωτογραφιών των κατηγορουμένων μαζί με τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκαν, διευκρινίζοντας τους λόγους δημοσίευσης και το χρονικό διάστημα έξι μηνών που ίσχυε η διαταγή. Στο πλαίσιο αυτό, το ΕΔΔΑαποδέχτηκε ότι η ποινική διαδικασία είχε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που έπρεπε να ληφθούν υπόψη. Ειδικότερα, επανέλαβε ότι η αναγκαιότητα προστασίας του απορρήτου ορισμένων μορφών προσωπικών δεδομένων μπορεί μερικές φορές να αντισταθμίζεται από το συμφέρον για τη διερεύνηση και δίωξη του εγκλήματος και από τον δημόσιο χαρακτήρα των δικαστικών διαδικασιών. Ωστόσο, το γεγονός ότι αποτελεί αντικείμενο ποινικής διαδικασίας δεν περιορίζει το εύρος της ευρύτερης προστασίας της ιδιωτικής ζωής που απολαμβάνει η προσφεύγουσα ως «συνηθισμένο πρόσωπο».

Εν προκειμένω, το Δικαστήριο σημείωσε ότι στην παρούσα υπόθεση ο Εισαγγελέας αναφέρθηκε στην ανάγκη συλλογής περισσότερων πληροφοριών για άλλα πιθανά αδικήματα που υπήρχε ενδεχόμενο να είχε διαπράξει η προσφεύγουσα και για την προστασία της κοινωνίας ως θεμιτών στόχων που απαιτούνταν για να δικαιολογηθεί η δημοσίευση. Επιπλέον, η εισαγγελική διάταξη περιείχε μόνο τις πληροφορίες που ήταν απολύτως απαραίτητες για την επίτευξη αυτών των στόχων, δηλαδή την φωτογραφία και τα αδικήματα για τα οποία κατηγορήθηκε η προσφεύγουσα χωρίς περαιτέρω δήλωση που θα μπορούσε να θεωρηθεί πιθανή παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας. Αυτή η κατάσταση διακρίνεται από εκείνη στην υπόθεση Khuzhinκ.α. κατά Ρωσίας της 23.10.2008 (αρ. προσφ. 13470/02), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι η δημοσίευση της φωτογραφίας του κατηγορουμένου δεν είχε καμία πληροφοριακή αξία, καθώς ο προσφεύγων βρισκόταν υπό κράτηση. Στην παρούσα υπόθεση, η προσφεύγουσα δεν ήταν κρατούμενη και κατά την άποψη του Δικαστηρίου, οι αρχές μπορούσαν νόμιμα να ζητήσουν δημόσια υποστήριξη για να διερευνήσουν εάν υπήρχαν άλλα αδικήματα στα οποία θα μπορούσαν να είχαν εμπλακεί η προσφεύγουσα και οι συγκατηγορούμενοί της.

Το Δικαστήριο έχει ήδη κρίνει ότι η αντικειμενική χρησιμότητα των φωτογραφιών που τραβήχτηκαν από τις αρχές μετά τη σύλληψη ενός ατόμου που είναι ύποπτο για διάπραξη αδικήματος μπορεί να καταστήσει τη διατήρησή τους «απαραίτητη σε μια δημοκρατική κοινωνία» για τους σκοπούς της καταπολέμησης του εγκλήματος (Suprunenko κατά Ρωσίας της 19.06.2018, αρ. προσφ. 8630/11, § 65). Οι ίδιες σκέψεις έχουν εφαρμογή και στο πλαίσιο της δημοσίευσης της φωτογραφίας της προσφεύγουσας μαζί με πληροφορίες σχετικά με τις κατηγορίες εναντίον της, δηλαδή ότι η αντικειμενική χρησιμότητα της δημοσίευσης του εν λόγω υλικού εξυπηρετούσε μια αρκετά επιτακτική κοινωνική ανάγκη στις επικρατούσες συνθήκες και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι έπαυσε μετά από περίοδο έξι μηνών.

Όσον αφορά την αξιολόγηση της αναλογικότητας αυτής της δημοσίευσης και κατά πόσον οι αρχές παρείχαν σχετική και επαρκή αιτιολογία για αυτήν, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι το ελληνικό δίκαιο προβλέπει ορισμένες εγγυήσεις όταν ο εισαγγελέας διατάσσει τη δημοσίευση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και φωτογραφιών στο πλαίσιο εκκρεμώνποινικώνδιαδικασιών, όπως προειδοποίηση του κατηγορουμένου και δικαίωμα έφεσης. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση σύστασης ή ένταξης σε εγκληματική οργάνωση δεν ίσχυαν οι προαναφερόμενες δικλείδες ασφαλείας. Ειδικότερα, η προσφεύγουσα δεν ενημερώθηκε επίσημα για τη δημοσίευση της φωτογραφίας και των προσωπικών της δεδομένων, είτε πριν από τη δημοσίευση είτε μετά, αλλά ενημερώθηκε τυχαία μέσω φίλων της. Το Δικαστήριο αμφισβήτησε αυτήν την πτυχή του εσωτερικού δικαίου. Συγκεκριμένα, είχε ήδη διαπιστώσει παραβίαση του άρθρου 8 σε περιπτώσεις στις οποίες οι φωτογραφίες των κατηγορουμένων είχαν δοθεί στον Τύπο χωρίς τη συγκατάθεσή τους, όταν δεν υπήρχε βάση για κάτι τέτοιο στο εσωτερικό δίκαιο (Sciacca κατά Ιταλίας της 11.01.2005, αρ, προσφ. 50774/99 § 30) ή όταν η παρέμβαση δεν ήταν δικαιολογημένη (βλ. Khuzhinκ.α. § 117). Αν και μια νομικά δεσμευτική υποχρέωση να ληφθεί η συγκατάθεση του κατηγορουμένου πριν από τη δημοσίευση της φωτογραφίας του και των κατηγοριών που αντιμετωπίζει θα μπορούσε να είναι αντίθετη προς τον σκοπό του νόμου, το Δικαστήριο ωστόσο θεώρησε ότι η προσφεύγουσα θα έπρεπε τουλάχιστον να είχε ειδοποιηθεί πριν από την δημοσίευση της φωτογραφίας της και των λεπτομερειών των εκκρεμών ποινικών διώξεων, καθώς το γεγονός ότι αποτελεί αντικείμενο ποινικής δίωξης δεν περιόριζε το εύρος της ευρύτερης προστασίας της ιδιωτικής της ζωής που απολάμβανε ως «συνηθισμένο άτομο» (βλ. Sciacca § 29).

Επιπλέον, η προσφεύγουσα δεν είχε δικαίωμα να ασκήσει έφεση κατά της εισαγγελικής διάταξης για δημοσίευση της φωτογραφίας και των προσωπικών της δεδομένων. Ο νόμος προέβλεπε ότι για συγκεκριμένες κατηγορίες αδικημάτων η διάταξη θα ίσχυε άμεσα και θα εγκρινόταν από τον Εισαγγελέα Εφετών, χωρίς όμως να προσδιορίζονται τα κριτήρια για την έγκριση αυτή. Μολονότι το άρθρο 8 δεν περιέχει ρητές διαδικαστικές απαιτήσεις, είναι σημαντικό για την αποτελεσματική απόλαυση των δικαιωμάτων που εγγυάται αυτή η διάταξη η σχετική διαδικασία λήψης αποφάσεων να είναι δίκαιη και να τηρεί τον δέοντα σεβασμό των συμφερόντων που διασφαλίζονται από αυτήν. Μια τέτοια διαδικασία μπορεί να απαιτεί την ύπαρξη αποτελεσματικού διαδικαστικού πλαισίου μέσω του οποίου ο αιτών μπορεί να διεκδικήσει τα δικαιώματά του σύμφωνα με το άρθρο 8 υπό δίκαιους όρους (Ciubotaru κατά Μολδαβίας της 27.04.2010, αρ. προσφ. 27138/04 § 51). Ωστόσο, υπό τις συνθήκες της παρούσας υπόθεσης, η προσφεύγουσα δεν διέθετε την ευκαιρία ούτε να εξεταστεί πριν από τη λήψη της απόφασης ούτε να υποβάλει αίτηση επανεξέτασης και να προβάλει τα επιχειρήματά της μετά τη λήψη της απόφασης.

Τέλος, το Δικαστήριο υπογράμμισε το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι είχε κατηγορηθεί μόνο για το πλημμέλημα της ένταξης σε συμμορία όπως προβλέπεται στο άρθρο 187 § 5 του ισχύοντος τότε  Ποινικού Κώδικα και όχι για τη σοβαρότερη μορφή αυτού του αδικήματος (ένταξη σε εγκληματική οργάνωση) όπως προβλεπόταν στο άρθρο 187 § 1 του προγενέστερου Ποινικού Κώδικα. Ενώ η εισαγγελική διάταξη περιέγραφε με αρκετή σαφήνεια τα ακριβή αδικήματα για τα οποία είχε κατηγορηθεί η προσφεύγουσα, η ανακοίνωση της αστυνομίας για την εκτέλεση της εισαγγελικής διάταξης δεν έκανε καμία διάκριση μεταξύ των κατηγορουμένων, αναφέροντας απλώς ότι είχαν κατηγορηθεί για τα αδικήματα «κατά περίπτωση». Η ανακοίνωση της αστυνομίας δημοσιεύτηκε αργότερα στα ΜΜΕ. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που σχετίζονται με ποινικές κατηγορίες απαιτεί ενισχυμένη προστασία λόγω της ιδιαίτερης ευαισθησίας των επίμαχων δεδομένων. Ως εκ τούτου, είναι εξαιρετικά σημαντικό όταν δημοσιεύονται ευαίσθητα προσωπικά  δεδομένα στο πλαίσιο εκκρεμών ποινικών διαδικασιών ή στο πλαίσιο της διερεύνησης ποινικών αδικημάτων, αυτά τα δεδομένα να αντικατοπτρίζουν επακριβώς την κατάσταση και τις κατηγορίες που εκκρεμούν σε βάρος ενός κατηγορούμενου ώστε να τηρείται το τεκμήριο της αθωότητας.

Οι προηγούμενες σκέψεις ήταν αρκετές για να μπορέσει το Δικαστήριο να συμπεράνει ότι η παρέμβαση στο δικαίωμα της προσφεύγουσας στον σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής που προκλήθηκε από την εισαγγελική διάταξη και την ανακοίνωση της αστυνομίας δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη στις συγκεκριμένες  περιστάσεις της υπόθεσης και, παρά το περιθώριο εκτίμησης του εθνικού δικαστηρίου σε τέτοια ζητήματα, ήταν δυσανάλογη με τους θεμιτούς επιδιωκόμενους στόχους. Συνεπώς, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του δικαιώματος σεβασμού της ιδιωτικής ζωής (άρθρο 8 της ΕΣΔΑ).

ΑΡΘΡΟ 13

Έχοντας υπόψη την ανωτέρω απόφαση για το άρθρο 8, το Δικαστήριο θεώρησε ότι, αν και η καταγγελία βάσει του άρθρου 13 της Σύμβασης συνδέεται στενά με την καταγγελία βάσει του άρθρου 8 και συνεπώς πρέπει να κηρυχθεί παραδεκτή, δεν ήταν απαραίτητο να την εξετάσει χωριστά.

Δίκαιη Ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η διαπίστωση παραβίασης συνιστά από μόνη της επαρκή δίκαιη ικανοποίηση της προσφεύγουσας.

Στην απόφαση αυτή υπήρξαν δύο μειοψηφίες (του δικαστή Σεργίδη και από κοινού των δικαστωνRoosma και Zünd).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες