Παγίδευση προσφεύγοντος από μυστικούς αστυνομικούς! Σε περίπτωση ένστασης κατηγορουμένου το βάρος της απόδειξης για την παγίδευση ή μη το φέρει η εισαγγελία! Παραβίαση δίκαιης δίκης

ΑΠΟΦΑΣΗ

Zinin κατά Ρωσίας της 09.03.2021 (αρ. προσφ. 54339/09)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Παγίδευση δράστη σε εγκληματική πράξη έπειτα από παρακίνηση της μυστικής αστυνομίας της Ρωσίας. Δικαίωμα δίκαιη δίκης.

Ο προσφεύγων καταδικάστηκε για παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων και διανομή πλαστού λογισμικού μετά από παγίδευσή του από μυστικούς αστυνομικούς. Άσκησε ένσταση στα δικαστήρια ισχυριζόμενος ότι δεν είχε πρόθεση να παρανομήσει αλλά ωθήθηκε  από την παγίδευση που του έστησε μυστικός αστυνομικός που με την πιεστική συμπεριφορά του τον εξώθησε να διαπράξει τα αδικήματα.

Κατά το ΕΔΔΑ εφόσον υπάρχει ισχυρισμός ή ένσταση για παγίδευση του κατηγορουμένου ό το βάρος απόδειξης το έχει η εισαγγελία, ως κατηγορούσα αρχή.   Τα εθνικά δικαστήρια δεν εξέτασαν επαρκώς την ένσταση του προσφεύγοντος για παγίδευση.

Επιπλέον, ο προσφεύγων δικάστηκε ερήμην στην  εξέτασης της υπόθεσης του στο ανώτατο δικαστήριο της Ρωσίας, χωρίς να αποδεικνύεται κοινοποίηση σε αυτόν ή τον δικηγόρο του της Κλήσης για συζήτηση.

Το ΕΔΔΑ αποφάσισε ότι λόγω των ελλείψεων στη διαδικασία έγκρισης της μυστικής επιχείρησης κατά του προσφεύγοντος, της αδυναμία της εισαγγελίας να αναλάβει το βάρος της απόδειξης της παγίδευσης, καθώς και τον ανεπαρκή δικαστικό έλεγχο του ισχυρισμού παγίδευσης του προσφεύγοντος,  υπονομεύτηκε το διαδικαστικό μέρος της δίκαιης δίκης παραβιάστηκε η δίκαιη δίκη (άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης), παραβιάστηκε δε επίσης το δικαίωμα ακρόασης και υπεράσπισης αφού εκδικάστηκε η αναίρεση στο Ανώτατο Δικαστήριο χωρίς να έχει κληθεί αποδεδειγμένα ο προσφεύγων ή ο δικηγόρος του και έτσι δεν είχε τη δυνατότητα να υπερασπιστεί ενώπιον του δικαστηρίου αυτού τον εαυτό του μετά ή και δια του δικηγόρου του (άρθρο 6 παρ. 1 και 3γ).

Το ΕΔΔΑ επιδίκασε ποσό 2.500 ευρώ για ηθική βλάβη.

ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 6 παρ. 1

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Τον Ιούλιο του 2008, ο προσφεύγων ανάρτησε αγγελία στην οποία συμπεριέλαβε τον προσωπικό αριθμό τηλεφώνου του στην ενότητα «Υπηρεσίες υπολογιστών» μιας εφημερίδας.

Στις 21 Ιουλίου 2008, ένας μυστικός αστυνομικός,  ο κ. Ig., κάλεσε τον προσφεύγοντα και του ζήτησε να εγκαταστήσει μια πλήρη όγδοη έκδοση του ηλεκτρονικού προγράμματος «Κ». Ο προσφεύγων έψαξε για πλαστό αντίγραφο αυτού του προγράμματος στο Διαδίκτυο και το κατέβασε σε φορητό σκληρό δίσκο. Στη συνέχεια κάλεσε τον κ. Ig. και συμφώνησαν να συναντηθούν αρκετές ώρες αργότερα στο γραφείο του κ. Ig σε ένα εμπορικό κέντρο. Ο προσφεύγων προσπάθησε να εγκαταστήσει το πλαστό αντίγραφο στον υπολογιστή του κ. Ig. την ίδια ημέρα για 300 ρούβλια (περίπου 8 ευρώ).

Η μεταξύ τους συζήτηση ηχογραφήθηκε, και κατόπιν, την ίδια ημέρα, ο προσφεύγων συνελήφθη και κατηγορήθηκε για παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων και μεγάλης κλίμακας διανομή πλαστού λογισμικού.

Στις 18 Δεκεμβρίου 2008, το πρωτόδικο δικαστήριο εξέτασε την υπόθεση του προσφεύγοντος. Ο προσφεύγων δήλωσε ένοχος για την παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων και την διανομή πλαστών λογισμικών, αλλά ισχυρίστηκε συμπληρωματικά, ότι η αστυνομία τον είχε παρακινήσει και παγιδεύσει στην διάπραξη των εγκλημάτων αυτών.

Σχετικά με την διεξαγωγή της έρευνας, ο δικηγόρος του προσφεύγοντος ζήτησε την προσκόμιση των στοιχείων που οδήγησαν την αστυνομία στην διεξαγωγή της μυστικής επιχείρησης. Ο μυστικός αστυνομικός lg. κατέθεσε ότι είχε λάβει «πληροφορίες οι οποίες ενοχοποιούσαν τον κατηγορούμενο, σχετικά με την διανομή πλαστού λογισμικού». Οι συγκεκριμένες πληροφορίες ήταν απόρρητες και η καταχώρηση τους απαγορευόταν από την Ρωσική κυβέρνηση.

Το εθνικό δικαστήριο απέρριψε την ένσταση για παγίδευση του προσφεύγοντα, και τον  έκρινε ένοχο, επιβάλλοντάς του πρόστιμο 8.000 ρουβλιών (περίπου 206 Ευρώ κατά την επίδικη περίοδο).

Ο προσφεύγων άσκησε έφεση ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι ο ίδιος δεν είχε την πρόθεση να διαπράξει παραβίαση πνευματικών δικαιωμάτων και ότι ο κ. lg. τον είχε παγιδέψει στην διάπραξη αυτού του αδικήματος.

Στις 2 Φεβρουαρίου 2009, το Εφετείο απέρριψε την έφεση του προσφεύγοντος. Η αιτιολόγησή του δικαστηρίου ήταν ίδια με του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου.

Ο προσφεύγων άσκησε αναίρεση στο ανώτατο δικαστήριο της Ρωσίας. Στις 11 Μαρτίου του 2009, το Ανώτατο δικαστήριο απέρριψε την αναίρεσή του. Ο προσφεύγων και ο δικηγόρος του δεν παραβρίσκονταν κατά την διεξαγωγή της δίκης. Τα πρακτικά του δικαστηρίου δεν εμπεριείχαν πληροφορίες σχετικά με το εάν ο προσφεύγων είχε ενημερωθεί για την ακρόαση, όπως επίσης και για την δυνατότητα διεξαγωγής της δίκης δίχως την παρουσία του δικηγόρου του.

Βασιζόμενος στο διαδικαστικό μέρος του άρθρου 6 § 1 (δικαίωμα σε δίκαιη δίκη) της Σύμβασης, ο προσφεύγων κατέφυγε στο ΕΔΔΑ διαμαρτυρόμενος ότι η αστυνομία τον είχε παρακινήσει και παγιδεύσει στην διάπραξη του εγκλήματος της παραβίασης πνευματικών δικαιωμάτων και διανομής πλαστού λογισμικού, παραβιάζοντας έτσι το δικαίωμά του σε δίκαιη δίκη.

Βασιζόμενος στο άρθρο 6 § 1 και 3 (γ) (δικαίωμα σε δίκαιη ακρόαση και δικαίωμα υπεράσπισης) ο προσφεύγων ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι η δίκη του δεν ήταν δίκαιη επειδή ούτε αυτός ούτε ο δικηγόρος του είχαν ενημερωθεί για την ημερομηνία της ακρόασης της υπόθεσης, εμποδίζοντας έτσι τον ίδιο και τον δικηγόρο του να παρασταθούν στη δίκη.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Άρθρο 6 § 1 της ΕΣΔΑ

Το Δικαστήριο τόνισε τον ρόλο των εθνικών δικαστηρίων στις υποθέσεις παγίδευσης. Κάθε ένσταση παγίδευσης που υποβάλλεται από τον κατηγορούμενο υποχρεώνει τα δικαστήρια να εξετάσουν την υπόθεση κατά τρόπο συμβατό με το δικαίωμα δίκαιης δίκης.

Κατά το ΕΔΔΑ η διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί από το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι εμπεριστατωμένη και αποφασιστική ως προς το ζήτημα της παγίδευσης, με το βάρος της απόδειξης να βαρύνει την εισαγγελία για να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παγίδευση στη διάπραξη της εγκληματικής πράξης. Η δικαστική εξέταση πρέπει να περιλαμβάνει τους λόγους για τους οποίους πραγματοποιήθηκε η μυστική επιχείρηση, την έκταση της εμπλοκής της αστυνομίας στο αδίκημα και τη φύση κάθε παρότρυνσης ή πίεσης στην οποία υποβλήθηκε ο προσφεύγων.

Λόγω της έλλειψης πληροφοριών σχετικά με την μυστική αστυνομική επιχείρηση, το Δικαστήριο συμπέρανε ότι η κυβέρνηση δεν εκπλήρωσε την απαίτηση του βάρους της απόδειξης ότι ο προσφεύγων δεν παγιδεύτηκε από την αστυνομία.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι δεν υπήρξε ένδειξη προσπάθειας του εθνικού δικαστηρίου σε κανένα διαδικαστικό στάδιο, συμπεριλαμβανομένης της δίκης, να εξετάσει την ένσταση περί παγίδευσης του προσφεύγοντος. Δεν έγινε προσπάθεια να αποδειχθεί ότι δεν υπήρξε παγίδευση από την αστυνομία κατά την εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων ή των μαρτύρων κατά την συζήτηση της υπόθεσης, ούτε αμφισβητήθηκε ο κύριος μάρτυρας ο κ. Ig., ο οποίος ήταν υπεύθυνος για τη μυστική επιχείρηση, σχετικά με τις περιστάσεις υπό τις οποίες είχε πραγματοποιηθεί η επιχείρηση.

Επιπλέον, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν επιδίωξε να εξακριβώσει εάν ένας ιδιώτης ή ένας συνεργάτης της αστυνομίας είχε ειδοποιήσει την αστυνομία για την εγκληματική δραστηριότητα του προσφεύγοντος, ή για ποιους λόγους η αστυνομία αποφάσισε να ξεκινήσει την μυστική επιχείρηση, ακριβώς ποιο υλικό είχε η αστυνομία στη κατοχή της ή αν ο κ. Ig. είχε ασκήσει πίεση στον κατηγορούμενο κατά τη διάρκεια της αλληλεπίδρασής τους, παράγοντες που είχαν ζωτική σημασία για την εξέταση του ισχυρισμού περί παγίδευσης.

Όσον αφορά τον δικαστικό έλεγχο, το ΕΔΔΑ αναγνώρισε ότι, στην πράξη, προκειμένου να ασκηθούν αποτελεσματικές δικαστικές διαδικασίες, τα δικαστήρια στη Ρωσία πρέπει να έχουν πρόσβαση σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που να διευκρινίζουν τις περιστάσεις που οδήγησαν στην υλοποίηση της μυστικής επιχείρησης. Το Δικαστήριο έλαβε υπόψη τη δυσκολία που αντιμετωπίζουν τα ρωσικά δικαστήρια για να εξετάσουν τους λόγους παγίδευσης λόγω των περιορισμένων αποδεικτικών στοιχείων που τους παρέχονται, κατά τη διακριτική ευχέρεια των φορέων που διενεργούν μυστικές επιχειρήσεις, όπως στην προκειμένη υπόθεση. Ωστόσο, συνέχισε να τονίζει ότι στην καταπολέμηση των αδικημάτων, δεν μπορεί να επιτραπεί η παραβίαση του θεμελιώδους δικαιώματος ενός ατόμου σε δίκαιη δίκη, ιδίως λαμβάνοντας υπόψη τις επιτυχημένες προσπάθειες που καταβάλλουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες (βλ. υπόθεση Nosko και Nefedov § 73).

Συνεπώς, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι λόγω των ελλείψεων στη διαδικασία έγκρισης της μυστικής επιχείρησης κατά του προσφεύγοντος, η αδυναμία της εισαγγελίας να αναλάβει το βάρος της απόδειξης της παγίδευσης, καθώς και ο ανεπαρκής δικαστικός έλεγχος του ισχυρισμού παγίδευσης του προσφεύγοντος,  υπονομεύτηκε το διαδικαστικό μέρος της δίκαιης δίκης και, κατά συνέπεια, διαπίστωσε παραβίαση της δίκαιης δίκης (Άρθρο 6 § 1 της Σύμβασης).

Αρθρο  6 § 1 και 3 (γ) της ΕΣΔΑ  

Ο προσφεύγων παραπονέθηκε ότι η δίκη στην υπόθεσή του δεν ήταν δίκαιη, διότι ούτε αυτός ούτε ο δικηγόρος του είχαν ενημερωθεί σχετικά με την ημερομηνία της ακρόασης και συνεπώς δεν παραστάθηκαν.

Το Δικαστήριο αναγνώρισε το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι οι κλήσεις στάλθηκαν στον προσφεύγοντα και στον δικηγόρο του πριν από την ακρόαση και έλαβε υπόψη το έγγραφο που υπέβαλαν.

Ωστόσο, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, σύμφωνα με τους κανονισμούς που υπήρχαν τη σχετική περίοδο, αυτές οι κλήσεις θα έπρεπε να είχαν αποσταλεί με συστημένη επιστολή με απόδειξη παραλαβής. Το έγγραφο που υπέβαλε η κυβέρνηση φέρει ημερομηνία και περιέχει μόνον έναν εξερχόμενο αριθμό αλληλογραφίας. Ωστόσο, δεν υπήρχε ταχυδρομική σήμανση και η κυβέρνηση δεν υπέβαλε κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο ότι πράγματι είχαν αποσταλεί οι κλήσεις ή ότι ο προσφεύγων ή ο δικηγόρος του τις είχαν παραλάβει. Συνεπώς, το Δικαστήριο δεν πείστηκε από τα αποδεικτικά στοιχεία που υπέβαλε η Κυβέρνηση ισχυριζόμενη ότι ο προσφεύγων είχε κληθεί στην ακρόαση.

Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι η κύρια αιτία της καταγγελίας για την υπόθεση του προσφεύγοντος ήταν ότι είχε παγιδευτεί στην διάπραξη ενός αδικήματος από την αστυνομία και ότι τα δικαστήρια δεν είχαν εξετάσει την ένστασή του για παγίδευση. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι τα ζητήματα που έθεσε ο προσφεύγων στην προσφυγή του στο Ανώτατο Δικαστήριο φάνηκαν να παρουσιάζουν κάποιο βαθμό πολυπλοκότητας και ήταν καθοριστικής σημασίας για τον προσφεύγοντα ως, δυνητικά, απαλλακτικά. Επομένως, θα έπρεπε να είχαν αξιολογηθεί άμεσα από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσίας, λόγω της ευρείας εξουσίας που κατέχει, η οποία εκτείνεται τόσο στην εξέταση των νομικών θεμάτων όσο και της ουσίας.

Επιπλέον, ο εισαγγελέας υπέβαλε προφορικές παρατηρήσεις ενώπιον του δικαστηρίου ενώ ο προσφεύγων δεν είχε την ευκαιρία να παρουσιάσει τα αποδεικτικά του στοιχεία ή να απαντήσει στις παρατηρήσεις του εισαγγελέα, κατάσταση η οποία καθιστά πάντα έναν διάδικο σε πλεονεκτική θέση έναντι του άλλου ενώπιον του δικαστηρίου και επομένως παραβιάστηκαν οι αρχές της αντιδικίας και της ισότητας των όπλων, που είναι εγγενείς στην έννοια της δίκαιης δίκης.

Το ΕΔΔΑ συνεπώς αποφάσισε, βασισμένο σε όλα τα ανωτέρω, ότι η διαδικασία ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων δεν συμμορφώθηκε με τις απαιτήσεις της δίκαιης δίκης και διαπίστωσε επίσης παραβίαση του άρθρου 6 §§ 1 και 3 (γ) της Σύμβασης.

Δίκαιη ικανοποίηση: Το Στρασβούργο επιδίκασε ποσό 2.500 ευρώ για ηθική βλάβη.

 


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες