Διαφορετική δικαστική μεταχείριση σε επιδίκαση επιδομάτων μεταξύ δικαστών και δικαστικών υπαλλήλων. Η διαφορετική και χωρίς αιτιολογία αντιμετώπιση παραβίασε την ΕΣΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ

Pinkas κ.α. κατά Βοσνίας-Ερζεγοβίνης της 04.10.2022 (αρ. προσφ.8701/21 )

βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Οι προσφεύγοντες, είναι μια ομάδα 51 δικαστικών υπαλλήλων. Άσκησαν από κοινού προσφυγή με δικαστές από το ίδιο δικαστήριο, ζητώντας καταβολή επιδομάτων σίτισης, αδείας και οικογενειακού επιδόματος από το 2009 όπως λάμβαναν οι υπόλοιποι δημόσιοι υπάλληλοι. Η προσφυγή διαχωρίστηκε και εξετάστηκε χωριστά των δικαστών από των δικαστικών υπαλλήλων. Το Συνταγματικό Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση για αντισυνταγματικότητα του νόμου της περικοπής των επιδομάτων, όμως η νομολογία αυτή δεν λήφθηκε υπόψη στην προσφυγή των δικαστικών υπαλλήλων. Η αξίωση των προσφευγόντων έγινε δεκτή μόνο για την περίοδο μετά τον Ιανουάριο του 2013, ενώ η προσφυγή των δικαστών έγινε δεκτή και χορηγήθηκαν σε αυτούς τα επιδόματα από το 2009 και εντεύθεν. Άσκησαν προσφυγή για παραβίαση της δίκαιης δίκης και απαγορευμένη διάκριση.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι παρόλο που το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν διευκρίνισε γιατί αποφάσισε να αντιμετωπίσει την υποβολή από τους προσφεύγοντες της απόφασης που εκδόθηκε στην περίπτωση των δικαστών ως νέα καταγγελία, και όχι ως νομολογία σχετικά με την υπόθεση , οι προσφεύγοντες δεν κατήγγειλαν ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ο τρόπος με τον οποίο το Συνταγματικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε τους διαδικαστικούς του κανόνες στην περίπτωσή τους ήταν από μόνος του αυθαίρετος. Συνεπώς, το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της Σύμβασης.

Όσον αφορά τη διάκριση, το Δικαστήριο δέχτηκε ότι οι δικαστικοί υπάλληλοι και οι δικαστές βρίσκονταν σε παρόμοια κατάσταση, επειδή το ίδιο νομικό καθεστώς ίσχυε και για τις δύο κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων όσον αφορά τα αιτούμενα επιδόματα. Έχοντας λάβει τα επιδόματα για διαφορετικές περιόδους, οι δύο κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων είχαν διαφορετική μεταχείριση. Η συλλογιστική των εθνικών δικαστηρίων δεν βασιζόταν άμεσα σε ένα αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό ή «καθεστώς» των διαδίκων, αλλά διατυπώθηκε με ουδέτερους όρους. Δεδομένου ότι ούτε η Κυβέρνηση ούτε τα εθνικά δικαστήρια είχαν παράσχει οποιαδήποτε αιτιολόγηση για αυτή τη διαφορετική μεταχείριση, αυτή η διαφοροποίηση δεν είχε αντικειμενική και εύλογη αιτιολόγηση.

Κατά συνέπεια το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 1 του 12ου Πρωτοκόλλου.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6§1

Άρθρο 1 του 12ου Πρωτοκόλλου

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Οι προσφεύγοντες είναι 51 υπήκοοι της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης που γεννήθηκαν μεταξύ 1953 και 1985. Ήταν, ή εξακολουθούν να είναι, δικαστικοί υπάλληλοι στο Δικαστήριο της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.

