Απόλυση εργαζομένου και μέλους συνδικαλιστικού σωματείου. Μη διαπίστωση παραβίασης της ΕΣΔΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ

Hoppen και συνδικάτο εργαζομένων της ABAmberGrid κατά Λιθουανίας της 17.01.2023 (αρ. προσφ. 976/20)

Βλ. εδώ

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Ο πρώτος προσφεύγων εργαζόταν στην εταιρεία ABAmberGrid και ήταν μέλος του συνδικάτου των εργαζομένων της εταιρείας αυτής και δεύτερου προσφεύγοντος. Έχοντας λάβει τη συγκατάθεση της Επιθεώρησης Εργασίας (SLI), η εταιρεία απέλυσε τον πρώτο προσφεύγοντα «με τη βούληση του εργοδότη», βάσει του άρθρου 59 του εργατικού κώδικα, για λόγους που σχετίζονται με τον χαρακτήρα, την συμπεριφορά στην εργασία, τις σχέσεις του εργαζομένου με συναδέλφους κλπ.  Η δυνατότητα που προβλέπει ο νόμος για οποιονδήποτε εργαζόμενο, συμπεριλαμβανομένων μελών και αρχηγών συνδικαλιστικών οργανώσεων, να απολυθεί με τη βούληση του εργοδότη, για λόγους όπως αυτοί που καλύπτονται από το άρθρο 59 του Κώδικα Εργασίας δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι παραβιάζει εγγενώς τα δικαιώματα των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των μελών τους, εφόσον η εθνική νομοθεσία και πρακτική παρέχει επαρκείς διασφαλίσεις κατά των διακρίσεων.

Επίσης, το SLI είχε παραδεχτεί ότι δεν διέθετε καμία μεθοδολογία για να αξιολογήσει εάν οι λόγοι που προέβαλε ο εργοδότης σχετίζονταν πράγματι με τις συνδικαλιστικές δραστηριότητες του εργαζομένου. Παρά την απόλυση του πρώτου προσφεύγοντος, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις συνεχίστηκαν και συνήφθη νέα συλλογική σύμβαση εργασίας. Τα δικαστήρια είχαν διαπιστώσει ότι η εταιρεία είχε προσκομίσει συγκεκριμένα στοιχεία,σύμφωνα με τα οποία ο πρώτος προσφεύγων δεν είχε εκτελέσει σωστά ορισμένα καθήκοντα, τα οποία είχαν επιβεβαιωθεί από μαρτυρίες των προϊσταμένων του και από αλληλογραφία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου.

Το Δικαστήριο δεν είχε κανένα λόγο να θεωρήσει ότι το εγχώριο νομικό πλαίσιο ήταν ανεπαρκές για την προστασία των προσφευγόντων από τις εικαζόμενες διακρίσεις λόγω συνδικαλιστικών δραστηριοτήτων (του εργαζόμενου) ή την εικαζόμενη παραβίαση του δικαιώματος της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι (του συνδικάτου).

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 11 (για πρώτο προσφεύγοντα), ούτε παραβίαση του άρθρου 11 (για δεύτερο προσφεύγοντα).

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 11

Άρθρο 11-1

Άρθρο 14

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Ο πρώτος προσφεύγων εργαζόταν στην εταιρεία ABAmberGrid και ήταν μέλος του συνδικάτου των εργαζομένων (δεύτερου προσφεύγοντος)αυτής της εταιρείας. Έχοντας λάβει τη συγκατάθεση της κρατικής Επιθεώρησης Εργασίας (SLI), η εταιρεία απέλυσε τον πρώτο «με τη βούληση του εργοδότη», βάσει του άρθρου 59 του εργατικού κώδικα, για λόγους που σχετίζονται με τον χαρακτήρα, τη συμπεριφορά στην εργασία, τις σχέσεις του εργαζομένου με συναδέλφους κλπ.  Ο πρώτος προσφεύγων, με την υποστήριξη τουσυνδικάτου, προσέβαλε ανεπιτυχώς την απόλυσή του ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Ειδικότερα, τα δικαστήρια διαπίστωσαν ότι η απόλυση δεν είχε σχέση με τις συνδικαλιστικές του δραστηριότητες. Περαιτέρω, τα πολιτικά δικαστήρια βεβαιώθηκαν ότι η απόλυση ήταν νόμιμη και ότι η εταιρεία είχε παράσχει σχετικούς και επαρκείς λόγους για αυτήν.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 11 (εργαζόμενος) και άρθρο 11 (συνδικάτο):

Α) Η δυνατότητα που προβλέπει ο νόμος για οποιονδήποτε εργαζόμενο, συμπεριλαμβανομένων μελών και αρχηγών συνδικαλιστικών οργανώσεων, να απολυθεί με τη βούληση του εργοδότη, για λόγους όπως αυτοί που καλύπτονται από το άρθρο 59 του Κώδικα Εργασίας (όπως ο χαρακτήρας του/της, η συμπεριφορά του στην εργασία ή οι σχέσεις με τους συναδέλφους του) δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι παραβιάζει εγγενώς τα δικαιώματα των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των μελών τους, εφόσον η εθνική νομοθεσία και πρακτική παρέχει επαρκείς διασφαλίσεις κατά των διακρίσεων. Το Δικαστήριο δεν είχε κανέναν λόγο να διαπιστώσει το γεγονός ότι η απόλυση του πρώτου προσφεύγοντος είχε βασιστεί σε αυτή τη διάταξη και ότι συνιστούσε, από μόνη της, παραβίαση των δικαιωμάτων των προσφευγόντων ή ότι αποτελούσε απόδειξη διακρίσεων λόγω συνδικαλιστικών δραστηριοτήτων.

Β)  Το άρθρο 21 § 1 του νόμου περί συνδικαλιστικών οργανώσεων απαιτούσε από τους εργοδότες να λαμβάνουν την συγκατάθεση συνδικαλιστικού σωματείου όταν απολύουν ένα από τα μέλη του, ενώ το άρθρο 168 § 3 του Εργατικού κώδικα απαιτούσε τη συγκατάθεση του SLI. Το εθνικό δικαστήριο είχε κρίνει ότι έπρεπε να εφαρμοστεί η δεύτερη διάταξη γιατί δεν εξαιρούσε καμία κατηγορία εργαζομένων από το πεδίο εφαρμογής της. Η πρώτη νομική διάταξη δεν ίσχυε επίσης για την απόλυση με βούληση του εργοδότη. Λαμβάνοντας υπόψη την υπεροχή του Εργατικού Κώδικα έναντι των αντικρουόμενων νομικών πράξεων, ο τρόπος με τον οποίο είχε επιλυθεί η σύγκρουση μεταξύ των δύο νομικών διατάξεων στην περίπτωση των προσφευγόντων δεν ήταν προδήλως εσφαλμένος ή αυθαίρετος.

Γ)  Τα Συμβαλλόμενα Κράτη απολάμβαναν ευρύ περιθώριο εκτίμησης ως προς τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να διασφαλιστεί η συνδικαλιστική ελευθερία και η προστασία των επαγγελματικών συμφερόντων των μελών του συνδικάτου. Το Δικαστήριο σημείωσε τη μεγάλη ποικιλία νομικών συστημάτων που υπάρχουν σε διάφορα κράτη με στόχο την προστασία των εργαζομένων από απολύσεις λόγω των συνδικαλιστικών τους δραστηριοτήτων

Ως εκ τούτου, το άρθρο 11 της ΕΣΔΑ δεν θα μπορούσε να ερμηνευθεί ότι απαιτεί από τα Συμβαλλόμενα Κράτη να προβλέπουν στο εσωτερικό τους δίκαιο ότι ένα μέλος ή ένας αρχηγός συνδικαλιστικού σωματείου δεν θα μπορούσε να απολυθεί εκτός εάν η συνδικαλιστική οργάνωση είχε δώσει τη συγκατάθεσή της. Καμία τέτοια απαίτηση δεν προβλεπόταν από τις σχετικές συμβάσεις της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ). Η έλλειψη οποιασδήποτε τέτοιας απαίτησης βάσει του εσωτερικού δικαίου δεν ήταν από μόνη της αντίθετη με τα δικαιώματα των προσφευγόντων από τη Σύμβαση.

Δ) Το γεγονός ότι τα διάφορα ζητήματα σχετικά με την απόλυση του πρώτου προσφεύγοντος είχαν εξεταστεί σε δύο σειρές εσωτερικών διαδικασιών (διοικητικές και αστικές) δεν ήταν αυτό καθαυτό ασυμβίβαστο με τις απαιτήσεις του Σύμβαση, εφόσον δεν είχε παρατείνει άσκοπα τη διαδικασία και δεν είχε αποκλείσει τη δέουσα εξέταση των βασικών επιχειρημάτων των προσφευγόντων από τα δικαστήρια. Η δυαδικότητα της διαδικασίας αυτή καθαυτή δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί αντίθετη προς τις απαιτήσεις της Σύμβασης.

Ε) Αποτελεσματικότητα της εσωτερικής διαδικασίας

Διοικητικές διαδικασίες

Διαδικασία ενώπιον του SLI. Δεν είχαν παρασχεθεί στους προσφεύγοντες επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις για να μπορέσουν να αμφισβητήσουν αποτελεσματικά το αίτημα της εταιρείας για απόλυση του πρώτου προσφεύγοντος. Πρώτον, το SLI είχε απορρίψει τις παρατηρήσεις τους ως βασισμένες σε «υποκειμενικές αντιλήψεις» και έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων. Ωστόσο, η ασυμφωνία μεταξύ του κειμένου του νόμου και του συλλογισμού του SLI είχε ως αποτέλεσμα την έλλειψη σαφήνειας για τους αιτούντες σχετικά με το όριο που αναμενόταν να πληρούν οι παρατηρήσεις τους. Δεύτερον, τα επιχειρήματα των προσφευγόντων σχετικά με εικαζόμενη διάκριση είχαν εξεταστεί με επιπόλαιο τρόπο. Επίσης, το SLI είχε παραδεχτεί ότι δεν διέθετε καμία μεθοδολογία για να αξιολογήσει εάν οι λόγοι που προέβαλε ο εργοδότης σχετίζονταν πράγματι με τις συνδικαλιστικές δραστηριότητες του εργαζομένου. Τέλος, οι προσφεύγοντες δεν είχαν ενημερωθεί για την απόφαση που έλαβε το SLI, ενώ η έγκαιρη κοινοποίηση της απόφασης ήταν καθοριστικής σημασίας προκειμένου να έχει σαφή, πρακτική και αποτελεσματική ευκαιρία να την αμφισβητήσει.

Διαδικασία ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων.

Ο ρόλος των διοικητικών δικαστηρίων είχε περιοριστεί στην εξέταση του κατά πόσον οι συνδικαλιστικές δραστηριότητες του πρώτου προσφεύγοντος ήταν ο καθοριστικός παράγοντας στην απόφαση της εταιρείας να τον απολύσει και εάν το αίτημα της εταιρείας περιείχε σχετικούς λόγους που είχαν που δεν σχετίζονται με αυτές τις δραστηριότητες. Τα διοικητικά δικαστήρια είχαν εξετάσει διεξοδικά τα κύρια επιχειρήματα των προσφευγόντων σχετικά με εικαζόμενες διακρίσεις και είχαν παράσχει σχετικούς και επαρκείς λόγους για την απόρριψή τους. Ειδικότερα, είχαν λάβει υπόψη τον ρόλο του πρώτου προσφεύγοντος στη διαδικασία των συλλογικών διαπραγματεύσεων και τον αντίκτυπο της απόλυσής του στη διαδικασία αυτή· είχαν απορρίψει τον ισχυρισμό του πρώτου προσφεύγοντος ότι δεν είχε δεχτεί ποτέ καμία κριτική για το έργο του προτού ενταχθεί στο σωματείο.

Οι υποθέσεις στις οποίες το Δικαστήριο είχε διαπιστώσει προηγουμένως ότι οι προσφεύγοντες είχαν δημιουργήσει μια εκ πρώτης όψεως υπόθεση κατά των συνδικαλιστικών διακρίσεων αφορούσαν ένα ευρύ φάσμα μέτρων που έλαβε ο εργοδότης εναντίον πολλών μελών του συνδικάτου, συμπεριλαμβανομένης της επανατοποθέτησής τους σε ειδικές ομάδες εργασίας με περιορισμένες ευκαιρίες, απολύσεις που στη συνέχεια κρίθηκαν παράνομες από τα δικαστήρια, μειώσεις αποδοχών, πειθαρχικές κυρώσεις και άρνηση αποκατάστασης εργαζομένων μετά από δικαστικές αποφάσεις (Danilenkovκ.α. κατά Ρωσίας) ή μείωση του ωραρίου εργασίας και επανειλημμένες προσπάθειες απόλυσης (Zakharovaκ.α.α κατά Ρωσίας).

Ωστόσο, το Δικαστήριο δεν μπόρεσε να βρει οποιαδήποτε ένδειξη για συγκρίσιμα αντίποινα που έλαβε η εταιρεία εναντίον μελών του προσφεύγοντος σωματείου στην παρούσα υπόθεση. Παρά την απόλυση του πρώτου προσφεύγοντος, οι συλλογικές διαπραγματεύσεις είχαν συνεχιστεί και είχε συναφθεί νέα συλλογική σύμβαση. Επιπλέον, δεν υπήρχε λόγος να διαπιστωθεί ότι η συμμετοχή του προσφεύγοντος σωματείου είχε συρρικνωθεί δραματικά. Ούτε το Δικαστήριο μπόρεσε να δεχτεί ότι η παραίτηση πολλών εργαζομένων που ήταν μέλη ή ηγέτες του προσφεύγοντος συνδικάτου αποτελούσε από μόνη της απόδειξη των αντιποίνων του εργοδότη, ειδικά εφόσον δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι κάποιος από αυτούς είχε υποβάλει καταγγελίες κατά της εταιρείας ή ότι οποιαδήποτε από τις απολύσεις είχε κριθεί παράνομη από τις αρμόδιες αρχές.

Ούτε οι ιδιαίτερες συνθήκες της απόλυσης του πρώτου προσφεύγοντος ούτε η γενική στάση της εταιρείας προς το προσφεύγον σωματείο και τα μέλη του ήταν τέτοιες, ώστε ένας ανεξάρτητος παρατηρητής να μπορεί εύλογα να συναγάγει το συμπέρασμα ότι οι συνδικαλιστικές δραστηριότητες του πρώτου προσφεύγοντος θα μπορούσαν να είχαν παίξει πρωταρχικό ρόλο στην απόφαση του εργοδότη του να τον απολύσει. Ως εκ τούτου, οι προσφεύγοντες δεν είχαν αποδείξει εκ πρώτης όψεως διάκριση σε βάρος του πρώτου προσφεύγοντος λόγω της συμμετοχής του σε συνδικαλιστική οργάνωση και των συναφών δραστηριοτήτων του.

Αστική δίκη.

Ενώ το άρθρο 59 του Εργατικού Κώδικα ερμηνεύτηκε ότι εξαιρούσε τις κρατικές επιχειρήσεις από το πεδίο εφαρμογής του, τα δικαστήρια έκριναν ότι σε αντίθεση με τις κρατικές επιχειρήσεις, οι κρατικές εταιρείες (όπως π.χ. η εργοδότρια του πρώτου προσφεύγοντος) δεν είχε εμποδιστεί από τον Εργατικό Κώδικα να απολύσει εργαζομένους βάσει του άρθρου 59. Η ερμηνεία αυτή δεν μπορούσε να θεωρηθεί αυθαίρετη ή προδήλως παράλογη.

Τα δικαστήρια είχαν διαπιστώσει ότι η εταιρεία είχε παράσχει συγκεκριμένα παραδείγματα καταστάσεων στις οποίες ο πρώτος προσφεύγων δεν είχε εκτελέσει σωστά ορισμένα καθήκοντα, τα οποία είχαν επιβεβαιωθεί από μαρτυρίες προϊσταμένων του και από αλληλογραφία ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Τα εθνικά δικαστήρια είχαν προβεί σε επαρκή αξιολόγηση των λόγων που παρείχε η εταιρεία και οι αποφάσεις τους δεν ήταν αυθαίρετες ή προδήλως παράλογες. Επιπλέον, είχαν δοθεί διαδικαστικές εγγυήσεις στους προσφεύγοντες. Πράγματι, δεν υπήρχε καμία ένδειξη ότι τα εθνικά δικαστήρια δεν είχαν λάβει υπόψη κάποιο σημαντικό στοιχείο ή ότι δεν είχε δοθεί στους προσφεύγοντες η κατάλληλη ευκαιρία να παρουσιάσουν τα επιχειρήματά τους. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο δεν είχε κανένα λόγο να αμφισβητήσει ότι στην αστική διαδικασία υπήρχαν επαρκείς εγγυήσεις έναντι οποιασδήποτε πιθανής αδικαιολόγητης απόλυσης του πρώτου προσφεύγοντος λόγω των συνδικαλιστικών του δραστηριοτήτων.

Εν ολίγοις, το Δικαστήριο δεν είχε κανένα λόγο να θεωρήσει ότι το εγχώριο νομικό πλαίσιο ήταν ανεπαρκές για την προστασία των προσφευγόντων από τις εικαζόμενες διακρίσεις λόγω συνδικαλιστικών δραστηριοτήτων (εργαζόμενου) ή την εικαζόμενη παραβίαση του δικαιώματος της ελευθερίας του συνεταιρίζεσθαι (συνδικάτο). Όσον αφορά την αποτελεσματικότητα της εσωτερικής διαδικασίας, παρόλο που η διαδικασία ενώπιον του SLI δεν πληρούσε τις σχετικές απαιτήσεις της ΕΣΔΑ, αυτές οι ελλείψεις είχαν στη συνέχεια αποκατασταθεί από τα δικαστήριακαι τόσο στις διοικητικές όσο και στις αστικές διαδικασίες οι προσφεύγοντες είχαν λάβει πραγματική και αποτελεσματική προστασία κατά των εικαζόμενων παραβιάσεων των δικαιωμάτων τους.

Το ΕΔΔΑ δεν διαπίστωσε παραβίαση του άρθρου 14 σε συνδυασμό με το άρθρο 11 (για πρώτο προσφεύγοντα). Επιπλέον το Δικαστήριο δεν διαπίστωσε καμία παραβίαση του άρθρου 11 (για δεύτερος προσφεύγοντα) (επιμέλεια: echrcaselaw.com).

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες