Ξυλοδαρμοί και κακομεταχείριση πολιτών από αστυνομικούς! Η ανεπαρκής έρευνα συγκάλυψε τους υπαιτίους αστυνομικούς! Απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση

ΑΠΟΦΑΣΗ

Baranin και Vukčević κατά Μαυροβουνίου της 11.03.2021 (αρ. προσφ. 24655/18 και 24656/18)

βλ. εδώ 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

Αστυνομική βία κατά πολιτών. Αστυνομικοί ξυλοκόπησαν πεζούς διαβάτες. Απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση από αγνώστους αξιωματικούς της αστυνομίας. Η ελλιπής και αναποτελεσματική έρευνα εμπόδισε την ανεύρεση των συγκεκριμένων αστυνομικών  και κατά συνέπεια την απονομή δικαιοσύνης.

Πιο συγκεκριμένα το επικείμενο βράδυ, οι προσφεύγοντες βρίσκονταν κοντά στο χώρο που διεξάγονταν διαδηλώσεις, αλλά δεν συμμετείχαν σε αυτές. Προκειμένου να αποφύγουν την ομάδα διαδηλωτών, κατευθύνθηκαν προς την αστυνομία μέσα από έναν παράδρομο και τους δόθηκε διάβαση διαφυγής. Λίγα μέτρα πιο πέρα, αρκετοί κρανοφόροι αστυνομικοί πλησίασαν τους προσφεύγοντες, τους διέταξαν να ξαπλώσουν στο έδαφος, τους προσέβαλαν προφορικά και τους κλώτσησαν. Ένας από τους αστυνομικούς πίεσε το κεφάλι του δεύτερου προσφεύγοντος στο έδαφος με το πόδι του. Το γεγονός μαγνητοσκοπήθηκε από ένα παράθυρο κοντινού γραφείου και αναρτήθηκε στο YouTube από τον αρχισυντάκτη της καθημερινής εφημερίδας Vijesti.

Μετά την κοινοποίηση των υποθέσεων στην εναγόμενη Κυβέρνηση, οι προσφεύγοντες έλαβαν αποζημίωση λόγω της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης που τους προκλήθηκε. Τόσο η πρωτοβάθμια απόφαση του αστικού δικαστηρίου όσο και το Συνταγματικό Δικαστήριο διαπίστωσαν παραβίαση της ουσιαστικής πτυχής του άρθρου 3.

Κατέφυγαν στο ΕΔΔΑ διότι δεν είχε διεξαχθεί αποτελεσματική έρευνα για την ανεύρεση  των αστυνομικών. Διαμαρτυρήθηκαν συγκεκριμένα ότι η έρευνα της εισαγγελίας ήταν ελλιπής ως προς τις μεθόδους της, και ότι δεν χρησιμοποίησε όλες τις πιθανές διόδους προκειμένου να εξιχνιάσει τους αξιόποινους αστυνομικούς. Επίσης, διαμαρτυρήθηκαν ότι η έρευνα της αστυνομίας, και συγκεκριμένα του διοικητή της, ήταν μεροληπτική, σε καμία δε περίπτωση επαρκώς ανεξάρτητη και σαφώς αναποτελεσματική.

Το Δικαστήριο του  Στρασβούργου διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) και μη παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους, επιδίκασε δε ποσό 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη σε κάθε προσφεύγοντα.

ΔΙΑΤΑΞΗ

Άρθρο 3

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ

Στις 24.10.2015, οργανωμένα μέλη ενός συνασπισμού της αντιπολίτευσης διοργάνωσε διαδήλωση στην Ποντγκόριτσα μπροστά από το Κοινοβούλιο. Συγκροτήθηκε ένας μεγάλος αριθμός αστυνομικών, συμπεριλαμβανομένων μελών της Ειδικής Αστυνομικής Μονάδας («SPU») και της Ειδικής Αντιτρομοκρατικής Μονάδας («SAU») για την διατήρηση της ασφάλειας κατά τη συγκέντρωση. Από ένα χρονικό σημείο και έπειτα οι διαδηλώσεις έγιναν βίαιες. Μερικοί από τους διαδηλωτές προσπάθησαν να εισέλθουν στο Κοινοβούλιο, και άρχισαν να ρίχνουν πέτρες και βόμβες Molotov προς την αστυνομία. Ο επικεφαλής του Κέντρου Ασφαλείας (Centar bezbjednosti – «SC») στην Ποντγκόριτσα, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την διατήρηση της ασφάλειας της διαδήλωσης, διέταξε τον τερματισμό της συγκέντρωσης. Αρκετά ακραία περιστατικά ακολούθησαν εκείνο το βράδυ, όπως λεηλασία καταστημάτων και σπάσιμο παραθύρων, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών. Ο συνολικός αριθμός των τραυματιών ήταν 54, εκ των οποίων 29 ήταν αστυνομικοί και 25 διαδηλωτές.

Πιο συγκεκριμένα, το επίμαχο βράδυ, περίπου στις 10.30 μ.μ., οι προσφεύγοντες βρίσκονταν κοντά στο χώρο που διεξάγονταν οι διαδηλώσεις, αλλά δεν συμμετείχαν σε αυτές. Προκειμένου να αποφύγουν την ομάδα διαδηλωτών, κατευθύνθηκαν προς την αστυνομία μέσα από έναν παράδρομο και τους παρασχέθηκε δίοδος διαφυγής. Λίγα μέτρα πιο πέρα, αρκετοί κρανοφόροι αστυνομικοί τους πλησίασαν, τους διέταξαν να ξαπλώσουν στο έδαφος, τους προσέβαλαν προφορικά και τους κλώτσησαν. Ένας από τους αστυνομικούς πίεσε το κεφάλι του δεύτερου προσφεύγοντος στο έδαφος με το πόδι του. Ένα όχημα SAU Hummer ήταν στη σκηνή, καθώς και μερικά άλλα οχήματα. Το γεγονός μαγνητοσκοπήθηκε από ένα παράθυρο κοντινού γραφείου και αναρτήθηκε στο YouTube από τον αρχισυντάκτη της καθημερινής εφημερίδας Vijesti.

Σε μια απροσδιόριστη ημερομηνία, αφού είδε το βίντεο, η εισαγγελία (Osnovno državno tužilaštvo – «SPO») εξέδωσε ένταλμα σύλληψης κατά αγνώστων αξιωματικών της μονάδας SAU για απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση.

Στις 27 και 28.10.2015 αντίστοιχα, οι προσφεύγοντες ζήτησαν ιατρική βοήθεια. Η ιατρική έκθεση σχετικά με τον πρώτο προσφεύγοντα υπέδειξε ένα επώδυνο αιμάτωμα 30 εκ. στον εσωτερικό αριστερό μηρό του, ένα επώδυνο αιμάτωμα 20 εκ. στον εσωτερικό δεξιό μηρό του και αιμάτωμα 1 εκ. γύρω από το αριστερό βλέφαρό του. Η ιατρική έκθεση που αφορούσε τον δεύτερο προσφεύγοντα υπέδειξε αιμάτωμα 8χ4 εκ. στην περιοχή του αριστερού νευρώνα του και αιμάτωμα 15χ7 εκ. στο πίσω μέρος του αριστερού γόνατός του.

Στις 10.11.2015, η SPO ζήτησε από την αστυνομική διεύθυνση (Uprava polisiije) να την ενημερώσει για την ταυτότητα των προσφευγόντων. Ζήτησε επίσης πληροφορίες σχετικά με το τι είχε διενεργηθεί σχετικά με τον εντοπισμό των αξιωματικών της SAU που εμπλέκονταν σε δύο άλλα περιστατικά που έλαβαν χώρα εκείνο το βράδυ, στις σκηνές των οποίων είχε δει το όχημα SAU Hummer και στις οποίες είχε ανοίξει επίσης το SPO αρχεία περιπτώσεων. Ο SPO σημείωσε ότι αυτά τα περιστατικά δεν είχαν αναφερθεί στην έκθεση SAU της 25.10.

Στις 12.11.2015, ο SPO ζήτησε πληροφορίες από τη SAU σχετικά με τη θέση GPS όλων των επίσημων οχημάτων που χρησιμοποιήθηκαν στις 24.10.15 μεταξύ 9.30 μ.μ. και τα μεσάνυχτα. Στις 20.11.2015, η SAU υπέβαλε πληροφορίες σχετικά με εννέα οχήματα. Συγκεκριμένα, ο αξιωματικός της SAU Lj.P. ήταν υπεύθυνος για όλους, συμπεριλαμβανομένου του Hummer. Ωστόσο, δεν είχε οδηγήσει κανένα από αυτά, καθώς βρισκόταν σε πυροσβεστικό όχημα τοποθετημένο μπροστά από το Κοινοβούλιο. Η έκθεση ανέφερε ότι το SC είχε εξετάσει όλες τις διαθέσιμες μαγνητοσκοπήσεις και τα επίμαχα βίντεο (από κάμερες παρακολούθησης και από τα ΜΜΕ), αλλά δεδομένης της κακής ποιότητας τους και του γεγονότος ότι οι εμπλεκόμενοι αστυνομικοί φορούσαν μάσκες αερίου και κράνη, ήταν αδύνατο να προσδιοριστούν. Οι προσφεύγοντες αδυνατούσαν να τους αναγνωρίσουν για τον ίδιο λόγο.

Στις 12.01.2016, η Διεύθυνση Αστυνομίας ενημέρωσε την Επιτροπή Έρευνας ότι δεν διέθεταν ηχογραφήσεις σχετικά με τη ραδιοφωνική επικοινωνία μεταξύ των διοικητών της αστυνομίας τη συγκεκριμένη νύχτα, καθώς το σχετικό σύστημα ηχογράφησης δεν λειτουργούσε την επίμαχη ώρα.

Στις 31.05.2016, η εισαγγελία συνέταξε κατηγορητήριο κατά του διοικητή της SAU για υπόθαλψη εγκληματικής πράξης. Κατά το κατηγορητήριο ο διοικητής βοήθησε εν γνώσει του να μην αποκαλυφθούν οι αξιωματικοί της SAU που είχαν διαπράξει τα καταγγελλόμενα. Παρόλο που γνώριζε ότι είχαν χρησιμοποιήσει, παρανόμως, υπερβολική βία, και προκάλεσαν σωματικούς τραυματισμούς στους προσφεύγοντες και σε άλλους, είχε παράσχει ψευδείς πληροφορίες σχετικά με τις περιστάσεις της διάπραξης αυτών των εγκλημάτων. Είχε επίσης επιτρέψει στους 54 αξιωματικούς της SAU να κάνουν κοινή αναφορά των περιστατικών σχετικά με τη χρήση βίας κατά της MM, παρόλο που θα έπρεπε να έχουν ετοιμάσει ξεχωριστές αναφορές, και τους επέτρεψε να μην ετοιμάσουν αναφορά σχετικά με τη χρήση βίας κατά πολιτών.

Στις 23.01.2017, το Πλημμελειοδικείο της Ποντγκόριτσα έκρινε ένοχο τον διοικητή του SAU για το εν λόγω ποινικό αδίκημα και τον καταδίκασε σε φυλάκιση πέντε μηνών. Στην απόφασή του, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι οι αξιωματικοί της SAU είχαν χρησιμοποιήσει παρανόμως υπερβολική βία σε τρεις τοποθεσίες στην Ποντγκόριτσα στις 24.10.2015.

Στις 17.01.2017, οι προσφεύγοντες υπέβαλαν συνταγματικές προσφυγές για βασανιστήρια, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση και έλλειψη αποτελεσματικής έρευνας.

Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που ακολούθησε, η εισαγγελία υπέβαλε στο εγχώριο Συνταγματικό Δικαστήριο ότι όλα τα στοιχεία κατεδείκνυαν τη διάπραξη αδικημάτων από τους αστυνομικούς κατά των προσφευγόντων, αλλά τόνισε πως δεν είχε στην κατοχή της κανένα μέσο αναγνώρισης των δραστών, καθώς τα πρόσωπά τους δεν ήταν ορατά στα διαθέσιμα βίντεο και οι προσφεύγοντες αδυνατούσαν να τους αναγνωρίσουν.

ΤΟ ΣΤΡΑΣΒΟΥΡΓΟ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ…

Το Δικαστήριο επισήμανε καταρχάς ότι δεν υπάρχει αμφισβήτηση μεταξύ των διαδίκων ότι οι προσφεύγοντες υπέπεσαν θύματα απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης την επίμαχη νύχτα. Οι ισχυρισμοί τους επιβεβαιώθηκαν με βιντεοσκοπημένα βίντεο και η κακομεταχείριση τους αναγνωρίστηκε από το Συμβούλιο Πολιτικού Ελέγχου της Αστυνομίας, τον Διαμεσολαβητή, το Συνταγματικό Δικαστήριο και τα αστικά δικαστήρια, καθώς και από την Κυβέρνηση.

Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η έρευνα που διεξήχθη είχε εν μέρει κάποιο αποτέλεσμα. Συγκεκριμένα, την αποσαφήνιση ορισμένων γεγονότων, ιδίως ότι οι προσφεύγοντες είχαν πράγματι υποπέσει σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση από αστυνομικούς και την συγκεκριμενοποίηση των τραυματισμών τους. Επίσης, είχε ως αποτέλεσμα τη δίωξη και την καταδίκη του διοικητή της SAU για την υπόθαλψη εγκληματικής πράξης.

Το Δικαστήριο σημείωσε επίσης ότι η έρευνα για την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση των προσφευγόντων διεξήχθη, και εξακολουθεί να διεξάγεται από την εισαγγελία, η οποία είναι θεσμικά και ιεραρχικά εντελώς ανεξάρτητη από την αστυνομική διεύθυνση και το Υπουργείο Εσωτερικών. ΤΟ ΕΔΔΑ συμπλήρωσε δε, ότι η εισαγγελία είχε υιοθετήσει μια σειρά μέτρων έρευνας. Συγκεκριμένα, κατά τους μήνες που ακολούθησαν μετά το περιστατικό, είχε πάρει καταθέσεις από τους προσφεύγοντες, έλαβε τις ιατρικές εκθέσεις, την έκθεση ιατρικών πραγματογνωμόνων, εξέτασε τα διαθέσιμα βίντεο και διαπίστωσε τη θέση των εμπλεκόμενων οχημάτων SAU.

Ωστόσο, δεν είχε λάβει καταθέσεις από κανέναν από τους αξιωματικούς της SAU που συμμετείχαν τη νύχτα του συμβάντος και από άλλους πιθανούς μάρτυρες, όπως ορθώς παρατήρησε το Συνταγματικό Δικαστήριο. Επίσης, δεν ερεύνησε ποτέ εάν υπήρχαν μόνο μέλη της SAU εκείνο το βράδυ. Παρόλο που είναι πιθανό ότι η διεξαγωγή περαιτέρω έρευνας δεν θα διαλεύκανε το εν λόγω περιστατικό, το Δικαστήριο δεν θεώρησε ότι αυτό δικαιολογεί επαρκώς το γεγονός ότι δεν το επιδίωξε.

Το ΕΔΔΑ διευκρίνισε ότι ο βασικός σκοπός μιας έρευνας είναι να εξασφαλίσει την αποτελεσματική εφαρμογή των εσωτερικών νόμων που προστατεύουν το δικαίωμα στη ζωή και απαγορεύουν τα βασανιστήρια και την απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία σε υποθέσεις που αφορούν κρατικούς υπαλλήλους ή οργανισμούς, και διασφαλίζουν την απονομή ευθυνών και συνεπώς την απονομή  δικαιοσύνης.

Επιπλέον, το Δικαστήριο τόνισε ότι η υποχρέωση διερεύνησης δεν είναι υποχρέωση σε αποτελέσματα, αλλά στην χρησιμοποίηση επαρκών μέσων και διαδικασιών. Ωστόσο, οποιαδήποτε ανεπάρκεια στην έρευνα που υπονομεύει την ικανότητά της να προσδιορίζει τις περιστάσεις της υπόθεσης ή τον υπεύθυνο, πάντα θα κινδυνεύει να παραβεί το απαιτούμενο πρότυπο αποτελεσματικότητας.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι ο εισαγγελέας δεν ακολούθησε όλες τις διαδικασίες έρευνας. Συγκεκριμένα, όπως επεσήμαναν οι προσφεύγοντες, δεν ανακρίθηκαν πολλά ενδιαφέροντα πρόσωπα  – ένα μέλος της SAU, ο ιδιοκτήτης του γειτονικού φούρνου και, ενδεχομένως, ο πελάτης που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο φούρνο.

Το δικαστήριο σημείωσε επίσης, ότι ο εισαγγελέας λανθασμένα στηρίχθηκε σε αποδειχτικά στοιχεία της αστυνομίας τα οποία δεν καταδείκνυαν τους δράστες. Πιο συγκεκριμένα, ο εισαγγελέας ζήτησε τη βοήθεια του Κέντρου Ασφαλείας και της Διεύθυνσης Αστυνομίας. Πρέπει να σημειωθεί εν προκειμένω ότι το εν λόγω βράδυ η SAU ήταν υπό τη διοίκηση του Διοικητή του ίδιου Κέντρου Ασφαλείας. Επιπλέον, τόσο το Κέντρο Ασφαλείας όσο και η SAU ήταν μέρη της ίδιας Αστυνομικής Διεύθυνσης. Με άλλα λόγια, εκείνοι των οποίων ζητήθηκε η βοήθεια υπόκεινται στην ίδια ιεραρχία με τους υπό έρευνα αξιωματικούς και, ως εκ τούτου, δεν διέθεταν ανεξαρτησία και επομένως την απαραίτητη αμεροληψία.

Βάσει των ανωτέρω, το Δικαστήριο έκρινε ότι η έρευνα στην παρούσα υπόθεση, που διεξήχθη τόσο από τον εισαγγελέα όσο και από την αστυνομία, δεν ήταν άμεση, εμπεριστατωμένη, ανεξάρτητη και δεν είχε επαρκή δημόσιο έλεγχο. Είχε ελλείψεις, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι οποίες υπονόμευσαν την ικανότητά της να εντοπίσει τους υπεύθυνους και καταβλήθηκαν ανεπαρκείς προσπάθειες, μετά την απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, για την αποκατάσταση αυτών των ελλείψεων. Το γεγονός ότι οι ενέργειες του διοικητή της SAU καταγράφηκαν, και του επιβλήθηκε κύρωση δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι το εναγόμενο κράτος εκπλήρωσε το διαδικαστικό του καθήκον βάσει του άρθρου 3 για τη διεξαγωγή αποτελεσματικής έρευνας.

Το ΕΔΔΑ διαπίστωσε παραβίαση του διαδικαστικού σκέλους του άρθρου 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) και μη παραβίαση του ουσιαστικού σκέλους.

Δίκαιη Ικανοποίηση: Το Στρασβούργο επιδίκασε ποσό 7.500 ευρώ για ηθική βλάβη σε κάθε προσφεύγοντα.


ECHRCaseLaw
Close Popup

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε καλύτερη εμπειρία στο διαδίκτυο. Συμφωνώντας, αποδέχεστε τη χρήση των cookies σύμφωνα με την Πολιτική Cookies.

Close Popup
Privacy Settings saved!
Ρυθμίσεις Απορρήτου

Όταν επισκέπτεστε μία ιστοσελίδα, μπορεί να λάβει κάποιες βασικές πληροφορίες από τον browser σας, κατά βάση υπό τη μορφή cookies. Εδώ μπορείτε να ρυθμίσετε τη συγκατάθεσή σας σε όλα αυτά.

These cookies allow us to count visits and traffic sources, so we can measure and improve the performance of our site.

Google Analytics
We track anonymized user information to improve our website.
  • _ga
  • _gid
  • _gat

Απορρίψη όλων των υπηρεσιών
Save
Δέχομαι όλες τις υπηρεσίες