Η υπόθεση αφορούσε τη διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά τα επιδόματα σίτισης, μετακίνησης και οικογενειακής κατάστασης μεταξύ δικαστών και δικαστικών υπαλλήλων και τις δικαστικές διαδικασίες για το θέμα αυτό. Αμφότεροι διεκδίκησαν στα αρμόδια δικαστήρια την καταβολή των παραπάνω επιδομάτων από το έτος 2009, όπως προβλέπονταν στην εγχώρια νομοθεσία για τους λοιπούς δημοσίους υπαλλήλους. Το Συνταγματικό δικαστήριο είχε εκδώσει απόφαση τον Ιανουάριο του έτους 2013 με την οποία κρίθηκε ότι η μη καταβολή των επιδομάτων είναι αντισυνταγματική και αργότερα κινήθηκαν αστικές διαδικασίες σε διάφορα επίπεδα δικαιοδοσίας.

Οι δικαστικοί υπάλληλοι έλαβαν τα επιδόματά τους μόνο από τον Ιανουάριο του 2013 και μετά, ενώ οι δικαστές πληρώθηκαν και για την περίοδο πριν από τον Ιανουάριο του 2013.

Προσέφυγαν στο ΕΔΔΑ επικαλούμενοι παραβιάσεις των άρθρων 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη), 14 (απαγόρευση των διακρίσεων), 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (προστασία της ιδιοκτησίας) και 1 του 12ου Πρωτοκόλλου (γενική απαγόρευση των διακρίσεων).

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 § 1:

(α) Εφαρμογή του αστικού μέρους. Παρόλο που η ουσία της προσφυγής των προσφευγόντων αφορούσε την έκβαση των αστικών διαδικασιών τους, είχαν επίσης διαμαρτυρηθεί έμμεσα για την έκβαση αυτών ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου. Το άρθρο 6 § 1 εφαρμοζόταν και σε αυτές τις διαδικασίες. Το Συνταγματικό Δικαστήριο είχε την εξουσία να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και επομένως η διαδικασία ήταν άμεσα καθοριστική για τη διαφορά σχετικά με το αστικό δικαίωμα των προσφευγόντων.

Στην παρούσα υπόθεση, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι οι δικαστές και οι δικαστικοί υπάλληλοι του ίδιου δικαστηρίου άσκησαν κοινή αγωγή βάσει του νόμου περί απαγόρευσης των διακρίσεων του 2009 ζητώντας ορισμένα επιδόματα που σχετίζονται με την εργασία. Τα διοικητικά δικαστήρια διαχώρισαν τελικά την υπόθεσή τους σε δύο υποθέσεις με βάση το καθεστώς των αιτούντων για λόγους δικαστικής οικονομίας και κατέληξαν σε έκδοση αντιθέτων αποφάσεων σχετικά με ένα από τα βασικά νομικά ζητήματα που τέθηκαν σε αυτές τις υποθέσεις, δηλαδή εάν τα επίμαχα επιδόματα θα μπορούσαν να χορηγηθούν και για την περίοδο πριν από τον Ιανουάριο του 2013.

Το Δικαστήριο έχει καθορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες αντικρουόμενες αποφάσεις των εθνικών δικαστηρίων παραβιάζουν την απαίτηση δίκαιης δίκης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ. Ένα από αυτά είναι η ύπαρξη «βαθιών και μακροχρόνιων» διαφορών στην εσωτερική νομολογία κάτι που προφανώς δεν ισχύει εδώ.

Ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου, οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν ότι έπρεπε να τους είχαν χορηγηθεί τα επίμαχα επιδόματα αρχής γενομένης από το 2009. Οι αποφάσεις που εκδόθηκαν στην υπόθεσή τους σε όλους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, με τις οποίες τους χορηγήθηκαν αυτά τα επιδόματα από το 2013, ήταν, κατά τη γνώμη τους , μεροληπτικές και αυθαίρετες. Όταν το Δικαστήριο του Σεράγεβο χορήγησε αυτά τα επιδόματα στους δικαστές από το 2009, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν την απόφαση αυτή στο Συνταγματικό Δικαστήριο και ισχυρίστηκαν ότι απέδειξε τον ισχυρισμό τους. Ωστόσο, βασιζόμενο στο άρθρο 22 § 3 των Κανονισμών του, το Συνταγματικό Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να το λάβει υπόψη του, επειδή οι προσφεύγοντες γνωστοποίησαν την απόφαση αυτή πέραν της προθεσμίας των 60 ημερών από την έκδοση της τελευταίας απόφασης. Έτσι, το Συνταγματικό Δικαστήριο αντιμετώπισε την υποβολή από τους προσφεύγοντες της απόφασης που εκδόθηκε στην περίπτωση των δικαστών ως νέα καταγγελία σύμφωνα με το άρθρο 22 § 3 των Κανονισμών του, παρά ως νομική και πραγματική εξέλιξη σχετική με την υπόθεση σύμφωνα με το άρθρο 21 § 6 του Κανονισμού.

Ως προς αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι κανόνες που διέπουν τα επίσημα μέτρα που πρέπει να ληφθούν και τις προθεσμίες που πρέπει να τηρηθούν για την άσκηση προσφυγής, αποσκοπούν σαφώς στη διασφάλιση της ορθής απονομής δικαιοσύνης και της συμμόρφωσης, ιδίως, με την αρχή ασφάλειας δικαίου. Το Δικαστήριο έχει επίσης αναγνωρίσει ότι, ενόψει του ειδικού ρόλου που διαδραματίζει το Συνταγματικό Δικαστήριο ως δικαστηρίου τελευταίας βαθμίδας για την προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων, οι διαδικασίες ενώπιον του μπορεί να είναι πιο επίσημες. Ενώ είναι αλήθεια ότι το Συνταγματικό Δικαστήριο δεν διευκρίνισε γιατί αποφάσισε να αντιμετωπίσει την υποβολή από τους προσφεύγοντες της απόφασης που εκδόθηκε στην περίπτωση των δικαστών ως νέα καταγγελία σύμφωνα με το άρθρο 22 § 3 του Κανονισμού του, παρά ως νομική και πραγματική εξέλιξη που σχετίζεται με την υπόθεση σύμφωνα με το άρθρο 21 § 6 των Κανόνων του, οι προσφεύγοντες δεν κατήγγειλαν ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ο τρόπος με τον οποίο το Συνταγματικό Δικαστήριο ερμήνευσε και εφάρμοσε τους διαδικαστικούς του κανόνες στην περίπτωσή τους ήταν από μόνος του αυθαίρετος.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 6 § 1 της ΕΣΔΑ.

(β) Επί της ουσίας. Εξετάζοντας τις αποφάσεις που εκδόθηκαν στην αστική υπόθεση των προσφευγόντων, το Δικαστήριο τόνισε την αρχή της επικουρικότητας και συμφώνησε με το Συνταγματικό Δικαστήριο ότι ήταν σαφώς σύμφωνες με το εθνικό συνταγματικό δίκαιο και ως εκ τούτου δεν ήταν αυθαίρετες. Μολονότι είχε εκδοθεί αντίθετη απόφαση στην σχεδόν πανομοιότυπη υπόθεση σχετικά με τους δικαστές, αυτό είχε συμβεί πολλούς μήνες αφότου η απόφαση στην υπόθεση των προσφευγόντων κατέστη τελεσίδικη. Δεν υπήρχαν «βαθιές και μακροχρόνιες» διαφορές στην εγχώρια νομολογία που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε παραβίαση της απαίτησης δίκαιης δίκης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 § 1.

Άρθρο 1 του 12ου Πρωτοκόλλου:

(α) Εφαρμογή. Παρόλο που δεν ήταν σαφές εάν οι προσφεύγοντες είχαν δικαίωμα στα επιδόματα και για την περίοδο πριν από τον Ιανουάριο του 2013, το άρθρο 12 του Πρώτου Πρωτοκόλλου επέκτεινε το πεδίο προστασίας όχι μόνο σε «κάθε δικαίωμα που ορίζεται από το νόμο», αλλά πέραν αυτού με την παράγραφο 2, προβλέποντας ότι κανείς δεν μπορεί να υφίσταται διακρίσεις από δημόσια αρχή, συμπεριλαμβανομένων των δικαστηρίων. Έτσι έκρινε ότι εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση το άρθρο 1 του 12ου Πρωτοκόλλου

(β) Επί της ουσίας. Η έννοια της «διάκρισης» στο άρθρο 1 του 12ου Πρωτοκόλλου είχε ως στόχο να είναι πανομοιότυπο με αυτό του άρθρου 14 της ΕΣΔΑ και επομένως δεν υπήρχε λόγος να απομακρυνθεί το Δικαστήριο από την καθιερωμένη ερμηνεία της «διάκρισης». Το Δικαστήριο έκρινε ότι οι δικαστικοί υπάλληλοι και οι δικαστές που υπηρετούσαν στο ίδιο δικαστήριο βρίσκονταν σε παρόμοια κατάσταση για τους σκοπούς της προσφυγής, επειδή το ίδιο νομικό καθεστώς ίσχυε και για τις δύο κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων όσον αφορά τα αιτούμενα επιδόματα. Το γεγονός ότι το νομικό τους καθεστώς ήταν διαφορετικό από πολλές άλλες απόψεις ήταν άσχετο. Στοιχεία που χαρακτήριζαν διαφορετικές καταστάσεις πρέπει να εκτιμώνται υπό το φως του αντικειμένου και του σκοπού του μέτρου που συντέλεσε την επίμαχη διάκριση. Η ανάλυση του ερωτήματος του κατά πόσον δύο άτομα ή ομάδες βρίσκονταν ή όχι σε συγκρίσιμη κατάσταση για τους σκοπούς της ανάλυσης της διαφορετικής μεταχείρισης και των διακρίσεων ήταν επομένως τόσο συγκεκριμένη όσο και με βάση τα συμφραζόμενα.

Έχοντας λάβει τα επιδόματα για διαφορετικές περιόδους, οι δύο κατηγορίες δημοσίων υπαλλήλων είχαν διαφορετική μεταχείριση. Η συλλογιστική των εθνικών δικαστηρίων δεν βασιζόταν άμεσα σε ένα αναγνωρίσιμο χαρακτηριστικό ή «καθεστώς» των διαδίκων, αλλά διατυπώθηκε με ουδέτερους όρους. Δεν υπήρχε επίσης λόγος να πιστεύεται ότι τα εθνικά δικαστήρια είχαν πρόθεση διάκρισης. Ωστόσο, μια γενική πολιτική ή μέτρο που έχει δυσανάλογα επιζήμια αποτελέσματα σε μια συγκεκριμένη ομάδα μπορεί να θεωρηθεί ότι εισάγει διακρίσεις ακόμη και όταν δεν στόχευε ειδικά σε αυτήν την ομάδα. Μια τέτοια κατάσταση μπορεί να ισοδυναμεί με «έμμεση διάκριση», η οποία δεν είχε εξ αρχής απαραιτήτως πρόθεση διάκρισης.

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της παρούσας υπόθεσης ήταν ότι οι δικαστές και οι δικαστικοί υπάλληλοι είχαν ασκήσει κοινή αγωγή στηριζόμενοι στις ίδιες νομικές διατάξεις, ότι στη συνέχεια τα εθνικά δικαστήρια είχαν χωρίσει την υπόθεσή τους σε δύο ξεχωριστές υποθέσεις λόγω της ιδιότητάς τους και είχαν εκδώσει αντίθετες αποφάσεις σχετικά με ένα από τα βασικά νομικά ζητήματα που τέθηκαν. Ως αποτέλεσμα αυτού του ειδικού συνόλου περιστάσεων, είχαν διαφορετική μεταχείριση όσον αφορά την περίοδο του δικαιώματος για τα επιδόματα. Συνεπώς, αυτή η διαφορετική μεταχείριση βασιζόταν σε «διαφορετικό καθεστώς» κατά την έννοια του άρθρου 1 του 12ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ.

Δεδομένου ότι ούτε η κυβέρνηση ούτε τα εθνικά δικαστήρια είχαν παράσχει οποιαδήποτε αιτιολόγηση για αυτή τη διαφορετική μεταχείριση, η διαφορετική μεταχείριση δεν είχε αντικειμενική και εύλογη αιτιολογία.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση (ομόφωνα) του άρθρου 1 του 12ου Πρωτοκόλλου.

Δίκαιη ικανοποίηση (Άρθρο 41): Επιδικάστηκε ποσό 1.000 ευρώ σε κάθε προσφεύγοντα για ηθική βλάβη. Απορρίφθηκε η αξίωση για αποζημίωση (επιμέλεια echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες