Απομάκρυνση αντιπροσώπου κόμματος από το εκλογικό κέντρο χωρίς επαρκή τεκμηρίωση. Παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Timur Sharipov κατά Ρωσίας της 13.09.2022 (αρ. προσφ. 15758/13)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο προσφεύγων ήταν εκλογικός παρατηρητής, διορισμένος από πολιτικό κόμμα, σε εκλογικό τμήμα της Μόσχας στις βουλευτικές εκλογές του 2011. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας βιντεοσκόπησε την εκλογική διαδικασία και την καταμέτρηση των ψήφων. Η Εκλογική Επιτροπή (PEC) του εκλογικού τμήματος τον απομάκρυνε με απόφασή της με την αιτιολογία της συμπεριφοράς του κατά τη βιντεοσκόπηση. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι βιντεοσκοπούσε σοβαρές διαδικαστικές παραβιάσεις από τα μέλη της Εκλογικής Επιτροπής. Προσέφυγε στα εθνικά δικαστήρια για την απομάκρυνσή του αλλά χωρίς επιτυχία.

Επικαλούμενος το άρθρο 10 (ελευθερία της έκφρασης) της ΕΣΔΑ και το άρθρο 3 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου (δικαίωμα ελεύθερων εκλογών), ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η απομάκρυνσή του από το εκλογικό τμήμα παραβίασε τα επίμαχα δικαιώματά του.

Δεδομένης της θεμελιώδους σημασίας των βουλευτικών εκλογών σε κάθε δημοκρατική κοινωνία, το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε ασκήσει το δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης ως «δημόσιος φύλακας» σε μια δημοκρατική κοινωνία και ότι οι δραστηριότητες του είχαν παρόμοια σημασία με αυτή του Τύπου. Επιπλέον, το ΕΔΔΑ διαπίστωσε ότι η απόφαση της Εκλογικής Επιτροπής (PEC) δεν περιείχε επαρκή αιτιολογία για το παράπτωμα του προσφεύγοντος. Τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν αποκαταστήσει την έλλειψη πραγματικών στοιχείων. Συγκεκριμένα, δεν είχε αποδειχθεί με ποιον τρόπο ο προσφεύγων είχε παρεμποδίσει το έργο της PEC.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ) και επιδίκασε 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 10

Άρθρο 3 του ΠΠΠ

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο προσφεύγων, Timur Rustambekovich Sharipov, είναι Ρώσος υπήκοος ο οποίος γεννήθηκε το 1982 και ζει στη Μόσχα.

Ήταν εκλογικός παρατηρητής, ο οποίος διορίστηκε από πολιτικό κόμμα για να παρακολουθήσει τις ρωσικές βουλευτικές εκλογές σε ένα εκλογικό τμήμα της Μόσχας.

Την ημέρα της ψηφοφορίας, η περιφερειακή Εκλογική Επιτροπή του εκλογικού τμήματος («PEC») εξέδωσε απόφαση με την οποία καθορίζονται οι κανόνες που περιορίζουν τη μαγνητοσκόπηση αξιωματούχων πολιτικών και των γεγονότων στο εκλογικό τμήμα. Ο προσφεύγων κινηματογράφησε την ψηφοφορία και βιντεοσκοπούσε την καταμέτρηση των ψήφων όταν η Επιτροπή παρατήρησε ότι είχε παραβιάσει επανειλημμένα τους κανόνες. Συνέταξε δύο επίσημες αναφορές και στη συνέχεια διέταξε έναν αστυνομικό να απομακρύνει τον προσφεύγοντα από το εκλογικό κέντρο λόγω της ανάρμοστης συμπεριφοράς του. Ο προσφεύγων ισχυρίστηκε ότι είχε απομακρυνθεί καθώς είχε βιντεοσκοπήσει σοβαρές διαδικαστικές παραβιάσεις από τα μέλη της Εκλογικής Επιτροπής (PEC), συμπεριλαμβανομένης μιας παράνομης διακοπής πριν από την καταμέτρηση των ψήφων και μιας προσπάθειας του Προέδρου της PEC να βγάλει παράνομα τον κατάλογο των ψηφοφόρων από την αίθουσα για την καταμέτρηση ψήφων, και ότι η PEC είχε επίσης διατάξει την απομάκρυνση των υπόλοιπων παρατηρητών στη συνέχεια.

Ο προσφεύγων προσέφυγε κατά της απομάκρυνσής του ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου της Μόσχας, αμφισβητώντας τη νομιμότητά της, χωρίς επιτυχία. Τα ένδικα μέσα που άσκησε απορρίφθηκαν.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 10

(α) Ο προσφεύγων είχε συγκεντρώσει πληροφορίες κατά την επίβλεψη των εκλογικών διαδικασιών με την ιδιότητά του ως εκλογικός παρατηρητής, ο οποίος διορίστηκε από πολιτικό κόμμα για να μεταφέρει αυτές τις πληροφορίες στο κοινό. Η συλλογή πληροφοριών αποτελούσε ουσιαστικό μέρος των καθηκόντων του που εξυπηρετούσε το σημαντικό δημόσιο συμφέρον για ελεύθερες και διαφανείς εκλογές. Δεδομένης της θεμελιώδους σημασίας των εκλογών σε κάθε δημοκρατική κοινωνία και του ουσιαστικού ρόλου των πολιτικών κομμάτων στην εκλογική διαδικασία, το Δικαστήριο του Στρασβούργου έκρινε ότι ο προσφεύγων είχε ασκήσει την ελευθερία της έκφρασης ως «δημόσιος φύλακας» σε μια δημοκρατική κοινωνία και ότι οι δραστηριότητες του προσφεύγοντος ενέπιπταν στο πλαίσιο προστασίας του άρθρου 10 της ΕΣΔΑ, δραστηριότητες ο οποίες είχαν παρόμοια σημασία με αυτή του Τύπου.

(β) Επί της ουσίας.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παρέμβαση μέσω της απομάκρυνσης του προσφεύγοντος από το εκλογικό τμήμα, η οποία τον εμπόδισε να ασκήσει το καθήκον του ως παρατηρητής εκλογών. Το Δικαστήριο δεν χρειαζόταν να καθορίσει εάν η παρέμβαση είχε προβλεφθεί από το νόμο, καθώς, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είχε επιδιώξει τους νόμιμους σκοπούς της πρόληψης της αταξίας και της προστασίας των δικαιωμάτων των άλλων, δεν ήταν «αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία».

Δεδομένης της σημασίας του ρόλου του προσφεύγοντος ως εκλογικού παρατηρητή για την ενίσχυση της δημοκρατικής εκλογικής διαδικασίας και την προώθηση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η ιδιότητά του συνεπαγόταν την εκχώρηση ενισχυμένης προστασίας βάσει του άρθρου 10, η οποία ήταν απαραίτητη για την αποτελεσματική εκτέλεση του καθήκοντός του ως παρόχου πληροφοριών και δημόσιου φρουρού. Ωστόσο, αυτή η προστασία δεν είναι απόλυτη και δεν μπορεί να απαλλάξει τους εκλογικούς παρατηρητές από τέτοια «καθήκοντα και ευθύνες» όπως μπορεί να απορρέουν από το άρθρο 10 § 2. Το ΕΔΔΑ έπρεπε, επομένως, να εξετάσει εάν οι λόγοι που επικαλέστηκαν οι αρχές ήταν «σχετικοί και επαρκείς» ώστε να δικιολογηθεί η απομάκρυνση του προσφεύγοντος από το εκλογικό τμήμα. Η απόφαση της Εκλογικής Επιτροπής (PEC) δεν περιείχε καν βασικές λεπτομέρειες για το παράπτωμα του προσφεύγοντος. Μολονότι υπήρχαν αντικειμενικές δυσκολίες λόγω του ότι η PEC συνέταξε την απόφασή της επί τόπου, αυτό δεν μπορούσε να την απαλλάξει από την περιγραφή των πραγματικών περιστατικών της απόφασης που έλαβε. Τέτοια περιγραφή ήταν απαραίτητη για τη διατήρηση μιας σαφούς διαδρομής ελέγχου, η οποία αποτελούσε σημαντική εγγύηση κατά της αυθαιρεσίας και απαραίτητη προϋπόθεση για την ενδελεχή εξέταση της υπόθεσης.

Στη συνέχεια τα εθνικά δικαστήρια δεν αποκατάστησαν την έλλειψη πραγματικών στοιχείων. Συγκεκριμένα, δεν είχε αποδειχθεί με ποιον τρόπο ο προσφεύγων είχε παρεμποδίσει το έργο της PEC. Επίσης, δεν είχαν αξιολογήσει τον βαθμό στον οποίο η εικαζόμενη ανάρμοστη συμπεριφορά είχε παρακωλύσει την εκλογική διαδικασία, εάν οποιαδήποτε διακοπή ήταν αρκετά σοβαρή ώστε να δικαιολογήσει την απομάκρυνση ενός παρατηρητή ή εάν θα ήταν δυνατό, για παράδειγμα, να απαγορεύσουν στον προσφεύγοντα τη βιντεοσκόπηση.

Έτσι, προκύπτει ότι οι αρχές δεν είχαν προβάλει «σχετικούς και επαρκείς» λόγους για την εφαρμογή των επίμαχων μέτρων.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση της ελευθερίας της έκφρασης (άρθρο 10 της ΕΣΔΑ).

Δίκαιη Ικανοποίηση (άρθρο 41)

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε στον προσφεύγοντα 2.000 ευρώ για ηθική βλάβη (επιμέλεια: echrcaselaw.com).


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες